Με επτασέλιδο αφιέρωμα η «Εφ.Συν.» τιμά τη μνήμη ενός μοναδικού ανθρώπου, που το όνομά του συμβολίζει ταυτόχρονα τις πιο φωτεινές αλλά και τις πιο σκοτεινές στιγμές της ελληνικής Αριστεράς.

Τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου 1954, έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος ο Νίκος Πλουμπίδης, εμβληματική φυσιογνωμία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος.

Ήταν η κορύφωση μιας ανθρώπινης τραγωδίας και μιας πολιτικής σκευωρίας που άφησε για πολλές δεκαετίες ανεξίτηλα σημάδια στην ιστορική πορεία, αλλά και την ηθική υπόσταση, της Κομμουνιστικής Αριστεράς.

Ο Νίκος Πλουμπίδης, ο «κόκκινος δάσκαλος», αρχετυπική μορφή κομμουνιστή του Μεσοπολέμου, μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ από το 1935, αντιμετώπισε το εκτελεστικό απόσπασμα ζητωκραυγάζοντας για το ΚΚΕ, την ίδια στιγμή που το κόμμα του, στο οποίο είχε αφιερώσει όλη του τη ζωή και το οποίο υποστήριξε αταλάντευτα μέχρι το τέλος, τον κατηγορούσε ως «προδότη», φτάνοντας να αμφισβητήσει ακόμη και την εκτέλεσή του.

mnimeio-ploumpidi

Το μνημείο του Νίκου Πλουμπίδη στο Χαΐδάρι.

* Επτασέλιδο αφιέρωμα στη μνήμη του Νίκου Πλουμπίδη, με ντοκουμέντα που δημοσιεύονται για πρώτη φορά, στην «Εφημερίδα των Συντακτών – Σαββατοκύριακο» που κυκλοφορεί εκτάκτως σήμερα, Πέμπτη 14 Αυγούστου.

efsyn.gr

Νίκος Πλουμπίδης: 60 χρόνια μετά

Τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου 1954, έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος ο Νίκος Πλουμπίδης, εμβληματική φυσιογνωμία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Ηταν η κορύφωση μιας ανθρώπινης τραγωδίας και μιας πολιτικής σκευωρίας που άφησε για πολλές δεκαετίες ανεξίτηλα σημάδια στην ιστορική πορεία, αλλά και την.

Η «υπόθεση Πλουμπίδη», με το μεγαλείο και την τραγικότητά της, θα παραμείνει για δεκαετίες ανοιχτό τραύμα στην Αριστερά γιατί συμπυκνώνει, στην πιο ακραία εκδοχή, τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τις ανθρώπινες διαδρομές των Ελλήνων κομμουνιστών. Αντιφάσεις που συχνά προσέλαβαν δραματικές διαστάσεις κατά τα χρόνια του Εμφυλίου και στη συνέχεια υπό το βάρος της ήττας.

Και όλα αυτά σε ένα εγκληματικά εκδικητικό περιβάλλον από την πλευρά των νικητών του Εμφυλίου, οι οποίοι επινοώντας την κατηγορία της κατασκοπίας και ανασύροντας τον μεταξικό νόμο 375/1936 συνέχισαν μέχρι και το 1955 (όταν εκτελέστηκαν στην Κρήτη και τη Θεσσαλονίκη αντίστοιχα οι Χρ. Καρανταής και Ν. Καρδαμύλας) τις ανθρωποθυσίες που πριν από λίγα χρόνια (από τον Ιούλιο του 1946 μέχρι τον Οκτώβριο του 1949) είχαν οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα πάνω από 3.000 αγωνιστές της Αριστεράς (μεταξύ των οποίων και εκατοντάδες γυναίκες).

Η βάρβαρη πρακτική των ομαδικών εκτελέσεων, που είχε προσωρινά ανασταλεί, λόγω διεθνών πιέσεων, με τη λήξη του Εμφυλίου, ενεργοποιήθηκε και πάλι το 1951 με την εκτέλεση τον Μάρτιο στη Θεσσαλονίκη του Νίκου Νικηφορίδη (μαζί με ακόμη έξι συντρόφους του) και κορυφώθηκε στις 30 Μαρτίου 1952 με την εκτέλεση στο Γουδί των Μπελογιάννη, Μπάτση, Αργυριάδη και Καλούμενου.

Ο Μινώταυρος δεν είχε όμως ακόμη χορτάσει. Αναλαμβάνοντας το υπουργείο Δικαιοσύνης τον Απρίλιο του 1954 ο πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Κλεάνθης Θεοφανόπουλος, ο αδελφός του οποίου (πρύτανης του ΕΜΠ το 1944) είχε εκτελεστεί από τον ΕΛΑΣ στην Αράχωβα τον Γενάρη του 1945, άρχισε να σχεδιάζει την εκτέλεση του Πλουμπίδη. Με τη σύμπραξη και των ηγετικών στελεχών της Ασφάλειας, Ρακιντζή και Κροντήρη, που δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν στον Πλουμπίδη ότι παρέμενε ασύλληπτος επί πέντε χρόνια (1947-1952), οργάνωσαν την εκτέλεση, εκμεταλλευόμενοι αφ’ ενός το πολιτικό κλίμα της εποχής με την κρίση του Κυπριακού και αφ’ ετέρου την πρόσφατη τότε επιτυχία της Ασφάλειας με τη σύλληψη του Χαρ. Φλωράκη. Και την πραγματοποίησαν παραμονή Δεκαπενταύγουστου, και μάλιστα στο Δαφνί που δεν αποτελούσε έως τότ τόπο εκτελέσεων, ούτε και χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια.

Η μοναδικότητα της υπόθεσης Πλουμπίδη όμως δεν συνίσταται κυρίως στην εκδικητικότητα του μετεμφυλιακού κράτους, αλλά στο τραύμα που προκάλεσε η κομματική καταδίκη του στο ευρύτερο σώμα της Αριστεράς.

Ο ίδιος ο Πλουμπίδης διακήρυξε πεισματικά, για περισσότερο από δυο χρόνια και μέχρι τον θάνατό του, την πίστη του στην κομματική του οικογένεια και την αγωνιστική του ακεραιότητα. Τα πρακτικά της δίκης και ιδιαίτερα η απολογία του αναδεικνύουν την επιμονή του να αντικρούσει δημόσια όλες τις κατηγορίες που αφορούσαν την κομματική ηγεσία και τη δράση του κόμματος, ενώ ταυτόχρονα θεμελιώνει τη δική του υπεράσπιση σε ένα μελλοντικό κομματικό σώμα που θα συζητούσε την αποκατάστασή του. Αγωνία που διατρέχει επίσης το σύνολο των κειμένων που έγραψε στη φυλακή.

Η απεγνωσμένα ηρωική του στάση στο Εκτακτο Στρατοδικείο δεν στάθηκε πάντως ικανή για να κάμψει μια, χωρίς ηθικούς φραγμούς, κομματική ηγεσία που αναζητούσε, μέσω της χαφιεδολογίας, εξιλαστήρια θύματα για την ήττα. Και η οποία μάλιστα οργάνωσε στην υπερορία μια δεύτερη παράλληλη δίκη, επιχειρώντας να εκμαιεύσει ευρύτερη συνενοχή.

Στο σημείο αυτό εντοπίζεται άλλωστε και το κρισιμότερο στοιχείο, που τροφοδότησε στη συνέχεια προβληματισμούς, αναστολές και ενοχές. Δηλαδή στην αρχική αποδοχή που συνάντησε σε σημαντικά τμήματα της καθημαγμένης Αριστεράς στα πρώτα σκληρά μετεμφυλιακά χρόνια (με σχετικά λίγες φωτεινές εξαιρέσεις) η κατασκευή ενός φαντασιακού εσωκομματικού εχθρού. Παρόλο που η κατασκευή αυτή ερχόταν σε καταφανή αντίθεση με την πραγματικότητα ενός ανθρώπου που πορεύτηκε προς τον θάνατο επιζητώντας την κομματική του δικαίωση.

Οι πολύχρονες σιωπές, καθώς και η διστακτική και σταδιακή δημόσια αποκατάσταση (που ακολούθησε μετά το 1958, όπως αντίστοιχα συνέβη και με τον Κώστα Καραγιώργη) αντανακλούν αυτήν ακριβώς την τραυματική εμπειρία.

Εξήντα χρόνια μετά, το σημερινό αφιέρωμα θέλει να τιμήσει τη μνήμη ενός μοναδικού ανθρώπου που το όνομά του συμβολίζει ταυτόχρονα τις πιο φωτεινές αλλά και τις πιο σκοτεινές στιγμές της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς. Και παράλληλα να συμβάλει στον τόσο απαραίτητο ιστορικό αναστοχασμό.

Σχέδιο βιογραφίας

«Εγεννήθηκα στα τέλη Δεκέμβρη του 1902. Διορίσθηκα δάσκαλος το 1924. Εγινα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1925. Απολύθηκα από δάσκαλος το 1931 και αφοσιώθηκα πλέρια στο Λαϊκό Επαναστατικό κίνημα. Το κόμμα μου, αναγνωρίζοντας  τις πράξεις μου με ανέβασε σε όλα τα σκαλοπάτια της Κομματικής ιεραρχίας».

«Πιάστηκα από προδοσία τον Νοέμβρη του 1952. Σε δύο μέρες μετά τη σύλληψή μου, το Π.Γ. από λαθεμένες ενδείξεις και από υποβολιμαίες από τον εχθρό πληροφορίες με χαρακτήρισε προδότη. Εγώ ήμουν, είμαι και θα παραμείνω πιστός στο Κόμμα μου, στον Κομμουνισμό και στη λαϊκή υπόθεση. Θάρθη καιρός που οι κατήγοροί μου –οι τίμιοι και οι καλόπιστοι– θα ντρέπονται για την ελαφρότητα που έδειξαν απέναντί μου».

Γεννήθηκε στα Λαγκάδια Γορτυνίας στις 31 Δεκεμβρίου 1902. Το 1922 υπηρετεί τη θητεία του στο στρατό, αλλά η μονάδα του δεν πρόλαβε να αναχωρήσει για τη Μικρά Ασία πριν την κατάρρευση του μετώπου. Απολύθηκε από τον στρατό την επόμενη χρονιά. Το 1924 αποφοίτησε από το Διδασκαλείο Πύργου και διορίστηκε δάσκαλος στη Βούρμπα (Μηλέα) Ελασσόνας. Η ανάμνηση από το πέρασμά του στην περιοχή κράτησε πολλές δεκαετίες.

Το 1925 έγινε μέλος της ΟΚΝΕ (Κομμουνιστική Νεολαία) και στη συνέχεια του ΚΚΕ. Δραστηριοποιήθηκε στους κομματικούς πυρήνες της Θεσσαλίας.

Το 1929 έγινε δεκτός στην πανεπιστημιακή μετεκπαίδευση των δασκάλων στην Αθήνα. Τον ίδιο χρόνο εκλέχτηκε στο Προεδρείο των Δημοσίων Υπαλλήλων. Μετείχε ενεργά σε μεγάλη φοιτητική απεργία. Αρχίζει το πρόβλημα της υγείας με τη φυματίωση, που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή.

Το 1931, εκλέχτηκε μέλος του Γραφείου Περιφερειακής Επιτροπής Αθήνας του ΚΚΕ. Στη «φραξιονιστική πάλη» της περιόδου 1929-1931 ανήκε στην «αριστερή» τάση με τον Γ. Σιάντο. Τον Μάρτιο συλλαμβάνεται και δικάζεται σε 45 ημέρες φυλάκιση για υποκίνηση απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων. Για τη συνδικαλιστική του δράση απολύθηκε από δάσκαλος.

Το 1932, επανεκλέχτηκε μέλος της Περιφερειακής Επιτροπής Αθήνας του ΚΚΕ. Εκλέγεται μέλος του Προεδρείου της Ενωμένης ΓΣΕΕ.

Υποψήφιος βουλευτής του Ενιαίου Μετώπου στις εκλογές και υποψήφιος του ΚΚΕ στις δημοτικές εκλογές στον τότε Δήμο Αθηναίων. Το 1933 υποψήφιος βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου σε Αθήνα και Λάρισα.

Το 1934 πηγαίνει στη Μόσχα όπου εκπροσωπεί την Ενωμένη ΓΣΕΕ στην Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνή. Σπουδάζει στο KUTV (Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής) με το ψευδώνυμο Τιμόβιτς Φεντόρ Ντιμιτρίεβιτς. Εκπροσωπεί την Ενωμένη ΓΣΕΕ στην Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνή και αποκτά την ιδιότητα του στελέχους ειδικής σύνδεσης με την «Προφιντέρν» (Διεθνή Ομοσπονδία των Συνδικάτων).

Το 1935 μετέχει στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στη Μόσχα, ως μέλος της αντιπροσωπείας του ΚΚΕ, από τις 25/7 έως τις 21/8. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ εκλέγεται αναπληρωματικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής.

Το 1936 ως υποψήφιος του ΚΚΕ στην Αθήνα παίρνει 2.456 ψήφους και στη Λάρισα 7.249 ψήφους.

Το 1938 σε κομματική σύσκεψη του ΚΚΕ εκλέγεται, ύστερα από πρόταση του Γ. Σιάντου, μέλος του Πολιτικού Γραφείου και στέλνεται καθοδηγητής του Γραφείου της περιοχής Μακεδονίας-Θράκης, όπου παραμένει ώς τον Απρίλιο 1939. Επιστρέφει στην Αθήνα και μετά τη σύλληψη του Γ. Σιάντου, μετέχει ενεργά στη δημιουργία της «Παλιάς Κεντρικής Επιτροπής» του ΚΚΕ, σε αντίθεση με την «Προσωρινή Διοίκηση», που ήταν έργο του υπουργού Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκη.

Το 1939 στις 22 Μαΐου συλλαμβάνεται.

Το 1941 καταγγέλλει με άρθρο του στον παράνομο «Ριζοσπάστη» ως πλαστό το 1ο γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη για τον πόλεμο, άποψη που αργότερα θα ανασκευάσει.

Το 1942, στις 6 Ιανουαρίου, στέλνεται εξορία στην Τρίπολη από όπου δραπετεύει για την Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου. Στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (Δεκέμβριος) εκλέγεται μέλος της Κ.Ε. και του Π.Γ. του ΚΚΕ.

Το 1943 οργανώνει και καθοδηγεί τη γενική πολιτική απεργία ενάντια στην πολιτική επιστράτευση, η οποία και ματαιώθηκε.

Το 1944 στη 10η και 11η Ολομέλεια (1945) της Κ.Ε. του ΚΚΕ επανεκλέγεται μέλος του Π.Γ. του ΚΚΕ. Το 1945 στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, 1-6/10/1945, εκλέγεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής αλλά όχι του Πολιτικού Γραφείου.

Το 1946 παντρεύεται, τον Φεβρουάριο, με την Ιουλία Παπαχρίστου, επίσης μέλος του ΚΚΕ και το 1948, σε συνθήκες παρανομίας, αποκτούν ένα γιο. Σε λίγους μήνες συλλαμβάνεται η Ιουλία και φυλακίζεται. Θα απελευθερωθεί μετά από 11 χρόνια. 1947-1949, βαθιά παρανομία. Οργανώνει με τον Στέργιο Αναστασιάδη τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ στην Αθήνα και καθοδηγεί την Κομματική Οργάνωση Αθήνας. Μετά τις εκτεταμένες συλλήψεις τον Μάρτιο του 1949 παραμένει το μοναδικό εναπομείναν μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ που δεν έχει συλληφθεί.

Το 1950 λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου, καθοδηγεί την ίδρυση της Δημοκρατικής Παράταξης.

Το 1951, με εντολή του Ν. Ζαχαριάδη συμβάλλει στην ίδρυση της ΕΔΑ και στη συνέχεια της ΕΔΝΕ. Καθοδηγεί τον προεκλογικό αγώνα.

Το 1952, με γράμμα του προς τους δικηγόρους του δικαζόμενου Ν. Μπελογιάννη δηλώνει ότι δέχεται να παρουσιαστεί στις Αρχές για να μην εκτελεστεί ο Ν. Μπελογιάννης. Ο Ν. Ζαχαριάδης καταγγέλλει το γράμμα ως πλαστό. Απομονώνεται πλήρως από το κόμμα και ζει σε συνθήκες «ιδιωτικής» παρανομίας. Στις 25.11.1952 συλλαμβάνεται και στις 27.11.1952 αποκηρύσσεται από την ηγεσία του ΚΚΕ ως «προβοκάτορας», «χαφιές» και άλλες κατηγορίες. Η διαγραφή του από το ΚΚΕ, όμως, δεν ανακοινώνεται ευρύτερα.

Το 1953 (23 Ιουλίου-3 Αυγούστου) δικάζεται στο Εκτακτο Στρατοδικείο, καταδικάζεται δις εις θάνατον και στη συνέχεια απορρίπτεται η αίτηση χάριτος. 14.8.1954: Εκτελείται στο Δαφνί. Η ηγεσία του ΚΚΕ ανακοινώνει από το εξωτερικό, μέσω του ραδιοφωνικού της σταθμού, ότι πρόκειται για εικονική εκτέλεση. Το 1958, με ένα λακωνικό μήνυμα ανακοινώνεται στην κρατούμενη Ιουλία Πλουμπίδη, η απόφαση της 9ης Ολομέλειας της Κ.Ε. του ΚΚΕ για την αποκατάσταση της μνήμης των Γ. Σιάντου, Ν. Πλουμπίδη και Κ. Καραγιώργη, από τις βαριές κατηγορίες που τους είχαν αποδοθεί.

Σημειώματα από τη φυλακή

Σημειώματα που βγήκαν με χίλιες προφυλάξεις ζωντανεύουν εικόνες ζωής πριν από τουλάχιστον 60 χρόνια. Σημειώματα, όλα σε υλικά από πακέτα τσιγάρων της εποχής, γραμμένα σε ριζόχαρτο και τυλιγμένα σε μικροσκοπικά πακετάκια από ασημόχαρτο, βγήκαν με φιλί στην πεθερά του Ουρανία Παπαχρίστου, για να ανασκευάσουν τις κατηγορίες που δέχτηκε από το κόμμα και δημοσιεύτηκαν 43 χρόνια αργότερα από τον κουνιάδο του Δ. Παπαχρίστου (βιβλιογραφία). Αυτά τα σημειώματα και ακόμα άλλα τρία μικροσκοπικά που έστειλε στη φυλακισμένη σύζυγό του Ιουλία βρίσκονται στο Μουσείο Μπενάκη. Αλλά σημειώματα, από τις φυλακές της Σωτηρίας, με εκτενή αποσπάσματα από εφημερίδες της εποχής και περίπλοκα σύμβολα, κατασχέθηκαν από την Ασφάλεια, με την υποψία κωδικοποιημένης επικοινωνίας και βρίσκονται στον φάκελό του. Αυτά του επέτρεψαν να κρύψει τη συγγραφή των σημειωμάτων που ήθελε να φτάσουν σε σίγουρα χέρια, ενώ οι σημειώσεις του πάνω στην Παλαιά Διαθήκη παραδόθηκαν στον παπά της φυλακής. Εχοντας από ένα αντίτυπο, στα γαλλικά, του βιβλίου του Στεντάλ, La Chartreuse de Parme, μπορούσαν να επικοινωνούν (σε μικροσκοπικά σημειώματα με αριθμούς, που παρέπεμπαν σε σελίδες, αράδες και λέξεις) με τη γυναίκα του Ιουλία, ο καθένας στη φυλακή του και με γραμματοκομιστές συγγενικά πρόσωπα. Δ. Πλουμπίδης

H διπλή δίκη

nikos-ploumpidis-320x230

Στις 25 Νοεμβρίου 1952 ο υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Παπάγου, Παυσανίας Λυκουρέζος, ανακοίνωσε τη σύλληψη του από οκταετίας κρυπτόμενου κομμουνιστή Νικόλαου Πλουμπίδη ή Μπάρμπα ή κόκκινου δάσκαλου. Γνωστός για την ικανότητά του να παραμένει ασύλληπτος και στις πιο δύσκολες συνθήκες, ο Πλουμπίδης είχε αναλάβει, από το 1947, μαζί με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου (που όμως σύντομα πέρασε στο εξωτερικό) και τον Στέργιο Αναστασιάδη την καθοδήγηση του παράνομου κλιμακίου του ΚΚΕ στην Ελλάδα. Δύο χρόνια αργότερα, μετά τη σύλληψη και εκτέλεση του δεύτερου, είχε μείνει μόνος επικεφαλής της αποδεκατισμένης κομματικής οργάνωσης, μέσα σε ένα κλίμα φόβου και καχυποψίας που δημιουργούσαν τα απανωτά χτυπήματα της Ασφάλειας. Η επαφή με την εξόριστη ηγεσία πραγματοποιείται κυρίως μέσω ασυρμάτων που χειρίζεται το παλαίμαχο στέλεχος του ΚΚΕ Νίκος Βαβούδης.

Από τα τέλη του 1949 και με απόφαση του Πολιτικού Γραφείου (Π.Γ.) του ΚΚΕ, ο Νίκος Πλουμπίδης ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις με άλλα κόμματα και προσωπικότητες με στόχο τη συγκρότηση της Δημοκρατικής Παράταξης, του σχήματος το οποίο εκπροσώπησε με ιδιαίτερη επιτυχία την Αριστερά στις εκλογές της 5ης Μαρτίου του 1950. Σε μεταγενέστερη επιστολή του για τις εκλογές αυτές ο Νίκος Πλουμπίδης αναφέρει: «ανέλαβα την ευθύνη και έκλεισα τη συμφωνία για τη Δημοκρατική Παράταξη (…). Το αποτέλεσμα είναι γνωστό, ΝΙΚΗ μεγαλειώδης (…). Το Π.Γ. αναγνώρισε τη ΝΙΚΗ, όμως με κατηγόρησε ότι δεν εφάρμοσα την εντολή τους και εδημιουργήθει το ερώτημα “Τι γίνεται με τον Μπάρμπα”».

Τον Ιούνιο του 1950, ο Νίκος Μπελογιάννης ήλθε παράνομα στην Ελλάδα, με αποστολή την ανασυγκρότηση του κομματικού μηχανισμού, και παρά τις αντίθετες υποδείξεις που είχε από την εξόριστη ηγεσία του ΚΚΕ, συναντήθηκε αμέσως με τον Ν. Πλουμπίδη στο σπίτι του Κούλη Ζαμπαθά με σύνδεσμο την Ελλη Παππά, άμεση συνεργάτρια του Πλουμπίδη. Από τη συνεργασία Μπελογιάννη-Πλουμπίδη προέκυψε τον Αύγουστο του 1950 η έκδοση της εφημερίδας Δημοκρατικός, η πρώτη ουσιαστικά «νόμιμη» επανεμφάνιση του ΚΚΕ μετά τον Εμφύλιο.

Η σύλληψη του Ν. Μπελογιάννη και της Ελλης Παππά, τον Δεκέμβριο του 1950, καθώς και πολλών στελεχών που βρίσκονταν σε επαφή με τον παράνομο μηχανισμό, δημιούργησε κρίσιμα προβλήματα. Ο Πλουμπίδης με επιστολή του που δημοσιεύτηκε στο Δημοκρατικό (και δήθεν υπογραφόταν από τους οικείους του Μπελογιάννη) ενημέρωσε αμέσως για τη σύλληψή του και στη συνέχεια αδρανοποιήθηκε για μερικούς μήνες. Τον Ιούλιο όμως, με απόφαση του Π.Γ., ενεργοποιήθηκε και πάλι συμβάλλοντας καθοριστικά στην ίδρυση της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) την 1η Αυγούστου 1951.

Λίγες μέρες αργότερα, ενόψει των εκλογών που είχαν προκηρυχθεί για τις 9 Σεπτεμβρίου, το Π.Γ. ζήτησε από τον Πλουμπίδη να απαιτήσει την τοποθέτηση στο ψηφοδέλτιο της ΕΔΑ εξόριστων και φυλακισμένων (αίτημα που έγινε αποδεκτό), κυρίως όμως του ίδιου και του Μπελογιάννη, προοπτική που συνάντησε την έντονη αντίδραση όσων συμμετείχαν στην ΕΔΑ και ιδιαίτερα του Μιχάλη Κύρκου. Οπως ο Πλουμπίδης αναφέρει σε μεταγενέστερο σημείωμά του την τελευταία στιγμή απέσυρε τις υποψηφιότητες Μπελογιάννη-Πλουμπίδη για να μη διαλυθεί η συμμαχία της ΕΔΑ. Γι’ αυτή την πρωτοβουλία του το Πολιτικό Γραφείο αποφάσισε (συνεδρίαση 3ης Σεπτεμβρίου 1951) να θέσει στην Ολομέλεια ζήτημα «Μπάρμπα» για παράβαση κομματικής εντολής και διαστρέβλωση της γραμμής, απαιτώντας να στείλει τα στοιχεία για τους συνδυασμούς και να εξηγήσει την «υποχώρησή» του.

Στις 15 Νοεμβρίου η Ασφάλεια ανακάλυψε τους ασύρματους που χειριζόταν ο Νίκος Βαβούδης, ο οποίος αυτοκτόνησε μέσα στην κρύπτη. Η αυτοκτονία του καταγγέλθηκε από το Ραδιοφωνικό Σταθμό της Ελεύθερης Ελλάδας, −το ραδιοσταθμό του ΚΚΕ από το Βουκουρέστι ο οποίος μετέφερε την κομματική γραμμή−, υποστηρίζοντας ότι ο Βαβούδης είχε φυγαδευτεί στην Αμερική. Στις 10 Ιανουαρίου 1952 το Πολιτικό Γραφείο αποφάσισε να γράψουν τα μέλη του ό,τι ξέρουν για τον Πλουμπίδη, διαδικασία που χρησιμοποιούνταν συνήθως για την ενοχοποίηση κάποιου κομματικού στελέχους. Οι διαδόσεις για τον πιθανό ύποπτο ρόλο του Πλουμπίδη είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν, ενώ ενισχύονταν και από παράλληλα κομματικά κέντρα που λειτουργούσαν στην Αθήνα.

Η ανακάλυψη των ασυρμάτων οδήγησε στη δεύτερη δίκη του Μπελογιάννη, και των συνεργατών του, τον Φεβρουάριο του 1952, η οποία ολοκληρώθηκε με οκτώ θανατικές καταδίκες (επί κατασκοπία). Ο Νίκος Πλουμπίδης, σε μια ύστατη προσπάθεια να σωθεί ο Μπελογιάννης, έστειλε επιστολή προς τους δικηγόρους του, όπου δήλωσε ότι εκείνος ήταν ο καθοδηγητής του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και ότι θα παρουσιαζόταν στις αρχές εφόσον ανασταλούν οι θανατικές ποινές του Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Δυο μέρες αργότερα ο Ραδιοφωνικός κατήγγειλε ως πλαστό το γράμμα και ανέφερε ότι ο Πλουμπίδης νοσηλεύεται στο εξωτερικό.

Ο Πλουμπίδης, μετά και την αποκήρυξη του γράμματος του από την κομματική ηγεσία παρέμεινε απομονωμένος, με εξαιρετικά κλονισμένη την υγεία του, διατηρώντας επαφή με λίγους δικούς του ανθρώπους. Στις μαρτυρίες που υπάρχουν αλλά και από δικά του κείμενα διαφαίνεται η αγωνία του να καταλάβει τι έχει συμβεί, να αναζητήσει εκείνους που πληροφορούσαν λανθασμένα, όπως πίστευε, την κομματική ηγεσία. Στις 30 Απριλίου 1952 το Πολιτικό Γραφείο ανέθεσε στο μέλος του Βασίλη Μπαρτζιώτα να γράψει σχέδιο απόφασης για τον Πλουμπίδη, το οποίο και εγκρίθηκε στις 25 Ιουλίου 1952. Ο Πλουμπίδης κατηγορούνταν ότι με τη συνεργασία της ασφάλειας έφτιαξε το μύθο του «φυματικού», του «ασύλληπτου», του «αφοσιωμένου στο κόμμα», του «γενναίου», ενώ επρόκειτο για έναν «επαγγελματία φυματικό», διεφθαρμένο, δειλό, προδότη των συντρόφων του (αποδίδονταν σε αυτόν όλα τα χτυπήματα της Ασφάλειας στο παράνομο κλιμάκιο της Αθήνας μετά το 1936). Συνδεόταν, ακόμη, η δράση του με τη δράση άλλων «χαφιέδων» μεταξύ των στελεχών του κόμματος, των οποίων μάλιστα ο ρόλος είχε «αποκαλυφθεί» τα τελευταία χρόνια (Σιάντος-Βαφειάδης-Καραγιώργης). Η απόφαση, μνημείο σκευωρίας και μισαλλοδοξίας κατέληγε στην καταδίκη του Πλουμπίδη ως προδότη και στη διαγραφή του από το ΚΚΕ, παρέμεινε όμως εν γνώσει μόνο της κομματικής ηγεσίας.

Στις 25 Νοεμβρίου 1952 ο Πλουμπίδης συνελήφθη. Δυο μέρες μετά τη σύλληψή του ο ραδιοσταθμός του ΚΚΕ από το Βουκουρέστι, μετέδωσε ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος στην οποία καταγγελλόταν ο Πλουμπίδης ή Μπάρμπας ως απο 28ετίας πράκτορας της Ασφάλειας και των Άγγλων μέσα στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, βαμμένος εχθρός του λαού που προκάλεσε μεγάλη ζημιά στο λαϊκό κίνημα, υπεύθυνος για τη σύλληψη και εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη.

Η δίκη του για κατασκοπία, με βάση το σχετικό μεταξικό νομό, ξεκίνησε στις 23 Ιουλίου 1953. Η κατηγορία εναντίον του, όπως και όλης της απούσας ηγεσίας του ΚΚΕ, στηρίχτηκε στα τηλεγραφήματα που είχαν βρεθεί στην κρύπτη του Βαβούδη, τα οποία είχαν ήδη αποτιμηθεί για την καταδίκη του Μπελογιάννη. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο Ραδιοσταθμός του ΚΚΕ μετέδιδε εκπομπές εναντίον του κατηγορώντας τον ως πράκτορα και τη διαδικασία ως «στημένη προβοκάτσια» εναντίον του κόμματος. Ο Πλουμπίδης όμως υποστήριξε ότι απλώς το κόμμα έχει λανθασμένα στοιχεία που πρέπει να ανατραπούν «για να αλλάξει τη γνώμη του». Και ξεκινώντας την απολογία του ανέφερε: «παρ’ όλον ότι σήμερον, όχι μόνον δεν έχω την τιμή να εκπροσωπώ το κόμμα μου, αλλά έχω και πολεμικήν εναντίον μου, δηλώνω ότι αναλαμβάνω πλήρως τας ευθύνας διά την πολιτική γραμμήν του κόμματός μου».

Στα γράμματά του από την φυλακή, τα οποία δημοσιεύθηκαν μόλις το 1997, διαγράφεται ξεκάθαρα η στάση του, συνάμα πολιτική και ανθρώπινη. Διακατέχεται από μια συνεχή θλίψη κυρίως για την κομματική καταδίκη του και όχι για τον επερχόμενο θάνατό του, τον οποίον κάποτε αντιμετωπίζει ως λύτρωση. Μέσα από τις χαραμάδες του λόγου του εμφανίζεται η προσωπική πικρία και το συναίσθημα της αδικίας από τους συντρόφους του. Στοιχεία τα οποία στη συνέχεια τα εξορίζει λογικά, θεωρώντας ότι συσκοτίζουν τον πολιτικό χαρακτήρα της υπόθεσης. Το παλαίμαχο στέλεχος, το οποίο έχει διανύσει μια μακρότατη και πολύπαθη κομματική ζωή, επιδιώκει ως ύστατη πράξη να συγκροτήσει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα του επέτρεπαν να στοιχειοθετήσει τη δική του υπεράσπιση, ως ανώτατο κομματικό στέλεχος, στη μελλοντική συζήτησή για την αποκατάστασή του. Σε αυτή τη διαδικασία ο Πλουμπίδης κρατά την πίστη του στο κόμμα ως στοιχείο για τη μελλοντική του δικαίωση αλλά και ως το βασικό σημείο μέσα από το οποίο μπορούσε να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη του.

Μέσα σε ένα έντονο κλίμα αντικομμουνισμού, το δικαστήριο του επέβαλλε τη θανατική ποινή. Την μέρα της εκτέλεσης του Πλουμπίδη, όπως διηγείται ο Τάσος Βουρνάς, το ύστερο «γεια σας σύντροφοι» έμεινε αναπάντητο από τους έγκλειστους κομμουνιστές. Την άλλη ημέρα ο Ραδιοσταθμός αμφισβήτησε την εκτέλεση καταγγέλλοντάς την ως σκηνοθεσία. Κι όταν ο διευθυντής της Ασφάλειας έδωσε, απαντώντας στους ισχυρισμούς του, φωτογραφίες από την εκτέλεση στον Τύπο, ο Ραδιοσταθμός επέμεινε στη σκηνοθεσία, αναζητώντας στις φωτογραφίες την απάτη.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1956, μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη αποφασίστηκε η επανεξέταση της υπόθεσης, όπως και όλων των κομματικών δικών που είχε πραγματοποιήσει η ζαχαριαδική ηγεσία. Η επιτροπή που συγκροτήθηκε κατέληξε σε δυο διαφορετικά πορίσματα, τα οποία συνέκλιναν στην απαλλαγή του Πλουμπίδη, την αποκατάστασή του ως μέλος του ΚΚΕ και της Κ.Ε. και στην απόδοση ευθυνών στους Ζαχαριάδη, Μπαρτζώτα και Βλαντά. Το πρώτο πόρισμα απέδιδε ευθύνες όχι μόνο στη «ζαχαριαδική κλίκα», −όπως πρότεινε το δεύτερο το οποίο και εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία−, αλλά και σε ολόκληρη την τότε Κ.Ε. Και τα δύο πάντως έθεταν τα προβλήματα στον στενό ορίζοντα μιας συγκεκριμένης ηγεσίας και όχι στην ευρύτητα του τρόπου λειτουργίας ενός κομματικού μηχανισμού. Οι κυρίαρχες λογικές παρέμειναν, καθώς και τα ερωτήματα για τις αντιλήψεις οι οποίες επέτρεψαν ώστε μια κομματική σκευωρία, και μάλιστα για ένα προβεβλημένο στέλεχος του κόμματος, να γίνει έστω και πρόσκαιρα αποδεκτή με περιορισμένες τις φανερές τουλάχιστον αντιδράσεις.

Η τελική αποκατάσταση έγινε με μια λακωνική απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής, το 1958, η οποία περιελάμβανε επίσης τους Γιώργη Σιάντο και Κώστα Καραγιώργη. Αποκατάσταση, όμως, η οποία δεν δημοσιοποιήθηκε και παρέμεινε επί πολλά χρόνια εν γνώσει μόνο της κομματικής ηγεσίας.

Oι τελευταίες μέρες του Πλουμπίδη

Οι φάκελοι των επώνυμων αγωνιστών, κυρίως των ανώτερων στελεχών του ΚΚΕ, τους οποίους τηρούσε η Ασφάλεια, δεν καταστράφηκαν τον Αύγουστο του 1989 στη Χαλυβουργική. Διατηρήθηκαν και παραμένουν κλειστοί στο αρχείο της Αστυνομίας αφού η προθεσμία των 20 χρόνων, η οποία προβλεπόταν αρχικά, παρατάθηκε στη συνέχεια για 20 ακόμη χρόνια, δηλαδή μέχρι το 2029. Πρόσβαση στους φακέλους αυτούς, ύστερα από αίτηση και υπό όρους, έχουν μόνον οι ίδιοι οι αγωνιστές (εφόσον είναι ακόμη εν ζωή) ή συγγενείς πρώτου βαθμού.
Το 2010 ο γιος του Νίκου Πλουμπίδη ζήτησε να συμβουλευτεί τον φάκελο του πατέρα του, αίτημα που έγινε δεκτό από τον τότε αρχηγό της Αστυνομίας Λευτέρη Οικονόμου, χωρίς όμως τη δυνατότητα να του παραχωρηθεί πλήρες αντίγραφο, παρά μόνον σε αντίγραφο κάποια επιμέρους έγγραφα.
Η κατάσταση του φακέλου φανέρωνε ότι σίγουρα είχε αποψιλωθεί από κρίσιμα στοιχεία (π.χ. πρακτικά παρακολούθησης, ομολογίες κρατουμένων κτλ). Επιπλέον από τον αταξινόμητο και εμφανώς ελλιπή χαρακτήρα του προέκυπτε αβίαστα το συμπέρασμα ότι επρόκειτο για σπαράγματα ενός κατά το παρελθόν ογκωδέστατου φακέλου, ο οποίος από τη στιγμή που έπαψε να είναι ενεργός είχε λεηλατηθεί.
Από τα έγγραφα που περιείχε ο φάκελος τον οποίο συμβουλεύτηκε ο Δημήτρης Ν. Πλουμπίδης, ελάχιστα παρουσίαζαν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον – κυρίως για λόγους συναισθηματικούς (όπως π.χ. η γραφειοκρατικού τύπου διαταγή για τη συγκρότηση του εκτελεστικού αποσπάσματος) και πολύ λιγότερο ιστορικούς. Από τα έγγραφα αυτά το σημαντικότερο ίσως είναι η αναφορά που υποβάλλει, αμέσως μετά την εκτέλεση του Ν. Πλουμπίδη, ο αστυνομικός που ήταν επιφορτισμένος με την άμεση παρακολούθησή του κατά την τελευταία εβδομάδα της ζωής του και η οποία δημοσιεύεται στη συνέχεια.

1504 ΑΝΑΦΟΡΑ

Του Αστυφύλακος Κ 443 (Α.Μ. 1.19.10899)

Ν. Π.

Προς Την Υποδ/σιν Γενικής Ασφαλείας

Ενταύθα

Λαμβάνω την τιμήν ν’ αναφέρω ότι εκτελών υπηρεσίαν παρά τάς Φυλακάς Σωτηρίας προς φρούρησιν του καταδίκου Πλουμπίδη Νικολάου από 8ης τ.μ. μέχρι και της 14ης τ.μ. 1954 παρετήρησα τα εξής:

Την 8ην τ.μ. και περί ώραν 17.00΄ εξήλθε εις τον περίβολον δι’ αεροθεραπείαν όπου και παρέμεινε επί δύωρον περίπου. Συζητώντας μου είπε: «Το 1939 ένας δικός μας, γύρισε και έγινε χαφιές της Ασφάλειας. Επρόδωσε εμένα καθώς και άλλους πολλούς. Τότε πάθαμε μεγάλη ζημιά, γιατί πιαστήκαμε από την Ασφάλεια. Στην Κατοχή όμως και κατόπιν εντολής δικής μας ένας από το κόμμα επήγε τον έπιασε και τον εσκότωσε. Οταν ήμουν εξορία στην Τρίπολιν ειργαζόμην για το κόμμα, φαίνεται όμως ότι με πρόδωσαν και ένας δικός μας αμέσως με ειδοποίησε και εδραπέτευσα. Γύρισα πίσω στην Αθήνα όπου παρέμεινα κρυπτόμενος και εργαζόμενος υπέρ του κόμματος μέχρι το 1952, όπου και με συνέλαβε η Ασφάλεια. Ο Προδότης μου πρέπει να είναι ένας άνδρας ή μία γυναίκα ή και οι δύο μαζί. Μόνον αυτοί ήξεραν ότι βρισκόμουν στο σπίτι της Χάνου από το προηγούμενο βράδυ. Ετσι λοιπόν επήραν την αμοιβήν τους. Ευτυχώς όμως ότι δεν ήξεραν το σπίτι όπου έμενα τακτικά ειδάλως θα το παρέδιδον και αυτό. Αυτοί οι δύο άνθρωποι ήσαν πρώτα στο κόμμα. Ετσι λοιπόν η Ασφάλεια δεν μπόρεσε να βρη το πραγματικό μου σπίτι όπως δεν μπόρεσε να βρη και το πραγματικό σπίτι του Μπελογιάννη».

Εν συνεχεία μου είπε: «Μπορούσα να φύγω για έξω, αλλά δεν έφυγα. Εμεινα για να δώσω τις δέουσες κατευθύνσεις για το κόμμα. Αυτό το έκαμα διότι ουδείς άλλος θα μπορούσε να αναλάβη τα καθήκοντα του Γενικού Γραμματέως. Ευτυχώς αντιπάλους δεν είχα και γι’ αυτό εργάσθηκα όσο μπορούσα αψηφώντας ότι μιά μέρα θα με έπιανε η Ασφάλεια. Τώρα όμως οι συνεργάται μου με αποκαλούν χαφιέ. Ας με αποκαλούν. Εγώ δεν επρόδωσα ούτε θα προδώσω ποτέ το κόμμα». Εν συνεχεία μου είπε: «Ο φίλος σου ο Παπάγος για μένα είναι ανίκανος τόσον για στρατάρχης όσον και για πολιτικός. Οταν ήτο εξόριστος οι συνάδελφοί του τον αποκαλούσαν “νεκρό”, διότι εις ουδεμίαν κίνησιν είχε αναμιχθεί. Τώρα δε τελευταία η Βασίλισσα Φρειδερίκη τον αποκάλεσε «σκατάρχην», τούτο δε διότι ήθελε να αναμιχθή εις τα εσωτερικά του Παλατιού και να διώξη τον Βεντήρην, ο οποίος Βεντήρης είναι εις εκ των καλυτέρων επιτελικών αξιωματικών και με πλούσιον πολεμικόν παρελθόν εις την Μ. Ασίαν, ενώ ο Παπάγος έστελνε τηλεγραφήματα S.O.S. δηλ. να τον φέρουν από το μέτωπο της Μ.Α. οπίσω στην Αθήνα. Οταν μάλιστα ηθέλησε ο Παπάγος να κατέλθει εις την πολιτικήν ο Τσαλδάρης τον απείλησε ότι θα δημοσίευε εις τας εφημερίδας το πλούσιον ως νεκρό τούτο παρελθόν του, αλλά άλλοι όμως πολιτικοί απεσώβησαν το γεγονός». Εν συνεχεία μου είπε: «Ο φίλος σου ο Παπάγος δεν τους χωνεύει τους Άγγλους διότι όταν ο στρατάρχης Αλεξάντερ εδημοσίευσε σειρά από τα πολεμικά του απομνημονεύματα για τον Βον Παγκόσμιον Πόλεμον, τον Παπάγο ούτε καν τον ανέφερε. Πολύ καλώς έπραξε διότι ο Παπάγος εις ουδέν μέτωπον εθεάθη πολεμών με το όπλον ανά χείρας, παρά εκάθητο στο γραφείο του και απελάμβανε του αξιώματός του».

Την 11ην τ.μ. και ώραν 11ην πρωινήν τον επεσκέφθησαν οι κ.κ. Αστυν. Διευ/νταί α) Α΄ Κος Ρακιντζής Διευ/ντής Υποδ/σεως Γεν. Ασφαλείας και β) Β΄ Κος Κροντήρης. Μετά την αναχώρησίν των με εφώναξε ο Πλουμπίδης και μου είπε: «Οι Διευ/νταί σου ήσαν χαρούμενοι, αυτό θα οφείλεται εις νέαν των επιτυχίαν, κάποιον μεγάλον θα έπιασαν πάλι. Ξέχασα να τους ρωτήσω πότε θα δημοσιεύσουν το όνομα ή τα ονόματα. Ισως όμως αφήσουν την επιτυχίαν να δημοσιευθή μετά το πέρας του Κυπριακού γιατί ο κόσμος τώρα είναι απησχολημένος με την υπόθεσιν αυτήν». [Πράγματι, η σύλληψη του Χαρίλαου Φλωράκη που πραγματοποιήθηκε στις 27 Ιουλίου, ανακοινώθηκε τον Σεπτέμβριο]

Την 12.8.54 και περί ώραν 10.30΄ εξήλθε εις τον περίπατον εδώ, παραπάνω όπου και παρέμεινε επί δύο ώρες περίπου. Ο Πλουμπίδης μου είπε: «Κατηγορούν την Ε.Δ.Α. ότι συνεργάζεται με το Κ.Κ. Είναι ψέμματα. Ουδεμίαν σχέσιν έχει το Κ.Κ. μετά της Ε.Δ.Α. Αι κατηγορίαι όμως αυταί είναι ψευδείς. Είναι αμερικανικαί και συναγερμικαί. Αυτό το κάμουν διότι η Ε.Δ.Α. συγκεντρώνει αρκετούς οπαδούς και φοβάται ο συναγερμός. Μάλιστα το 1952 η χωρ/κή της Ν. Ιωνίας συνέλαβε τον Αστυν. Καραχάλιον να μοιράζη προκηρύξεις υπέρ της Ε.Δ.Α. δια να μην ψηφίση ο κόσμος Ε.Π.Ε.Κ. και να κερδίση ο συναγερμός. Στον στρατόν όλοι εψήφισαν ανά 5 για να γίνεται αμέσως ο έλεγχος στα ψηφοδέλτια, βλέπεις ότι αυτή ήτο η αρχή του Ι.Δ.Ε.Α.». Εν συνεχεία μου είπε όμως «τις πληροφορίες μας τις παίρνουμε κατά κλιμάκια. Ειδικώς όμως μόλις πιάστηκε ο Μπελογιάννης, εγώ το έμαθα αμέσως και την άλλην ημέραν συνέταξα μίαν επιστολήν ως δήθεν συγγενής του και ζητούσα πληροφορίες περί της τύχης του ως εξαφανισθέντα ή συλληφθέντα, έτσι λοιπόν εξηνάγκασα την Ασφάλειαν να δημοσιεύση αμέσως την σύλληψίν του και το επληροφορήθησαν και οι δικοί μας. Την επιστολήν μου αυτήν την έστειλα και την εδημοσίευσεν η εφημερίδα ο Δημοκρατικός. Έτσι λοιπόν έκαμα την δουλειά μου μια χαρά δίχως να πάρη χαμπάρι η Ασφάλεια τίποτα». Εν συνεχεία μου είπε: «Έχω ένα μπατζανάκη τον οποίον αποκαλώ ως ‘‘τίμιο ηλίθιο’’ διότι έχει εις την πλατείαν Βεΐκου γαλακτοπωλείον και με ζημία του μερικές φορές πωλεί νωπό αγνό βούτυρο. Του έλεγα να το νοθεύη και λιγάκι και αυτός τίποτα, αυτό σου το λέγω διότι το βούτυρο που μου φέρνουν εδώ είναι όλο λάδι». Εις ερώτησίν μου αν κανείς δικός του ή συνήγορός του τον επεσκέφθη, μου είπε: «Όχι». Ακόμη μου είπε ότι δεν θέλει να έρχονται, διότι υπόκεινται εις έξοδα κάθε φορά που έρχονται και τον βλέπουν, και διότι όσες φορές αι αδελφαί του, του έφεραν κρέας αυτός το εγύρισε οπίσω, και διότι τέλος τρέχοντος μηνός θέλει σταματήση να καπνίζη».

 Οι τελευταίες ώρες

Την 13ην τ.μ. και ώραν 20.15΄ ο Αρχιφύλαξ των Φυλακών Σωτηρίας ονόματι Λαμπρίδης μου ανεκοίνωσε εμπιστευτικώς ότι την πρωίαν της αύριον θα γίνη η εκτέλεσις του Πλουμπίδη. Πράγματι δε την 0.45΄ ώραν της 14ης τ.μ. εσυνόδευσα τον Αρχιφύλακαν Λαμπρίδην αθορύβως εις το κελί του Πλουμπίδη, όπου του ανακοινώσαμε τα της εκτελέσεώς του. Ο Πλουμπίδης απήντησε ότι είναι έτοιμος ν’ αντιμετωπίση το απόσπασμα. Αμέσως τότε ηγέρθη της κλίνης του, ήλαξε εσώρουχα, επήγε διά σωματική ανάγκη, ενεδύθη και τη συνοδεία ημών ωδηγήθη εις το Αρχιφυλακείον.

Προ της εξόδου εκ του κελίου του ο Πλουμπίδης εζήτησε να αποχαιρετήση τους συντρόφους του. Εμείς όμως δεν του επιτρέψαμε. Τότε μας είπε: Αυτή είναι η μόνη φορά που πειθαρχώ. Πιστέψετέ το αυτό. Η ώρα όπου ωδηγήθη εις το Αρχιφυλακείον ήτο 1.15΄ πρωινή. Οταν εισήλθε εις το Αρχιφυλακείον εκείνος κάθισε ολίγον και αμέσως μετά έγραψε μίαν επιστολήν απευθυνομένη προς τους ιδικούς του, την οποίαν παρέδωσε εις τον Αρχιφύλακαν κον Λαμπρίδην. Περί ώραν 1.30΄ του προσεφέρθη καφές εκ μέρους των φυλάκων εκεί δε μας είπε: «Φίλοι μου είμαι έτοιμος, λίγες ώρες με χωρίζουν από τον θάνατον. Ουδέναν έβλαψα. Αφιέρωσα την ζωήν μου για το καλό του Ελληνικού Λαού. Δεν επρόδωσα κανέναν, και ούτε έχω να πω τίποτα άλλο». Εν συνεχεία μας είπε ότι: «Εάν αλλάξη το σύστημα τού διοικείν, η ανθρωπότης θα καλυτερεύση. Σήμερα στην Ρωσσία δεν υπάρχει […] εκμετάλλευσις του ανθρώπου». Περί ώραν 2.05΄ εισήλθε εις το αρχιφυλακείον ο Πάτερ Δωρόθεος ίνα τον εξωμολογήση και μεταλάβη των αχράντων μυστηρίων. Ουδέ καν εδέχθη ο Πλουμπίδης, λέγοντας ότι ουδέν έχω να πω, ούτε και να μεταλάβω δέχομαι. Εγώ δεν άλλαξα τις ιδέες μου. Πάλεψα γιατί το πίστευα και πιστεύω. Πάλεψα χωρίς να βλάψω κανέναν. Εγώ τώρα πεθαίνω. Εκείνο που θέλω είναι τούτο: Οτι συγχωρώ τους εχθρούς μου και τους κατηγόρους μου μαζί. Οτι παρουσιάζομαι ενώπιον του Θεού, όπως ακριβώς είμαι. Οταν εισήλθαμε εις το Αρχιφυλακείον μετά το πέρας της εξωμολογήσεως, εζήτησε να του προσφέρουν και 2ον καφέ. Πράγματι οι φύλακες του προσέφεραν. Την 2.40΄ ώραν εζήτησε να εξέλθη του αρχιφυλακείου. Δεν του επιτρέψαμεν. Την 2.45΄ ώραν εισήλθε εις το αρχιφυλακείον ο αρχιμανδρίτης Κωστόπουλος Δαμασκηνός υπολοχαγός έφεδρος υπηρετών εις την VII Μεραρχίαν. Ούτε και εις αυτόν εδέχθη να εξωμολογηθή. Την 2.55΄ ώραν μου είπε ο Πλουμπίδης: «Να πης στον Ρακιντζή γιατί επρόλαβε και ήλθε, να μην μου πη τίποτα. Εγώ είμαι Αρκάδιος και έχω συνηθίσει να αντιμετωπίζω τα πάντα με ψυχραιμίαν. Δεν φοβάμαι τον θάνατον. Εμπρός λοιπόν. Η εκτέλεσίς μου δεν είναι νόμιμος. Οπως ο Πλαστήρας εξετέλεσε τον Μπελογιάννην για να κερδίσει, έτσι κάνει και ο Παπάγος τώρα για μένα. Ετσι είναι λοιπόν. Εμπρός. Είμαι έτοιμος να θυσιασθώ και τότε θα μάθουν οι εχθροί μου ποιος ήμουνα. Κέρδισε ο Ζαχαριάδης τώρα, ύστερα βεβαίως από τις τόσες μομφές που μου απέδωσε». Την 3.00΄ ώραν ήλθαν δύο καμιόνια του Τμήματος Μεταγωγών με επί κεφαλής τον αξιωματικόν φρούραρχον Ασημακόπουλον Βασιλ. διά να τον παραλάβη. Την 3.03΄ ώρα εζήτησε να γράψη και δεύτερο σημείωμα όπερ και έπραξε. Από την στιγμήν δε αυτήν άρχισε να χάνη τις αισθήσεις του, και έτρεμαν τα δάκτυλά του, κατ’ εκείνην δε την στιγμήν εζήτησε και 3ον καφέ. Του εδόθη. Την 3.25΄ ώραν εισήλθε εντός του Αρχιφυλακείου ο φρούραρχος Ασημακόπουλος Βασίλ. και τον διέταξε να εγερθή όπου κατ’ εκείνην την στιγμήν ιδρώς περιέλουσε το πρόσωπό του. Πράγματι υπήκουσε. Ηγέρθη και εξερχόμενος της θύρας των Φυλακών την 3.30΄ώραν εστράφη και ανεφώνησε προς τους κρατουμένους συντρόφους του: Γεια σας παιδιά.

Αμέσως επεβιβάσθη του αυτοκινήτου τη συνοδεία χωροφυλάκων και του πάτερ Δωροθέου και εμού και τον ωδηγήσαμε εις τον παρά τω Δαφνί τόπον των εκτελέσεων.

Καθ’ οδόν μου είπε: Την όλην κατάστασιν στην Ελλάδα την εδημιούργησε η Αμερικανική προπαγάνδα την οποίαν υπακούετε όλοι πιστά. Το κόμμα πολέμησε για την ελευθερία του λαού της Ελλάδος. Τα περισσότερα δε εγκλήματα που έγιναν, έγιναν από τους άλλους και όχι από το κόμμα και αρκετά παιδιά δικά μας, δηλ. του λαού σκοτώθηκαν τίμια. Τους δε άνδρας της Χωρ/κής απεκάλεσε «Μπασκίνες», της δε Αστυνομίας Πόλεων «Μοδηστούλες».

Την 4.05΄ώραν ευρίσκετο εις τον τόπον της εκτελέσεως. Την 5.15΄ ώραν κατήλθε του αυτοκινήτου και ωδηγήθη έμπροσθεν του εκτελεστικού αποσπάσματος. Καθώς δε εστράφη προς τον κ. Κροντήρη και του … «Βλέπω και εσύ είσαι εδώ». Πρωτού να εκτελεσθή ηρωτήθη εάν θέλη να είπη τίποτα. Ούτος ανεφώνησε τρεις: Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα!!! Την 5.25΄ ώραν εξετελέσθη.

Σημ.: Αναφέρω δ’ ότι από την ώραν της ανακοινώσεως της εκτελέσεώς του, δηλ. 0.45΄ μέχρι της 3.30΄ ώρας εκάπνιζε συνεχώς και έπινε νερό. Από δε της μεταφοράς του από Φυλακάς 3.30΄ μέχρι της ώρας της εκτελέσεώς του και παραμονής του εις τον τόπον της εκτελέσεώς του 5.15΄ ώρας εκάπνιζε συνεχώς και είχε χάσει το μέγιστον των αισθήσεών του.

Μετά το πέρας της εκτελέσεώς του επέβην του αυτοκινήτου του Αστυν. Δ/ντού Β΄ κ. Κροντήρη και επέστρεψα εις Αθήνας, είτα το αυτοκίνητον της Αγίας Παρασκευής και επήγα εις τας Φυλακάς της Σωτηρίας, όπου και παρέμεινα μέχρι της 9ης ώρας. Ηλθε ο Αρχιφύλαξ κ. Λαμπρίδης και επί παρουσία μου κατέγραψε άπαντα τα αντικείμενα (ατομικής χρήσεως) του εκτελεσθέντος Πλουμπίδη Νικολάου. Την 10.00΄ ώραν υπέγραψα το σχετικόν έγγραφον «Πρακτικόν» περί της ανευρέσεως των ατομικών αντικειμένων του εκτελεσθέντος Πλουμπίδη Νικολάου. Αναφέρω επιπροσθέτως ότι ο Πλουμπίδης προτού αναχωρήσει από το Αρχιφυλακείον της Σωτηρίας έγραψε δύο επιστολάς. Η Μία απευθύνετο προς τους οικείους του και στενούς συγγενείς του. Τους ευχαριστούσε διά τας εκάστοτε επισκέψεις των και τους ηύχετο υγείαν καθώς και χαιρετισμούς. Η Δευτέρα απευθύνετο προς την Κυβέρνησιν (σημ.: ο Ν.Π. την αντιγράφει στο κάτω περιθώριο της αναφοράς). Αμφότεραι αι επιστολαί παρελήφθησαν υπό του Αρχιφύλακος Λαμπρίδη διά να παραδοθούν εις την Δ/σιν των Φυλακών.

Ετερον δεν έχω να προσθέσω και ούτε τίποτα άλλο παρετήρησα.

Εν Αθήναις τη 14η Αυγούστου 1954

(επιστολή προς την Κυβέρνηση)

Ο Πλαστήρας σκότωσε τον Μπελογιάννη,

Ο Παπάγος τώρα σκοτώνει εμένα, έτσι

Λοιπόν συμπληρώνεται το έργον του

Συναγερμού. Είθε ο θάνατός μου να φέρη

αμνηστία, αγάπη και ειρήνη στην Ελλάδα.

Ο Αναφέρων

Ν.Π.