Μήπως στο σχολείο αναπτύσσουμε ταχύτητα για να μην πλησιάζουμε το άγνωστο; Μήπως τρέχουμε για να μη βλέπουμε και να μην αισθανόμαστε; Μήπως βιαζόμαστε για να μη σκεφτόμαστε;
Στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί να δώσει απαντήσεις με κείμενό του ο Γ. Μαυρογιώργος, καθηγητής Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ο συγγραφέας αφού αναφέρεται στις κυρίαρχες παραδοχές για τη «διαχείριση» του σχολικού χρόνου καταλήγει σε μια ενδιαφέρουσα όσο και “αιρετική” άποψη: να φέρουμε τη βραδύτητα στα σχολεία.
[…] “Η ιδέα που προτείνεται στη συνέχεια μου ήρθε από το βιβλίο «Η βραδύτητα» του Κούντερα. Διαβάζω, λοιπόν:
«Γιατί χάθηκε η ηδονή της βραδύτητας; Α, πού είναι οι παλιοί αργόσχολοι; Πού είναι αυτοί οι φυγόπονοι ήρωες των λαϊκών τραγουδιών, αυτοί οι πλάνητες που χαζεύουν από μύλο σε μύλο και κοιμούνται στο ύπαιθρο; ‘Αραγε χάθηκαν μαζί με τους χωματόδρομους, μαζί με τα λιβάδια και τα ξέφωτα, μαζί με τη φύση;
Και αλλού:
Υπάρχει κρυφός σύνδεσμος μεταξύ βραδύτητας και μνήμης, μεταξύ ταχύτητας και λήθης. Ας πάρουμε μια όσο το δυνατόν πιο κοινότοπη κατάσταση: κάποιος περπατάει στο δρόμο. Ξαφνικά θέλει να θυμηθεί κάτι, αλλά του διαφεύγει η ανάμνηση. Εκείνη τη στιγμή, μηχανικά, επιβραδύνει το βήμα του. Αντιθέτως, κάποιος που προσπαθεί να ξεχάσει ένα δυσάρεστο περιστατικό που έζησε πριν από λίγο, επιταχύνει εν αγνοία του το βάδισμά του, σαν να θέλει να απομακρυνθεί γρήγορα από κάτι που, χρονικά, βρίσκεται ακόμα πολύ κοντά του…Στα υπαρξιακά μαθηματικά αυτή η εμπειρία παίρνει τη μορφή δύο στοιχειωδών εξισώσεων: Ο βαθμός της βραδύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της μνήμης. Ο βαθμός της ταχύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της λήθης».
Μα, καλά, σκέφτομαι: μήπως στο σχολείο αναπτύσσουμε ταχύτητα για να μη πλησιάζουμε το άγνωστο; Μήπως τρέχουμε για να μη βλέπουμε και να μην αισθανόμαστε; Μήπως βιαζόμαστε για να μη σκεφτόμαστε; Παντού χρονικές προδιαγραφές: έναρξη, λήξη, διάρκεια, κουδούνι, έγκαιρη προσέλευση, πρωινή ώρα, τελευταία ώρα, διάλειμμα κ.ά. Αρχίζει και τελειώνει κάτι, όχι γιατί ενδιαφέρονται δάσκαλοι και μαθητές, άλλα γιατί ΄χτύπησε κουδούνι΄. Ο ΄χρόνος είναι χρήμα΄, ΄χρόνου Φείδου΄ και άλλα! Σε συνθήκες συνωστισμού επιθυμιών, αναγκών και ενδιαφερόντων, σε μια αντιφατική κοινωνική τοπογραφία, εκπαιδευτικοί και μαθητές καλούνται σε συγκεκριμένες υποχρεωτικές κοινωνικές σχέσεις. Έτσι, τα βιολογικά άτομα μεταμορφώνονται σε ιδεολογικά υποκείμενα με ΄συνείδηση χρόνου΄, σε ένα πλαίσιο ΄πανοπτικής επιτήρησης΄. Για κάθε συγκεκριμένη δραστηριότητα κάθε συγκεκριμένου ατόμου υπάρχει συγκεκριμένος χώρος σε προγραμματισμένη χρονική στιγμή!
Μήπως είναι ώρα να επαναδιαπραγματευτούμε το νόημα του «χαμένου» χρόνου για να μπορούμε να «κατοικούμε» στο χρόνο; Μια διεργασία που θα μπορούσε να προωθηθεί για τον επαναπροσδιορισμό αυτής της κατάστασης, τουλάχιστον στο επίπεδο της μικροκλίμακας του σχολείου, είναι να ανιχνεύουμε, να καταγράφουμε και να επαναδιαπραγματευόμαστε το νόημα που έχει ο «χαμένος»σχολικός χρόνος για εκπαιδευτικούς και μαθητές/τριες και να δώσουμε το χρόνο πίσω, στους ίδιους, τόσο στην ποσοτική όσο και στην ποιοτική διάσταση, και να διευρύνουμε τη σχετική αυτονομία τους για ό,τι μπορούν να κάνουν μέσα στο χρόνο τους.
Αν μείνουμε προσκολλημένοι στις κρατούσες αντιλήψεις, η τυραννία του σχολικού χρόνου θα μας κρατάει δέσμιους της έμμονης ιδέας για το πόσο και το πότε, σε απόσταση από ερωτήματα του γιατί. Έχουμε γίνει δρομείς της ταχύτητας στη δράση για να «ολοκληρώνουμε» έγκαιρα τη διδακτέα ύλη, χωρίς να μένει χρόνος για το δρόμο αντοχής του στοχασμού. Η αγωνία της «ολοκλήρωσης» της ύλης εξορίζει τη σοφία και την ηδονή της βραδύτητας. Η εκπαιδευτική διαδικασία, έτσι κι αλλιώς, είναι οργανωμένη με διευθετήσεις ιεραρχικής κατάταξης, κατανομής και επιλογής της διδακτέας ύλης. Η σχολική γνώση είναι κοινωνικά επιλεγμένη και επομένως επιλεκτική και “παραδειγματική”. Γιατί τόση ομηρία στην έμμονη ιδέα της “ολοκλήρωσης” σε καθορισμένα χρονικά πλαίσια; Αφού ο τι ορίζεται ως «διδακτέα ύλη» είναι επιλογή, γιατί τη διδάσκουμε ως τελεσίδικη και οριστική-ολοκληρωμένη εκδοχή γνώσης; Γιατί τόση εμμονή στη μηχανιστική προσήλωση στην εκδοχή γνώσης των σελίδων του εγκεκριμένου σχολικού εγχειριδίου;
Ουσιαστική ανασυγκρότηση των μορφών κατανομής και διευθέτησης του σχολικού χρόνου περνάει μέσα από μια συνολική ανασυγκρότηση της εκπαίδευσης για βαθύτερο εκδημοκρατισμό του περιεχομένου και της μορφής της εκπαίδευσης, με διεύρυνση της σχετικής αυτονομίας και της ενεργού συμμετοχής των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Θέλουμε τη βραδύτητα για να μπορούμε να πλησιάζουμε στο αίνιγμα του νοήματος αυτών που κάνουμε. Στο κάτω-κάτω, όσοι είμαστε στην εκπαίδευση έχουμε ιδιαίτερους λόγους να «σπεύδουμε βραδέως». Η επιβράδυνση δεν είναι απώλεια. Δίνει χώρο στο μυαλό και στην καρδιά που υφαίνουν τη ζωή. Τουλάχιστον, έτσι μπορούμε να αρχίζουμε να διεκδικούμε λιγότερα εμπόδια ανάμεσα στην εργασία και στη ζωή, όπως μας προτείνει ο Ε.Τόμσον (1983) ή να ανακαλύπτουμε «τις χαρές του αργού χρόνου»,όπως μας προτρέπει ο Th. Εriksen (2005 ). Ο σχολικός χρόνος δεν είναι για τους εκπαιδευόμενους, απλώς, χρόνος προετοιμασίας για τη ζωή ούτε είναι, απλώς, χρόνος εργασίας για τους εκπαιδευτικούς. Είναι χρόνος ζωής…”
Oλόκληρο το άρθρο στο Alfavita