Στη φιλελεύθερη και δημοκρατική εποχή μας, όπου ο ανοιχτά ρατσιστικός λόγος δεν είναι απόλυτα νομιμοποιημένος, ένα από τα όπλα που συναντά κανείς συχνότερα στη φαρέτρα της ρατσιστικής επιχειρηματολογίας –και που αποτελεί ταυτόχρονα και την τελευταία γραμμή άμυνάς της- είναι η κατηγορία που προσάπτεται στα θύματα της ρατσιστικής κυριαρχίας για «ρατσισμό από την ανάποδη» [1]. Πέρα από το γεγονός ότι αποτελεί μια καλή ευκαιρία για να μη μιλήσει κανείς για το ρατσισμό από την όρθη, προφανής στόχος αυτού του επιχειρήματος είναι ο συμψηφισμός και η εξίσωση του θύτη με το θύμα.
Αν το επιχείρημα αυτό μας ενδιαφέρει είναι γιατί, πέρα από τα παραδοσιακά ακροδεξιά ακροατήρια, βρίσκει απήχηση και στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο λειτουργώντας παραλυτικά και οδηγώντας σε λογικές ίσων αποστάσεων.
Καταδικάζουμε το μίσος απ’ όπου κι αν προέρχεται;
Στη βάση του επιχειρήματος αυτού βρίσκεται ένας απλουστευτικός και αφαιρετικός ορισμός του ρατσισμού, ως απλώς ενός αισθήματος εχθρότητας ή και μίσους απέναντι στον άλλο. Είναι όμως κάθε μίσος το ίδιο όποιο κι αν είναι το αντικείμενό του; Αν το αποδεχτούμε αυτό, θα αρκούσε να πειστούμε για το αυτονόητο· ότι το να αγαπάς είναι καλύτερο από το να μισείς και ότι η ευγένεια είναι σε κάθε περίπτωση προτιμότερη από την οργή, για να τοποθετήσουμε στο ίδιο επίπεδο και να απορρίψουμε ως εξίσου αναξιοπρεπές τόσο το μίσος του καταπιεσμένου για την καταπίεση, όσο και το μίσος του προνομιούχου για τον καταφρονεμένο. Για να μιλήσουμε με παραδείγματα, το γεγονός ότι είναι προτιμότερο να επικοινωνούμε στις διαπροσωπικές μας σχέσεις με τρόπους και ευγένεια, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτό που επιδιώκουμε είναι το καλοπροαίρετο χαμόγελο να αντικαταστήσει τόσο την έκφραση σαδισμού στο πρόσωπο του βασανιστή, όσο και το μορφασμό του πόνου στο πρόσωπο του θύματος. Αντίθετα, θα ήταν μάλλον καλύτερη ιδέα να επιδιώξουμε την κατάργηση των βασανιστηρίων.
Ο ρατσισμός όμως, δεν είναι απλά ένα αίσθημα μίσους, αλλά μια κοινωνική σχέση κυριαρχίας που εμπεδώνει προνόμια για κάποιους και περιθωριοποιεί και καταπιέζει κάποιους άλλους. Το επίπεδο αφαίρεσης στο οποίο καταλήγουμε αν αγνοήσουμε τις σχέσεις κυριαρχίας μας οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Στο πλαίσιο αυτό, θα λέγαμε ότι όπως στο σύστημα της ταξικής κυριαρχίας, το μίσος του εργάτη για τα αφεντικά του δεν μπορεί να εξισωθεί με αυτό των αστών για τους ζητιάνους, έτσι και στις ρατσιστικά δομημένες κοινωνίες, το μίσος π.χ. του μαύρου για τη λευκή υπεροχή δεν μπορεί να εξισωθεί μ’ αυτό του κυρίαρχου λευκού για όσους θέλουν να φύγουν από τη θέση του κατώτερου. Είναι, κατά τη γνώμη μας, υπεραπλουστευτικό να θεωρούμε ρατσισμό και να εξισώνουμε:
- Ένα μίσος βασισμένο στο βίωμα και την εμπειρία –ακόμα κι αν δεν είναι ιδεολογικά ή ορθολογικά επεξεργασμένο- με ένα μίσος βασισμένο σε φοβίες και φαντάσματα.
- Ένα μίσος βασισμένο σε μια λογική ανάλυση μ’ ένα μίσος βασισμένο σε μια παραληρηματική ιδεολογία, που κολυμπά σ’ έναν ωκεανό συνομωσιολογίας.
- Ένα μίσος βασισμένο σε ηθικές αρχές (όπως η ισότητα) μ’ ένα μίσος στηριγμένο στον πανικό για την απώλεια προνομίων.
Η «αριστερά του Avatar»
Η επιρροή της επιχειρηματολογίας του «ρατσισμού απ’ την ανάποδη» στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο αντικατοπτρίζεται στο παρακάτω σχήμα:
Για να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας σ’ ένα δίκαιο αίτημα απαιτείται η ιδεολογική συμφωνία με τα υποκείμενα που το εκφράζουν· πρέπει ο καταπιεσμένος να αρέσει στα προοδευτικά στρώματα μέσα στις τάξεις του καταπιεστή [2]. Για να αρέσει σ’ αυτούς που δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα, το θύμα της ρατσιστικής καταπίεσης, δεν πρέπει να φτάνει στο σημείο να είναι «ρατσιστής απ’ την ανάποδη», αλλά να συγκεντρώνει ένα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
- Να εγγράφεται στη σωστή πλευρά στο σχήμα της ιστορίας ως διαρκούς προόδου.
- Στη μετανεωτερική εποχή μας, του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων, να ανταποκρίνεται στο πρότυπο του ευγενούς αγρίου, εκφράζοντας τη νοσταλγία του «αλλοτριωμένου δυτικού» για τους απολεσθέντες προκαπιταλιστικούς παραδείσους.
- Να είναι δεκτικός στις φιλικές συμβουλές και στην καθοδήγηση του προοδευτικού δυτικού ή στη χειρότερη περίπτωση να μην αποτελεί υποκείμενο της ιστορίας του, αλλά να ανταποκρίνεται στο πρότυπο του άβουλου, αβοήθητου και αξιοθρήνητου θύματος, που περιμένει κάποιον «ανθρωπιστικό βομβαρδισμό» για να τον σώσει.
Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του φιλικού προς τον χρήστη καλοπροαίρετου ιθαγενούς στην ποπ κουλτούρα είναι η καθησυχαστική μορφή του χαμογελαστού Δαλάι Λάμα, αυτού του δεξιού Μαντέλα [3], χωρίς ενοχλητικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ (αυτήν με τα γκουλάγκ) και τον Γκαμάλ Αμπντελ-Νάσερ, αλλά ευρισκόμενου στο πέιρολ της CIA, καθώς και αυτό της χολυγουντιανής ταινίας “Avatar” (2009, σκηνοθεσία Τζέιμς Κάμερον).
Στην ταινία αυτή, που αποτελεί μια φιλότιμη προσπάθεια να εξηγηθεί εκλαϊκευτικά ο ιμπεριαλισμός στο αμερικάνικο κοινό, παρουσιάζεται η προσπάθεια μιας γήινης επιστημονικής και στρατιωτικής αποστολής να κατακτηθεί ένας πλούσιος σε υπέδαφος δορυφόρος, αφού πρώτα εξοντωθεί ο εξωγήινος πληθυσμός που τον κατοικεί. Η προσπάθεια αυτή αποτυγχάνει χάρη στην αντίσταση των εξωγήινων, που οργανώθηκε από έναν γήινο που κατανόησε το δίκιο τους.
Στο σενάριο της ταινίας δύο ιδεολογικού τύπου παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν: Αφενός, οι εξωγήινοι, πέρα από το δίκιο τους, έχουν και όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για να κερδίσουν τη συμπάθεια του γήινου οργανωτή τους[4]. Ο πολιτισμός τους είναι πρωτόγονος και οργανικά δεμένος με τη φύση και η θρησκεία τους φυσιολατρική και σαμανιστική. Αφεταίρου, οι εξωγήινοι ήταν αδύνατον να επικρατήσουν στηριγμένοι μονάχα στις δικές τους δυνάμεις. Η βοήθεια του προοδευτικού γήινου ήταν απαραίτητη για την τελική νίκη. Βλέπουμε να επανέρχεται έτσι, το στερεότυπο του λευκού ως Προμηθέα της ανθρωπότητας.
Κατανοώντας το ρατσισμό
Σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να σιγήσει η κριτική στις ιδεολογικές επεξεργασίες των θυμάτων του ρατσισμού και την αποτελεσματικότητά τους. Άλλωστε δεν είναι ανύπαρκτο το φαινόμενο ο οργισμένος λόγος τους να δανείζεται επιχειρήματα από το ρεπερτόριο του δυτικού ρατσισμού [5]. Αντίθετα, στόχος μας είναι από την μια να αναδειχθεί η ανάγκη της αυτοτέλειας του αντιρατσιστικού κινήματος, που είναι υπόθεση των ίδιων των καταπιεσμένων και όχι των καθοδηγητών τους. Ενώ από την άλλη, να μην προσχωρήσουμε σε μια επιχειρηματολογία του αντιπάλου που συσκοτίζει τη φύση του ρατσισμού ως κοινωνικού συστήματος κυριαρχίας και ως συγκεκριμένης υλικής πραγματικότητας. Έχοντας αυτό κατά νου και αν θέλουμε να ακριβολογούμε, θα λέγαμε ότι ο «αντίστροφος ρατσισμός» δεν είναι ρατσισμός, είναι η δευτερογενής αντίδραση σ’ αυτόν και είναι ακριβώς αποτέλεσμα της βιωματικής σχέσης μ’ αυτήν την υλική πραγματικότητα, σε αντίθεση με τον αυθεντικό, τον stricto sensu ρατσισμό, που πηγάζει από την επιθυμία για διατήρηση της πραγματικότητας αυτής και την ανορθολογική ιδεολογική κατασκευή φανταστικών εχθρών.
Για να απαντήσουμε αποτελεσματικά στο ρατσισμό οφείλουμε να απέχουμε από τέτοιου είδους αφαιρέσεις και να κατανοήσουμε ότι για να δικαιωθεί το αίτημα για ισότητα, αυτό που στην ουσία πρέπει να ζητάμε δεν είναι η παραχώρηση κάποιων δικαιωμάτων από τα πάνω σ’ αυτούς που τους λείπουν, πράγμα που θα απαιτούσε απλά γενναιοδωρία και αίσθημα συμπάθειας, αλλά η κατάκτησή τους από τους καταπιεσμένους, πράγμα που απαιτεί τον εξαναγκασμό των προνομιούχων να παραιτηθούν από τα προνόμιά τους.
______________________________________________________________________________________________
[1] Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πώς συμψηφίζεται συχνά ο αντισημιτισμός με την «αντίληψη των Εβραίων ότι αποτελούν τον περιούσιο λαό». Η επιχειρηματολογία αυτή πολλές φορές διανθίζεται με διάφορα χωρία από την Τορά –έξω από κάθε αναφορά στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα- λες και η σχέση κάθε Εβραίου με τα ιερά κείμενα του Ιουδαϊσμού είναι ταυτόσημη μ’ αυτήν του νεοφιλελεύθερου αναγνώστη με τα κείμενα του Μπάμπη Παπαδημητρίου.
[2] Είναι χαρακτηριστικός ο δισταγμός τμημάτων της αριστεράς, αλλά και του αναρχικού χώρου, να υποστηρίξουν το δοκιμαζόμενο λαό της λωρίδας της Γάζας, τη στιγμή που δοκιμάζεται απ’ τη βαρύτερη αδικία, από φόβο μην ενισχύσουν τη Χαμάς ή την Ισλαμική Τζιχάντ. Η λογική αυτή των ίσων αποστάσεων καταλήγει αντικειμενικά σε σιωπηρή αποδοχή των εγκλημάτων της σιωνιστικής ηγεσίας
[3] Ακόμα και η εικόνα του αυθεντικού Μαντέλα έχει λειανθεί στην κυρίαρχη αναπαράστασή της από τα δυτικά ΜΜΕ έτσι ώστε να αρέσει στα λευκά ακροατήρια: Υπερτονίζονται τα πασιφιστικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του πατέρα του «έθνους του ουράνιου τόξου», ενώ συνήθως αποσιωπώνται οι βομβιστικές ενέργειες σε δημόσια κτήρια και εν γένει η δράση του Umkhonto we Sizwe (η λόγχη του έθνους), του ένοπλου σκέλους του ANC.
[4] Θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε τους εξωγήινους της ταινίας να μοιάζουν λιγότερο με Ινδιάνους και περισσότερο π.χ. με Βεδουΐνους, ενώ ο ηγέτης τους να θυμίζει π.χ. το Σεΐχη Γιασίν.
[5] Χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο της αδέξιας χρήσης δάνειων επιχειρημάτων από το οπλοστάσιο του ευρωπαϊκού αντισημιτισμού στο λόγο του παλαιστινιακού ισλαμικού κινήματος αντίστασης.
Πηγή: παραλληλογράφος
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.