Dilka σημαίνει «καρδιά»…της Μαριάνθης Παπαγιάννη ,γιατρού.

Αρχές του Χειμώνα στη Λακωνία είναι ακόμη καλοκαίρι. Απόγευμα με λιακάδα. Τα κλαδιά των δέντρων είναι φορτωμένα πορτοκάλια και ελιές. Φοράω το αγαπημένο μου ιατρικό γιλεκάκι. Ελέγχω την τσέπη μου για τα βασικά: θερμόμετρα και φακός. Φορτώνουμε μαζί με το μεταφραστή μου,  τον Ιτζάζ,  τo βαλιτσάκι με τα φάρμακα και το μικρό ψυγείο στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε.

Η ελονοσία στη Λακωνία είναι ένας ψίθυρος, μια ρωγμή στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Μια χαραμάδα που άνοιξε ξαφνικά και τους έφερε αντιμέτωπους με κάτι καινούριο. Κάθε μέρα ακούω πολλές συζητήσεις από τους ανθρώπους που προσπαθούν να δώσουν μια ερμηνεία σ’ αυτό που συμβαίνει στην περιοχή τους. Πολλοί πιστεύουν ότι φταίνε οι μετανάστες από το Πακιστάν και γραφούν συνθήματα με γαλάζιο ατσάλι στους τοίχους «έξω οι Πακιστανοί».

Οι ηλικιωμένοι της περιοχής μού λένε: «εμείς, παιδί μου, την ξέρουμε την ελονοσία από παλιά, είχαμε και τότε που ήμασταν φτωχοί, στον πόλεμο». Και υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, λίγοι, που δεν θέλουν να μιλάμε για αυτό, σαν να προσπαθούν με ξόρκια  να διώξουν το κακό.

Η ομάδα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα βρίσκεται στη Σκάλα Λακωνίας από τον Απρίλιο του ‘12. Μας έφερε εδώ η ασθένεια. Κάθε απόγευμα πηγαίνουμε στα καταλύματα των μεταναστών για να κάνουμε ενεργητική αναζήτηση κρούσματος. Προσπαθούμε να θερμομετρήσουμε όσο πιο συχνά γίνεται τους ανθρώπους, ώστε να ανακαλύψουμε εγκαίρως αν κάποιος έχει πυρετό. Αν έχει, κάνουμε το γρήγορο τεστ για την ελονοσία, παίρνουμε αίμα και αν το αποτέλεσμα είναι θετικό, χορηγούμε την κατάλληλη θεραπεία. Κάνουμε όμως και αλλά πράγματα: πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, ενημέρωση του ντόπιου πληθυσμού για την ασθένεια κ.α.

Πάμε πάλι στην αρχή όμως, σε εκείνη τη μέρα στην αρχή του Χειμώνα. Εγώ και ο Ιτζάζ μπαίνουμε στο αυτοκίνητο για να πάμε στα καταλύματα των μεταναστών και να προσφέρουμε στοιχειώδη ιατρική βοήθεια. Τα καταλύματα των μεταναστών βρίσκονται μέσα και έξω από τα χωριά, πολλά από αυτά κρυμμένα σε περιβόλια με πορτοκαλιές και ελιές. Ευτυχώς, η σύγχρονη τεχνολογία και το google earth μάς βοήθησαν να τα χαρτογραφήσουμε και να τα βρίσκουμε εύκολα.

Πρώτος σταθμός «ο περιστερώνας». Έτσι αποκαλεί η ομάδα μας αυτό το σπίτι, όπου περίπου 15 άνθρωποι ζουν στριμωγμένοι σε μια αποθήκη, ανάμεσα σ’ ένα κοτέτσι και έναν περιστερώνα. Μέσα σε ένα περιβόλι με πορτοκαλιές, λίγο έξω από το χωριό. Το τραπέζι που τρώνε απέχει περίπου ένα μέτρο από το κλουβί των περιστεριών. Οι κότες τριγυρνάνε παντού ελεύθερες.

Εκεί πάμε να συναντήσουμε έναν 28χρονο, τον Ααμίρ, o όποιος είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο την προηγούμενη εβδομάδα με πολύ βαριά σιδηροπενική αναιμία και πήρε χθες εξιτήριο. Αυτός ο νεαρός μάλλον έφαγε πολλά πορτοκάλια και καθόλου κρέας, για να στείλει όσο περισσότερα χρήματα μπορούσε πίσω στο Πακιστάν. Και κάπως έτσι, με αυτή τη διατροφή, κατέληξε στο νοσοκομείο. Υποσιτισμός στην Ελλάδα του 2012… Ο υποσιτισμός παίρνει την ελονοσία από το χέρι και πάνε να κρυφτούν πίσω από ένα ζουμερό πορτοκάλι.

Στο ίδιο σπίτι, μόλις τελειώνω τη συζήτηση με τον Ααμίρ, με πλησιάζει ένας νεαρός άνδρας που ονομάζεται Τζαμάλ, γύρω στα 18, και μου λέει ότι έχει πόνο στην καρδιά κάθε βράδυ. Συζητάμε για λίγο για τα συμπτώματά του. Ο νεαρός σφίγγει νευρικά τα δάχτυλά του. Στο πρόσωπό του έχει ακόμη σημάδια ακμής. Βρίσκεται στην Ελλάδα 3 μήνες. Χρωστάει σε αυτόν που τον έφερε εδώ 3.000 €.

Κάθε βράδυ, αν δεν μιλήσει στη μητέρα του, νιώθει έναν πόνο στην καρδιά, ζαλίζεται και δεν μπορεί να κοιμηθεί. Ανησυχεί για τη μητέρα του που είναι άρρωστη. Τον καθησυχάζω αλλά δεν ξέρω πόσο είμαι πειστική. Βάζουμε σε όλους θερμόμετρο και ευτυχώς κανείς τους δεν έχει πυρετό.

Μετά, κάποιος φέρνει σ’ εμένα και στον Ιτζάζ αναψυκτικά. Μας ευχαριστούν θερμά. Χαμογελάμε ντροπαλά και εγώ προσπαθώ να πω «ευχαριστώ» στα urdu, τη γλώσσα του Πακιστάν. Πίνουμε το αναψυκτικό και φεύγουμε.

Επόμενο σπίτι που θα επισκεφτούμε είναι το σπίτι της κυρίας Καλλιόπης, ελληνίδα, 60 ετών. Δεν έχει ταξιδέψει ποτέ στο εξωτερικό, Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λακωνία. Όταν την προηγούμενη εβδομάδα ανέβασε υψηλό πυρετό και ένιωσε ρίγος, νόμισε πως είχε πάθει ουρολοίμωξη, όπως πριν λίγα χρόνια. Πήγε στο κέντρο υγείας της περιοχής όπου εκτός από εξέταση ούρων, υποβλήθηκε και στο γρήγορο τεστ της ελονοσίας (όλοι οι γιατροί του κέντρου υγείας της περιοχής είναι πλέον εκπαιδευμένοι σ ‘ αυτό).

Το τεστ  βγήκε θετικό και μετά αμέσως τηλεφώνησαν  στην ομάδα μας για να αναλάβουμε το περιστατικό.  Όταν πρωτοσυνάντησα την Καλλιόπη  περίμενα να δω μια πολύ φοβισμένη γυναίκα και είχα ένα γεμάτο οπλοστάσιο με καθησυχαστικά λόγια. Σκεφτόμουν πως μάλλον η ελονοσία θα την έχει κατατρομάξει. Εκείνη μας περίμενε χαμογελαστή στην αυλή της με γλυκό του κουταλιού ήδη σερβιρισμένο.

Όχι, δεν την τρόμαζε η ελονοσία. Είχε και η μητέρα της παλιά, τότε που ήταν όλοι φτωχοί,  μας είπε. Είχε και η μεγάλη της αδερφή. Και οι δυο είχαν γίνει καλά. Ούτε όταν της είπαμε ότι εξαιτίας της ελονοσίας έχει πολύ χαμηλά αιμοπετάλια και, αν και δεν χρειάζεται να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο,  πρέπει να της παίρνουμε κάθε μέρα αίμα για έλεγχο, τρόμαξε. Σήμερα είναι μάλλον ο τελευταίος της αιματολογικός έλεγχος. Τα αιμοπετάλια της αυξάνονται. Μας περιμένει στο ίδιο σημείο της αυλής της και σήμερα. Και όταν της λέω πως τέλος οι καθημερινές αιμοληψίες και όλα πήγαν καλά, μου χαμογελάει και μας ευχαριστεί με τον ήρεμο τρόπο της.

Το επόμενο σπίτι το αποκαλούμε «το βόλεϊ» γιατί στην αυλή υπάρχει ένα σκισμένο δίχτυ βόλεϊ. Μοιάζει με μια ανεστραμμένη, επικίνδυνη αυλή των θαυμάτων. Υπάρχει ένα τρακαρισμένο παλιό αυτοκίνητο, πολλά σκασμένα λάστιχα, σωροί με σκουπίδια, μια μεγάλη γούνινη ασπρόμαυρη τίγρη και ένας ζωντανός μαύρος κουτσός σκύλος. Σπασμένες πλαστικές καρέκλες, μονόφθαλμες γάτες, λάστιχα ποτίσματος, προφυλακτήρες αυτοκίνητων και
στάσιμα νερά. Σ’ αυτό το σπίτι ζουν συνωστισμένοι 35 άνθρωποι.

Εδώ μένει ο Ιμάν, που διαγνώσαμε με ελονοσία στην αρχή της εβδομάδας. Κάθε μέρα ερχόμαστε για να του δώσουμε τα φάρμακά του. Εδώ ζει και ο Κασίμ που ήρθα για να δω σήμερα. Ο Κασίμ είναι 19 χρονών, πολύ αδύνατος και βήχει εδώ και 2 μήνες. Μερικές φορές τη νύχτα νιώθει πως έχει πυρετό, ωστόσο κάθε πρωί ξυπνά στις 5 για να μαζέψει πορτοκάλια. Δουλεύει μέχρι τις 6 το απόγευμα και πληρώνεται ανάλογα με τα τελάρα που θα μαζέψει.

Το στηθοσκόπιό μου ακουμπά σε μια λεπτοκαμωμένη πλάτη. Ακούω κάτι που δεν μου αρέσει. Τον εξετάζω λεπτομερώς. Έχει και διογκωμένους λεμφαδένες. Η φυματίωση  κάθεται σταυροπόδι σε μια σπασμένη καρέκλα και ισορροπεί με τις αμφιβολίες μου…Η φυματίωση βήχει και καθαρίζει το λαιμό της περιμένοντας να διαλέξω εγώ το τόνο για να εξηγήσω στον Κασίμ τι του συμβαίνει. Ο Κασίμ θα πάει στο νοσοκομείο της Σπάρτης, στον πνευμονολόγο, για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση. Η φυματίωση πιάνει αγκαζέ την ελονοσία και με κοιτάζουν και οι δυο περιπαικτικά. Φεύγουμε από το «βόλεϊ». Έχει ήδη νυχτώσει.

Χτυπάει το τηλέφωνο του μεταφραστή μου. Απαντά έντονα στα urdu.  Αυτό το τηλέφωνο είναι hot line, η γραμμή δηλαδή στην οποία μπορούν να τηλεφωνήσουν όλοι, Έλληνες και μετανάστες, για να μας ειδοποιήσουν ότι έχουν πυρετό. Όταν δεχόμαστε τέτοιες κλήσεις, δηλαδή, κάθε μέρα, προσπαθούμε να ανταποκριθούμε γρήγορα και να βρεθούμε εκεί που μας κάλεσαν όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Έτσι, μετά το τηλεφώνημα, κατευθυνόμαστε στη Γλυκόβρυση, ένα κοντινό χωριό.

Το σπίτι που ψάχνουμε είναι σ’ ένα μικρό δρόμο, χωμένο στις πορτοκαλιές. Τελικά βρίσκουμε τη σωστή στροφή. Ο δρόμος στενεύει. Καλαμιές και κλαδιά δέντρων ακουμπούν στο αυτοκίνητο. Κάποια στιγμή το αυτοκίνητο βρίσκει στο έδαφος και μου σβήνει. Αλλά τώρα πια έχω συνηθίσει σ’ αυτά. Βάζω πάλι μπρος και ξεκινάμε. Σε λίγο φτάνουμε στον προορισμό μας. Μια τσιμεντένια αποθήκη στην οποία ζουν, στο ίδιο δωμάτιο, 3 άτομα.

Ανάβω το φακό μου γιατί αυτό το κατάλυμα δεν έχει ηλεκτρικό ρεύμα και προχωρώ, προσπαθώντας να αποφύγω μια γάτα που μπλέκεται στα πόδια μου και τις λακκούβες του δρόμου. Καθόμαστε στην αυλή, με τους φακούς μας αναμμένους. Εδώ μας περιμένουν δυο ασθενείς. Ο Φιρντός, που  παραπονιέται γιατί από χθες έχει γεμίσει κόκκινα σπυράκια στα χέρια και στα πόδια και ξύνεται συνέχεια.

Με τη βοήθεια του Ιζάζ μου λέει ότι χθες έκοβε χόρτα όλη τη μέρα και μετά έβγαλε τα σπυράκια. «Γάντια φορούσες», τον ρωτάω. Μα τι ρωτάω κι εγώ… «Όχι βέβαια». Γιατί συνήθως αυτά τα χέρια που έρχονται από το Πακιστάν για να κόψουν τα χόρτα μας στη Λακωνία δεν χρειάζονται προστατευτικά γάντια. Εξάλλου, αν πάθουν κάτι, θα έρθουν άλλα χέρια από το Πακιστάν, σκέφτομαι ειρωνικά. «Φιρντός, φίλε μου, να ζητήσεις γάντια από το αφεντικό σου», του λέω, αφού τον διαβεβαιώνω πως δεν έχει κάτι σοβαρό και του δίνωτα κατάλληλα φάρμακα και οδηγίες. Αυτό που θα ήθελα να είχα πει, ζει κρυμμένο στο λαιμό μου: «Φιρντός, φίλε μου, θα μιλήσω στο αφεντικό
σου για να σου δώσει  γάντια». Δεν το λέω, το καταπίνω και το αφήνω να κατέβει στο στομάχι μου.  Ο άλλος ασθενής μας, ο Ζαφάρ, είναι εκείνος που έκανε την κλήση στο hot line και έχει πυρετό, πονόλαιμο και βήχα και πόνο σε όλο του το σώμα.

Στερεώνω το φακό στο κεφάλι μου και ετοιμάζω τα σύνεργα μου. Φέρνω την πτυσσόμενη καρέκλα και το τραπέζι που έχω πάντα στο αυτοκίνητο γιατί σε πολλά από τα σπίτια που πηγαίνουμε δεν υπάρχει κανένα έπιπλο κι εγώ τα χρειάζομαι για την αιμοληψία. Με το φως δύο φακών και ενός κεριού, σε αυτή τη «ρομαντική» ατμόσφαιρα, παίρνω από τον  Ζαφάρ δύο μπουκαλάκια αίμα και κάνω το γρήγορο τεστ για την ελονοσία. Περιμένουμε 15 λεπτά για το αποτέλεσμα. Αρνητικό. Ο Ζαφάρ έχει ένα απλό κρυολόγημα.

Του εξηγώ τι πρέπει να κάνει και τον καθησυχάζω. «Δηλαδή πόσες μέρες όχι πάει δουλειά», με ρωτάει. «Δύο», απαντάω διστακτικά.  Ο Ζαφάρ γνέφει καταφατικά. Μετά, ένα ζεστό πιάτο με ρύζι, dal και  roti προσγειώνεται μπροστά μου. Είναι καυτερό, καθησυχαστικό και νόστιμο.

Μοιράζομαι με τους ασθενείς μου ένα μεγάλο πιάτο με φαγητό, σε μια αυλή, ανάμεσα σε πορτοκαλιές και με το φως δύο φακών και ενός κεριού. Η καρδιά μου («dilka» στα urdu)  χοροπηδά ξέφρενα μέσα μου, και είναι αυτό που με κάνει να ξεχνώ για λίγο τη φυματίωση, τον υποσιτισμό και την ελονοσία που μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Σε λίγο θα γυρίσουμε σπίτι, θα συναντήσουμε την υπόλοιπη ομάδα, θα καθίσουμε στο μπαλκόνι να ξεκουραστούμε και θα αρχίσουμε άλλη μια από τις ατέλειωτες συζητήσεις μας…

Τι φταίει για την ελονοσία εκτός από το ομολογουμένως «πανέξυπνο» παράσιτο που λέγεται πλασμώδιο; Και για άλλη μια φορά θα καταλήξουμε: φταίει η φτώχεια και η αδιαφορία. Και αυτό δεν είναι η φιλοσοφική μου εξήγηση, ούτε σχήμα λόγου. Είναι μια τεκμηριωμένη, ιατρική απάντηση στην καθημερινή ερώτηση που θέτω στον εαυτό μου.

Μεταξύ Μαρτίου- Οκτωβρίου 2012 οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα συνεργαστήκαμε με ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ και τις τοπικές αρχές στη Λακωνία για την πρόληψη, την επιδημιολογική επιτήρηση,  την εργαστηριακή διάγνωση, τη θεραπεία και την ενημέρωση του πληθυσμού για την ελονοσία.

Όλα τα ονόματα ασθενών σ’ αυτό το άρθρο έχουν αλλαχθεί

Πηγή: tvxs