Είναι ξημερώματα της 20ης Ιουλίου του 1974. Όλα είναι σκοτεινά. Ακούγονται φωνές από τον δρόμο, ουρλιαχτά. Η μητέρα μου μπαίνει αναστατωμένη στο δωμάτιο και αρχίζει να βάζει λίγα ρούχα και ένα ζευγάρι παπούτσια στη μοναδική βαλίτσα που έχω. Τρομαγμένη σηκώνομαι από το κρεβάτι μου και ρωτάω τι συμβαίνει, όμως δεν παίρνω καμία απάντηση. Όταν η μαμά μου τελειώνει το μάζεμα, σπρώχνει με δύναμη την βαλίτσα προς το μέρος μου και μου δείχνει το παράθυρο. Το δωμάτιο μου ήταν στο ισόγειο, οπότε το παράθυρο ήταν πολύ κοντά στο έδαφος. Το ανοίγει με δύναμη, με αγκαλιάζει σφιχτά, μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο και με σπρώχνει προς τα έξω. Το παράθυρό μου οδηγεί στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου δεν υπάρχει δρόμος και είναι κοντά στο λιμάνι. “Φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς”, μου λέει δακρυσμένη. Το ξέρω ότι πρέπει να φύγω, να τρέξω μακριά αλλά δεν θέλω να αφήσω την οικογένειά μου. Ακούω πυροβολισμούς, γυρνάω το κεφάλι μου, βλέπω τη μαμά μου να σωριάζεται στο πάτωμα του δωματίου. Καταλαβαίνω ότι πλέον είμαι μόνη μου.
Αρχίζω και τρέχω, μαζί τρέχουν και τα δάκρυα στα μάτια μου. Δε βλέπω πού πάω. Τρέχω όλο και πιο γρήγορα, ώσπου ένα χέρι με πιάνει και με τραβάει με δύναμη προς τα πίσω. Σκουπίζω άτσαλα τα μάτια μου και βλέπω μπροστά μου το πέλαγος. Ξαφνικά ένα πανί μου καλύπτει το πρόσωπο και νιώθω σαν να χάνω τις αισθήσεις μου. Όλα είναι μαύρα, δεν ακούω τίποτα πλέον. Ο άγνωστος με σέρνει και έπειτα νιώθω ένα ξύλο να με χτυπάει.
Αρκετές ώρες αργότερα ανακτώ και πάλι τις αισθήσεις μου. Τώρα όμως δεν βρίσκομαι στο λιμάνι αλλά σε ένα μικρό καλύβι, ξαπλωμένη μπροστά από την ζεστασιά της φλόγας του τζακιού. Ένας ψηλόλιγνος άντρας εμφανίζεται με μία κούπα στο χέρι. Θέλω να απομακρυνθώ, αλλά όλο μου το σώμα πονάει και δεν μπορώ να κουνηθώ. Όταν πλησιάζει ο άντρας, διακρίνω ότι είναι ένα παιδί περίπου στην ηλικία μου ίσως και λίγο μεγαλύτερος, 15 με 16 χρονών. Συνεχίζω όμως να τον φοβάμαι, καθώς φοράει μια στρατιωτική στολή με τη σημαία της Τουρκίας και είναι ζωσμένος με όπλα και χειροβομβίδες.
Ο στρατιώτης αφήνει την κούπα σε ένα τραπεζάκι, έρχεται κοντά μου και με βοηθάει να σηκωθώ και να καθίσω σε μία πολυθρόνα. Όταν τα καταφέρνω, μου δίνει λίγο ζεστό γάλα και με τυλίγει με μία κουβέρτα για να μην κρυώνω. Κάθεται δίπλα μου και ψιθυριστά σε σπαστά ελληνικά μου εξηγεί ότι ο στρατός των Τούρκων εισέβαλε στην πατρίδα μου την Κύπρο, ότι με βρήκε χτυπημένη σε ένα σοκάκι, με έφερε σε αυτήν την καλύβα που βρίσκεται σε μια πλαγιά του Τροόδους στο χωριό Μηλικούρι. Τέλος μου είπε ότι ήταν μαθητευόμενος του κυρ Αντρέα, του τσαγκάρη, ο οποίος του είχε μάθει ελληνικά, και ότι, όταν έγινε η εισβολή, αναγκάστηκε να παρουσιαστεί στον Τούρκικο στρατό.
Ο μυστηριώδης άντρας έμεινε αρκετές εβδομάδες σε αυτή την καλύβα μαζί μου, κρυμμένος από τον τούρκικο στρατό. Κάθε μέρα άκουγα στο ραδιόφωνο ονόματα νεκρών και αγνοούμενων. Οι συμπατριώτες μου πέθαιναν και μαζί τους αργοπέθαινε και η Κύπρος, το σπίτι μου, η πατρίδα μου, η πατρίδα χιλιάδων ανθρώπων που τώρα γεμίζουν τα χώματά της με το αίμα τους. Είναι άδικο, είναι εντελώς παράλογο να μας διώχνουν απ’ τα σπίτια μας.
Αυτές ήταν οι σκέψεις μου όλον αυτόν τον καιρό. Ο Ασλάν, αυτό ήταν το όνομά του, μου φερόταν άψογα, με φρόντιζε, με περιποιούταν και ήταν πολύ ευγενικός μαζί μου. Είχαμε γίνει καλοί φίλοι και τώρα πια δεν με ένοιαζε το γεγονός ότι ήταν Τούρκος στρατιώτης.
Είχε φτάσει ο χειμώνας. Έξω χιόνιζε. Μια μέρα ο Ασλάν κάθισε δίπλα μου και μου είπε ότι για να σωθώ πρέπει να φύγω από την Κύπρο άμεσα, να ζήσω ελεύθερη και όχι μέσα σε μια καλύβα όλη μου τη ζωή. Μου εξήγησε ότι ένα πλοίο, το ΄΄Πάτρα΄΄, φτάνει εκείνη την ημέρα στο λιμάνι και θα πάρει ορφανά παιδιά και προσφυγόπουλα να τα πάει στην Ελλάδα. Δεν μπόρεσα να του αντιμιλήσω. Ο τόνος του ήταν αυστηρός και φαινόταν πολύ αποφασισμένος για να του αλλάξω γνώμη.
Φόρεσε τη στολή του και εγώ τα ρούχα μου. Αφήσαμε την καλύβα μετά από τόσον καιρό. Κοίταξα μπροστά μου και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια μου. Η Κύπρος μου είχε καταστραφεί, ο ουρανός ήταν γκρίζος και μπροστά μου απλωνόταν ένα τεράστιο νεκροταφείο από τους δικούς μου ανθρώπους, τους συμπατριώτες μου . Νεκρά ήταν και τα όνειρά μου, η ψυχή μου. Κοντοστάθηκα. Ο Ασλάν με τράβηξε και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε το βουνό.
Λίγο πριν φτάσουμε στο λιμάνι , στρατιώτες μας σταμάτησαν ,αλλά ο Ασλάν με έκρυψε πίσω από την πλάτη του για να με προστατέψει. Όταν έφτασαν κοντά μας οι ένοπλοι, ο Ασλάν έκανε μια συζήτηση μαζί τους στη γλώσσα τους και , μόλις τελείωσαν, γύρισε κοντά μου. Με κοίταξε, μού ζήτησε να του υποσχεθώ ότι θα τρέξω να μπω στο καράβι για να φτάσω στην Ελλάδα ζωντανή. Δεν ήθελα να φύγω χωρίς αυτόν. Μου είχε σώσει τη ζωή και τώρα είχε σκοπό να κάνει το ίδιο. Με αγκάλιασε σφιχτά και μού ψιθύρισε στ΄ αυτί πόσο μ΄ αγαπάει και ότι θα είναι δίπλα μου για πάντα να με προσέχει, ακόμα κι αν είμαστε χιλιόμετρα μακριά. Έπειτα με παρακάλεσε να απομακρυνθώ και γονάτισε μπροστά στους ενόπλους. Ήθελα να τρέξω στην αγκαλιά του , να πεθάνω μαζί του, αλλά έπρεπε να τηρήσω την υπόσχεσή μου.
Ο ένας από τους στρατιώτες σήκωσε το όπλο του. Τον σκότωσε… Δεν μπορούσα να συνεχίσω να κοιτάω. Απλά έτρεξα, έφτασα στο λιμάνι, μπήκα στο πλοίο κι αποχαιρέτισα το σπίτι μου, την οικογένειά μου, τους φίλους μου και τον αγαπημένο μου Ασλάν.
Άφησα όμως πίσω την καρδιά μου, γιατί ανήκε και πάντα θα ανήκει στην πατρίδα μου την ΚΥΠΡΟ, στον αγαπημένο μου Ασλάν….
Nίκη Κόλλια, Β΄ Γυμνασίου Σχ. Έτος 2019-2020
Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ειρήνη Νικολοπούλου