Ενώ έχουμε έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς δημοσιεύσεων επιστημονικού έργου, αυτό δεν μεταφέρεται στην παραγωγή
Ελπιδοφόρα νέα έρχονται από την ελληνική ερευνητική κοινότητα, η οποία τα τελευταία 15 χρόνια πραγματοποιεί άλματα με μια «υπερπαραγωγή» επιστημονικού έργου, το οποίο (δυστυχώς) δεν αποτυπώνεται στην αγορά.
Χαρακτηριστικά, από το 1993 έως το 2008 πανεπιστήμια, ΤΕΙ, ερευνητικά κέντρα και άλλοι ερευνητικοί φορείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα έχουν δημοσιεύσει 92.456 επιστημονικά άρθρα, ενώ ο ετήσιος αριθμός των δημοσιεύσεων τετραπλασιάστηκε: το 1993 δημοσιεύθηκαν 2.654 εργασίες και το 2008 ο αριθμός έφθασε στις 10.562. Αποτέλεσμα είναι η Ελλάδα να εμφανίζεται ως «υπερδύναμη» στον τομέα αυτό, έχοντας από τους μεγαλύτερους ρυθμούς αύξησης μεταξύ των 27 χωρών της Ε. E. και των 30 χωρών-μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Ετσι, καταλαμβάνει την 5η θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ με συντελεστή μεταβολής σε αριθμό δημοσιεύσεων 3,98, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος της Ε. Ε. είναι 1,87 και του ΟΟΣΑ 1,65. Συνολικά το 2008 στα μέλη της Ε. Ε. έγιναν 425.647 επιστημονικές δημοσιεύσεις και στα 30 μέλη του ΟΟΣΑ 848.904 δημοσιεύσεις.
Τα στοιχεία αυτά περιέχονται στη μελέτη «Ελληνικές επιστημονικές δημοσιεύσεις 1993-2008» του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), την οποία παρουσιάζει η «Κ». Τι συμβαίνει, όμως, και παρά την εκτίναξη των ερευνητικών αποτελεσμάτων, η Ελλάδα είναι ουραγός σε θέματα καινοτομίας; «Υπάρχει ένα παράδοξο, το οποίο παρατηρείται και στην Ευρώπη. Παράγουμε υψηλή έρευνα αλλά δεν την βγάζουμε στην αγορά, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ. Εκεί έχουν την κουλτούρα να δημιουργούν καινοτομία και να την μεταφέρουν στην οικονομία, να δημιουργούν νέες επιχειρήσεις βασισμένες σε καινοτόμες ιδέες, να χρηματοδοτούν το ρίσκο», τονίζει στην «Κ» ο διευθυντής του ΕΚΤ κ. Ευάγγελος Μπούμπουκας. Και συμπληρώνει: «Πολλοί υποστηρίζουν ότι πρέπει να κάνουμε έρευνα γιατί θα φέρει ανάπτυξη. Ομως, κατά κύριο λόγο, η ανάπτυξη έρχεται από το οικονομικό κλίμα, το θεσμικό πλαίσιο. Η καινοτομία θέλει κατάλληλο περιβάλλον για να αναπτυχθεί. Από την άλλη, στην Ελλάδα εδώ και μία εικοσαετία δεν έχουμε εθνικά προγράμματα έρευνας, στρατηγικό σχεδιασμό, που να αφορά τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας». Μεταξύ των σημαντικότερων ευρημάτων της μελέτης είναι τα ακόλουθα:
– Στις επιστημονικές δημοσιεύσεις των χωρών του ΟΟΣΑ το μεγαλύτερο μερίδιο έχουν οι ΗΠΑ (40,1%) και ακολουθούν η Βρετανία (10,8%), η Γερμανία (10,3%), η Ιαπωνία (9,4%), και η Γαλλία (7,6%). Η Ελλάδα είναι 19η με 1,24%.
– Η σημαντική επίδοση ως προς την αύξηση των δημοσιεύσεων αποτυπώνεται και στον αριθμό των δημοσιεύσεων σε σχέση με τον πληθυσμό. Η Ελλάδα είναι στη 17η θέση με 820 δημοσιεύσεις ανά ένα εκατ. κατοίκους, πάνω από χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ιταλία και η Ισπανία. Πρώτες το 2008 ήταν η Ελβετία (2.436), η Σουηδία (1.914) και η Δανία (1.751).
– Από το 1993 έως το 2008 η αναγνωρισιμότητα και η απήχηση των ελληνικών δημοσιεύσεων στη διεθνή επιστημονική κοινότητα βελτιώθηκε. Την πενταετία 2004-2008 σε σύνολο 43.447 ελληνικών δημοσιεύσεων, οι 26.224 (60,3%) έλαβαν 165.981 αναφορές, ενώ την πενταετία 1993-1997 σε σύνολο 16.869 ελληνικών δημοσιεύσεων οι 7.919 (ποσοστό 46,9%) έλαβαν 35.044 αναφορές.
Από τις 92.456 ελληνικές δημοσιεύσεις το 1993-2008 οι 34.195 έγιναν σε συνεργασία με ερευνητές από άλλες χώρες. Οι πιο «δημοφιλείς χώρες» για τους ελληνικούς ερευνητικούς φορείς είναι οι ΗΠΑ (10.331 από κοινού δημοσιεύσεις), η Βρετανία (8.623), η Γερμανία (6.373), η Γαλλία (5.375) και η Ιταλία (4.188).
Πρωτοπόρα πανεπιστήμια
Στα πανεπιστήμια ανήκει η μερίδα του λέοντος αναφορικά με τις επιστημονικές δημοσιεύσεις. Συγκεκριμένα, την περίοδο 1993-2008 τα ελληνικά πανεπιστήμια έκαναν 74.530 δημοσιεύσεις (ποσοστό 80,8% επί του συνόλου). Ακολουθούν τα ερευνητικά κέντρα της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας (14.750 – 16%).
– Καθώς είναι τα μεγαλύτερα ΑΕΙ της χώρας, το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης έχουν και τις περισσότερες δημοσιεύσεις την περίοδο 1993-2008 (19.447 και 16.706 αντίστοιχα).
– Οι έξι στις δέκα ελληνικές πανεπιστημιακές δημοσιεύσεις προσελκύουν το ενδιαφέρον των ξένων ερευνητών. Κατά μέσο όρο, το 60,3% έχει γίνει αντικείμενο αναφοράς στην εργασία τουλάχιστον ενός ξένου ερευνητή στη δική του επιστημονική εργασία. Οι εργασίες από τα Πανεπιστήμια Κρήτης, Ιωαννίνων και Χαροκόπειο έχουν τα μεγαλύτερα ποσοστά με 68,6%, 66,6% και 64,4% αντίστοιχα.
– Οι δημοσιεύσεις του Πανεπιστημίου Κρήτης (με δείκτη 1,12), του Ιωαννίνων (1,05), του Πολυτεχνείου Κρήτης (1) και του Χαροκόπειου (0,97) καταγράφουν επιδόσεις που υπερβαίνουν ή προσεγγίζουν τη μέση απήχηση (το 1) που έχουν οι δημοσιεύσεις σε διεθνές επίπεδο.
Η μελέτη του ΕΚΤ διατίθεται διαδικτυακά στη διεύθυνση www. ekt. gr/metrics, ενώ η έντυπη έκδοση στο Βιβλιοπωλείο του Εθνικού Ιδρύματος Eρευνών, Βασιλέως Γεωργίου 48.
Του Απόστολου Λακασά