20 Ιουλίου 1974 – Μόρφου Λευκωσίας
Στη μνήμη όλων μας μένει βαθιά χαραγμένη αυτή η μέρα που χιλιάδες Τούρκοι εισέβαλαν και λεηλάτησαν τη χώρα. Πριν τον Ιούλιο του ‘74 τα παιδιά ήταν ευτυχισμένα και έπαιζαν ανέμελα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την οικογένεια Κυριακού, που είχε δύο παιδιά, ένα βρέφος μόλις έξι μηνών και ένα μεγαλύτερο παιδί επτά ετών, τον Στέφανο. Αυτός γνώριζε εδώ κι ένα χρόνο έναν συνομήλικό του από την Τουρκία, που έμενε κοντά στο σπίτι του. Είχαν γίνει πολύ καλοί φίλοι και έπαιζαν στην πλατεία του χωριού κάθε απόγευμα.
Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1974, τα παιδιά άκουγαν στο ραδιόφωνο ότι οι Τούρκοι σχεδίαζαν εισβολή στην Κύπρο. Τα παιδιά ήταν δύσπιστα- ίσως δεν καταλάβαιναν και πολλά- και συνέχιζαν να παίζουν άφοβα στους δρόμους. Μια μέρα όμως- 20 Ιουλίου ήταν- άκουσαν ότι τα τουρκικά στρατεύματα άρχισαν να εισβάλουν στην Κύπρο και πλησίαζαν στα χωριά τους.
Την ίδια μέρα ήταν που η μαμά του Στέφανου πλησίασε προς το μέρος του δακρυσμένη και του είπε να πάει γρήγορα στο σπίτι, γιατί οι στρατιώτες έφταναν στο χωριό. Του είπε να μην ξαναπαίξει με τον Αχμέτ, γιατί ήταν εχθρός τους. Τους βρήκε να κάνουν κούνια στην πλατεία και τράβηξε το Στέφανο κοντά της σπρώχνοντας τον Αχμέτ πίσω.
Την επόμενη μέρα οι Τούρκοι στρατιώτες γίνονταν όλο και περισσότεροι. Οι κάτοικοι ήταν έτοιμοι να μετακομίσουν σε άλλες περιοχές της Λευκωσίας για να σωθούν. Δεν είχαν ούτε καν φαγητό να ταΐσουν τα παιδιά τους που έκλαιγαν από την πείνα.
Ο Αχμέτ ήταν πολύ στεναχωρημένος που έχασε το φίλο του το Στέφανο. Σκέφτηκε λοιπόν να χτυπήσει την πόρτα του, μα δεν άνοιξε κανείς. Κοίταξε μακριά και είδε δεκάδες σκηνές στημένες σαν στρατιωτάκια. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του η μητέρα του Στέφανου και τον έδιωξε με φωνές. Ο Στέφανος ποτέ δεν είχε ξαναδεί τη μαμά του τόσο θυμωμένη και τρομαγμένη. Έβαλε τα κλάματα. Τι κακό είχε κάνει ο Αχμέτ και του φώναζε έτσι; Δεν θα τον ξαναδεί ποτέ;
Εκείνη του είπε:
– Στεφανή! Έλα δα! Είπα σου να μεν με τους οχτρούς μας! (Για έλα εδώ βρε Στέφανε! Σου είπα να μην κάνεις παρέα με τον εχθρό!)
– Μάνα, εν νεν οχτρός, εν ο φίλος μου! (Μάνα, δεν είναι εχθρός, είναι ο μοναδικός μου φίλος!)
– Οι Τούρτζοι όμως τρούζουν μας τα σπίθκια μας, θκιώχνουν μας, σκοτώνουν μας! (Οι Τούρκοι όμως μας διώχνουν, καίνε τα σπίτια μας, μας σκοτώνουν!)
– Α μάνα! (Μα μαμά!)
– Με μα με μου. Θα κάτσεις δαμαί που είσαι.( Δεν έχει μα, θα μείνεις εδώ που είσαι!)
– Τζαι μάνα, ινταμπου εν να του πω; μισώ τον τζαι εν θα τον ξαναδώ; (Τι θα του πω μαμά, ότι τον μισώ και δεν θα τον ξαναδώ;)
– Τίποτε εν θα του πεις. Εστει πράματα που εσείς τα μικρά εν τα καταλάβετε.(Τίποτα δεν θα του πεις. Υπάρχουν πράγματα που εσείς τα παιδιά δεν καταλαβαίνετε.)
– Εγώ ξέρω ότι ο Αχμέτ εν θα μου έκαμνε ποτέ κακό,( Εγώ ξέρω ότι ο Αχμέτ δεν θα μου έκανε ποτέ κακό!), είπε ο Στέφανος και έφυγε τρέχοντας κλαίγοντας με αναφιλητά.
Την ίδια μέρα το απόγευμα, ενώ η μαμά του Στέφανου είχε πάει να πάρει αλεύρι, τα παιδιά συναντήθηκαν κρυφά σε μια σπηλιά του χωριού. Ήταν η κρυψώνα τους από παλιά. Εκεί συναντιόντουσαν και έπαιζαν. Μάλιστα είχαν δώσει όρκο ότι δεν θα χωρίσουν ποτέ και ότι δεν θα ξεχάσει ο ένας τον άλλο. Γρήγορα όμως σκοτείνιασε και τα παιδιά ακούγαν πυροβολισμούς. Άρχισαν να τρέχουν φοβισμένα προς τα σπίτια τους. Όμως ο Στέφανος δεν μπόρεσε να φτάσει στην σκηνή του, γιατί είδε Τούρκους στρατιώτες κοντά. Ο Αχμέτ του πρότεινε να μείνει στο σπίτι του μέχρι να φύγουν οι στρατιώτες.
Όταν έφτασαν τα παιδιά στο σπίτι, η μαμά του Αχμέτ δεν ήθελε καθόλου να φιλοξενήσει τον «εχθρό», όπως είπε, στο σπίτι της. Έτσι φώναξε τον γιο της και τον ρώτησε:
– Αχμέτ, γιατί έφερες τον εχθρό στο σπίτι μας;
– Μάνα δεν είναι εχθρός, είναι φίλος μου.
– Δεν με νοιάζει Αχμέτ, γιατί τον έφερες εδώ;
Και ο Αχμέτ με το Στέφανο εξήγησαν την περιπέτεια που έζησαν πριν. Μίλησαν δακρυσμένοι για τα παιχνίδια τους, για τα σχέδια που έχουν για το μέλλον, για τον όρκο που πήραν λίγο πριν στη σπηλιά τους. Η μαμά του Αχμέτ συμφώνησε να μείνει ο Στέφανος εκεί για λίγο μόνο. Ο Στέφανος ένιωσε απέραντη ευγνωμοσύνη που η μαμά του Αχμέτ τον δέχτηκε στο σπίτι της, αλλά και ντροπή που λίγες ώρες πριν η μαμά του τού απαγόρευσε να κάνει παρέα με έναν εχθρό, που όμως ήταν ο καλύτερός του φίλος.
Η μαμά του Στέφανου άρχισε να τον ψάχνει απεγνωσμένα. Ρώτησε παντού αλλά μάταια. Αποφάσισε λοιπόν να πάει στην άλλη μεριά, εκεί όπου κατοικούσαν οι εχθροί. Πλησίαζε βράδυ και δεν τον είχε βρει ακόμα . Τότε διέκρινε από μακριά ένα φως και πλησίασε. Ξαφνικά είδε τα παπούτσια του γιου της έξω από μια πόρτα. Πήγε να κοιτάξει καλυτέρα, όταν η πόρτα άνοιξε και αντίκρισε τη μαμά του Αχμέτ. Τα παιδιά που ήταν μέσα άκουσαν φωνές και πήγαν να δουν τι γίνεται. Ξαφνιασμένος ο Στέφανος είδε την μαμά του και της είπε όλη την ιστορία.
Η μαμά του Στέφανου είδε μάτια δακρυσμένα. Άκουσε συγκινητικές ιστορίες φιλίας. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι του Αχμέτ ήταν τόσο ζεστή και αληθινή. Τίποτα δεν τους χώριζε. Ο Αχμέτ και η οικογένειά του δεν ήταν ποτέ εχθροί τους και ούτε θα είναι. Δεν αποφάσισαν αυτοί για ό,τι έγινε. Πριν απ’αυτόν τον ματωμένο Ιούλιο ζούσαν όλοι μαζί χωρίς προβλήματα.
Οι μέρες πέρασαν, τα παιδιά συνέχισαν να συναντιούνται. Ο Στέφανος κι η οικογένειά του όμως έπρεπε να αφήσουν το σπίτι τους και να μετακινηθούν στην ελεύθερη Κύπρο. Η απόφαση πάρθηκε αμέσως. Εμπιστεύτηκαν το σπίτι τους και το κτήμα της στην οικογένεια του Αχμέτ. Ποιος ξέρει; Μπορεί κάποτε να ξαναγυρνούσαν. Ο Αχμέτ υποσχέθηκε να περιμένει τον Στέφανο να επιστρέψει. Θα κρατούσε το δωμάτιό του όπως ακριβώς ήταν και θα συνέχιζε να παίζει στην γειτονιά τους, στην κρυψώνα τους . Η μαμά του Αχμέτ θα φρόντιζε τα λουλούδια και τα δέντρα του κήπου σαν δικά της. Όλοι υποσχέθηκαν να ξανασυναντηθούν…
Λένα Γεροντάρη – Αναστασία Θεοδωρακοπούλου
Α’ Γυμνασίου, Σχ. Έτος 2019-2020
Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ειρήνη Νικολοπούλου




