Καθισμένος μετρώ τα χαρτονομίσματα. Πράσινα, καφετιά, γαλάζια, κόκκινα. Τοποθετώ σχολαστικά πλάι τους τα κέρματα. Δίφραγκα, φράγκα, πενηντάλεπτα, δεκάλεπτα. Συμβουλεύομαι κατόπιν τα κιτάπια μου, αλλά δεν βγαίνει ο λογαριασμός. Βαρύ χρέος μού ανέθεσαν να πληρώσω. Γεννά διαρκώς σημαινόμενα, συναισθήματα και εικόνες, με απότοκο αλληγορίες, πρωθύστερα και ευφημισμούς. Καταφεύγω κι εγώ στα πολύτιμα τιμαλφή μου· τις λέξεις. Και όπου βγει. Ξετυλίγω το νήμα. Κλωστήρια, υφαντουργεία, πλεκτήρια και ταπητουργεία πανταχόθεν. Σιδηρουργεία, μηχανουργεία, ασβεστουργεία. Βιοτεχνίες και καταστήματα κάθε λογής. Δεσπόζουν ανάμεσά τους η φάμπρικα της ΧΡΩΠΕΙ, πιο κάτω η πλινθοποιία Δηλαβέρη κι ο Πετζετάκις στο Ποτάμι. Οχι Νίκαια· Κοκκινιά. Περί το 1960.
Ανάστα ο Κύριος. Σείεται ο κόσμος απ’ τις σειρήνες των εργοστασίων κατά τις πεντέμισι κάθε πρωί. Λεφούσι ξεχύνεται στους δρόμους η εργατιά. Μου το περιγράφουν σαν διαδήλωση· σωστό ραβαΐσι. Προβάλλω στη φαντασία μου σκηνές του παλιού σινεμά, ασπρόμαυρες μνήμες σε κιτρινισμένα χαρτιά. Κεφάτα καλημερίσματα, φωναχτές παραγγελιές και ορμήνιες, πειράγματα και κους κους στα πεταχτά διαχέονται σ’ ένα διαπεραστικό βουητό. Γεμάτο σφρίγος. Σιωπηλοί επιστρέφουν οι προλετάριοι αργά το απόγευμα, καταπονημένοι απ’ το μεροκάματο. Συναμετάξυ τους δεκατριάχρονα και δεκαπεντάχρονα παιδιά, ορισμένα απ’ τα οποία, με τη σάκα στο χέρι κατά το απόδειπνο, κατευθύνονται προς το νυχτερινό σχολειό. Κοντά στο Αλσος στεγάζεται. Με τσίγκο.
Λεπτόφλοιο υλικό, εξόχως φιλικό στους μαθητές. Στα ψιλόβροχα χορεύουν ράθυμα οι ψιχάλες στη σκεπή, αποκοιμίζοντας τα ήδη καταβεβλημένα παιδιά. Ουδείς διανοείται να τα ξυπνήσει. Κορυβαντιούν πάνω της οι χοντρές σταγόνες, όταν το ρίχνει με το τουλούμι. Οσο κι αν κραυγάζει, δεν ακούγεται ο καθηγητής κι έτσι δεν γίνεται μάθημα. Εξαίρεση αποτελεί ο δάσκαλος της Ιστορίας, ιερωμένος με βροντώδη φωνή και τραχειά ρουμελιώτικη προφορά. Αυτός ούτως ή άλλως γοητεύει την τάξη, που περιμένει την ώρα του πώς και πώς. Ξαναζωντανεύει μ’ έναν μαγικό τρόπο τον Θουκυδίδη, τον Πλούταρχο, τον Προκόπιο και προπαντός το Εικοσιένα. Γνωρίζει σε βάθος τα γεγονότα και τα διανθίζει με ζωηρές παραστάσεις κι ανέκδοτα επεισόδια. Ο παπα-Χολέβας γεννιέται κοντά στη Μακρακώμη Φθιώτιδας στα 1907. Σπουδάζει φιλολογία και αρχαιολογία στη Σαλονίκη, όπου αποκτά και μεταπτυχιακούς τίτλους.
Ανηφορίζει στο Βουνό το 1942, βγαίνει στο κλαρί πά’ να πει, δίπλα στον Αρη και τον παπα-Ανυπόμονο με το αντάρτικο προσωνύμιο Παπαφλέσσας. Παρότι δεν είναι κομμουνιστής, διώκεται απηνώς μετά την απελευθέρωση. Επειτα απ’ τον εκτοπισμό του στην Ικαριά, διορίζεται εκπαιδευτικός, αρχικά στο Λαύριο κι αργότερα, από δική του επιλογή, στο Νυχτερινό Γυμνάσιο Νικαίας. Με τα προσόντα του θα μπορούσε κάλλιστα να διδάσκει στο Κολλέγιο Αθηνών ή στη Σχολή Μωραΐτη. Κάνει πως δεν ακούει τον ανετσούμπαλο νεαρό που μιμείται πιστά το ιδιόλεκτό του, προκαλώντας τρανταχτά γέλια στα διαλείμματα. Πρόκειται για τον Γιάννη Καλαϊτζή, ο οποίος γράφεται στο εσπερινό στην Τετάρτη. Φοιτά μέχρι τότε στο ημερήσιο, αλλά ο πρόωρος χαμός του πατέρα του τον αναγκάζει να αναλάβει μαζί με τη μάνα του το οικογενειακό καφενείο. Η αδελφή του η Καίτη είναι ακόμη μικρή.
Ιδιοχείρως σε σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα αναφέρει: «Καταδικάστηκα σε δωδεκαετή εκπαίδευση. Μου ‘ριξαν κι έναν χρόνο επιπλέον ως μη συνεργάσιμο. Δραπέτευσα προτού εκτίσω την ποινή…». Να τι εννοεί: Η μεταρρύθμιση Παπανούτσου τον βρίσκει στην Εκτη. Απαλλάσσει τους μαθητές των νυχτερινών απ’ τον βραχνά των διδάκτρων. Τους κοστίζουν περίπου το εν τρίτον του μηνιάτικου. Ουδέν καλόν αμιγές κακού όμως. Αυξάνονται κατά μία οι τάξεις. Ο Καλαϊτζής αρνείται να πάει στην Εβδόμη. Δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να πάρει απολυτήριο παρά μόνον ενδεικτικό. Κάποια στιγμή κτυπά την πόρτα του γυμνασιάρχη να το ζητήσει. Στη θέση εν τω μεταξύ έχει προαχθεί ο Χολέβας.
Τον αντιμετωπίζει με τη στόφα μεγάλου παιδαγωγού. Αδιαφορεί τάχα μου στην αρχή. – «Τι θέλ’ς παιδί μ’;» τον ρωτά.
- – «Το ενδεικτικό μου, κύριε καθηγητά» αποκρίνεται ο Γιάννης.
- – «Δε σε θ’μάμαι. Ερχόσουν εδώ;».
- – «Τρία ολόκληρα χρόνια ειρκτή».
- – «Τώρα που το λες… Σάμπως να μουντζούρωνες τα τετράδια. Ουραία σχέδια έκανες. Τι το θέλ’ς το χαρτί;».
- – «Να ψάξω για καμιά δουλειά, κύριε».
- – «Ακου! Εχω έναν γνουστό, κείθε προς το Κουτσουκάρ’, που φτιάνει πιθάρια για τσ’ τουρίστες. Να του πεις πως σε στέλνου ιγώ. Είναι καλός άνθρωπος. Θα σε πάρ’».
Ευχαριστεί ο απόφοιτος για το αναπάντεχο ενδιαφέρον και κάνει να φύγει διακριτικά. Ο Χολέβας του γνέφει να περιμένει, εξηγώντας ότι απαιτεί ένα ακριβό δώρο.
Ζορίζεται να το πιστέψει ο Καλαϊτζής. Τον τραγόπαπα, σκέφτεται, τέτοιος παραδόπιστος είναι; «Να περάσουν πρώτα δυο-τρεις μήνες, να μαζέψω χρήματα, κι έννοια σας» κατορθώνει να ψελλίσει. «Οχι με λιφτά, βρε κουτέ. Θέλω να μου φέρ’ς ένα απ’ τα λαγήνια που θα φιλοτεχνήσουν τα χέρια σ’» απαντά ο ιερέας με τη γενναιοφροσύνη του εκπαιδευτικού που ανιχνεύει το χάρισμα του μαθητή του και του ανοίγει ορίζοντες. Την επαύριο ο Γιάννης προσλαμβάνεται στο εργαστήριο κεραμικής απέναντι απ’ το Νεκροταφείο Νεαπόλεως, όπου δουλεύει πάνω από τρία χρόνια. Φουρνίζουν ομοιώματα αρχαίων αγγείων. Εντάσσεται στην ομάδα που επιμελείται τον εικαστικό διάκοσμο. Εκεί πρωταρχίζει να ζωγραφίζει συστηματικά με δασκάλους έμπειρους λαϊκούς καλλιτέχνες. Οι χαρακτηριστικές του καμπύλες ίσως οφείλονται στην πρώιμη επαφή του με την ιδιόμορφη επιφάνεια των αμφορέων και των υδριών.
Η αμεριμνησία της νεότητας κι η επιλησμοσύνη συνωμοτούν ώστε να μη λάβει ποτέ το δώρο του ο Χολέβας. Το θυμάται αργά ο Καλαϊτζής, μόλις τα τελευταία χρόνια. Το φέρει βαρέως. Μοιράζεται τον καημό του με τον Αιμίλιο Καλιακάτσο, εκδότη της «Στιγμής» -τα βιβλία κόπτονται με ευθύνη του πελάτου-, συμμαθητή και επιστήθιο φίλο του επί δεκαετίες. Εκείνος πιστεύει ακραδάντως στο συγγραφικό τάλαντο του κολλητού του και επιχειρεί να τον πείσει πως θα εξιλεωθεί μόνο αν γράψει την ιστορία. Ο Γιάννης αποκρούει πεισματικά την ιδέα να χρωματίσει το ερυθρό της Κοκκινιάς· απλώνεται μέσα του κάπως σαν πληγή. Ο Αιμίλιος πάλι είναι λάτρης και δέσμιος της παλιάς σχολής. Νομίζει πως οι εκδότες δεν πρέπει να δημοσιεύουν το παραμικρό.
Σε μένα, που δεν μπορώ να χωρίσω δυο γαϊδουριών άχυρα, έλαχε ο κλήρος. Τα ‘θελε βεβαίως ο πισινός μου. «Δημοσίως χρέους απότισις». Εύκολα το λες, αλλά κάν’ το. Συνειδητοποίησα αίφνης, μες στην αμηχανία και τον πανικό μου, πως ο ανταρτόπαπας είναι πληρωμένος στο πολλαπλάσιο. Πέθανε πλήρης ημερών τον Ιούλιο του 2001, οπότε πρόλαβε να καμαρώσει τη διαδρομή του μαθητή του στα εικαστικά που τον δικαίωσε απολύτως σαν δάσκαλο. Κερδισμένος βγήκε κι ο Καλιακάτσος. Οι εκδότες τρέφονται με λέξεις, ακόμα και δύσπεπτες που γδέρνουν το στομάχι. Ολοι εμείς ανακαλύψαμε ξεχασμένες αξίες τις οποίες οφείλουμε να επαναφέρουμε στον βίο μας. Προσωπικά μου δόθηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να καταβάλω, έστω ένα μικρό μέρος των τόκων του ανεξόφλητου χρέους μου στη Μιχαλού· αν εννοείτε.
http://www.efsyn.gr/arthro/anepidoto-hreos