Η ελιά της αυλής μας

 

Χθες το βράδυ είδα την μάνα μου να κλαίει. Ήθελα να πάω να της μιλήσω και να την καθησυχάσω , αλλά θα με μάλωνε, γιατί υποτίθεται πως κοιμόμουν. Πήγα στο κρεβάτι μου προτού με πάρει χαμπάρι, αλλά δεν με έπαιρνε ο ύπνος από την στεναχώρια μου. Στριφογυρνούσα στο κρεβάτι όλη τη νύχτα κι έτσι η μικρή μου αδελφή κατάλαβε πως κάτι συνέβαινε. Με ρώτησε τι συνέβαινε και της απάντησα όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα. Ευτυχώς με βοήθησε η ‘‘μάσκα’’ που φορούσα πάνω από την μαυρισμένη μου ψυχή .
Δεν ήταν μόνο τα δάκρυα της μαμάς που με βασάνιζαν. Σκεφτόμουν και τον πατέρα μου· αν ζούσε άραγε, πού θα ήταν; Θα με σκεφτόταν; Γιατί να μου τον πάρεις Θεούλη μου μακριά; Τι σου έκανα; Μου λείπει τόσο πολύ! Οι σκέψεις αυτές δεν με άφηναν να κοιμηθώ. Κοιτώντας απ’ το παράθυρό μου το ασημένιο φεγγάρι εκεί στο ημίφως , τον είδα να με κρατάει αγκαλιά και να μου λέει παραμύθια. Εκείνος να διηγείται τις πιο απίστευτες ιστορίες κι εγώ να κάθομαι στην αγαπημένη μου κούνια, αυτήν που μου είχε φτιάξει στην ελίτσα της αυλής μας. Αναπολώ εκείνες τις στιγμές και μακάρι να γυρνούσαν πίσω και εκείνες και εσύ μπαμπά…

Την άλλη μέρα σηκώθηκα πρώτος από όλους και πήγα στην πλατεία του χωριού μπας και ακούσω κάτι. Κάποιος θα ήξερε τι έχει η μανούλα μου. Κρυφάκουσα δύο κυρίες που συζητούσαν. Είπαν κάτι για «Τουρκική εισβολή στην πατρίδα μας και χιλιάδες αγνοούμενους». Τότε κατάλαβα και ξέσπασα σε κλάματα. Πώς θα τα βγάλουμε πέρα; Θα πεθάνουμε! Η μικρή μου αδελφή τι θα απογίνει;; Σε κάποιον έπρεπε να μιλήσω και μόνο η μητέρα μου θα με καταλάβαινε. Ήθελα να κλάψω στην αγκαλιά της, αλλά δεν ήθελα να την στενοχωρήσω κι άλλο.

Εκείνη ήταν τελικά που μου μίλησε πρώτη. Μου είπε για τον πατέρα μου που αγνοείται όπως και άλλοι άντρες του χωριού και για το ενδεχόμενο ν΄αφήσουμε το σπίτι μας. Η αδελφούλα μου δεν ήθελε να φύγουμε, ρούπι δεν το κουνούσε και επαναλάμβανε “πού είναι ο μπαμπάς; Γιατί δεν έρχεται; ” Όλα όμως έγιναν τόσο γρήγορα που δεν καταφέραμε ν’ αποχαιρετίσουμε ούτε τη ζωή μας ούτε και το σπίτι μας. Πόσο δυνατούς μας κάνει τελικά η ανάγκη της επιβίωσης; Αλλά και πόσο στεγνώνει την παιδική ψυχή απ’ το γέλιο και την ανεμελιά;

Ζήσαμε, επιβιώσαμε. Αφήσαμε το χωριό μας για ένα νέο χωριό, τη Λεύκα. Ο πατέρας δεν βρέθηκε ποτέ . Η μητέρα πάντα εκεί, το λιμάνι μας. Σιωπηλή και δυνατή για όλους. Κάθε χρόνο επιστρέφουμε στο χωριό μας για μια επίσκεψη. Το σπίτι μας εκεί μισογκρεμισμένο, η ελιά του κήπου μας στέκεται βουβή, ακίνητη, φυλάει τις αναμνήσεις μας.
Το ξέρω πατέρα πως και συ γυρνάς εδώ ξανά, όπως τότε που με κούναγες κάτω από τον ίσκιο της ελιάς μας…

 

Δαμιανού Χριστίνα, Α΄ Γυμνασίου, Σχ. Έτος 2019-2020
Επιβλέπουσα καθηγήτρια : Ειρήνη Νικολοπούλου