Traffic – John Barleycorn (Must Die)
…ένα τραγούδι σχόλιο στην Σκωτία του 1700…σε αντιπαραβολή με το τελευταίο δημοψήφισμα.
…ένα τραγούδι σχόλιο στην Σκωτία του 1700…σε αντιπαραβολή με το τελευταίο δημοψήφισμα.
Σεπ 14 22
Αναρτήθηκε από jpm-το χνάρι. Κατηγορία: Γενικά | Χωρίς σχόλια
Η θάλασσα δεν είναι πάντοτε φιλική και η ναυτία που προκαλεί στους ταξιδιώτες της είναι ένα σύμπτωμα που από παροδικό συχνά καθίσταται χρόνιο. Φανταστείτε τώρα κάποιον να διασχίζει την Ερυθρά Θάλασσα της ιστορίας δίχως την ελπίδα να βρεθεί το ραβδί του Μωυσή για να μετατοπίσει τα νερά ώστε να φτάσει στη γη της επαγγελίας. Ακόμα χειρότερα, όταν η ουτοπία εκπνέει και δεν υπάρχει παρά μονάχα μια χώρα σε κατάσταση δυστοπίας που αδυνατεί να ορίσει τα χωρικά της ύδατα.
Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος παρέμεινε μια αμφίβια ύπαρξη, μισός δοσμένος στη θάλασσα και μισός ταγμένος στη στεριά. Ίσως, κάποτε να διαχωρίστηκαν εντός του η στεριά και η θάλασσα και έκτοτε συνέχισε εν μετεωρισμώ. Η φράση «ζήσαμε με μισή καρδιά σε στεριά και σε θάλασσα» [1], συνοψίζει τη διχοστασία και αμφιθυμία του ποιητή, καθώς και την αδυναμία του να υπάρξει εν όλω, δίχως μια διαρκή απειλή διαμελισμού. Δυσπροσάρμοστος όντας, σταδιακά ανέπτυξε το σύμπτωμα της ναυτίας, μιας δυσανεξίας στην περιρρέουσα πραγματικότητα. Τον ξέβρασε το κύμα της ιστορίας και επέζησε σε μία κατάσταση πρωτογονισμού, απορρίπτοντας το πλαίσιο μιας τεχνολογικής(λογοτεχνικής) προόδου.
Έχοντας στις αποσκευές του τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, επέστρεψε στα στοιχειώδη και χρειώδη, στην πυρηνική δηλαδή ουσία της ύπαρξης. «Έμαθα τον αποχαιρετισμό σε όλες τις γλώσσες»[2], επισημαίνει, και καθώς «φεύγοντας κι απ’ την ποίηση δεν έχεις πού να πας/και τα ταξίδια τελειώνουνε μια μέρα»[3], ξανοίχτηκε στο πέλαγος μιας τρικυμιώδους στεριάς. Πέρασαν τόσα χρόνια και δεν έμαθε πώς να ισορροπεί σε ένα κομμάτι γης. Με τα μάτια διαρκώς στραμμένα στη θάλασσα, γύρισε την πλάτη στη στερεή γη, έτοιμος πάντα για ένα μεγάλο μπάρκο στο απέραντο.
Όμως, η γη, ένας πλανήτης διαρκώς περιστρεφόμενος περί τον άξονά της, προκαλεί μια αίσθηση ιλίγγου στους ανθρώπους. Είτε βρισκόμενοι στη θάλασσα, είτε στη στεριά, είμαστε καταδικασμένοι σε μια δυσάρεστη αίσθηση αβεβαιότητας. Ετοιμοπόλεμοι για τα πάντα, μα βαθιά ανέτοιμοι για το ελάχιστο, όμοια καρυδότσουφλα στην παραμικρή αλλαγή του καιρού.
Εύστοχα ο Γ.Λ. λέει πως «ο πόλεμος δεν μου πήρε τίποτα/έχασα τη ζωή μου εν ειρήνη»[4]. Υπογράμμισε έγκαιρα τη διαβρωτική επίδραση μιας παρατεταμένης ειρήνης που επιβλήθηκε με όρους ψυχροπολεμικού συμφώνου μη-επίθεσης. Απογυμνωμένος ο ποιητικός λόγος από την αιμοβόρα φύση του μοιάζει ξεδοντιασμένος λύκος, ένα ακόμα εξημερωμένο κατοικίδιο ή ένας αδέσποτος αυτοκτόνος.
Σχεδόν παρόμοια πορεία ακολούθησε και η ιδεολογική περιπέτεια του βίου του. Αποσύρθηκε από το μανιασμένο πέλαγος, αλλά και στη στεριά δεν ησύχασε. Ένα κύμα χωμάτινο υψώθηκε καταμεσής της ζωής του απειλώντας να σκεπάσει τη γενιά του. Όσοι χτυπήθηκαν από το κύμα αυτό δεν έπαψαν να μυρίζουν χώμα. Μάθανε πόσο ζυγίζει το εφήμερο και θέλησαν να κάνουν αυτό το ελάχιστο που γλιστρά μέσα από τα δάχτυλα να απλώσει ρίζες σε ένα γόνιμο έδαφος. Ποιητής που γεφύρωσε επιδέξια το γαιώδες και το ουτοπικό, ο Λυκιαρδόπουλος έθρεψε το λόγο του πιο πολύ από ένα καθαρόαιμο ένστικτο ύπαρξης παρά από ένα απλό ένστικτο επιβίωσης.
Διέστειλε τα όρια της γραφής, ενώ ταυτόχρονα περιέστειλε με άκρα οικονομία τον όγκο της, προσδίδοντας εκτόπισμα στα ποντοπόρα λόγια του. Με τη γνώση ότι χρειάζεται μουτζούρα στις μηχανές ένα καράβι για να ταξιδέψει, ο Γ.Λ. δεν έμεινε απλώς στη γέφυρα ατενίζοντας μπροστά. Ένιωσε την κόψη της θέας στα εντόσθια του πλοίου και την τρομακτική ενατένιση του ένδον στρέφε καθώς ποτίστηκε στη σκουριά και οξειδώθηκε από τα χαλκεία της ιστορίας.
Ξέρει, επίσης, πως κάθε σκαρί για να καταστεί πλεύσιμο οφείλει να πετάει τη σαβούρα του ή τουλάχιστον έχει όφελος μόνο αν τη διαχειρίζεται παραγωγικά. Η κραυγή «άνθρωπος στη θάλασσα»[5], ηχεί εκκωφαντικά στα κείμενά του, μόνιμη υπενθύμιση πως συχνά ο άνθρωπος λογίζεται ως σαβούρα που αναγκάζεται να θυσιαστεί με ή χωρίς τη θέλησή του -για το καλό του καραβιού. Ο ίδιος ο ποιητής βρέθηκε ριγμένος μεσοπέλαγα κι έμαθε κολύμπι στα αφιλόξενα νερά της μεταπολεμικής ιστορίας. Οι στίχοι του αν και ποτέ δε φλέρταραν με έναν «αγωνιστικό τουρισμό κρουαζιέρας» γνώριζαν να τορπιλίζουν τα εύδρομα του συνόλου. Ο υποβρύχιος σαρκασμός και η ύφαλος ειρωνεία του κατάφεραν ισχυρά πλήγματα στο άτρωτο μιας ναυαρχίδας Αλήθειας. Από το περισκόπιο του σημάδευε τις νοηπομπές σχετικοτήτων που με την αλαζονεία τους κυκλοφορούσαν ως στόλος βεβαιοτήτων.
Ο λόγος του στασιωτικός, καλεί το πλήρωμα σε ανταρσία, σε ρήξη με την προαποφασισμένη πορεία. Μονίμως αντιρρητικός απέναντι σε καπεταναίους του γλυκού νερού, αλλά και ευθέως απορριπτικός εναντίον όσων μιλάνε εκ του ασφαλούς, χαράζοντας την πορεία επί χάρτου. Με τον λόγο του, αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη να οδηγήσει το σκάφος, αψηφώντας τα όποια απαγορευτικά απόπλου καθιστώντας δραστικό μόνο τον εν κινδύνω λόγο, εκείνον που αρθρώνεται με όρους ζωής και θανάτου και επιμένει να εγκαταλείψει τελευταίος το βυθιζόμενο πλοιάριο. Μα πριν το εγκαταλείψει, προειδοποιεί πως «ο καιρός είναι στην μπάντα μας/κι ο ναύτης που ‘ρχεται να πιάσει το τιμόνι/ανήξερος και φοβισμένος»[6] καλεί δε τον πολύπειρο σύντροφό του να ορμηνέψει τον αμάθητο ακόμη στα της θάλασσας πρωτόμπαρκο. «Δείξε του πού πονάει το καράβι»[7]. Προτροπή που ενδεχομένως απευθύνεται και εις εαυτόν, καθώς ο Λυκιαρδόπουλος συστηματικά, με επίμονη κι ευθύβολη ματιά, δεν έπαυσε να καταδεικνύει τα σημεία όπου «πονάει» το καράβι. Τι κι αν η δική του βάρδια πλησιάζει στο τέλος της, δεν παύει να ξαγρυπνά στο πλευρό όσων θαλασσοδέρνονται ξεχασμένοι από τη θεία πρόνοια.
Ως παλιός μαρκόνης, ο Γ.Λ. έμαθε πόσο κρίσιμη είναι η αποστολή ή λήψη κάθε μηνύματος και ταύτισε τη γραφή με έναν κρυπτογραφικό κώδικα που απευθύνεται αποκλειστικά σε μυημένους. Το σπάσιμο αυτού του κώδικα προϋποθέτει μια προάσκηση στις φουρτούνες της σάρκας και του πνεύματος, αλλά και μια ακρόαση όλων των στεναγμών και εξομολογήσεων των συντρόφων του. Ακόμη περισσότερο, απαιτείται να μπορεί να στήνει το αυτί του να αφουγκράζεται τη θάλασσα, τον επίμονο καλπασμό των κυμάτων του επερχόμενου.
Επίσης, η τέχνη σχεδόν μυστικά προετοιμάζεται για μια αναμέτρηση και η επίθεσή της στηρίζεται στον αιφνιδιασμό. Επιβάλλοντας μια σιγή ασυρμάτου, μην επιτρέποντας στους στίχους του να φλυαρούν προδίδοντας, αλλά να ομιλούν δια της σιωπηλής άλω που τα περιβάλλει, πλησίασε απειλητικά τις εχθρικές ακτές ενός πνευματικού ολοκληρωτισμού. Δίχως διάθεση κονκισταδόρικη, αλλά με πρόθεση εξερεύνησης των ορίων της ανθρώπινης φύσης, επιχείρησε τον διάπλου της ελληνικής ποίησης και ιστορίας σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
«Δε χάσαμε και τίποτα σπουδαίο/στις παρακάμψεις των καλών ελπίδων/ψεύτικοι φάροι μας θαμπώσανε για λίγο/-κάτι χρονάκια που είχαμε τα δώσαμε στο γραίγο»[8], αποφαίνεται με πικρή ειρωνεία, απόσταγμα μιας πείρας ζωής που κατέληξε κι αυτή, όπως και τόσες άλλες σε ναυάγιο. Όμως δε λιποψυχεί: «ξέρω πως το ναυάγιο τούτο μου ανήκει/-και τα διαμάντια και τα κάρβουνα δικά μου»[9].Περήφανος για τα ναυάγιά του, δεν αναζητεί τις ευθύνες του σε άλλους. Εξάλλου, «κάποιος πρέπει να πει την παράφωνη αλήθεια»[10] και επωμίζεται το φόρτο να φαλτσάρει από τον κοινό σκοπό και να μην κρύβεται μες στο ηχόχρωμα ενός συλλογικού ψεύδους, καθώς γνωρίζει πως «στο πουθενά γυρίζει πάντα η πλώρη μας»[11].
Εν αντιθέσει με ποιητές που αναζήτησαν μια φυγή από την πραγματικότητα μέσω εξωτικών διαδρομών, η ποίηση του Γ.Λ. παρέμεινε σε διαρκή διαπάλη με μια πραγματικότητα με σημαία ευκαιρίας, καθώς με πείσμα εμβόλιζε την αήττητη αλήθεια της.
Μα πέρα κι από αμφίβιο ον, ο Γ.Λ. στάθηκε με τον τρόπο του, ένα ον αμφιθάνατο, κερδίζοντας το δικαίωμα της θανής του τόσο στη στεριά, όσο και στη θάλασσα. Η επιλογή όμως της θυσίας δεν έχει παρά νόημα σε καταστάσεις όπου ο χρόνος υπερβαίνει το φθαρτό του στιγμιαίου και αποκτά διαστάσεις στο διηνεκές. Σε συνθήκες ωρολογιακού χρόνου, οι άνθρωποι ακολουθούν τον κιρκάδιο ρυθμό της επιβίωσης. «Χτες ακόμα ήμαστ΄ έτοιμοι να πεθάνουμε μαζί τους/σήμερα ζούμε κοιτώντας το ρολόι…»[12]. Μόνη επιλογή διατήρησης της ζωής και του πνεύματος μιας εποχής αποτελεί η μηχανική υποστήριξή της στην εντατική της μνήμης. «- δεν ήθελα να ξεχάσω τίποτα/είν’ εύκολο να ξεχνάς κι είναι σα να πεθαίνεις»[13].
Αυτή η συνεχής πάλη ανάμεσα στο φευγιό και στο ρίζωμα, στη θάλασσα και τη στεριά, στη λήθη και τη μνήμη, αποτελεί αξονικό στοιχείο της ποίησης του Λυκιαρδόπουλου. Αγωνίζεται να κρατήσει το φρόνημά του υψηλό, όσο κι αν δοκίμασε τη σκουριά και το δάκρυ. «Σκουριά, δάκρυ του σίδερου δοσμένο στο σκοτάδι»[14]. Είδε το κύμα και την κώμη του να φεύγουν προς το απέραντο και ρίχτηκε ξοπίσω τους να αρπάξει έστω την ταραχή που γέννησε στη θάλασσα το πέρασμά τους. Θηρευτής των κυμάτων, δε δίστασε να ριχτεί σε νερά που λυμαίνονται καρχαρίες και μολύνουν οι βαριές βιομηχανίες του πνευματικού πολιτισμού.
«Εγώ κυνηγημένος από μέσα μου όρμησα στα κύματα χωρίς σωσίβιο. Ύστερα μ’ άρπαξαν οι λέξεις –άλλο ναρκωτικό δε γνώρισα.»[15]. Υπό την επήρεια λέξεων ακριβών διεκδίκησε τα ερείπιά του, την κυριότητα των απωλειών του. Σε καιρούς θρησκευτικής λατρείας της νίκης με κάθε τίμημα, προτίμησε την ήττα. Χωρίς να φυγομαχήσει, αλλά στρέφοντας υπερηφάνως την πλάτη του στους θριαμβευτές της αύριο. Πάλεψε για τα ταπεινά του χαλάσματα, για τα συντρίμμια του που δεν εξαγοράζονται, μα ούτε και επανορθώνονται ή αποζημιώνονται. «Αφήστε μου εμένα τούτα τα χαλάσματα/κι ένα πουλί μέσα στις λέξεις μου να φεύγει»[16].
Η εμμονική σχεδόν προσήλωσή του σε έναν άνοστο νόστο, δεν τον αφήνει να σαγηνευθεί από το τραγούδι των σειρήνων. Δένεται στο κατάρτι, που έχει ως κορμό την ιστορία και με τα σχοινιά των στίχων του σφιχτά πάνω του, παραπλέει τον πειρασμό. Η μόνη εξασφάλιση του ποιητή, είναι εν τέλει ο εθελούσιος αυτοπεριορισμός, η επιλογή της φυλακής του, ώστε να μη δοθεί βορά στα χέρια όσων χτίζουν μια φυλακή ή ένα μέλλον ερήμην του. Διαλέγοντας τη ποινή και το κελί του απολαμβάνει το μέγιστο βαθμό της ελευθερίας του.
Η εγκατάλειψη ενός λόγου ευρύχωρου και ταυτόχρονα ευρύστερνου, με πολλά περιθώρια ανάσας και κινήσεων, σηματοδοτεί μια αλλαγή στρατηγικής. «Όταν ήρθαμε/υποχωρούσαν τα μεγάλα οράματα αποδεκατισμένα/στα υπόγεια καταφύγια του στίχου.»[17]. Η υιοθέτηση μιας σχεδόν στενογραφικής ποιητικής γλώσσας ήρθε να περιφρουρήσει σε συνθήκες καταιγισμού άσφαιρων λόγων το ελάχιστο θρόισμα που θα μαρτυρούσε την τυχόν ύπαρξη ελπίδας. Η μεταπολεμική ποίηση συνέχισε να διατηρεί ζωντανό τον ψίθυρο της ζωής, απαντώντας με τον τρόπο της στην περίφημη ρήση του Adorno («Μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρότητα να γράφει κανείς ποίηση») καθώς διακόνησε την τέχνη με όρους στρατοπέδου συγκέντρωσης. Επέμεινε να θρυμματίζει το «μεγάλο τραγούδι» σε κομμάτια μικρά, ώστε ως θραύσμα να αποκτά μεγαλύτερη πιθανότητα να δραπετεύσει από την κοινωνική μοίρα. Ένας λόγος που λειτουργεί καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του κατακερματισμένου ανθρώπου, χάρη στη δυναμική της ακραίας συμπύκνωσης νοήματος ύπαρξης, δύναται να γλιστρήσει ανάμεσα από τα συρματοπλέγματα ενός ολοκληρωτικού πολιτισμού.
Η στρατηγική επιλογή της μεταπολεμικής ποίησης να αποβάλλει τον μεγαλοϊδεατισμό παλιότερων γενεών και να παραλλαχθεί σε θραύσμα ώστε να διατηρήσει την ακεραιότητά της κατέστησε τον λόγο της δραστικό και μάχιμο. Η περίπτωση του Γ.Λ. είναι χαρακτηριστική ενός λόγου σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα που συνεχίζει να διατηρεί το αξιόμαχο των λέξεων υποσκάπτοντας διαρκώς την υπεροπλία μιας κτηνώδους τιποτολογίας. Βλέποντας στις μέρες μας να επανακάμπτει αλαλάζοντας μια ποίηση που επενδύει στην κρίση για να ανυψωθεί, δεν έχουμε παρά να αναλογιστούμε πως θα μπορούσε η συγκυρία αυτή να οδηγήσει σε μια γραφή που θα μιλά περισσότερο δια της πλαγίας συνωμοτικής οδού. Ακούγεται αστεία ή εύκολα χειραγωγήσιμη μια εκτονωτικής διάθεσης λαλιά που σκοπεύει στη βραχυπρόθεσμη ικανοποίηση μιας μερίδας του κόσμου. Ο υφέρπων λαϊκισμός μιας «ποίησης-κραυγής» αφοπλίζει ιδεολογικά και αισθητικά την τέχνη του λόγου, καθώς τη καθιστά εφησυχαστικό μηχανισμό κάθαρσης συνειδήσεων. Αντιθέτως, οι υπο-σημειώσεις του Λυκιαρδόπουλου στο περιθώριο του ελληνικού λόγου λειτούργησαν εξόχως ερεθιστικά για μια αναμέτρηση με τα φαντάσματά μας.
Επωμίζεται το επαχθές φορτίο να μιλήσει ως ο επώνυμος κανένας, αποφεύγοντας τις καλλιλογίες μιας χαζοχαρούμενης αδελφοσύνης, απευθυνόμενος στο πιο αποκρουστικό μας πρόσωπο. Αυτός ο λαθραίος άνθρωπος του καιρού μας «κλωτσάει» το μαλακό υπογάστριο μιας ληθαργικής πόλης με λέξεις που μοιάζουν να συντάσσουν ένα λιτό ανακοινωθέν θανάτου «ο πρώτος σου πακιστανός/ο αόρατος άνθρωπος/συνταξιδιώτης με τους μελλοθάνατους του μετρό/νεοναζί κλεφτρόνια της ελπίδας πρεζόνια τ” ουρανού/αιώνιοι ευνοούμενοι της ήττας»[18]. Αντί να συμμορφωθεί με την ρότα που χάραξε ο κυβερνήτης, που διασφάλιζε μια αβλαβή διέλευση ανάμεσα από τους κινδύνους, επέλεξε μια σταθερή Λοξοδρομία [19], κατευθύνοντας το καράβι σε πείσμα των πυξίδων που πάντοτε δείχνουν προς το δέον. «Όμως κάποιο λάθος υπάρχει στο χάρτη σου, και θα το εκμεταλλευθώ. Το καράβι το ορίζουν τα κύματα, τα κύματα κανείς»[20]. Η περιστροφή του ποιητικού του λόγου γύρω από τον ήλιο της ουτοπίας εξασφάλισε τη μη εξάρτησή του από μια αμετακίνητη στεριά ως βάση και άξονα περιστροφής. Είναι προικισμένη λοιπόν η ποίησή του με τη γοητεία της ρευστής επισφάλειας του ανθρώπινου παράγοντα και της ιστορίας, καθώς ο ακατάπαυστος μετεωρισμός της ύλης καταγράφεται με σπάνια ενάργεια στο έργο του.
Η σεισμική ακολουθία των ιστορικών γεγονότων πάνω από μια γη που δεν ησυχάζει, μα διαρκώς σείεται, ευρισκόμενη στο μεταίχμιο μετακινούμενων τεκτονικών πλακών, θέτει σε δοκιμασία τη στατικότητα των υποδομών μιας κοινωνίας σε εξέλιξη. Επιστρέφοντας, θα διαπιστώσει ο ίδιος στην πατρίδα του το μέγεθος των ζημιών που υπέστη το όραμα, πέρα από ρωγμές στο ηθικό του, και ανακαλύπτει χάσματα που ανοίχτηκαν ανάμεσα στη γενέθλια γη και στον εαυτό του που δεν γεφυρώνονται με λόγια «δεν έχω τίποτα σ’ αυτό τον τόπο/περαστικός σαν να ‘ρχομαι στα παιδικά μου χρόνια/το μέλλον είναι έτοιμο»[21]. Κάθε καινούργιο συμβάν επιπροσθέτει σεισμικό φορτίο σε μια ήδη επιβαρυμένη κατασκευή, απειλώντας με κατάρρευση το οικοδόμημα μιας ετοιμόρροπης ανάπτυξης, «το κέρδος αλωνίζει και θερίζει/μιλάει κεφαλλονίτικα γελάει αμερικάνικα/-βούτυρο και τσιμέντο/πέτρινε/πέτρινε Μαρίνο/πού τρέχει τώρα ο λογισμός σου;/ βούτυρο και τσιμέντο οι κομμούνες σου….μαδημένη πατρίδα/τριαντάφυλλο/στα χοντροδάχτυλα του κέρδους/έτσι πάει το έθνος».[22]
H κάθε κοινότητα προσπαθεί να ενσωματώσει δια της αφομοίωσης κάθε ίχνος απόκλισης από την κοινή γραμμή, μα η αγκαλιά της αποδεικνύεται ανίκανη να στεγάσει ένα λυγμό «αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί πια ούτε να κλάψει/γιατί οι δικοί του είν’ ευτυχείς που τον κερδίσαν πάλι.»[23] . Μη έχοντας πού να πάει, καθώς «δεν με λυπάται η στεριά δεν με λυπάται η θάλασσα»[24], ο αφηγητής ορίζει μια Κάτω Χώρα στην επικράτεια του ελληνικού λόγου. Μια χώρα, που συνειρμικά παραπέμπει στον Άδη και στο σκοτεινό βασίλειο της Λήθης, μα και σε περιοχές που βρίσκονται κάτω από το επίπεδο της θάλασσας και προστατεύονται από αυτή μέσω φραγμάτων ή άλλων τεχνητών κατασκευών.
Επιζών ενός ιστορικού ναυαγίου, διαβιεί σε ένα κομμάτι γης που βρίσκεται υπό τη συνεχή απειλή της θάλασσας, καθώς μια σταγόνα αίμα ή δάκρυ, μπορεί να υπερχειλίσει κάθε ασφαλή πρόβλεψη, όσο κι αν περιφρουρήσουμε τον αυτιστικό μας μικρόκοσμο «με πόσο αφρό φωνάζει η θάλασσα και δεν ακούμε τη ζωή μας»[25]. Υπάρχοντας σε μια συνεχή γειτνίαση με την επιφάνεια μιας ταραχής, λησμονήσαμε το εστιακό βάθος μιας γνήσιας κοσμογονίας ή καταστροφής. Παραδοθήκαμε στην αποκοιμιστική αγκαλιά μιας θάλασσας «λάδι» ή μιας ζωής με «γεύση τρικυμίας στα χείλη», ένοχα αθώοι για όλα όσα αφήσαμε σε άλλους να τα ζήσουν στο πετσί τους, κι ύστερα να μας τα διηγηθούν. Ανέμελα παίζοντας με τις παρανυχίδες του εγώ μας, ξεχάσαμε πως δεν προλάβαμε τίποτα παρά «ανταύγειες από μια μάχη που άλλοι δώσανε/και χάσανε για σένα.»[26].
Προσπαθώντας να αποτρέψει το αναπόφευκτο: «Έτσι λοιπόν θα πάμε ως την άκρη;/μικραίνοντας/μικραίνοντας/μικραίνοντας/έτσι θα πάμε ως την άκρη της ζωής μας;»[27], ο Γ.Λ. αναλαμβάνει το πηδάλιο εν μέσω τρικυμίας, επιχειρώντας μια αλλαγή πλεύσης, ενώ αρνείται κατηγορηματικά να αφεθεί σε σωσίες ή κασκαντέρ στα δύσκολα. Αν και εν μέρει εκφράζει ένα κλίμα παραίτησης και προβάλλει την ιδιώτευση ως μόνη καταφυγή, χλευάζοντας τη δυνατότητα μιας ανατροπής μέσω του λόγου, εντούτοις δε λουφάζει. Επιμένει σε ένα ιδιότυπο αντάρτικο πόλεων, με προκηρύξεις στις οποίες αναλαμβάνει την ευθύνη μιας ιδεολογικής παρενόχλησης του κυρίαρχου δημόσιου λόγου. Παρά τα όσα τον σπρώχνουν να βυθιστεί, μια άνωση αξιοπρέπειας τον κρατά πάντα στην επιφάνεια κι ένα πείσμα να λέει την αλήθεια κι ας μην την ξέρει. Μένει εκεί να αναμετρηθεί με όσα οξείδωσαν και πύρωσαν το σιδηρούν μετάλλευμά του. «Αύριο θα χτυπάω το σφυρί στη λαμαρίνα πολεμώντας τη σκουριά με τις ώρες, με τα χρόνια. Χτυπώντας σίδερο με σίδερο τη ζωή μου να καθαρίσει απ’ τη σκουριά ή να λιώσει, ν’ αντέξει ή να μην αντέξει-να δοκιμαστεί απ’ την αρχη.»[28]
__________________
Σημειώσεις
1) Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: Σαλπάραμε κάποτε… από την ενότητα ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ, στη συγκεντρωτική έκδοση ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ (ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1967-1987), εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1991, σελ. 63
2) Γ.Λ.: ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ,από την ενότητα ΑΚΤΗ, στη συγκεντρωτική έκδοση ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ, ό.π. , σελ. 24
3) Γ.Λ.: ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ IV, από την ενότητα ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ, στην συγκεντρωτική έκδοση ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ, ό.π. , σελ. 35
4) Γ.Λ.: ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ό.π., σελ. 24
5) Τίτλος συγκεντρωτικής έκδοσης δοκιμίων του Γ.Λ., ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1995
6) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ VI, από την ενότητα ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ, στη συγκεντρωτική έκδοση ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ, ό.π., σελ. 54
7) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ VI, ό.π., σελ. 54
8) Γ.Λ.: ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ ΙΙΙ, από την ενότητα ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ , στην έκδοση ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ, εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 2002, σελ. 32
9) Γ.Λ.: ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ IV, ό.π., σελ. 33
10) Γ.Λ.: ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ ΙΙΙ, από την ενότητα ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ, στην έκδοση ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ, ό.π. σελ. 21
11) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ V, ό.π. , σελ. 53
12) Γ.Λ.: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ ΙΙΙ, από την ομώνυμη ενότητα, στη συγκεντρωτική έκδοση ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ (ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1962-1966), εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ, σελ. 27
13) Γ.Λ.: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ VI, ό.π., σελ. 30
14) Γ.Λ.: ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ VII, ό.π., σελ. 38
15) Γ.Λ.: ΤΣΕ ΙΙ, από την ενότητα ΤΣΕ, στην έκδοση ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΥ, ό.π. σελ. 10
16) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ IV, ό.π. ,σελ. 52
17) Γ.Λ.: ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ Ι, από την ενότητα ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ, στην έκδοση ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ, ό.π. σελ. 13
18) Γ.Λ.: ΑΘΗΝΑ 1936-2013 , από το τεύχος 78 του περιοδικού ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ, Δεκέμβριος 2013
19) Τίτλος ποιητικής ενότητας του Γ.Λ.
20) Γ.Λ.: ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΑΝΤΣΟ, από την ενότητα ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ, ό.π. σελ. 29
21) ΓΛ.: ΠΑΤΡΙΔΑ , από την ενότητα ΑΚΤΗ, ό.π. , σελ. 20
22) Γ.Λ.: ΤΣΕ IV, ό.π. , σελ. 12
23) Γ.Λ.: ΑΚΤΗ, από την ομώνυμη ενότητα, ό.π., σελ. 19
24) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ Χ, ό.π., σελ. 58
25) Γ.Λ.: ΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ V, ό.π. , σελ. 53
26) Γ.Λ.: ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ Ι, ό.π. , σελ. 13
27) Γ.Λ.: ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ ΙΙ, ό.π. , σελ. 14
28) Γ.Λ.: ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ ΙΙ, από την ομώνυμη ενότητα, στη συγκεντρωτική έκδοση ΥΠΟ ΞΕΝΗΝ ΣΗΜΑΙΑ, ό.π. , σελ. 15
Οι δύο ιταλοί αναρχικοί, που καταδικάστηκαν σε θάνατο χωρίς να υπάρχουν ενοχοποιητικά στοιχεία, είδαν τη ζωή σαν ένα όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο. Σαν έναν αγώνα στο πλάι όλων των καταπιεσμένων που ζούσαν στο πετσί τους την άγρια εκμετάλλευση. Σαν σήμερα, στις 23 Αυγούστου του 1927 οι δύο αναρχικοί αγωνιστές πέθαναν στην ηλεκτρική καρεκλα
“Θα μπορούσα να είχα πεθάνει, ασήμαντος, άγνωστος, μια αποτυχία. Τώρα δεν είμαστε αποτυχημένοι. Αυτή είναι η καριέρα μας και αυτός ο θρίαμβός μας. Ποτέ στη ζωή μας δεν φανταστήκαμε ότι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει τόση δουλειά υπέρ της ανεκτικότητας, της δικαιοσύνης, της ανθρώπινης αλληλοκατανόησης, όπως τελικά κάνουμε τώρα κατά λάθος. Ό,τι είπαμε, ό,τι ζήσαμε, ό,τι πονέσαμε – τίποτα! Η αφαίρεση των ζωών μας, των ζωών ενός καλού παπουτσή και ενός φτωχού ιχθυοπώλη – τα πάντα! Η τελευταία στιγμή μας ανήκει, αυτή η θανάσιμη αγωνία είναι ο θρίαμβός μας”.
Ηταν τα λόγια του Bartolomeo Vanzetti αμέσως μετά την ανακοίνωση της θανατικής καταδίκης του τρομερού “ντουέτου” των Ιταλών αναρχικών Σάκο και Βαντσέτι που κατηγορήθηκαν (στις 15 Απριλίου 1920) για την δολοφονία του φίλου τους Σαλτσέντο που είχε σπρωχθεί από αστυνομικούς της αστυνομίας της Μασσαχουσέτης από το 14ο όροφο στο κενό. Το περίεργο ήταν ότι ακριβώς εκείνες τις μέρες είχαν διοργανώσει διαμαρτυρία για την δολοφονία αυτή πράγμα που εξόργισε τις αρχές που αποφάσισαν να τους ξεφορτωθούν.
“Παρόλο που ο Σάκο μπορεί να μην έχει διαπράξει το έγκλημα, είναι παρόλα αυτά ένοχος γιατί είναι εχθρός των υπαρκτών θεσμών”. Αυτά ήταν και τα λόγια του προέδρου του δικαστηρίου Θάγιερ στις 14 Ιούλη του 1921. Και ήταν βεβαια και η μόνη αλήθεια που είπε. Γιατί αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος της καταδίκης των Σάκο και Βαντσέτι. Ο ασταμάτητος κι αδιαπραγμάτευτος αγώνας τους ενάντια στο σύστημα που μετά από ένα δολοφονικό 1ο Παγκόσμιο πόλεμο, εκείνη τη στιγμή οδηγούσε αργά τους λαούς του κόσμου στη μεγάλη κρίση του ’29 κι από εκεί στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι Σάκο και Βαντσέτι ήταν κομμάτι του μεγάλου μεταναστευτικού κύματος του τελους του 19ου- αρχών του 20 αιώνα, που μέσα σε ελάχιστα χρόνια γέμισε την Αμερική με εκατομμύρια απελπισμένους, που αναζητούσαν τη Γη της Επαγγελίας. Ηταν μέσα σε εκείνους που είδαν τον εαυτό τους όχι σαν μελοντικούς πλούσιους στη Γη της ευκαιρίας, αλλά σαν ανθρώπους που παλευαν πλάι και μαζί με όλους τους εργάτες που γνώριζαν την άγρια εκμετάλλευση, για το μεγάλο όνειρο της κοινωνικής απελευθέρωσης. Για το όνειρο ενός κόσμου καλύτερου, χωρίς δεσμά και χωρίς καταπίεση κάθε είδους.
Είδαν την Αμερική να μεγαλώνει, να γίνεται η μεγάλη λαμπερή Βιομηχανική δύναμη που ξέρουμε, αλλά μαζί είδαν τους εργάτες να οργανώνονται, να δημιουργούν τους “Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου”(IWW), να παλεύουν, να διεκδικουν τη ζωή τους και στάθηκαν πλάι τους με κάθε τρόπο.
Συμμετείχαν με κάθε τρόπο στις μεγάλες απεργίες και διαμαρτυρίες, σε όλους τους αγώνες της εποχής εκέινης, ενώ αρνήθηκαν να στρατευθούν στον 1ο Παγκόσμιο, φεύγοντας στο Μεξικό. Έτσι, μπήκαν σιγά σιγά στο μάτι του Αμερικάνικου Καπιταλισμού που αποφάσισε να τους ξεφορτωθεί.
Κι όταν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ο φόβος του κομμουνισμού εξαπλώθηκε σαν αρρώστια στην Αμερική, έπεσαν θύματα ενός μεγάλου κύματος διώξεων και τρομοκρατίας που λειτουργούσε σαν άμυνα στην κόκκινη απειλή. Ηταν μια εποχή που οι ιδέες του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού ασκούσαν και στην Αμερική μεγάλη γοητεία. Σοσιαλιστές βουλευτές εκλέγονταν, το ΙWW και το ΚΚ οργάνωναν μεγάλες κινητοποιήσεις με αποκορύφωμα τις γιορτές για την Οκτωβριανή Επανάσταση (1919) που στάθηκαν και η αφορμή για το κύμα διώξεων που εξαπολύθηκε.
Η σύλληψη των Σάκο και Βαντσέτι πυροδότησε τρομερές λαϊκές αντιδράσεις. Όταν, όμως, στις 20 Σεπτέμβρη του 1920 ιταλοί αναρχικοί, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της καθεστηκυίας τάξης, έβαλαν βόμβα στη Wall Street με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 40 άτομα, το ποτήρι για το σύστημα ξεχείλισε. Έπρεπε να τελειώνουν με τους 2 αναρχικούς. Έτσι, στις 14 Ιούλη του 1921, καταδικάστηκαν σε θάνατο χωρίς ενοχοποιητικά στοιχεία ούτε για τη δολοφονία ούτε για τη ληστεία που τους φόρτωσαν, απλά και μόνο επειδή οπλοφορούσαν, όπως όλοι άλλωστε εκείνη την εποχή. Αμέσως ένα μεγάλο κύμα εκδηλώσεων υποστήριξης ξέσπασε. Ένα τεράστιο κίνημα εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο που περιλάμβανε κομμουνιστές, σοσιαλιστές, αναρχικούς, προοδευτικούς όλων των αποχρώσεων και βέβαια μεγάλες προσωπικότητες (ο Αϊνσταϊν, ο Μπερναρντ Σο, ο Ανατολ Φρανς κ.α.), αλλά και απλούς ανθρώπους που συγκινούνταν από το δράμα που παιζόταν. Το κίνημα αυτό κράτησε 7 χρόνια. Στις 23 Αυγούστου του 1927 οι 2 αναρχικοί αγωνιστές πέθαναν στην ηλεκτρική καρεκλα μέσα σε παγκόσμιο σοκ, ενώ μεγάλες διαδηλώσεις ξέσπασαν με κορυφαία αυτήν όπου 100000 κόσμου περπατούν χέρι – χέρι στην κηδεία των 2 αγωνιστών.
Δεκαετίες μετά το 1977, η Αμερική ομολογεί το έγκλημά της όταν η Πολιτεία της Μασσαχουσέτης αναγνωρίζει την αθωότητα των Σακο και Βαντσέτι. Οι δύο Ιταλοί αναρχικοί έζησαν λίγο, πέθαναν φωνάζοντας “Viva l’anarchia!” κι έμειναν στην ιστορία σαν κομμάτι της παγκόσμιας μνήμης που δεν ξεχνάει αυτούς που είδαν τους εαυτούς τους σαν ανθρώπους πλάι σε ανθρώπους, σαν εργάτες πλάι σε εργάτες που παλεύουν. Αυτούς τους τρελούς που τη ζωή την είδαν μόνο σαν όνειρο για κάτι καλύτερο, μόνο σαν όραμα, και μόνο σαν αγώνα.
Πηγή: alterthess
– See more at: http://left.gr/news/sako-kai-vantseti#sthash.pFp11J9U.dpuf
Είναι πλέον ευρέως γνωστό, ότι οι ΗΠΑ ζούνε τις τελευταίες ημέρες μία ιδιαίτερα έντονη αναταραχή, μετά τη δολοφονία του 18χρονου αφροαμερικανού Μάικλ Μπράουν στο Ferguson της πολιτείας του Μιζούρι. Οι συζητήσεις που έχουν ανοίξει είναι πολλές, ενώ οι συγκρούσεις των διαδηλωτών με την αστυνομία συνεχίζονται για 10η συνεχόμενη μέρα. Η στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας, ο ρατσισμός -κρατικός και παρακρατικός- , οι συνθήκες διαβίωσης στις φτωχές περιοχές των ΗΠΑ -ιδιαίτερα στις περιοχές των αφροαμερικανών, των λατίνων και άλλων μεταναστευτικών ομάδων- βρίσκονται στο επίκεντρο.
Σε αυτό το πλαίσιο αίσθηση προκαλεί η παρέμβαση του θρύλου του NBA, Kareem Abdul-Jabbar, ο οποίος με άρθρο του, στο περιοδικό TIME, δίνει μια ενδιαφέρουσα ριζοσπαστική διάσταση στη συζήτηση. Ο έξι φορές πρωταθλητής του NBA, δύο φορές πρώτος σκορερ του πρωταθλήματος και άλλες δύο πολυτιμότερος παίχτης των τελικών (σταματάμε κάπου εδώ γιατί οι διακρίσεις του είναι άπειρες) δεν απασχολεί βέβαια για πρώτη φορά τη δημόσια συζήτηση με τέτοιο τρόπο. Από όταν, στη δεκαετία του ’70, στην ακμή της καριέρας του, ασπάστηκε τον ισλαμισμό και άλλαξε το όνομα του (ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών σημαντικών αφροαμερικανών αθλητών και μουσικών όπως ο Μωχάμεντ Άλυ) μέχρι το πρόσφατο κίνημα «Occupy» στις ΗΠΑ, ο Jabbar δεν διστάζει να παρεμβαίνει με αντικαθεστωτικό τρόπο… Στο παρακάτω κείμενο υπογραμμίζει την ταξική διάσταση αυτών που συμβαίνουν σήμερα στην «καρδιά του θηρίου» και αυτών που ίσως έπεται να συμβούν…
Θα αποτελέσει η πρόσφατη εξέγερση στο Φέργκιουσον του Μιζούρι, ένα σημείο καμπής για τη μάχη ενάντια στη φυλετική αδικία, ή θα είναι μιά μικρή υποσημείωση, σε κάποια μελλοντική πτυχιακή διατριβή σχετικά με τις πολιτικές αναταραχές στον πρώιμο 21ο αιώνα;
Η απάντηση μπορεί να βρεθεί στο Μάη του 1970.
Θα έχετε πιθανά ακούσει για τoυς πυροβολισμούς στο Kent State: Στις 4 Μάη του 1970, η εθνοφρουρά του Οχάιο, άνοιξε πύρ κατά των φοιτητών που διαδήλωναν στο Πανεπιστήμιο του Kent. Στα 13 δευτερόλεπτα των πυροβολισμών, τέσσερις φοιτητές σκοτώθηκαν και εννέα τραυματίστηκαν, με έναν από αυτούς να μένει μόνιμα παράλυτος. Το σοκ και η κατακραυγη για το γεγονός, έφεραν ως αποτέλεσμα μια πανεθνική απεργία στην οποία συμμετείχαν τέσσερα εκατομμύρια φοιτητές, οι οποίοι έκλεισαν 450 ιδρύματα. Πέντε μέρες μετά τα γεγονότα του Kent State, 100 χιλιάδες διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στην Ουάσινγκτον και η νεολαία της χώρας κινητοποιούταν πλέον ενεργητικά για να έρθει το τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ, του ρατσισμού, του σεξισμού και της ανόητης πίστης στο πολιτικό κατεστημένο.
Πιθανότατα, δεν έχετε ακούσει για τους πυροβολισμούς στο Jackson State.
Στις 14 Μάη, δέκα μέρες αφού το Kent State έβαλε φωτιά στο έθνος, στο Πανεπιστήμιο του Jackson State, στο οποίο σπούδαζαν κυρίως μαύροι, η αστυνομία σκότωσε δύο μάυρους νεαρούς (ο ένας τελειόφοιτος του Λυκείου, ο άλλος πατέρας ενός μωρού 18 μηνών), με καραμπίνες και τραυμάτισε άλλους δώδεκα.
Δεν υπήρξε καμία κατακραυγή σε εθνικό επίπεδο. Το έθνος δεν κινητοποιήθηκε για να κάνει κάτι. Αυτό το άψυχο τέρας που αποκαλούμε Ιστορία, κατάπιε το όλο συμβάν σβήνωντας το από τη μνήμη του έθνους. Kαι εφόσον δεν θέλουμε την αγριότητα του Ferguson να την καταπιεί η Ιστορία και να καταλήξει ένα ερέθισμα στο έντερο της, πρέπει δούμε την όλη κατάσταση όχι μόνο σαν άλλη μια πράξη στα πλαίσια του ρατσισμού του συστήματος, αλλά και ό,τι άλλο στην πραγματικότητα είναι: ταξικός πόλεμος.
Επικεντρώνοντας μονάχα στη φυλετική πτυχή, η συζήτηση γίνεται για το αν ο θάνατος του Michael Brown – ή αυτός των τριών άοπλων μαύρων, που δολοφονήθηκαν από την αστυνομία στις ΗΠΑ μέσα σε αυτό το μήνα– έγκειται στο θέμα των διακρίσεων ή στις αιτιολογήσεις της αστυνομίας. Έπειτα θα συζητάμε για το αν υπάρχει ο ρατσισμός των μαύρων εναντίον των λευκών, όσο υπάρχει ο ρατσισμός των λευκών ενάντια στους μαύρους. (Ναι, όντως υπάρχει. Αλλά σε γενικές γραμμές, ο ρατσισμός των λευκών ενάντια στους μαύρους επηρεάζει οικονομικά το μέλλον της μαύρης κοινότητας. Ο ρατσισμός των μαύρων απέναντι στους λευκούς, έχει σχεδόν μηδαμινές κοινωνικές επιπτώσεις.)
Στη συνέχεια, θα αρχίσουμε να συζητάμε για το άν η αστυνομία στις ΗΠΑ είναι και η ίδια μία μειονότητα σε κίνδυνο, που υπόκειται σε διακρίσεις με βάση το χρώμα (της στολής της) – το μπλέ. (Ναι, είναι. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες να λάβουμε υπόψη πριν καταδικάσουμε την αστυνομία, όπως οι πολιτικές πιέσεις, η ανεπαρκής εκπαίδευση και διάφορες απόκρυφες πολιτικές). Ύστερα, θα διερωτηθούμε αν οι μαύροι πέφτουν συχνότερα θύματα πυροβολισμών εξαιτίας του ότι διαπράττουν συχνότερα εγκλήματα. (Στην πραγματικότητα, έρευνες αποδεικνύουν ότι οι μαύροι γίνονται στόχαστρο συχνότερα σε κάποιες πόλεις όπως η Νέα Υόρκη. Είναι δυσκολότερο να μιλήσουμε για μια μεγαλύτερη, εθνικής εμβέλειας, εικόνα γιατί η έρευνα στο θέμα είναι θλιβερά ανεπαρκής. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, μας δείχνει ότι στο διάστημα 2003-2009 στις ΗΠΑ, ανάμεσα στους θανάτους που είχαν να κάνουν με σύλληψη, υπάρχει ελάχιστη διαφορά ανάμεσα σε μαύρους, λευκούς ή λατίνους. Μολαταύτα, τα στοιχεία δεν μας δείχνουν πόσοι από αυτούς ήταν άοπλοι.)
Τα φυλετικά ζητήματα, για τα οποία όλοι σπεύδουν να υψώσουν γροθιές, αποσπούν την Αμερική από το να δεί ότι οι στόχοι της υπερβολικής αντίδρασης της αστυνομίας, βασίζονται λιγότερο στο χρώμα και περισσότερο σε κάτι που είναι ακόμα χειρότερο και από το επίπεδο οδύνης του ιού Έμπολα: στο να είσαι φτωχός. Φυσικά, για πολλούς στην Αμερική, το να έχεις συγκεκριμένο χρώμα στο δέρμα σου είναι συνώνυμο με το να είσαι φτωχός και το να είσαι φτωχός είναι συνώνυμο με το να είσαι εγκληματίας. H ειρωνία είναι ότι αυτή η παρεξήγηση υπάρχει στην πραγματικότητα και μεταξύ των ίδιων των φτωχών.
H τελευταία απογραφή έδειξε ότι 50 εκατομμύρια Αμερικανοί είναι φτωχοί. 50 εκατομμύρια ψηφοφόροι είναι ένα σημαντικό μπλοκ αν κάποτε οργανωθούν σε μια προσπάθεια να πετύχουν τους οικονομικούς τους σκοπούς. Έτσι, είναι κρίσιμο για εκείνους που βρίσκονται στο «Πλουσιότερο 1%» να κρατούν τους φτωχούς διαλυμένους, αποσπώντας την προσοχή τους με ζητήματα που κυρίως ακουμπούν στο συναίσθημα τους όπως η μετανάστευση, οι αμβλώσεις, ο έλεγχος της οπλοκατοχής, έτσι ώστε να μην σταματήσουν κάποια στιγμή (σ.σ. οι φτωχοί) και αναρωτηθούν πώς τους κοροϊδεύουν για τόσο καιρό.
Ένας τρόπος να κρατήσεις αυτούς τους 50 εκατομμύρια φτωχούς, διαλυμένους είναι μέσω της παραπληροφόρησης. Τα τελευταία στοιχεία από το PunditFact σχετικά με τα ειδησεογραφικά δίκτυα, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι για το Fox και το Fox News Channel, το 60% των όσων μεταδίδουν, είναι ψέμματα. Για το NBC και το MSNBC, το ποσοστό είναι 46%.
Αυτά είναι τα «νέα», αδέρφια! Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στο Ferguson, το Fox News έπαιξε μια ασπρόμαυρη φώτο του Martin Luther King, με την επιγραφή: «Ξεχνώντας το μήνυμα του Μartin Luther King / Οι διαδηλωτές στο Missouri στρέφονται στη βία». Mήπως έπαιξαν κάτι αντίστοιχο όταν και οι δύο Μπούς εισέβαλλαν στο Ιράκ: «Ξεχνώντας το μήνυμα του Ιησού Χριστού / Οι ΗΠΑ ξεχνούν να γυρίσουν το μάγουλο και σκοτώνουν χιλίαδες»;
Πώς γίνεται οι τηλεθεατές να κάνουν λογικές επιλογές σε μια Δημοκρατία, αν οι πηγές πληροφόρησης τους είναι διεφθαρμένες; Δεν μπορούν. Και αυτό είναι ακριβώς πώς το «1%» ορίζει τη μοίρα του «99%».
Ακόμα χειρότερα, ορισμένοι πολιτικοί και επιχειρηματίες συνομωτούν για να μείνουν οι φτωχοί ως έχουν. Στην κωμική-ειδησεογραφική εκπομπή του στο HBO με τίτλο Last Week Tonight, o John Oliver έκανε ένα θέμα πάνω στις επιχειρήσεις των payday loans (σ.τ.μ. εταιρίες που παρέχουν «δάνεια ημέρας», με υψηλό τόκο) και εκείνους που με απίστευτη αναισθησία εκμεταλλεύονται την απόγνωση του φτωχού κόσμου. Πώς γίνεται μια τέτοια βιομηχανία που αποσπά 1900% σε τόκους επί των δανείων να τη βγάζει καθαρή; Στο Τέξας, ο τοπικός βουλευτής Gary Elkins κατάφερε και μπλόκαρε νομοθετική ρύθμιση για το θέμα, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είναι ιδιοκτήτης μιας τέτοιας αλυσίδας καταστημάτων που δίνουν payday loans. H βουλευτής Vicki Truitt που διαρκώς κατήγγειλε τον Elkins για την προφανή σύγκρουση συμφερόντων στο θέμα λόγω της εταιρίας του, έγινε λομπίστρια για την ACE Cash Express, μόλις 17 μέρες μετά τη λήξη της θητείας της. Στην ουσία, ο Oliver έδειξε πως οι φτωχοί οδηγούνται σε τέτοιου είδους δάνεια, μόνο και μόνο για να καταλήξουν σε αδυναμία πληρωμής και έτσι να συνεχίζουν να δανείζονται. Ο κύκλος αυτός δεν μπορεί να σπάσει.
Βιβλία και ταινίες σε περιβάλλον δυστοπίας, όπως το Snowpiercer, το Divergent, τα Hunger Games και το Elysium σηματοδότησαν την οργή, τα τελευταία χρόνια. Όχι μόνο επειδή εκφράζουν μια νεανική δυσαρέσκεια απέναντι στα πρότυπα εξουσίας. Αυτό θα εξηγούσε κάποια από τη δημοφιλία που έχουν ανάμεσα σε νεότερης ηλικίας κοινά, αλλά δεν δικαιολογεί τη δημοφιλία ανάμεσα στους «20κάτι» και σε μεγαλύτερους ενήλικες. O πραγματικός λόγος που μαζευόμαστε για να δούμε τον πορσελάνινο χαρακτήρα του Donald Sutherland στο Hunger Games είναι το γεγονός ότι ένας αδίστακτος πρόεδρος των ΗΠΑ αφιερωμένος στο να διατηρεί τη θέση του πλούτου ενώ λειαίνει τη φτέρνα του στους λαιμούς των φτωχών, φαντάζει αληθινό σενάριο σε μια κοινωνία που το «1%» κερδίζει ακόμα περισσότερο πλούτο, ενώ η μεσαία τάξη καταρρέει.
Αυτό δεν είναι υπερβολή. Στατιστικές το αποδεικνύουν. Σύμφωνα με την έρευνα του Pew Research Center, μόνο τα μισά από τα νοικοκυριά στις ΗΠΑ είναι μεσαίου εισοδήματος, καταγράφωντας μια πτώση 11% από τη δεκαετία του 1970. Το μέσο εισόδημα της μεσαίας τάξης έχει πέσει 5% την τελευταία δεκαετία και ο συνολικός πλούτος βρίσκεται 28% κάτω. Όλο και λιγότεροι άνθρωποι (μόνο το 23%), θεωρούν ότι θα έχουν άρκετά χρήματα για να βγούν στη σύνταξη. Πιο καταδικαστικό για την κατάσταση, όλων: Λιγότεροι Αμερικανοί από ποτέ, πιστεύουν στην κινητήρια αρχή του Αμερικάνικου Ονείρου, ότι η σκληρή δουλειά θα τους πάει μπροστά.
Αντί να ενωθούμε για να αντιμετωπίσουμε τον πραγματικό εχθρό – ανίκανους πολιτικούς, νομοθέτες και άλλους που βρίσκονται στην εξουσία- πέφτουμε στην παγίδα να στρεφόμαστε ο ένας ενάντια στον άλλο, ξοδεύοντας τις δυνάμεις μας μαχόμενοι ενάντια στους συμμάχους μάς και όχι ενάντια στους εχθρούς μας. Αυτό δεν έχει να κάνει με αποκλεισμούς μόνο με βάση το χρώμα ή τα πολιτικά κόμματα αλλά, επίσης και σχετικά με το φύλο. Στο βιβλίο της Unspeakable Things: Sex, Lies and Revolution, η Laurie Penny αναφέρει ότι οι μειωμένες ευκαιρίες για καριέρα στους νέους άνδρες, τους οδηγεί στο να νιώθουν λιγότερο πολύτιμοι για τις γυναίκες, με αποτέλεσμα να εκτρέπουν την οργή τους από αυτούς που πραγματικά προκαλούν το πρόβλημα, σε αυτές που επίσης βιώνουν τις συνέπειες: τις ίδιες τις γυναίκες.
Ναι, γνωρίζω ότι είναι άδικο να σταμπάρω τους πλουσιότερους με τόσο χοντρές γραμμές. Υπάρχουν μερικοί πολύ πλούσιοι που έχουν προσφέρει φοβερή υποστήριξη στην κοινότητα τους. Ταπεινοί για την επιτυχία τους, προσπαθούν να βοηθήσουν τους άλλους γύρω τους. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει με το πλήθος των εκατομμυριούχων και δισεκατομμυριούχων που συνεργάζονται παρασκηνιακά για να μειώσουν τα κουπόνια τροφίμων, δεν ανακουφίζουν το βάρος των φοιτητικών δανείων από τους νέους και τσακίζουν την επέκταση του επιδόματος ανεργίας.
Σε κάθε τέτοια περιστατικά πυροβολισμών, θανάτων και αγριοτήτων, η αστυνομία και το δικαστικό σύστημα μοιάζουν να επιβάλλουν το νόμο ενός άδικου καθεστώτος. Η οργή μας αυξάνεται και οι εξεγέρσεις ζητούν να προκύψει δικαιοσύνη. Τα ειδησεογραφικά κανάλια κάνουν συνεντεύξεις με τον καθένα και οι γνωστές αυθεντίες επιρρίπτουν ευθύνες.
Δε λέω ότι οι διαμαρτυρίες στο Ferguson δεν είναι δικαιολογημένες – είναι. Στην πραγματικότητα, χρειαζόμαστε περισσότερες διαμαρτυρίες σε όλη τη χώρα. Που είναι όμως το Kent State της εποχής; Τι θα χρειαστεί για να κινητοποιήσει 4 εκατομμύρια φοιτητές σε ειρηνική διαμαρτυρία; Γιατί αυτό χρειαζόμαστε για να προκαλέσουμε πραγματική αλλαγή. Η μεσαία τάξη πρέπει να ενωθεί με τους φτωχούς και οι λευκοί να ενωθούν με τους αφροαμερικανούς σε μαζικές διαδηλώσεις για να ανατρέψουμε τους διεφθαρμένους πολιτικούς, για να μποικοτάρουμε τις εκμεταλλευτικές επιχειρήσεις, για να περάσει νομοθεσία που θα προωθεί την οικονομική ισότητα και τις ευκαιρίες για όλους και για να τιμωρήσουμε όλους όσους τζογάρουν με το οικονομικό μας μέλλον.
Σε αντίθετη περίπτωση, θα πάθουμε ότι έχουμε τώρα για τα γεγονότα του Ferguson: Μια χούφτα πολιτικών και διασημοτήτων να εκφράζουν τη συμπάθεια και τον αποτροπιασμό τους. Αν δεν έχουμε μια συγκεκριμένη ατζέντα – μια λίστα με τι θέλουμε να αλλάξουμε και πως – θα μαζευόμαστε ξανά και ξανά δίπλα στα νεκρά κορμιά των νεκρών παιδιών μας, των γονιών μας και των γειτόνων μας.
Ελπίζω ο John Steinbeck να αποδειχθεί σωστός όταν έγραφε στα Σταφύλια της Οργής ότι «H Ύφεση δουλεύει για να δυναμώσει και να ενώσει τους καταπιεσμένους». Αλλά είμαι περισσότερο διατεθειμένος να επαναλάβω το Inner City Blues του Marvin Gaye, που γράφτηκε το χρόνο μετά τους πυροβολισμούς στο Kent State και το Jackson State:
«Inflation no chance
To increase finance
Bills pile up sky high
Send that boy off to die
Make me wanna holler
The way they do my life
Make me wanna holler
The way they do my life»
* Ο ακριβής τίτλος του άρθρου του Jabaar στα αγγλικά είναι : «The Coming Race War Won’t Be About Race».
http://www.toperiodiko.gr
Με επτασέλιδο αφιέρωμα η «Εφ.Συν.» τιμά τη μνήμη ενός μοναδικού ανθρώπου, που το όνομά του συμβολίζει ταυτόχρονα τις πιο φωτεινές αλλά και τις πιο σκοτεινές στιγμές της ελληνικής Αριστεράς.
Τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου 1954, έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος ο Νίκος Πλουμπίδης, εμβληματική φυσιογνωμία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος.
Ήταν η κορύφωση μιας ανθρώπινης τραγωδίας και μιας πολιτικής σκευωρίας που άφησε για πολλές δεκαετίες ανεξίτηλα σημάδια στην ιστορική πορεία, αλλά και την ηθική υπόσταση, της Κομμουνιστικής Αριστεράς.
Ο Νίκος Πλουμπίδης, ο «κόκκινος δάσκαλος», αρχετυπική μορφή κομμουνιστή του Μεσοπολέμου, μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ από το 1935, αντιμετώπισε το εκτελεστικό απόσπασμα ζητωκραυγάζοντας για το ΚΚΕ, την ίδια στιγμή που το κόμμα του, στο οποίο είχε αφιερώσει όλη του τη ζωή και το οποίο υποστήριξε αταλάντευτα μέχρι το τέλος, τον κατηγορούσε ως «προδότη», φτάνοντας να αμφισβητήσει ακόμη και την εκτέλεσή του.
Το μνημείο του Νίκου Πλουμπίδη στο Χαΐδάρι.
* Επτασέλιδο αφιέρωμα στη μνήμη του Νίκου Πλουμπίδη, με ντοκουμέντα που δημοσιεύονται για πρώτη φορά, στην «Εφημερίδα των Συντακτών – Σαββατοκύριακο» που κυκλοφορεί εκτάκτως σήμερα, Πέμπτη 14 Αυγούστου.
efsyn.gr
Νίκος Πλουμπίδης: 60 χρόνια μετά
Τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου 1954, έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος ο Νίκος Πλουμπίδης, εμβληματική φυσιογνωμία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Ηταν η κορύφωση μιας ανθρώπινης τραγωδίας και μιας πολιτικής σκευωρίας που άφησε για πολλές δεκαετίες ανεξίτηλα σημάδια στην ιστορική πορεία, αλλά και την.
Η «υπόθεση Πλουμπίδη», με το μεγαλείο και την τραγικότητά της, θα παραμείνει για δεκαετίες ανοιχτό τραύμα στην Αριστερά γιατί συμπυκνώνει, στην πιο ακραία εκδοχή, τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τις ανθρώπινες διαδρομές των Ελλήνων κομμουνιστών. Αντιφάσεις που συχνά προσέλαβαν δραματικές διαστάσεις κατά τα χρόνια του Εμφυλίου και στη συνέχεια υπό το βάρος της ήττας.
Και όλα αυτά σε ένα εγκληματικά εκδικητικό περιβάλλον από την πλευρά των νικητών του Εμφυλίου, οι οποίοι επινοώντας την κατηγορία της κατασκοπίας και ανασύροντας τον μεταξικό νόμο 375/1936 συνέχισαν μέχρι και το 1955 (όταν εκτελέστηκαν στην Κρήτη και τη Θεσσαλονίκη αντίστοιχα οι Χρ. Καρανταής και Ν. Καρδαμύλας) τις ανθρωποθυσίες που πριν από λίγα χρόνια (από τον Ιούλιο του 1946 μέχρι τον Οκτώβριο του 1949) είχαν οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα πάνω από 3.000 αγωνιστές της Αριστεράς (μεταξύ των οποίων και εκατοντάδες γυναίκες).
Η βάρβαρη πρακτική των ομαδικών εκτελέσεων, που είχε προσωρινά ανασταλεί, λόγω διεθνών πιέσεων, με τη λήξη του Εμφυλίου, ενεργοποιήθηκε και πάλι το 1951 με την εκτέλεση τον Μάρτιο στη Θεσσαλονίκη του Νίκου Νικηφορίδη (μαζί με ακόμη έξι συντρόφους του) και κορυφώθηκε στις 30 Μαρτίου 1952 με την εκτέλεση στο Γουδί των Μπελογιάννη, Μπάτση, Αργυριάδη και Καλούμενου.
Ο Μινώταυρος δεν είχε όμως ακόμη χορτάσει. Αναλαμβάνοντας το υπουργείο Δικαιοσύνης τον Απρίλιο του 1954 ο πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Κλεάνθης Θεοφανόπουλος, ο αδελφός του οποίου (πρύτανης του ΕΜΠ το 1944) είχε εκτελεστεί από τον ΕΛΑΣ στην Αράχωβα τον Γενάρη του 1945, άρχισε να σχεδιάζει την εκτέλεση του Πλουμπίδη. Με τη σύμπραξη και των ηγετικών στελεχών της Ασφάλειας, Ρακιντζή και Κροντήρη, που δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν στον Πλουμπίδη ότι παρέμενε ασύλληπτος επί πέντε χρόνια (1947-1952), οργάνωσαν την εκτέλεση, εκμεταλλευόμενοι αφ’ ενός το πολιτικό κλίμα της εποχής με την κρίση του Κυπριακού και αφ’ ετέρου την πρόσφατη τότε επιτυχία της Ασφάλειας με τη σύλληψη του Χαρ. Φλωράκη. Και την πραγματοποίησαν παραμονή Δεκαπενταύγουστου, και μάλιστα στο Δαφνί που δεν αποτελούσε έως τότ τόπο εκτελέσεων, ούτε και χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια.
Η μοναδικότητα της υπόθεσης Πλουμπίδη όμως δεν συνίσταται κυρίως στην εκδικητικότητα του μετεμφυλιακού κράτους, αλλά στο τραύμα που προκάλεσε η κομματική καταδίκη του στο ευρύτερο σώμα της Αριστεράς.
Ο ίδιος ο Πλουμπίδης διακήρυξε πεισματικά, για περισσότερο από δυο χρόνια και μέχρι τον θάνατό του, την πίστη του στην κομματική του οικογένεια και την αγωνιστική του ακεραιότητα. Τα πρακτικά της δίκης και ιδιαίτερα η απολογία του αναδεικνύουν την επιμονή του να αντικρούσει δημόσια όλες τις κατηγορίες που αφορούσαν την κομματική ηγεσία και τη δράση του κόμματος, ενώ ταυτόχρονα θεμελιώνει τη δική του υπεράσπιση σε ένα μελλοντικό κομματικό σώμα που θα συζητούσε την αποκατάστασή του. Αγωνία που διατρέχει επίσης το σύνολο των κειμένων που έγραψε στη φυλακή.
Η απεγνωσμένα ηρωική του στάση στο Εκτακτο Στρατοδικείο δεν στάθηκε πάντως ικανή για να κάμψει μια, χωρίς ηθικούς φραγμούς, κομματική ηγεσία που αναζητούσε, μέσω της χαφιεδολογίας, εξιλαστήρια θύματα για την ήττα. Και η οποία μάλιστα οργάνωσε στην υπερορία μια δεύτερη παράλληλη δίκη, επιχειρώντας να εκμαιεύσει ευρύτερη συνενοχή.
Στο σημείο αυτό εντοπίζεται άλλωστε και το κρισιμότερο στοιχείο, που τροφοδότησε στη συνέχεια προβληματισμούς, αναστολές και ενοχές. Δηλαδή στην αρχική αποδοχή που συνάντησε σε σημαντικά τμήματα της καθημαγμένης Αριστεράς στα πρώτα σκληρά μετεμφυλιακά χρόνια (με σχετικά λίγες φωτεινές εξαιρέσεις) η κατασκευή ενός φαντασιακού εσωκομματικού εχθρού. Παρόλο που η κατασκευή αυτή ερχόταν σε καταφανή αντίθεση με την πραγματικότητα ενός ανθρώπου που πορεύτηκε προς τον θάνατο επιζητώντας την κομματική του δικαίωση.
Οι πολύχρονες σιωπές, καθώς και η διστακτική και σταδιακή δημόσια αποκατάσταση (που ακολούθησε μετά το 1958, όπως αντίστοιχα συνέβη και με τον Κώστα Καραγιώργη) αντανακλούν αυτήν ακριβώς την τραυματική εμπειρία.
Εξήντα χρόνια μετά, το σημερινό αφιέρωμα θέλει να τιμήσει τη μνήμη ενός μοναδικού ανθρώπου που το όνομά του συμβολίζει ταυτόχρονα τις πιο φωτεινές αλλά και τις πιο σκοτεινές στιγμές της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς. Και παράλληλα να συμβάλει στον τόσο απαραίτητο ιστορικό αναστοχασμό.
Σχέδιο βιογραφίας
«Εγεννήθηκα στα τέλη Δεκέμβρη του 1902. Διορίσθηκα δάσκαλος το 1924. Εγινα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1925. Απολύθηκα από δάσκαλος το 1931 και αφοσιώθηκα πλέρια στο Λαϊκό Επαναστατικό κίνημα. Το κόμμα μου, αναγνωρίζοντας τις πράξεις μου με ανέβασε σε όλα τα σκαλοπάτια της Κομματικής ιεραρχίας».
«Πιάστηκα από προδοσία τον Νοέμβρη του 1952. Σε δύο μέρες μετά τη σύλληψή μου, το Π.Γ. από λαθεμένες ενδείξεις και από υποβολιμαίες από τον εχθρό πληροφορίες με χαρακτήρισε προδότη. Εγώ ήμουν, είμαι και θα παραμείνω πιστός στο Κόμμα μου, στον Κομμουνισμό και στη λαϊκή υπόθεση. Θάρθη καιρός που οι κατήγοροί μου –οι τίμιοι και οι καλόπιστοι– θα ντρέπονται για την ελαφρότητα που έδειξαν απέναντί μου».
Γεννήθηκε στα Λαγκάδια Γορτυνίας στις 31 Δεκεμβρίου 1902. Το 1922 υπηρετεί τη θητεία του στο στρατό, αλλά η μονάδα του δεν πρόλαβε να αναχωρήσει για τη Μικρά Ασία πριν την κατάρρευση του μετώπου. Απολύθηκε από τον στρατό την επόμενη χρονιά. Το 1924 αποφοίτησε από το Διδασκαλείο Πύργου και διορίστηκε δάσκαλος στη Βούρμπα (Μηλέα) Ελασσόνας. Η ανάμνηση από το πέρασμά του στην περιοχή κράτησε πολλές δεκαετίες.
Το 1925 έγινε μέλος της ΟΚΝΕ (Κομμουνιστική Νεολαία) και στη συνέχεια του ΚΚΕ. Δραστηριοποιήθηκε στους κομματικούς πυρήνες της Θεσσαλίας.
Το 1929 έγινε δεκτός στην πανεπιστημιακή μετεκπαίδευση των δασκάλων στην Αθήνα. Τον ίδιο χρόνο εκλέχτηκε στο Προεδρείο των Δημοσίων Υπαλλήλων. Μετείχε ενεργά σε μεγάλη φοιτητική απεργία. Αρχίζει το πρόβλημα της υγείας με τη φυματίωση, που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή.
Το 1931, εκλέχτηκε μέλος του Γραφείου Περιφερειακής Επιτροπής Αθήνας του ΚΚΕ. Στη «φραξιονιστική πάλη» της περιόδου 1929-1931 ανήκε στην «αριστερή» τάση με τον Γ. Σιάντο. Τον Μάρτιο συλλαμβάνεται και δικάζεται σε 45 ημέρες φυλάκιση για υποκίνηση απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων. Για τη συνδικαλιστική του δράση απολύθηκε από δάσκαλος.
Το 1932, επανεκλέχτηκε μέλος της Περιφερειακής Επιτροπής Αθήνας του ΚΚΕ. Εκλέγεται μέλος του Προεδρείου της Ενωμένης ΓΣΕΕ.
Υποψήφιος βουλευτής του Ενιαίου Μετώπου στις εκλογές και υποψήφιος του ΚΚΕ στις δημοτικές εκλογές στον τότε Δήμο Αθηναίων. Το 1933 υποψήφιος βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου σε Αθήνα και Λάρισα.
Το 1934 πηγαίνει στη Μόσχα όπου εκπροσωπεί την Ενωμένη ΓΣΕΕ στην Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνή. Σπουδάζει στο KUTV (Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής) με το ψευδώνυμο Τιμόβιτς Φεντόρ Ντιμιτρίεβιτς. Εκπροσωπεί την Ενωμένη ΓΣΕΕ στην Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνή και αποκτά την ιδιότητα του στελέχους ειδικής σύνδεσης με την «Προφιντέρν» (Διεθνή Ομοσπονδία των Συνδικάτων).
Το 1935 μετέχει στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στη Μόσχα, ως μέλος της αντιπροσωπείας του ΚΚΕ, από τις 25/7 έως τις 21/8. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ εκλέγεται αναπληρωματικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής.
Το 1936 ως υποψήφιος του ΚΚΕ στην Αθήνα παίρνει 2.456 ψήφους και στη Λάρισα 7.249 ψήφους.
Το 1938 σε κομματική σύσκεψη του ΚΚΕ εκλέγεται, ύστερα από πρόταση του Γ. Σιάντου, μέλος του Πολιτικού Γραφείου και στέλνεται καθοδηγητής του Γραφείου της περιοχής Μακεδονίας-Θράκης, όπου παραμένει ώς τον Απρίλιο 1939. Επιστρέφει στην Αθήνα και μετά τη σύλληψη του Γ. Σιάντου, μετέχει ενεργά στη δημιουργία της «Παλιάς Κεντρικής Επιτροπής» του ΚΚΕ, σε αντίθεση με την «Προσωρινή Διοίκηση», που ήταν έργο του υπουργού Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκη.
Το 1939 στις 22 Μαΐου συλλαμβάνεται.
Το 1941 καταγγέλλει με άρθρο του στον παράνομο «Ριζοσπάστη» ως πλαστό το 1ο γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη για τον πόλεμο, άποψη που αργότερα θα ανασκευάσει.
Το 1942, στις 6 Ιανουαρίου, στέλνεται εξορία στην Τρίπολη από όπου δραπετεύει για την Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου. Στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (Δεκέμβριος) εκλέγεται μέλος της Κ.Ε. και του Π.Γ. του ΚΚΕ.
Το 1943 οργανώνει και καθοδηγεί τη γενική πολιτική απεργία ενάντια στην πολιτική επιστράτευση, η οποία και ματαιώθηκε.
Το 1944 στη 10η και 11η Ολομέλεια (1945) της Κ.Ε. του ΚΚΕ επανεκλέγεται μέλος του Π.Γ. του ΚΚΕ. Το 1945 στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, 1-6/10/1945, εκλέγεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής αλλά όχι του Πολιτικού Γραφείου.
Το 1946 παντρεύεται, τον Φεβρουάριο, με την Ιουλία Παπαχρίστου, επίσης μέλος του ΚΚΕ και το 1948, σε συνθήκες παρανομίας, αποκτούν ένα γιο. Σε λίγους μήνες συλλαμβάνεται η Ιουλία και φυλακίζεται. Θα απελευθερωθεί μετά από 11 χρόνια. 1947-1949, βαθιά παρανομία. Οργανώνει με τον Στέργιο Αναστασιάδη τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ στην Αθήνα και καθοδηγεί την Κομματική Οργάνωση Αθήνας. Μετά τις εκτεταμένες συλλήψεις τον Μάρτιο του 1949 παραμένει το μοναδικό εναπομείναν μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ που δεν έχει συλληφθεί.
Το 1950 λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου, καθοδηγεί την ίδρυση της Δημοκρατικής Παράταξης.
Το 1951, με εντολή του Ν. Ζαχαριάδη συμβάλλει στην ίδρυση της ΕΔΑ και στη συνέχεια της ΕΔΝΕ. Καθοδηγεί τον προεκλογικό αγώνα.
Το 1952, με γράμμα του προς τους δικηγόρους του δικαζόμενου Ν. Μπελογιάννη δηλώνει ότι δέχεται να παρουσιαστεί στις Αρχές για να μην εκτελεστεί ο Ν. Μπελογιάννης. Ο Ν. Ζαχαριάδης καταγγέλλει το γράμμα ως πλαστό. Απομονώνεται πλήρως από το κόμμα και ζει σε συνθήκες «ιδιωτικής» παρανομίας. Στις 25.11.1952 συλλαμβάνεται και στις 27.11.1952 αποκηρύσσεται από την ηγεσία του ΚΚΕ ως «προβοκάτορας», «χαφιές» και άλλες κατηγορίες. Η διαγραφή του από το ΚΚΕ, όμως, δεν ανακοινώνεται ευρύτερα.
Το 1953 (23 Ιουλίου-3 Αυγούστου) δικάζεται στο Εκτακτο Στρατοδικείο, καταδικάζεται δις εις θάνατον και στη συνέχεια απορρίπτεται η αίτηση χάριτος. 14.8.1954: Εκτελείται στο Δαφνί. Η ηγεσία του ΚΚΕ ανακοινώνει από το εξωτερικό, μέσω του ραδιοφωνικού της σταθμού, ότι πρόκειται για εικονική εκτέλεση. Το 1958, με ένα λακωνικό μήνυμα ανακοινώνεται στην κρατούμενη Ιουλία Πλουμπίδη, η απόφαση της 9ης Ολομέλειας της Κ.Ε. του ΚΚΕ για την αποκατάσταση της μνήμης των Γ. Σιάντου, Ν. Πλουμπίδη και Κ. Καραγιώργη, από τις βαριές κατηγορίες που τους είχαν αποδοθεί.
Σημειώματα από τη φυλακή
Σημειώματα που βγήκαν με χίλιες προφυλάξεις ζωντανεύουν εικόνες ζωής πριν από τουλάχιστον 60 χρόνια. Σημειώματα, όλα σε υλικά από πακέτα τσιγάρων της εποχής, γραμμένα σε ριζόχαρτο και τυλιγμένα σε μικροσκοπικά πακετάκια από ασημόχαρτο, βγήκαν με φιλί στην πεθερά του Ουρανία Παπαχρίστου, για να ανασκευάσουν τις κατηγορίες που δέχτηκε από το κόμμα και δημοσιεύτηκαν 43 χρόνια αργότερα από τον κουνιάδο του Δ. Παπαχρίστου (βιβλιογραφία). Αυτά τα σημειώματα και ακόμα άλλα τρία μικροσκοπικά που έστειλε στη φυλακισμένη σύζυγό του Ιουλία βρίσκονται στο Μουσείο Μπενάκη. Αλλά σημειώματα, από τις φυλακές της Σωτηρίας, με εκτενή αποσπάσματα από εφημερίδες της εποχής και περίπλοκα σύμβολα, κατασχέθηκαν από την Ασφάλεια, με την υποψία κωδικοποιημένης επικοινωνίας και βρίσκονται στον φάκελό του. Αυτά του επέτρεψαν να κρύψει τη συγγραφή των σημειωμάτων που ήθελε να φτάσουν σε σίγουρα χέρια, ενώ οι σημειώσεις του πάνω στην Παλαιά Διαθήκη παραδόθηκαν στον παπά της φυλακής. Εχοντας από ένα αντίτυπο, στα γαλλικά, του βιβλίου του Στεντάλ, La Chartreuse de Parme, μπορούσαν να επικοινωνούν (σε μικροσκοπικά σημειώματα με αριθμούς, που παρέπεμπαν σε σελίδες, αράδες και λέξεις) με τη γυναίκα του Ιουλία, ο καθένας στη φυλακή του και με γραμματοκομιστές συγγενικά πρόσωπα. Δ. Πλουμπίδης
H διπλή δίκη
Στις 25 Νοεμβρίου 1952 ο υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Παπάγου, Παυσανίας Λυκουρέζος, ανακοίνωσε τη σύλληψη του από οκταετίας κρυπτόμενου κομμουνιστή Νικόλαου Πλουμπίδη ή Μπάρμπα ή κόκκινου δάσκαλου. Γνωστός για την ικανότητά του να παραμένει ασύλληπτος και στις πιο δύσκολες συνθήκες, ο Πλουμπίδης είχε αναλάβει, από το 1947, μαζί με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου (που όμως σύντομα πέρασε στο εξωτερικό) και τον Στέργιο Αναστασιάδη την καθοδήγηση του παράνομου κλιμακίου του ΚΚΕ στην Ελλάδα. Δύο χρόνια αργότερα, μετά τη σύλληψη και εκτέλεση του δεύτερου, είχε μείνει μόνος επικεφαλής της αποδεκατισμένης κομματικής οργάνωσης, μέσα σε ένα κλίμα φόβου και καχυποψίας που δημιουργούσαν τα απανωτά χτυπήματα της Ασφάλειας. Η επαφή με την εξόριστη ηγεσία πραγματοποιείται κυρίως μέσω ασυρμάτων που χειρίζεται το παλαίμαχο στέλεχος του ΚΚΕ Νίκος Βαβούδης.
Από τα τέλη του 1949 και με απόφαση του Πολιτικού Γραφείου (Π.Γ.) του ΚΚΕ, ο Νίκος Πλουμπίδης ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις με άλλα κόμματα και προσωπικότητες με στόχο τη συγκρότηση της Δημοκρατικής Παράταξης, του σχήματος το οποίο εκπροσώπησε με ιδιαίτερη επιτυχία την Αριστερά στις εκλογές της 5ης Μαρτίου του 1950. Σε μεταγενέστερη επιστολή του για τις εκλογές αυτές ο Νίκος Πλουμπίδης αναφέρει: «ανέλαβα την ευθύνη και έκλεισα τη συμφωνία για τη Δημοκρατική Παράταξη (…). Το αποτέλεσμα είναι γνωστό, ΝΙΚΗ μεγαλειώδης (…). Το Π.Γ. αναγνώρισε τη ΝΙΚΗ, όμως με κατηγόρησε ότι δεν εφάρμοσα την εντολή τους και εδημιουργήθει το ερώτημα “Τι γίνεται με τον Μπάρμπα”».
Τον Ιούνιο του 1950, ο Νίκος Μπελογιάννης ήλθε παράνομα στην Ελλάδα, με αποστολή την ανασυγκρότηση του κομματικού μηχανισμού, και παρά τις αντίθετες υποδείξεις που είχε από την εξόριστη ηγεσία του ΚΚΕ, συναντήθηκε αμέσως με τον Ν. Πλουμπίδη στο σπίτι του Κούλη Ζαμπαθά με σύνδεσμο την Ελλη Παππά, άμεση συνεργάτρια του Πλουμπίδη. Από τη συνεργασία Μπελογιάννη-Πλουμπίδη προέκυψε τον Αύγουστο του 1950 η έκδοση της εφημερίδας Δημοκρατικός, η πρώτη ουσιαστικά «νόμιμη» επανεμφάνιση του ΚΚΕ μετά τον Εμφύλιο.
Η σύλληψη του Ν. Μπελογιάννη και της Ελλης Παππά, τον Δεκέμβριο του 1950, καθώς και πολλών στελεχών που βρίσκονταν σε επαφή με τον παράνομο μηχανισμό, δημιούργησε κρίσιμα προβλήματα. Ο Πλουμπίδης με επιστολή του που δημοσιεύτηκε στο Δημοκρατικό (και δήθεν υπογραφόταν από τους οικείους του Μπελογιάννη) ενημέρωσε αμέσως για τη σύλληψή του και στη συνέχεια αδρανοποιήθηκε για μερικούς μήνες. Τον Ιούλιο όμως, με απόφαση του Π.Γ., ενεργοποιήθηκε και πάλι συμβάλλοντας καθοριστικά στην ίδρυση της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) την 1η Αυγούστου 1951.
Λίγες μέρες αργότερα, ενόψει των εκλογών που είχαν προκηρυχθεί για τις 9 Σεπτεμβρίου, το Π.Γ. ζήτησε από τον Πλουμπίδη να απαιτήσει την τοποθέτηση στο ψηφοδέλτιο της ΕΔΑ εξόριστων και φυλακισμένων (αίτημα που έγινε αποδεκτό), κυρίως όμως του ίδιου και του Μπελογιάννη, προοπτική που συνάντησε την έντονη αντίδραση όσων συμμετείχαν στην ΕΔΑ και ιδιαίτερα του Μιχάλη Κύρκου. Οπως ο Πλουμπίδης αναφέρει σε μεταγενέστερο σημείωμά του την τελευταία στιγμή απέσυρε τις υποψηφιότητες Μπελογιάννη-Πλουμπίδη για να μη διαλυθεί η συμμαχία της ΕΔΑ. Γι’ αυτή την πρωτοβουλία του το Πολιτικό Γραφείο αποφάσισε (συνεδρίαση 3ης Σεπτεμβρίου 1951) να θέσει στην Ολομέλεια ζήτημα «Μπάρμπα» για παράβαση κομματικής εντολής και διαστρέβλωση της γραμμής, απαιτώντας να στείλει τα στοιχεία για τους συνδυασμούς και να εξηγήσει την «υποχώρησή» του.
Στις 15 Νοεμβρίου η Ασφάλεια ανακάλυψε τους ασύρματους που χειριζόταν ο Νίκος Βαβούδης, ο οποίος αυτοκτόνησε μέσα στην κρύπτη. Η αυτοκτονία του καταγγέλθηκε από το Ραδιοφωνικό Σταθμό της Ελεύθερης Ελλάδας, −το ραδιοσταθμό του ΚΚΕ από το Βουκουρέστι ο οποίος μετέφερε την κομματική γραμμή−, υποστηρίζοντας ότι ο Βαβούδης είχε φυγαδευτεί στην Αμερική. Στις 10 Ιανουαρίου 1952 το Πολιτικό Γραφείο αποφάσισε να γράψουν τα μέλη του ό,τι ξέρουν για τον Πλουμπίδη, διαδικασία που χρησιμοποιούνταν συνήθως για την ενοχοποίηση κάποιου κομματικού στελέχους. Οι διαδόσεις για τον πιθανό ύποπτο ρόλο του Πλουμπίδη είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν, ενώ ενισχύονταν και από παράλληλα κομματικά κέντρα που λειτουργούσαν στην Αθήνα.
Η ανακάλυψη των ασυρμάτων οδήγησε στη δεύτερη δίκη του Μπελογιάννη, και των συνεργατών του, τον Φεβρουάριο του 1952, η οποία ολοκληρώθηκε με οκτώ θανατικές καταδίκες (επί κατασκοπία). Ο Νίκος Πλουμπίδης, σε μια ύστατη προσπάθεια να σωθεί ο Μπελογιάννης, έστειλε επιστολή προς τους δικηγόρους του, όπου δήλωσε ότι εκείνος ήταν ο καθοδηγητής του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και ότι θα παρουσιαζόταν στις αρχές εφόσον ανασταλούν οι θανατικές ποινές του Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Δυο μέρες αργότερα ο Ραδιοφωνικός κατήγγειλε ως πλαστό το γράμμα και ανέφερε ότι ο Πλουμπίδης νοσηλεύεται στο εξωτερικό.
Ο Πλουμπίδης, μετά και την αποκήρυξη του γράμματος του από την κομματική ηγεσία παρέμεινε απομονωμένος, με εξαιρετικά κλονισμένη την υγεία του, διατηρώντας επαφή με λίγους δικούς του ανθρώπους. Στις μαρτυρίες που υπάρχουν αλλά και από δικά του κείμενα διαφαίνεται η αγωνία του να καταλάβει τι έχει συμβεί, να αναζητήσει εκείνους που πληροφορούσαν λανθασμένα, όπως πίστευε, την κομματική ηγεσία. Στις 30 Απριλίου 1952 το Πολιτικό Γραφείο ανέθεσε στο μέλος του Βασίλη Μπαρτζιώτα να γράψει σχέδιο απόφασης για τον Πλουμπίδη, το οποίο και εγκρίθηκε στις 25 Ιουλίου 1952. Ο Πλουμπίδης κατηγορούνταν ότι με τη συνεργασία της ασφάλειας έφτιαξε το μύθο του «φυματικού», του «ασύλληπτου», του «αφοσιωμένου στο κόμμα», του «γενναίου», ενώ επρόκειτο για έναν «επαγγελματία φυματικό», διεφθαρμένο, δειλό, προδότη των συντρόφων του (αποδίδονταν σε αυτόν όλα τα χτυπήματα της Ασφάλειας στο παράνομο κλιμάκιο της Αθήνας μετά το 1936). Συνδεόταν, ακόμη, η δράση του με τη δράση άλλων «χαφιέδων» μεταξύ των στελεχών του κόμματος, των οποίων μάλιστα ο ρόλος είχε «αποκαλυφθεί» τα τελευταία χρόνια (Σιάντος-Βαφειάδης-Καραγιώργης). Η απόφαση, μνημείο σκευωρίας και μισαλλοδοξίας κατέληγε στην καταδίκη του Πλουμπίδη ως προδότη και στη διαγραφή του από το ΚΚΕ, παρέμεινε όμως εν γνώσει μόνο της κομματικής ηγεσίας.
Στις 25 Νοεμβρίου 1952 ο Πλουμπίδης συνελήφθη. Δυο μέρες μετά τη σύλληψή του ο ραδιοσταθμός του ΚΚΕ από το Βουκουρέστι, μετέδωσε ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος στην οποία καταγγελλόταν ο Πλουμπίδης ή Μπάρμπας ως απο 28ετίας πράκτορας της Ασφάλειας και των Άγγλων μέσα στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, βαμμένος εχθρός του λαού που προκάλεσε μεγάλη ζημιά στο λαϊκό κίνημα, υπεύθυνος για τη σύλληψη και εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη.
Η δίκη του για κατασκοπία, με βάση το σχετικό μεταξικό νομό, ξεκίνησε στις 23 Ιουλίου 1953. Η κατηγορία εναντίον του, όπως και όλης της απούσας ηγεσίας του ΚΚΕ, στηρίχτηκε στα τηλεγραφήματα που είχαν βρεθεί στην κρύπτη του Βαβούδη, τα οποία είχαν ήδη αποτιμηθεί για την καταδίκη του Μπελογιάννη. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο Ραδιοσταθμός του ΚΚΕ μετέδιδε εκπομπές εναντίον του κατηγορώντας τον ως πράκτορα και τη διαδικασία ως «στημένη προβοκάτσια» εναντίον του κόμματος. Ο Πλουμπίδης όμως υποστήριξε ότι απλώς το κόμμα έχει λανθασμένα στοιχεία που πρέπει να ανατραπούν «για να αλλάξει τη γνώμη του». Και ξεκινώντας την απολογία του ανέφερε: «παρ’ όλον ότι σήμερον, όχι μόνον δεν έχω την τιμή να εκπροσωπώ το κόμμα μου, αλλά έχω και πολεμικήν εναντίον μου, δηλώνω ότι αναλαμβάνω πλήρως τας ευθύνας διά την πολιτική γραμμήν του κόμματός μου».
Στα γράμματά του από την φυλακή, τα οποία δημοσιεύθηκαν μόλις το 1997, διαγράφεται ξεκάθαρα η στάση του, συνάμα πολιτική και ανθρώπινη. Διακατέχεται από μια συνεχή θλίψη κυρίως για την κομματική καταδίκη του και όχι για τον επερχόμενο θάνατό του, τον οποίον κάποτε αντιμετωπίζει ως λύτρωση. Μέσα από τις χαραμάδες του λόγου του εμφανίζεται η προσωπική πικρία και το συναίσθημα της αδικίας από τους συντρόφους του. Στοιχεία τα οποία στη συνέχεια τα εξορίζει λογικά, θεωρώντας ότι συσκοτίζουν τον πολιτικό χαρακτήρα της υπόθεσης. Το παλαίμαχο στέλεχος, το οποίο έχει διανύσει μια μακρότατη και πολύπαθη κομματική ζωή, επιδιώκει ως ύστατη πράξη να συγκροτήσει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα του επέτρεπαν να στοιχειοθετήσει τη δική του υπεράσπιση, ως ανώτατο κομματικό στέλεχος, στη μελλοντική συζήτησή για την αποκατάστασή του. Σε αυτή τη διαδικασία ο Πλουμπίδης κρατά την πίστη του στο κόμμα ως στοιχείο για τη μελλοντική του δικαίωση αλλά και ως το βασικό σημείο μέσα από το οποίο μπορούσε να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη του.
Μέσα σε ένα έντονο κλίμα αντικομμουνισμού, το δικαστήριο του επέβαλλε τη θανατική ποινή. Την μέρα της εκτέλεσης του Πλουμπίδη, όπως διηγείται ο Τάσος Βουρνάς, το ύστερο «γεια σας σύντροφοι» έμεινε αναπάντητο από τους έγκλειστους κομμουνιστές. Την άλλη ημέρα ο Ραδιοσταθμός αμφισβήτησε την εκτέλεση καταγγέλλοντάς την ως σκηνοθεσία. Κι όταν ο διευθυντής της Ασφάλειας έδωσε, απαντώντας στους ισχυρισμούς του, φωτογραφίες από την εκτέλεση στον Τύπο, ο Ραδιοσταθμός επέμεινε στη σκηνοθεσία, αναζητώντας στις φωτογραφίες την απάτη.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1956, μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη αποφασίστηκε η επανεξέταση της υπόθεσης, όπως και όλων των κομματικών δικών που είχε πραγματοποιήσει η ζαχαριαδική ηγεσία. Η επιτροπή που συγκροτήθηκε κατέληξε σε δυο διαφορετικά πορίσματα, τα οποία συνέκλιναν στην απαλλαγή του Πλουμπίδη, την αποκατάστασή του ως μέλος του ΚΚΕ και της Κ.Ε. και στην απόδοση ευθυνών στους Ζαχαριάδη, Μπαρτζώτα και Βλαντά. Το πρώτο πόρισμα απέδιδε ευθύνες όχι μόνο στη «ζαχαριαδική κλίκα», −όπως πρότεινε το δεύτερο το οποίο και εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία−, αλλά και σε ολόκληρη την τότε Κ.Ε. Και τα δύο πάντως έθεταν τα προβλήματα στον στενό ορίζοντα μιας συγκεκριμένης ηγεσίας και όχι στην ευρύτητα του τρόπου λειτουργίας ενός κομματικού μηχανισμού. Οι κυρίαρχες λογικές παρέμειναν, καθώς και τα ερωτήματα για τις αντιλήψεις οι οποίες επέτρεψαν ώστε μια κομματική σκευωρία, και μάλιστα για ένα προβεβλημένο στέλεχος του κόμματος, να γίνει έστω και πρόσκαιρα αποδεκτή με περιορισμένες τις φανερές τουλάχιστον αντιδράσεις.
Η τελική αποκατάσταση έγινε με μια λακωνική απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής, το 1958, η οποία περιελάμβανε επίσης τους Γιώργη Σιάντο και Κώστα Καραγιώργη. Αποκατάσταση, όμως, η οποία δεν δημοσιοποιήθηκε και παρέμεινε επί πολλά χρόνια εν γνώσει μόνο της κομματικής ηγεσίας.
Oι τελευταίες μέρες του Πλουμπίδη
Οι φάκελοι των επώνυμων αγωνιστών, κυρίως των ανώτερων στελεχών του ΚΚΕ, τους οποίους τηρούσε η Ασφάλεια, δεν καταστράφηκαν τον Αύγουστο του 1989 στη Χαλυβουργική. Διατηρήθηκαν και παραμένουν κλειστοί στο αρχείο της Αστυνομίας αφού η προθεσμία των 20 χρόνων, η οποία προβλεπόταν αρχικά, παρατάθηκε στη συνέχεια για 20 ακόμη χρόνια, δηλαδή μέχρι το 2029. Πρόσβαση στους φακέλους αυτούς, ύστερα από αίτηση και υπό όρους, έχουν μόνον οι ίδιοι οι αγωνιστές (εφόσον είναι ακόμη εν ζωή) ή συγγενείς πρώτου βαθμού.
Το 2010 ο γιος του Νίκου Πλουμπίδη ζήτησε να συμβουλευτεί τον φάκελο του πατέρα του, αίτημα που έγινε δεκτό από τον τότε αρχηγό της Αστυνομίας Λευτέρη Οικονόμου, χωρίς όμως τη δυνατότητα να του παραχωρηθεί πλήρες αντίγραφο, παρά μόνον σε αντίγραφο κάποια επιμέρους έγγραφα.
Η κατάσταση του φακέλου φανέρωνε ότι σίγουρα είχε αποψιλωθεί από κρίσιμα στοιχεία (π.χ. πρακτικά παρακολούθησης, ομολογίες κρατουμένων κτλ). Επιπλέον από τον αταξινόμητο και εμφανώς ελλιπή χαρακτήρα του προέκυπτε αβίαστα το συμπέρασμα ότι επρόκειτο για σπαράγματα ενός κατά το παρελθόν ογκωδέστατου φακέλου, ο οποίος από τη στιγμή που έπαψε να είναι ενεργός είχε λεηλατηθεί.
Από τα έγγραφα που περιείχε ο φάκελος τον οποίο συμβουλεύτηκε ο Δημήτρης Ν. Πλουμπίδης, ελάχιστα παρουσίαζαν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον – κυρίως για λόγους συναισθηματικούς (όπως π.χ. η γραφειοκρατικού τύπου διαταγή για τη συγκρότηση του εκτελεστικού αποσπάσματος) και πολύ λιγότερο ιστορικούς. Από τα έγγραφα αυτά το σημαντικότερο ίσως είναι η αναφορά που υποβάλλει, αμέσως μετά την εκτέλεση του Ν. Πλουμπίδη, ο αστυνομικός που ήταν επιφορτισμένος με την άμεση παρακολούθησή του κατά την τελευταία εβδομάδα της ζωής του και η οποία δημοσιεύεται στη συνέχεια.
1504 ΑΝΑΦΟΡΑ
Του Αστυφύλακος Κ 443 (Α.Μ. 1.19.10899)
Ν. Π.
Προς Την Υποδ/σιν Γενικής Ασφαλείας
Ενταύθα
Λαμβάνω την τιμήν ν’ αναφέρω ότι εκτελών υπηρεσίαν παρά τάς Φυλακάς Σωτηρίας προς φρούρησιν του καταδίκου Πλουμπίδη Νικολάου από 8ης τ.μ. μέχρι και της 14ης τ.μ. 1954 παρετήρησα τα εξής:
Την 8ην τ.μ. και περί ώραν 17.00΄ εξήλθε εις τον περίβολον δι’ αεροθεραπείαν όπου και παρέμεινε επί δύωρον περίπου. Συζητώντας μου είπε: «Το 1939 ένας δικός μας, γύρισε και έγινε χαφιές της Ασφάλειας. Επρόδωσε εμένα καθώς και άλλους πολλούς. Τότε πάθαμε μεγάλη ζημιά, γιατί πιαστήκαμε από την Ασφάλεια. Στην Κατοχή όμως και κατόπιν εντολής δικής μας ένας από το κόμμα επήγε τον έπιασε και τον εσκότωσε. Οταν ήμουν εξορία στην Τρίπολιν ειργαζόμην για το κόμμα, φαίνεται όμως ότι με πρόδωσαν και ένας δικός μας αμέσως με ειδοποίησε και εδραπέτευσα. Γύρισα πίσω στην Αθήνα όπου παρέμεινα κρυπτόμενος και εργαζόμενος υπέρ του κόμματος μέχρι το 1952, όπου και με συνέλαβε η Ασφάλεια. Ο Προδότης μου πρέπει να είναι ένας άνδρας ή μία γυναίκα ή και οι δύο μαζί. Μόνον αυτοί ήξεραν ότι βρισκόμουν στο σπίτι της Χάνου από το προηγούμενο βράδυ. Ετσι λοιπόν επήραν την αμοιβήν τους. Ευτυχώς όμως ότι δεν ήξεραν το σπίτι όπου έμενα τακτικά ειδάλως θα το παρέδιδον και αυτό. Αυτοί οι δύο άνθρωποι ήσαν πρώτα στο κόμμα. Ετσι λοιπόν η Ασφάλεια δεν μπόρεσε να βρη το πραγματικό μου σπίτι όπως δεν μπόρεσε να βρη και το πραγματικό σπίτι του Μπελογιάννη».
Εν συνεχεία μου είπε: «Μπορούσα να φύγω για έξω, αλλά δεν έφυγα. Εμεινα για να δώσω τις δέουσες κατευθύνσεις για το κόμμα. Αυτό το έκαμα διότι ουδείς άλλος θα μπορούσε να αναλάβη τα καθήκοντα του Γενικού Γραμματέως. Ευτυχώς αντιπάλους δεν είχα και γι’ αυτό εργάσθηκα όσο μπορούσα αψηφώντας ότι μιά μέρα θα με έπιανε η Ασφάλεια. Τώρα όμως οι συνεργάται μου με αποκαλούν χαφιέ. Ας με αποκαλούν. Εγώ δεν επρόδωσα ούτε θα προδώσω ποτέ το κόμμα». Εν συνεχεία μου είπε: «Ο φίλος σου ο Παπάγος για μένα είναι ανίκανος τόσον για στρατάρχης όσον και για πολιτικός. Οταν ήτο εξόριστος οι συνάδελφοί του τον αποκαλούσαν “νεκρό”, διότι εις ουδεμίαν κίνησιν είχε αναμιχθεί. Τώρα δε τελευταία η Βασίλισσα Φρειδερίκη τον αποκάλεσε «σκατάρχην», τούτο δε διότι ήθελε να αναμιχθή εις τα εσωτερικά του Παλατιού και να διώξη τον Βεντήρην, ο οποίος Βεντήρης είναι εις εκ των καλυτέρων επιτελικών αξιωματικών και με πλούσιον πολεμικόν παρελθόν εις την Μ. Ασίαν, ενώ ο Παπάγος έστελνε τηλεγραφήματα S.O.S. δηλ. να τον φέρουν από το μέτωπο της Μ.Α. οπίσω στην Αθήνα. Οταν μάλιστα ηθέλησε ο Παπάγος να κατέλθει εις την πολιτικήν ο Τσαλδάρης τον απείλησε ότι θα δημοσίευε εις τας εφημερίδας το πλούσιον ως νεκρό τούτο παρελθόν του, αλλά άλλοι όμως πολιτικοί απεσώβησαν το γεγονός». Εν συνεχεία μου είπε: «Ο φίλος σου ο Παπάγος δεν τους χωνεύει τους Άγγλους διότι όταν ο στρατάρχης Αλεξάντερ εδημοσίευσε σειρά από τα πολεμικά του απομνημονεύματα για τον Βον Παγκόσμιον Πόλεμον, τον Παπάγο ούτε καν τον ανέφερε. Πολύ καλώς έπραξε διότι ο Παπάγος εις ουδέν μέτωπον εθεάθη πολεμών με το όπλον ανά χείρας, παρά εκάθητο στο γραφείο του και απελάμβανε του αξιώματός του».
Την 11ην τ.μ. και ώραν 11ην πρωινήν τον επεσκέφθησαν οι κ.κ. Αστυν. Διευ/νταί α) Α΄ Κος Ρακιντζής Διευ/ντής Υποδ/σεως Γεν. Ασφαλείας και β) Β΄ Κος Κροντήρης. Μετά την αναχώρησίν των με εφώναξε ο Πλουμπίδης και μου είπε: «Οι Διευ/νταί σου ήσαν χαρούμενοι, αυτό θα οφείλεται εις νέαν των επιτυχίαν, κάποιον μεγάλον θα έπιασαν πάλι. Ξέχασα να τους ρωτήσω πότε θα δημοσιεύσουν το όνομα ή τα ονόματα. Ισως όμως αφήσουν την επιτυχίαν να δημοσιευθή μετά το πέρας του Κυπριακού γιατί ο κόσμος τώρα είναι απησχολημένος με την υπόθεσιν αυτήν». [Πράγματι, η σύλληψη του Χαρίλαου Φλωράκη που πραγματοποιήθηκε στις 27 Ιουλίου, ανακοινώθηκε τον Σεπτέμβριο]
Την 12.8.54 και περί ώραν 10.30΄ εξήλθε εις τον περίπατον εδώ, παραπάνω όπου και παρέμεινε επί δύο ώρες περίπου. Ο Πλουμπίδης μου είπε: «Κατηγορούν την Ε.Δ.Α. ότι συνεργάζεται με το Κ.Κ. Είναι ψέμματα. Ουδεμίαν σχέσιν έχει το Κ.Κ. μετά της Ε.Δ.Α. Αι κατηγορίαι όμως αυταί είναι ψευδείς. Είναι αμερικανικαί και συναγερμικαί. Αυτό το κάμουν διότι η Ε.Δ.Α. συγκεντρώνει αρκετούς οπαδούς και φοβάται ο συναγερμός. Μάλιστα το 1952 η χωρ/κή της Ν. Ιωνίας συνέλαβε τον Αστυν. Καραχάλιον να μοιράζη προκηρύξεις υπέρ της Ε.Δ.Α. δια να μην ψηφίση ο κόσμος Ε.Π.Ε.Κ. και να κερδίση ο συναγερμός. Στον στρατόν όλοι εψήφισαν ανά 5 για να γίνεται αμέσως ο έλεγχος στα ψηφοδέλτια, βλέπεις ότι αυτή ήτο η αρχή του Ι.Δ.Ε.Α.». Εν συνεχεία μου είπε όμως «τις πληροφορίες μας τις παίρνουμε κατά κλιμάκια. Ειδικώς όμως μόλις πιάστηκε ο Μπελογιάννης, εγώ το έμαθα αμέσως και την άλλην ημέραν συνέταξα μίαν επιστολήν ως δήθεν συγγενής του και ζητούσα πληροφορίες περί της τύχης του ως εξαφανισθέντα ή συλληφθέντα, έτσι λοιπόν εξηνάγκασα την Ασφάλειαν να δημοσιεύση αμέσως την σύλληψίν του και το επληροφορήθησαν και οι δικοί μας. Την επιστολήν μου αυτήν την έστειλα και την εδημοσίευσεν η εφημερίδα ο Δημοκρατικός. Έτσι λοιπόν έκαμα την δουλειά μου μια χαρά δίχως να πάρη χαμπάρι η Ασφάλεια τίποτα». Εν συνεχεία μου είπε: «Έχω ένα μπατζανάκη τον οποίον αποκαλώ ως ‘‘τίμιο ηλίθιο’’ διότι έχει εις την πλατείαν Βεΐκου γαλακτοπωλείον και με ζημία του μερικές φορές πωλεί νωπό αγνό βούτυρο. Του έλεγα να το νοθεύη και λιγάκι και αυτός τίποτα, αυτό σου το λέγω διότι το βούτυρο που μου φέρνουν εδώ είναι όλο λάδι». Εις ερώτησίν μου αν κανείς δικός του ή συνήγορός του τον επεσκέφθη, μου είπε: «Όχι». Ακόμη μου είπε ότι δεν θέλει να έρχονται, διότι υπόκεινται εις έξοδα κάθε φορά που έρχονται και τον βλέπουν, και διότι όσες φορές αι αδελφαί του, του έφεραν κρέας αυτός το εγύρισε οπίσω, και διότι τέλος τρέχοντος μηνός θέλει σταματήση να καπνίζη».
Οι τελευταίες ώρες
Την 13ην τ.μ. και ώραν 20.15΄ ο Αρχιφύλαξ των Φυλακών Σωτηρίας ονόματι Λαμπρίδης μου ανεκοίνωσε εμπιστευτικώς ότι την πρωίαν της αύριον θα γίνη η εκτέλεσις του Πλουμπίδη. Πράγματι δε την 0.45΄ ώραν της 14ης τ.μ. εσυνόδευσα τον Αρχιφύλακαν Λαμπρίδην αθορύβως εις το κελί του Πλουμπίδη, όπου του ανακοινώσαμε τα της εκτελέσεώς του. Ο Πλουμπίδης απήντησε ότι είναι έτοιμος ν’ αντιμετωπίση το απόσπασμα. Αμέσως τότε ηγέρθη της κλίνης του, ήλαξε εσώρουχα, επήγε διά σωματική ανάγκη, ενεδύθη και τη συνοδεία ημών ωδηγήθη εις το Αρχιφυλακείον.
Προ της εξόδου εκ του κελίου του ο Πλουμπίδης εζήτησε να αποχαιρετήση τους συντρόφους του. Εμείς όμως δεν του επιτρέψαμε. Τότε μας είπε: Αυτή είναι η μόνη φορά που πειθαρχώ. Πιστέψετέ το αυτό. Η ώρα όπου ωδηγήθη εις το Αρχιφυλακείον ήτο 1.15΄ πρωινή. Οταν εισήλθε εις το Αρχιφυλακείον εκείνος κάθισε ολίγον και αμέσως μετά έγραψε μίαν επιστολήν απευθυνομένη προς τους ιδικούς του, την οποίαν παρέδωσε εις τον Αρχιφύλακαν κον Λαμπρίδην. Περί ώραν 1.30΄ του προσεφέρθη καφές εκ μέρους των φυλάκων εκεί δε μας είπε: «Φίλοι μου είμαι έτοιμος, λίγες ώρες με χωρίζουν από τον θάνατον. Ουδέναν έβλαψα. Αφιέρωσα την ζωήν μου για το καλό του Ελληνικού Λαού. Δεν επρόδωσα κανέναν, και ούτε έχω να πω τίποτα άλλο». Εν συνεχεία μας είπε ότι: «Εάν αλλάξη το σύστημα τού διοικείν, η ανθρωπότης θα καλυτερεύση. Σήμερα στην Ρωσσία δεν υπάρχει […] εκμετάλλευσις του ανθρώπου». Περί ώραν 2.05΄ εισήλθε εις το αρχιφυλακείον ο Πάτερ Δωρόθεος ίνα τον εξωμολογήση και μεταλάβη των αχράντων μυστηρίων. Ουδέ καν εδέχθη ο Πλουμπίδης, λέγοντας ότι ουδέν έχω να πω, ούτε και να μεταλάβω δέχομαι. Εγώ δεν άλλαξα τις ιδέες μου. Πάλεψα γιατί το πίστευα και πιστεύω. Πάλεψα χωρίς να βλάψω κανέναν. Εγώ τώρα πεθαίνω. Εκείνο που θέλω είναι τούτο: Οτι συγχωρώ τους εχθρούς μου και τους κατηγόρους μου μαζί. Οτι παρουσιάζομαι ενώπιον του Θεού, όπως ακριβώς είμαι. Οταν εισήλθαμε εις το Αρχιφυλακείον μετά το πέρας της εξωμολογήσεως, εζήτησε να του προσφέρουν και 2ον καφέ. Πράγματι οι φύλακες του προσέφεραν. Την 2.40΄ ώραν εζήτησε να εξέλθη του αρχιφυλακείου. Δεν του επιτρέψαμεν. Την 2.45΄ ώραν εισήλθε εις το αρχιφυλακείον ο αρχιμανδρίτης Κωστόπουλος Δαμασκηνός υπολοχαγός έφεδρος υπηρετών εις την VII Μεραρχίαν. Ούτε και εις αυτόν εδέχθη να εξωμολογηθή. Την 2.55΄ ώραν μου είπε ο Πλουμπίδης: «Να πης στον Ρακιντζή γιατί επρόλαβε και ήλθε, να μην μου πη τίποτα. Εγώ είμαι Αρκάδιος και έχω συνηθίσει να αντιμετωπίζω τα πάντα με ψυχραιμίαν. Δεν φοβάμαι τον θάνατον. Εμπρός λοιπόν. Η εκτέλεσίς μου δεν είναι νόμιμος. Οπως ο Πλαστήρας εξετέλεσε τον Μπελογιάννην για να κερδίσει, έτσι κάνει και ο Παπάγος τώρα για μένα. Ετσι είναι λοιπόν. Εμπρός. Είμαι έτοιμος να θυσιασθώ και τότε θα μάθουν οι εχθροί μου ποιος ήμουνα. Κέρδισε ο Ζαχαριάδης τώρα, ύστερα βεβαίως από τις τόσες μομφές που μου απέδωσε». Την 3.00΄ ώραν ήλθαν δύο καμιόνια του Τμήματος Μεταγωγών με επί κεφαλής τον αξιωματικόν φρούραρχον Ασημακόπουλον Βασιλ. διά να τον παραλάβη. Την 3.03΄ ώρα εζήτησε να γράψη και δεύτερο σημείωμα όπερ και έπραξε. Από την στιγμήν δε αυτήν άρχισε να χάνη τις αισθήσεις του, και έτρεμαν τα δάκτυλά του, κατ’ εκείνην δε την στιγμήν εζήτησε και 3ον καφέ. Του εδόθη. Την 3.25΄ ώραν εισήλθε εντός του Αρχιφυλακείου ο φρούραρχος Ασημακόπουλος Βασίλ. και τον διέταξε να εγερθή όπου κατ’ εκείνην την στιγμήν ιδρώς περιέλουσε το πρόσωπό του. Πράγματι υπήκουσε. Ηγέρθη και εξερχόμενος της θύρας των Φυλακών την 3.30΄ώραν εστράφη και ανεφώνησε προς τους κρατουμένους συντρόφους του: Γεια σας παιδιά.
Αμέσως επεβιβάσθη του αυτοκινήτου τη συνοδεία χωροφυλάκων και του πάτερ Δωροθέου και εμού και τον ωδηγήσαμε εις τον παρά τω Δαφνί τόπον των εκτελέσεων.
Καθ’ οδόν μου είπε: Την όλην κατάστασιν στην Ελλάδα την εδημιούργησε η Αμερικανική προπαγάνδα την οποίαν υπακούετε όλοι πιστά. Το κόμμα πολέμησε για την ελευθερία του λαού της Ελλάδος. Τα περισσότερα δε εγκλήματα που έγιναν, έγιναν από τους άλλους και όχι από το κόμμα και αρκετά παιδιά δικά μας, δηλ. του λαού σκοτώθηκαν τίμια. Τους δε άνδρας της Χωρ/κής απεκάλεσε «Μπασκίνες», της δε Αστυνομίας Πόλεων «Μοδηστούλες».
Την 4.05΄ώραν ευρίσκετο εις τον τόπον της εκτελέσεως. Την 5.15΄ ώραν κατήλθε του αυτοκινήτου και ωδηγήθη έμπροσθεν του εκτελεστικού αποσπάσματος. Καθώς δε εστράφη προς τον κ. Κροντήρη και του … «Βλέπω και εσύ είσαι εδώ». Πρωτού να εκτελεσθή ηρωτήθη εάν θέλη να είπη τίποτα. Ούτος ανεφώνησε τρεις: Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα!!! Την 5.25΄ ώραν εξετελέσθη.
Σημ.: Αναφέρω δ’ ότι από την ώραν της ανακοινώσεως της εκτελέσεώς του, δηλ. 0.45΄ μέχρι της 3.30΄ ώρας εκάπνιζε συνεχώς και έπινε νερό. Από δε της μεταφοράς του από Φυλακάς 3.30΄ μέχρι της ώρας της εκτελέσεώς του και παραμονής του εις τον τόπον της εκτελέσεώς του 5.15΄ ώρας εκάπνιζε συνεχώς και είχε χάσει το μέγιστον των αισθήσεών του.
Μετά το πέρας της εκτελέσεώς του επέβην του αυτοκινήτου του Αστυν. Δ/ντού Β΄ κ. Κροντήρη και επέστρεψα εις Αθήνας, είτα το αυτοκίνητον της Αγίας Παρασκευής και επήγα εις τας Φυλακάς της Σωτηρίας, όπου και παρέμεινα μέχρι της 9ης ώρας. Ηλθε ο Αρχιφύλαξ κ. Λαμπρίδης και επί παρουσία μου κατέγραψε άπαντα τα αντικείμενα (ατομικής χρήσεως) του εκτελεσθέντος Πλουμπίδη Νικολάου. Την 10.00΄ ώραν υπέγραψα το σχετικόν έγγραφον «Πρακτικόν» περί της ανευρέσεως των ατομικών αντικειμένων του εκτελεσθέντος Πλουμπίδη Νικολάου. Αναφέρω επιπροσθέτως ότι ο Πλουμπίδης προτού αναχωρήσει από το Αρχιφυλακείον της Σωτηρίας έγραψε δύο επιστολάς. Η Μία απευθύνετο προς τους οικείους του και στενούς συγγενείς του. Τους ευχαριστούσε διά τας εκάστοτε επισκέψεις των και τους ηύχετο υγείαν καθώς και χαιρετισμούς. Η Δευτέρα απευθύνετο προς την Κυβέρνησιν (σημ.: ο Ν.Π. την αντιγράφει στο κάτω περιθώριο της αναφοράς). Αμφότεραι αι επιστολαί παρελήφθησαν υπό του Αρχιφύλακος Λαμπρίδη διά να παραδοθούν εις την Δ/σιν των Φυλακών.
Ετερον δεν έχω να προσθέσω και ούτε τίποτα άλλο παρετήρησα.
Εν Αθήναις τη 14η Αυγούστου 1954
(επιστολή προς την Κυβέρνηση)
Ο Πλαστήρας σκότωσε τον Μπελογιάννη,
Ο Παπάγος τώρα σκοτώνει εμένα, έτσι
Λοιπόν συμπληρώνεται το έργον του
Συναγερμού. Είθε ο θάνατός μου να φέρη
αμνηστία, αγάπη και ειρήνη στην Ελλάδα.
Ο Αναφέρων
Ν.Π.
Τώρα βλέπετε τα αρχεία για "Σεπτέμβριος, 2014"