Αρχείο για "Ιούνιος, 2012"

γιατί την ανακάλυψε;

ο ταξικός πόλεμος ,δεν είναι φυλετικός!

one year after!

θέρος:παλιόσκυλο…

Ο «ρατσισμός απ’ την ανάποδη»

Στη φιλελεύθερη και δημοκρατική εποχή μας, όπου ο ανοιχτά ρατσιστικός λόγος δεν είναι απόλυτα νομιμοποιημένος, ένα από τα όπλα που συναντά κανείς συχνότερα στη φαρέτρα της ρατσιστικής επιχειρηματολογίας –και που αποτελεί ταυτόχρονα και την τελευταία γραμμή άμυνάς της- είναι η κατηγορία που προσάπτεται στα θύματα της ρατσιστικής κυριαρχίας για «ρατσισμό από την ανάποδη» [1]. Πέρα από το γεγονός ότι αποτελεί μια καλή ευκαιρία για να μη μιλήσει κανείς για το ρατσισμό από την όρθη, προφανής στόχος αυτού του επιχειρήματος είναι ο συμψηφισμός και η εξίσωση του θύτη με το θύμα.

Αν το επιχείρημα αυτό μας ενδιαφέρει είναι γιατί, πέρα από τα παραδοσιακά ακροδεξιά ακροατήρια, βρίσκει απήχηση και στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο λειτουργώντας παραλυτικά και οδηγώντας σε λογικές ίσων αποστάσεων.

Καταδικάζουμε το μίσος απ’ όπου κι αν προέρχεται;

Στη βάση του επιχειρήματος αυτού βρίσκεται ένας απλουστευτικός και αφαιρετικός ορισμός του ρατσισμού, ως απλώς ενός αισθήματος εχθρότητας ή και μίσους απέναντι στον άλλο. Είναι όμως κάθε μίσος το ίδιο όποιο κι αν είναι το αντικείμενό του; Αν το αποδεχτούμε αυτό, θα αρκούσε να πειστούμε για το αυτονόητο· ότι το να αγαπάς είναι καλύτερο από το να μισείς και ότι η ευγένεια είναι σε κάθε περίπτωση προτιμότερη από την οργή, για να τοποθετήσουμε στο ίδιο επίπεδο και να απορρίψουμε ως εξίσου αναξιοπρεπές τόσο το μίσος του καταπιεσμένου για την καταπίεση, όσο και το μίσος του προνομιούχου για τον καταφρονεμένο. Για να μιλήσουμε με παραδείγματα, το γεγονός ότι είναι προτιμότερο να επικοινωνούμε στις διαπροσωπικές μας σχέσεις με τρόπους και ευγένεια, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτό που επιδιώκουμε είναι το καλοπροαίρετο χαμόγελο να αντικαταστήσει τόσο την έκφραση σαδισμού στο πρόσωπο του βασανιστή, όσο και το μορφασμό του πόνου στο πρόσωπο του θύματος. Αντίθετα, θα ήταν μάλλον καλύτερη ιδέα να επιδιώξουμε την κατάργηση των βασανιστηρίων.

Ο ρατσισμός όμως, δεν είναι απλά ένα αίσθημα μίσους, αλλά μια κοινωνική σχέση κυριαρχίας που εμπεδώνει προνόμια για κάποιους και περιθωριοποιεί και καταπιέζει κάποιους άλλους. Το επίπεδο αφαίρεσης στο οποίο καταλήγουμε αν αγνοήσουμε τις σχέσεις κυριαρχίας μας οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Στο πλαίσιο αυτό, θα λέγαμε ότι όπως στο σύστημα της ταξικής κυριαρχίας, το μίσος του εργάτη για τα αφεντικά του δεν μπορεί να εξισωθεί με αυτό των αστών για τους ζητιάνους, έτσι και στις ρατσιστικά δομημένες κοινωνίες, το μίσος π.χ. του μαύρου για τη λευκή υπεροχή δεν μπορεί να εξισωθεί μ’ αυτό του κυρίαρχου λευκού για όσους θέλουν να φύγουν από τη θέση του κατώτερου. Είναι, κατά τη γνώμη μας, υπεραπλουστευτικό να θεωρούμε ρατσισμό και να εξισώνουμε:

  • Ένα μίσος βασισμένο στο βίωμα και την εμπειρία –ακόμα κι αν δεν είναι ιδεολογικά ή ορθολογικά επεξεργασμένο- με ένα μίσος βασισμένο σε φοβίες και φαντάσματα.
  • Ένα μίσος βασισμένο σε μια λογική ανάλυση μ’ ένα μίσος βασισμένο σε μια παραληρηματική ιδεολογία, που κολυμπά σ’ έναν ωκεανό συνομωσιολογίας.
  • Ένα μίσος βασισμένο σε ηθικές αρχές (όπως η ισότητα) μ’ ένα μίσος στηριγμένο στον πανικό για την απώλεια προνομίων.

Η «αριστερά του Avatar»

Η επιρροή της επιχειρηματολογίας του «ρατσισμού απ’ την ανάποδη» στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο αντικατοπτρίζεται στο παρακάτω σχήμα:

Για να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας σ’ ένα δίκαιο αίτημα απαιτείται η ιδεολογική συμφωνία με τα υποκείμενα που το εκφράζουν· πρέπει ο καταπιεσμένος να αρέσει στα προοδευτικά στρώματα μέσα στις τάξεις του καταπιεστή [2]. Για να αρέσει σ’ αυτούς που δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα, το θύμα της ρατσιστικής καταπίεσης, δεν πρέπει να φτάνει στο σημείο να είναι «ρατσιστής απ’ την ανάποδη», αλλά να συγκεντρώνει ένα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • Να εγγράφεται στη σωστή πλευρά στο σχήμα της ιστορίας ως διαρκούς προόδου.
  • Στη μετανεωτερική εποχή μας, του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων, να ανταποκρίνεται στο πρότυπο του ευγενούς αγρίου, εκφράζοντας τη νοσταλγία του «αλλοτριωμένου δυτικού» για τους απολεσθέντες προκαπιταλιστικούς παραδείσους.
  • Να είναι δεκτικός στις φιλικές συμβουλές και στην καθοδήγηση του προοδευτικού δυτικού ή στη χειρότερη περίπτωση να μην αποτελεί υποκείμενο της ιστορίας του, αλλά να ανταποκρίνεται στο πρότυπο του άβουλου, αβοήθητου και αξιοθρήνητου θύματος, που περιμένει κάποιον «ανθρωπιστικό βομβαρδισμό» για να τον σώσει.

Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του φιλικού προς τον χρήστη καλοπροαίρετου ιθαγενούς στην ποπ κουλτούρα είναι η καθησυχαστική μορφή του χαμογελαστού Δαλάι Λάμα, αυτού του δεξιού Μαντέλα [3], χωρίς ενοχλητικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ (αυτήν με τα γκουλάγκ) και τον Γκαμάλ Αμπντελ-Νάσερ, αλλά ευρισκόμενου στο πέιρολ της CIA, καθώς και αυτό της χολυγουντιανής ταινίας “Avatar” (2009, σκηνοθεσία Τζέιμς Κάμερον).

Στην ταινία αυτή, που αποτελεί μια φιλότιμη προσπάθεια να εξηγηθεί εκλαϊκευτικά ο ιμπεριαλισμός στο αμερικάνικο κοινό, παρουσιάζεται η προσπάθεια μιας γήινης επιστημονικής και στρατιωτικής αποστολής να κατακτηθεί ένας πλούσιος σε υπέδαφος δορυφόρος, αφού πρώτα εξοντωθεί ο εξωγήινος πληθυσμός που τον κατοικεί. Η προσπάθεια αυτή αποτυγχάνει χάρη στην αντίσταση των εξωγήινων, που οργανώθηκε από έναν γήινο που κατανόησε το δίκιο τους.

Στο σενάριο της ταινίας δύο ιδεολογικού τύπου παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν: Αφενός, οι εξωγήινοι, πέρα από το δίκιο τους, έχουν και όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για να κερδίσουν τη συμπάθεια του γήινου οργανωτή τους[4]. Ο πολιτισμός τους είναι πρωτόγονος και οργανικά δεμένος με τη φύση και η θρησκεία τους φυσιολατρική και σαμανιστική. Αφεταίρου, οι εξωγήινοι ήταν αδύνατον να επικρατήσουν στηριγμένοι μονάχα στις δικές τους δυνάμεις. Η βοήθεια του προοδευτικού γήινου ήταν απαραίτητη για την τελική νίκη. Βλέπουμε να επανέρχεται έτσι, το στερεότυπο του λευκού ως Προμηθέα της ανθρωπότητας.

Κατανοώντας το ρατσισμό

Σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να σιγήσει η κριτική στις ιδεολογικές επεξεργασίες των θυμάτων του ρατσισμού και την αποτελεσματικότητά τους. Άλλωστε δεν είναι ανύπαρκτο το φαινόμενο ο οργισμένος λόγος τους να δανείζεται επιχειρήματα από το ρεπερτόριο του δυτικού ρατσισμού [5]. Αντίθετα, στόχος μας είναι από την μια να αναδειχθεί η ανάγκη της αυτοτέλειας του αντιρατσιστικού κινήματος, που είναι υπόθεση των ίδιων των καταπιεσμένων και όχι των καθοδηγητών τους. Ενώ από την άλλη, να μην προσχωρήσουμε σε μια επιχειρηματολογία του αντιπάλου που συσκοτίζει τη φύση του ρατσισμού ως κοινωνικού συστήματος κυριαρχίας και ως συγκεκριμένης υλικής πραγματικότητας. Έχοντας αυτό κατά νου και αν θέλουμε να ακριβολογούμε, θα λέγαμε ότι ο «αντίστροφος ρατσισμός» δεν είναι ρατσισμός, είναι η δευτερογενής αντίδραση σ’ αυτόν και είναι ακριβώς αποτέλεσμα της βιωματικής σχέσης μ’ αυτήν την υλική πραγματικότητα, σε αντίθεση με τον αυθεντικό, τον stricto sensu ρατσισμό, που πηγάζει από την επιθυμία για διατήρηση της πραγματικότητας αυτής και την ανορθολογική ιδεολογική κατασκευή φανταστικών εχθρών.

Για να απαντήσουμε αποτελεσματικά στο ρατσισμό οφείλουμε να απέχουμε από τέτοιου είδους αφαιρέσεις και να κατανοήσουμε ότι για να δικαιωθεί το αίτημα για ισότητα, αυτό που στην ουσία πρέπει να ζητάμε δεν είναι η παραχώρηση κάποιων δικαιωμάτων από τα πάνω σ’ αυτούς που τους λείπουν, πράγμα που θα απαιτούσε απλά γενναιοδωρία και αίσθημα συμπάθειας, αλλά η κατάκτησή τους από τους καταπιεσμένους, πράγμα που απαιτεί τον εξαναγκασμό των προνομιούχων να παραιτηθούν από τα προνόμιά τους.

______________________________________________________________________________________________

[1] Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πώς συμψηφίζεται συχνά ο αντισημιτισμός με την «αντίληψη των Εβραίων ότι αποτελούν τον περιούσιο λαό». Η επιχειρηματολογία αυτή πολλές φορές διανθίζεται με διάφορα χωρία από την Τορά –έξω από κάθε αναφορά στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα- λες και η σχέση κάθε Εβραίου με τα ιερά κείμενα του Ιουδαϊσμού είναι ταυτόσημη μ’ αυτήν του νεοφιλελεύθερου αναγνώστη με τα κείμενα του Μπάμπη Παπαδημητρίου.

[2] Είναι χαρακτηριστικός ο δισταγμός τμημάτων της αριστεράς, αλλά και του αναρχικού χώρου, να υποστηρίξουν το δοκιμαζόμενο λαό της λωρίδας της Γάζας, τη στιγμή που δοκιμάζεται απ’ τη βαρύτερη αδικία, από φόβο μην ενισχύσουν τη Χαμάς ή την Ισλαμική Τζιχάντ. Η λογική αυτή των ίσων αποστάσεων καταλήγει αντικειμενικά σε σιωπηρή αποδοχή των εγκλημάτων της σιωνιστικής ηγεσίας

[3] Ακόμα και η εικόνα του αυθεντικού Μαντέλα έχει λειανθεί στην κυρίαρχη αναπαράστασή της από τα δυτικά ΜΜΕ έτσι ώστε να αρέσει στα λευκά ακροατήρια: Υπερτονίζονται τα πασιφιστικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του πατέρα του «έθνους του ουράνιου τόξου», ενώ συνήθως αποσιωπώνται οι βομβιστικές ενέργειες σε δημόσια κτήρια και εν γένει η δράση του Umkhonto we Sizwe (η λόγχη του έθνους), του ένοπλου σκέλους του ANC.

[4] Θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε τους εξωγήινους της ταινίας να μοιάζουν λιγότερο με Ινδιάνους και περισσότερο π.χ. με Βεδουΐνους, ενώ ο ηγέτης τους να θυμίζει π.χ. το Σεΐχη Γιασίν.

[5] Χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο της αδέξιας χρήσης δάνειων επιχειρημάτων από το οπλοστάσιο του ευρωπαϊκού αντισημιτισμού στο λόγο του παλαιστινιακού ισλαμικού κινήματος αντίστασης.

Πηγή: παραλληλογράφος

Aυτοδιοίκηση…

Λαϊκή και αντιλαϊκή αυτοδιοίκηση στην Κατοχή και τον Εμφύλιο

Λαϊκή συνέλευση σε χωριό της Ελεύθερης Ελλάδας. Οι λαϊκοί θεσμοί καταγράφηκαν στην ιστορία ως φύτρα της νέας λαϊκής εξουσίας

Η αυτοδιοίκηση στη δεκαετία του 1940-1950.

Η πρώτη περίοδος δημιουργίας των νέων θεσμών στην Ελεύθερη Ελλάδα
Η δημιουργία μέσω του αντάρτικου αγώνα μεγάλων χώρων αυτονομημένων από την κατοχική εξουσία έφερε το ζήτημα του διοικητικού κενού και την ανάγκη κάλυψής του. Την πρώτη περίοδο λειτουργίας του χώρου της Ελεύθερης Ελλάδας, θα δοθούν διαφορετικές απαντήσεις, σε σύγκρουση μεταξύ τους, πάνω στο βαθμό ριζοσπαστικότητας της νέας εξουσίας, σύγκρουση που θα απασχολήσει αναγκαστικά και την ηγεσία του ΚΚΕ.

Οι χώροι για τους οποίους μιλάμε, δεν ήταν ξένοι προς την ιδέα της αυτοδιοίκησης ούτε οι δεσμοί τους με την κεντρική κρατική διοίκηση της χώρας ήταν ποτέ ιδιαίτερα στενοί. Στην Ευρυτανία, στην απομονωμένη Λάκα του Φουρνά δημιουργήθηκε το φθινόπωρο κιόλας του 1942 ο πρώτος γραπτός κώδικας λαϊκής αυτοδιοίκησης, ο γνωστός «Κώδικας Ποσειδώνα» από την τοπική υπαχτιδική επιτροπή του ΚΚΕ. Μέσω του κώδικα αυτού, οι ευρυτάνες κομμουνιστές, ουσιαστικά απαντούσαν στο πιεστικό ζήτημα της οργάνωσης ενός χώρου εντελώς αυτονομημένου από κάθε κεντρική εξουσία, οργάνωσης που έπρεπε να συμβαδίζει με τις ανάγκες του ένοπλου αγώνα και μιας κλειστής αυτάρκους οικονομίας. Όταν επιπλήχτηκαν από την ανώτερη οργάνωση του ΚΚΕ στην Ευρυτανία, ότι κινούνται εκτός της εθνικοαπελευθερωτικής γραμμής του ΕΑΜ, η απάντηση του Γεωργούλα Μπέικου ήταν ενδεικτική: «Εμείς, θα πεις, δεν τα ξέραμε αυτά; Και τα παραξέραμε; Μα ξέραμε κι επιπλέον την συγκεκριμένη κατάσταση που αντιμετωπίζαμε στο χώρο της ευθύνης μας, χώρο που απελευθερώθηκε και δεν μπορούσε να περιμένει την ολική απελευθέρωση της χώρας για να λυθεί το πρόβλημα εξουσιών – αυτό δεν το είχαμε προβλέψει στην Αθήνα. Και πιστεύαμε: μια κι είμαστε ελεύθεροι, μα κι υποχρεωμένοι να συγκροτήσουμε εξουσίες, τότε γνώμονας πρέπει να είναι το βασικό ντοκουμέντο του κόμματος, η 6η του 1934 – κάνουμε επανάσταση».
Οι διατάξεις του Κώδικα Ποσειδώνα εγκαθίδρυαν τους θεσμούς της λαϊκής αυτοδιοίκησης και της λαϊκής δικαιοσύνης. Σύμφωνα με αυτούς εκλέγονταν σε κάθε χωριό πενταμελείς επιτροπές Λαϊκής Αυτοδιοίκησης από Γενική Συνέλευση. Οι συνελεύσεις αυτές ήταν όργανα της λαϊκής εξουσίας και επιλαμβάνονταν όλων των προβλημάτων του χωριού. Η δικαιοσύνη γινόταν λαϊκή και απονέμονταν από λαϊκά δικαστήρια. Συγκροτούνταν για τα διάφορα ζητήματα υποεπιτροπές, επισιτιστική, λαϊκής ασφαλείας, σχολική, εκκλησιαστική. Οριζόταν ως ανώτερο σώμα η Γενική Συνέλευση του χωριού, που θα συνερχόταν τακτικά ανά μήνα.
Ξεκινώντας από την ανάγκη οργάνωσης και διοίκησης του χώρου, οι δημιουργοί των πρώτων αυτών θεσμών εφαρμόζουν και μια συγκεκριμένη, ριζοσπαστική σύλληψη των πραγμάτων. Οι ίδιοι οι θεσμοί δεν αποτελούν μια ουδέτερη μορφή για την αυτοδιοίκηση των ελευθερωμένων περιοχών αλλά εισάγουν πολλά ριζοσπαστικά μέτρα, τα οποία, αλλού λιγότερο αλλού περισσότερο, θα επηρεάσουν τις συλλογικές πρακτικές και νοοτροπίες. Μερικά από τα μέτρα αυτά ήταν και η ανάδειξη της γενικής συνέλευσης ως κυρίαρχου οργάνου, της δημοκρατικής εκλογής, ελέγχου και ανακλητότητας των αντιπροσώπων, που ήταν άμισθοι, η πολιτική ισοτιμία γυναικών και ανδρών αλλά και η επιδίωξη επίτευξης συμβιβασμού στα λαϊκά δικαστήρια, με διαδικασίες δωρεάν για τους διαδίκους και η επιβολή ποινών με σκοπό τη βελτίωση του υπαίτιου.
Λίγο πιο βόρεια, στη Θεσσαλία, στα χωριά που απελευθερώνονται, διατηρούνται τα μεταξικά κοινοτικά συμβούλια. Αντικαθίστανται μόνο όσοι από τους τοπικούς άρχοντες έχουν επιβαρυνθεί με συνεργασία με τον κατακτητή. Σύμφωνα με τον ιστορικό Λ. Αρσενίου, η κατάργηση των παλιών κοινοτικών συμβουλίων θα αποτελούσε αντίφαση με την πολιτική της εθνικής ενότητας. Όμως, όπως χαρακτηριστικά περιέγραφε ο αξιωματικός του ΕΛΑΣ Μπουκουβάλας, «το σύστημα [των παλιών κοινοτικών συμβουλίων] είχε σαπίσει, έλυωνε κάτω από το κλίμα που δημιουργούσε ο απελευθερωτικός αγώνας». Πολλοί παλιοί πρόεδροι πέρασαν με το ΕΑΜ και άλλοι είχαν αποσυρθεί για να μην αναγκάζονται να υπηρετούν τους κατακτητές.

Ανάπτυξη και δράση της λαϊκής αυτοδιοίκησης


Η ανάπτυξη της ένοπλης Αντίστασης οδηγεί εκ των πραγμάτων στην ανάγκη διοίκησης των περιοχών στις οποίες βασίζεται για τη συντήρηση και τη στελέχωσή της. Σε αυτές τις περιοχές δεν συντρέχει πλέον λόγος διατήρησης τοπικών εξουσιών της τεταρτοαυγουστιανής περιόδου και ο δρόμος είναι ανοιχτός για την εδραίωση της λαϊκής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης. Είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή από το Κοινό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών, (ΚΓΣΑ) από τις 10 Αυγούστου 1943 η Απόφαση 6 για τα ζητήματα αυτοδιοίκησης. Η Απόφαση 6 του ΚΓΣΑ ρύθμιζε με γενικό τρόπο, τη λειτουργία της αυτοδιοίκησης και της δικαιοσύνης στις ελεύθερες περιοχές. Όρισε τιμές για τα βασικά είδη διατροφής, επέβαλε εισφορά για την ενίσχυση των αντάρτικων δυνάμεων, των πολεμοπαθών και του ορεινού πληθυσμού και παρακράτημα στη διακίνηση εμπορευμάτων και κυρίως τροφίμων. Συγκρότησε κοινά φρουραρχεία σε περιοχές οπού δρούσαν πάνω από μια οργανώσεις και επόπτευσε τις διαδικασίες σχετικά με τις εκλογές των επιτροπών και υποεπιτροπών.
Με την de facto κατάργηση του ΚΓΣΑ, η διοίκηση της Ελεύθερης Ελλάδας, έπρεπε να οργανωθεί θεσμικά ενιαία εξαρχής. Αυτήν την ανάγκη κάλυψε η διαταγή 2929 του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ την 1η Δεκεμβρίου 1943, που έθετε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1944 τις «Διατάξεις για την Αυτοδιοίκηση και Λαϊκή Δικαιοσύνη». Η εισαγωγή θεσμών, όπως το Ακυρωτικό δικαστήριο και το Επαρχιακό και Νομαρχιακό Συμβούλιο, έδειχναν ότι πλέον ετίθετο με επίταση το ζήτημα της διοίκησης μεγάλων ενιαίων περιοχών και δεν ήταν πλέον ζήτημα αυτοοργάνωσης αποκλεισμένων ορεινών κοινοτήτων ή κάλυψης βασικών αναγκών του ένοπλου αγώνα. Η πολιτική διοίκηση της Ελεύθερης Ελλάδας, που οδήγησε και στο σχηματισμό της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), δεν ήταν πλέον απλά ένα στοιχείο πολιτικής τακτικής, ήταν μια αναγκαιότητα.
Από τις 13 Μαρτίου, με την Πράξη 4 η ΠΕΕΑ επικύρωνε την ισχύ των «Διατάξεων για την αυτοδιοίκηση και τη λαϊκή δικαιοσύνη», του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, οι οποίες ίσχυαν για τις περιοχές δικαιοδοσίας του από την 1η Ιανουαρίου 1944. Οι Διατάξεις αποτελούσαν συστηματοποίηση του πρότερου Κώδικα Στερεάς Ελλάδας και αποτελούνταν από 146 άρθρα. Κάθε κοινότητα, δήμος, επαρχία και νομός διοικούνταν από συμβούλια και κάθε κοινότητα και δήμος είχε λαϊκές επιτροπές (λαϊκής ασφάλειας, σχολική, εκκλησιαστική, κοινωνικής πρόνοιας, επισιτισμού καθώς και εξελεγκτική). Σε κάθε κοινότητα και δήμο λειτουργούσε και λαϊκό δικαστήριο και σε κάθε έδρα παλιού ειρηνοδικείου αναθεωρητικό δικαστήριο. Η ΠΕΕΑ επιπρόσθετα διόριζε έναν διοικητικό αντιπρόσωπο σε κάθε επαρχία, με αρμοδιότητα την «καθοδήγηση και παρακολούθηση των οργάνων της αυτοδιοίκησης».
Μια ημέρα μετά την θέσπιση της Πράξης 4 για την αυτοδιοίκηση, η Γραμματεία Εσωτερικών της ΠΕΕΑ με την Εγκύκλιο 1 «προς όλα τα όργανα Τοπικής Αυτοδιοίκησης» ανακοίνωνε τους σκοπούς της για το θεσμό. Περιέγραφε την αυτοδιοίκηση ως «θεμέλιο της αυριανής μεταπολεμικής αναδημιουργίας», που έπρεπε από τώρα να φροντίσει τις ανάγκες του λαού της Ελεύθερης Ελλάδας που τόσο επιβαρυνόταν από τις ανάγκες του πολέμου. Σύμφωνα με την Εγκύκλιο, η τοπική αυτοδιοίκηση για να αποδώσει, έπρεπε να ολοκληρωθεί με τη συγκρότηση των Επαρχιακών και Νομαρχιακών Συμβουλίων. Ζητούσε δε από τα όργανα όλων των βαθμίδων να στείλουν στη Γραμματεία Εσωτερικών τους προϋπολογισμούς τους και να υποδειχτούν μέτρα για τη βελτίωση των οικονομικών των δήμων, επαρχιών και κοινοτήτων.

Η αυτοδιοίκηση ασχολήθηκε με την ίδρυση ή την εξασφάλιση λειτουργίας σχολείων και μονάδων περίθαλψης, μικρά νοσοκομεία και φαρμακεία. Αυτή η προσπάθεια περιλάμβανε και την πληρωμή των δασκάλων και των γιατρών από την αυτοδιοίκηση. Επενέβη και στο ζήτημα της αγοράς εργασίας, καθορίζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις ημερομίσθια και ορίζοντας εκ περιτροπής εργασία σε κοινοτικά έργα.  Έγιναν έτσι μια σειρά μικρά και μεγαλύτερα δημόσια έργα, επισκευές γεφυρών και δημόσιων δρόμων αλλά και νέα έργα όπως ο ηλεκτροφωτισμός των κοινοτήτων. Σε ορισμένες περιοχές, εφαρμόστηκε και ο θεσμός του λαϊκού πρατηρίου το οποίο διέθετε σε φτηνές τιμές εμπορεύματα όπως αλάτι, σταφιδίνη και τσιγαρόχαρτα. Με πόρους από το δημοτικό ταμείο και από τους συνεταιρισμούς αγόραζε προϊόντα σε μεγάλες ποσότητες και τα πουλούσε με μικρό κέρδος.

Ένα από τα πιο σημαντικά έργα της αυτοδιοίκησης, μέσα στα πλαίσια της πολιτικής και των αποφάσεων του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, ήταν και η ενίσχυση των πιο αδύναμων περιοχών της Ελεύθερης Ελλάδας, είτε αυτές ήταν παραδοσιακά άγονες περιοχές όπως στην Ήπειρο ή θύματα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Γερμανών, οι οποίοι από το φθινόπωρο του 1943 μεθοδικά κατέστρεφαν εξολοκλήρου χωριά με αλλεπάλληλες επιχειρήσεις. Αυτή η κατάσταση, εκτός από την άμεση τρομοκρατία αποτελούσε και μια μορφή οικονομικού πολέμου καθώς, καταστρέφοντας όλες τις παραγωγικές υποδομές (ζώα, σοδειές, αποθηκευτικούς χώρους, δέντρα), οι Γερμανοί διέλυαν την παραγωγική βάση της Ελεύθερης Ελλάδας και υπονόμευαν πολλαπλά τις δυνατότητες δράσης του ΕΛΑΣ. Το ότι σε αυτήν την κατάσταση, δεν είχαμε μια κατάρρευση του αντιστασιακού πλέγματος ούτε μια σοβαρή επισιτιστική κρίση, πρέπει να οφείλεται σε ένα σημαντικό δίκτυο αλληλοστήριξης των περιοχών της Ελεύθερης Ελλάδας. Εκτός από τη φορολογία και τα αποθέματα που διαχειριζόταν κεντρικά η Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ) και που μπορούσε να διανείμει στη μια ή την άλλη περίπτωση, εκτεταμένες ήταν οι πρωτοβουλίες εράνων υπέρ των «πυροπαθών», που συγκέντρωνε κυρίως η Εθνική Αλληλεγγύη και προωθούσε στη συνέχεια η ΕΤΑ προς τους έχοντες ανάγκη. Η αυτοδιοίκηση διοργάνωσε κινητοποιήσεις και συλλαλητήρια από τις αποκλεισμένες περιοχές για την απόσπαση βοήθειας από τις επιτροπές του Ερυθρού Σταυρού.

Η κατεχόμενη χώρα

Ποιος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος της αυτοδιοίκησης σε μια χώρα κατεχόμενη, με μια δωσίλογη κεντρική εξουσία και τρεις διαφορετικούς κατακτητές; Οι ιδιαίτερες συνθήκες της Ελλάδας επεφύλαξαν ένα σημαντικό ρόλο για τις τοπικές εξουσίες, που ολοένα και μεγάλωνε μέχρι την απελευθέρωση. Η Κατοχή της χώρας την είχε βρει με το καθεστώς Μεταξά, ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που είχε καταργήσει και τις αιρετές τοπικές διοικήσεις. Στη θέση τους τοποθέτησε ανθρώπους διορισμένους από το καθεστώς και υπόλογους σε αυτό. Η στάση τόσο των ίδιων όσο και του περίγυρού τους ποίκιλε κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου. Πολλοί διατήρησαν τις θέσεις τους και ανάμεσά τους άλλοι συντάχθηκαν στην υπηρεσία του νέου αφέντη, ενώ άλλοι συνεργάστηκαν με τις αντιστασιακές δυνάμεις προσφέροντας ένα προκάλυμμα νομιμότητας.
Στην πρώτη κατοχική περίοδο, χάος και αποδιοργάνωση προκλήθηκε από την τριχοτόμηση της χώρας, την επίταξη βασικών αγαθών και υπηρεσιών από τους κατακτητές και ουσιαστικά την αφαίρεση κάθε εξουσίας και κύρους από τον εγχώριο δωσιλογισμό. Το κράτος φάνταζε μακρινό, άδικο και υπόλογο για την ήττα της χώρας και τα πάθη της κατοχής. Αναβίωναν τα φαινόμενα ληστείας και η απειλή του λιμού σκιάζει τη χώρα. Σε αυτό το σκηνικό, η τοπική αυτοδιοίκηση ήταν ένας πόλος συνοχής της τοπικής κοινωνίας, εξαιρετικά εύθραυστος όμως. Χωρίς κανένα ουσιαστικό μέσο καλούνταν να υλοποιήσει τις διαταγές των κατοχικών φρουραρχείων και τις δωσίλογες πολιτικές της «Ελληνικής Πολιτείας». Καλούνταν να μαζέψει τα όπλα που είχαν φυλάξει οι πολίτες από τον πρόσφατο πόλεμο, να εφαρμόσει ανεδαφικές αποφάσεις για διατίμηση αγαθών, να καταγράψει τους δημότες, να κάνει κοινωνική πολιτική μέσω εράνων και διορισμών, και το κυριότερο ίσως, να συμβάλλει στην υποχρεωτική πλέον συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής. Μετατρεπόταν δηλαδή σε εκτελεστή της κατοχικής πολιτικής. Είδαμε πως με βάση αυτήν την κατάσταση ένα μεγάλο μέρος της χώρας απελευθερώθηκε από την ένοπλη Αντίσταση, όπου και άλλαξε εντελώς ο ρόλος της αυτοδιοίκησης.
Το μεγαλύτερο όμως μέρος της χώρας και ιδιαίτερα τα αστικά κέντρα, παρέμειναν υπό κατοχή και η τοπική αυτοδιοίκηση στην υπηρεσία των κατακτητών και της δωσίλογης κυβέρνησης των Αθηνών. Ο ρόλος όμως της αυτοδιοίκησης θα αναβαθμιζόταν γρήγορα με την τακτική από ένα σημείο και έπειτα άφιξη της ξένης βοήθειας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΣ). Αυτή η βοήθεια, περίπου 15.000 τόνοι τροφίμων μηνιαίως, έφτανε με πλοία στο λιμάνι του Πειραιά και διανεμόταν σε όλη τη χώρα μέσω της Επιτροπής Διαχείρισης Βοηθημάτων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Το φθινόπωρο του 1942 η Επιτροπή ήταν σε θέση να καταρτίσει ένα Γενικό Πρόγραμμα, βάσει του οποίου θα γίνονταν οι διανομές πανελλαδικά. Ουδέτεροι αντιπρόσωποι του ΔΕΣ με απεριόριστη εξουσία πάνω στις τοπικές επιτροπές τοποθετούνται στη Θεσσαλονίκη για την περιοχή της Μακεδονίας, στη Μυτιλήνη και τη Χίο, στην Τρίπολη για το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, στο Ηράκλειο για την Κρήτη και στον Βόλο για τη Θεσσαλία. Συγκροτούνται 45 Κεντρικές Επιτροπές Διανομών στις πρωτεύουσες των νομών και των επαρχιών, με επικεφαλής στις περισσότερες περιπτώσεις τους κατά τόπους μητροπολίτες. Οι Κοινοτικές Επιτροπές γίνονται πλέον περίπου 3.000. Οι 3.000 επιτροπές διανομής, ένας ισχυρός μηχανισμός που τελούσε υπό την έγκριση όχι μόνο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού αλλά και των Αρχών Κατοχής, ήταν εν πολλοίς μια ανασύσταση του προπολεμικού κράτους με ανανεωμένο κύρος, που το καρπωνόταν εν μέρει η κατοχική κυβέρνηση. Σύμφωνα με τον τότε πρόεδρο της Επιτροπής, σουηδό Πωλ Μον:  «Τα κύρια στηρίγματά μας ήταν οι επιτροπές που σχηματίσαμε σε κάθε τόπο όπου γίνονταν διανομές. Κεντρικές επιτροπές, εξαρτημένες από την επιτροπή μας, έδρευαν στις μεγαλύτερες πόλεις και αυτές είχαν την εποπτεία εκατοντάδων τοπικών επιτροπών. Στα μεγαλύτερα κέντρα ως πρόεδρο ορίζαμε συνήθως τον μητροπολίτη και ως μέλη τον νομάρχη της περιοχής ή τον δήμαρχο, διευθυντές τραπεζών, γιατρούς, βιομηχάνους και εκπροσώπους εργατών.

Στα λιγότερο σημαντικά κέντρα, μέλη των επιτροπών ήταν κυρίως αγρότες και εργάτες, που ήταν πιο πολυάριθμοι, με τη συμπαράσταση του σταθμάρχη χωροφυλακής, του παπά και του δασκάλου. Τα μέλη των τοπικών επιτροπών έπρεπε να τα εγκρίνουμε εμείς και μέχρι ένα βαθμό οι Αρχές Κατοχής». Με αυτόν τον τρόπο, οι δήμαρχοι και οι κοινοτάρχες αποκτούν μια υλική βάση γύρω από την οποία μπορούν να κτίσουν την επιρροή τους. Αρκετοί θα χρησιμοποιήσουν αυτήν την εξουσία για να ενισχύσουν ή και να δημιουργήσουν τοπικές δωσιλογικές μονάδες και κοινωνικές συμμαχίες ενάντια στο εαμικό στρατόπεδο. Η επικράτηση του ΕΑΜ σε όλη σχεδόν την ύπαιθρο την περίοδο της απελευθέρωσης θα οδηγήσει αυτές τις δυνάμεις στο παρασκήνιο για να ξεπροβάλουν και πάλι μετά την παράδοση των όπλων και τη συμφωνία της Βάρκιζας, το Φεβρουάριο 1945 και να ξεκινήσουν κατά τόπους την τρομοκράτηση των αριστερών και ευρύτερα δημοκρατικών δυνάμεων.

Η αυτοδιοίκηση στον εμφύλιο πόλεμο

Η Συμφωνία της Βάρκιζας ουσιαστικά σήμαινε το τέλος της «εαμικής αυτοδιοίκησης» ξηλώνοντας τις αρχές που είχαν εγκατασταθεί από τις πολιτικές οργανώσεις ή και εκλεγεί από το λαό και εγκαθιστώντας νέες, πιστές στη νέα κυβέρνηση. Η παράδοση της εξουσίας από το ΕΑΜ γινόταν στις μονάδες της Εθνοφυλακής που προωθούνταν με τη συνοδεία βρετανικών στρατευμάτων και στις νέες αρχές που ακολουθούσαν τις στρατιωτικές δυνάμεις, σύμφωνα με τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τα πρωτόκολλα που τη συνόδευαν. Οι νέες αρχές διέλυαν τους εαμικούς θεσμούς και σύντομα περνούσαν στο στάδιο καταδίωξης των μελών και οπαδών του ΕΑΜ και στη συντριβή της υποδομής των οργανώσεων. Ο νέος νομάρχης Λαμίας, για παράδειγμα, έπαυσε τα επαρχιακά συμβούλια του ΕΑΜ και στο δήμο Λαμιέων επανέφερε το τελευταίο διοικητικό συμβούλιο που είχε διοριστεί από την κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη. Δεν άργησαν οι διώξεις όσων είχαν συνδεθεί με το εαμικό κίνημα και η εκκαθάριση των υπηρεσιών από αυτούς ενώ από την άλλη απελευθερώθηκαν όσοι κρατούνταν από την Εθνική Πολιτοφυλακή κατηγορούμενοι για δωσιλογισμό, όπως ο κατοχικός νομάρχης Τρικάλων Πιπιλιάγκας.
Οι θεσμοί της λαϊκής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης καταργήθηκαν, οι φορείς τους κυνηγήθηκαν ενώ ακόμα και τα υλικά τους ίχνη καταστράφηκαν. Η αυτοδιοίκηση σε όλη τη χώρα πλέον υπαγόταν στην κεντρική εξουσία, και οι τοπικές εξουσίες γίνονταν κύτταρα του αγώνα ενάντια στον «συμμοριτισμό». Η βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού είχε αντικατασταθεί από αυτήν της βρετανικής οργάνωσης  Εμ-Ελ και αυτή με τη σειρά της με εκείνη της ΟΥΝΡΑ των Ηνωμένων Εθνών και ουσιαστικά των ΗΠΑ. Σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, η πολιτική καταπίεση θα περνούσε μέσα από τα όργανα της αυτοδιοίκησης που θα αποφάσιζαν ποιοι ήταν αρκετά εθνικόφρονες ώστε να λάβουν την αναγκαία βοήθεια.
Ο πρόεδρος της κοινότητας, που συνήθως ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον επικεφαλής της τοπικής Οργάνωσης Εθνικοφρόνων, ήταν ένας «μικρός άρχοντας» που είχε πολλές φορές εξουσία ζωής και θανάτου πάνω στους συγχωριανούς του. Αυτός καθόριζε όχι μόνο ποιοι θα δουλέψουν και σε ποιους θα κατευθυνθούν τα αγαθά της ξένης βοήθειας, αλλά και ποιος  θα εκτοπιστεί στην εξορία και ποιος θα εκτελεστεί ακόμα. Στην κοινότητα απευθύνονταν και τα γράμματα των μακρονησιωτών με τις δηλώσεις μετανοίας και ανάνηψης από τον κομμουνισμό.
Η ήττα της Αριστεράς στον εμφύλιο καθόρισε σε τοπικό επίπεδο τη μορφή και το περιεχόμενο της αυτοδιοίκησης. Θα έπρεπε να τελειώσει ο εμφύλιος για να ξαναπιαστεί το νήμα της λαϊκής συμμετοχής μέσα σε νέες οπωσδήποτε συνθήκες.

* Του Γιάννη Σκαλιδάκη. Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ
Βασική Βιβλιογραφία

Δημήτριος Ι. Ζέπος, Λαϊκή δικαιοσύνη εις τας ελευθέρας περιοχάς της υπό κατοχήν Ελλάδος, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1986.

Χρήστος Κωνσταντινόπουλος, Η εφαρμογή των θεσμών της Αυτοδιοίκησης και της Λαϊκής Δικαιοσύνης στη Γορτυνία (1943-44). Ανέκδοτα έγγραφα, Αθήνα, Οδυσσέας.

Γεωργούλας Μπέικος, ΕΑΜ και Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, Θεσσαλονίκη, 1976.

Γεωργούλας Μπέικος, Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα, τόμος 2ος, Θεμέλιο, Αθήνα, 2005.

Θανάσης Τσουπαρόπουλος, Οι λαοκρατικοί θεσμοί της Εθνικής Αντίστασης, Ιστορική και Νομική Προσέγγιση, Αθήνα, εκδόσεις Γλάρος, 1989.

Χρήστος Τυροβούζης, Αυτοδιοίκηση και «Λαϊκή» Δικαιοσύνη 1942-1945, Αθήνα, Προσκήνιο, 1991.

Πηγή: erodotos weblog

Δρόμοι παλιοί…

Μανόλης Αναγνωστάκης…δεν είναι απλά μια επέτειος…

κυβέρνηση του βουνού!

«Ορκίζομαι ότι θα εκτελέσω πιστά τα καθήκοντά μου σαν μέλος της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, έχοντας σαν γνώμονα το συμφέρον της πατρίδας μου και του ελληνικού λαού, ότι θα αγωνιστώ με αυτοθυσία για την απελευθέρωση της χώρας μου από το ζυγό των κατακτητών, ότι θα υπερασπίζω παντού και πάντοτε τις λαϊκές ελευθερίες και θα είμαι παραστάτης και οδηγός του λαού στον αγώνα για τη λευτεριά του και τα κυριαρχικά του δικαιώματα». Όρκος της ΠΕΕΑ

Στις 3 Μάρτη 1944 δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του ΕΑΜ στο χωριό Βίνιανη της ορεινής Ευρυτανίας η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), αποκαλούμενη «Κυβέρνηση του Βουνού». Σκοπός της ήταν η οργάνωση της διοίκησης της «ελεύθερης Ελλάδας.» Η ΠΕΕΑ αυτοδιαλύθηκε λίγο πριν την απελευθέρωση, στις 9 Οκτωβρίου 1944.

Στο μικρό αυτό ορεινό χωριό πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες, κομβικής σημασίας, συσκέψεις για την υλοποίηση των στόχων που είχαν εξαρχής τεθεί. Mεταξύ των δηλωμένων στόχων στην ιδρυτική πράξη της 10ης Μαρτίου η Εθνική Απελευθέρωση, η αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας, η βελτίωση, ολοκλήρωση και απρόσκοπτη λειτουργία των θεσμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η προσαρμογή του λαϊκού στρατού στις αξιώσεις της νέας πραγματικότητας, η ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του ελληνικού λαού και η περίθαλψη των θυμάτων του κατακτητή, καθώς και η ένωση όλου του ελληνικού λαού, κάτω από μια ενιαία δική του κυβέρνηση.

Από τις εκλογές που η ΠΕΕΑ προκήρυξε για το τελευταίο δεκαήμερο του Απρίλη του ‘44 εκλέχτηκαν 180 εκπρόσωποι για την πρώτη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου (Βουλής του Βουνού). Στις εκλογές πήραν μέρος μέλη του ΚΚΕ, του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας, του Σοσιαλιστικού Κόμματος, του Σοσιαλεργατικού, της Δημοκρατικής Ένωσης, της Ένωσης της Λαϊκής Δημοκρατίας, του Κόμματος των Αριστερών Φιλελευθέρων, του Μεταρρυθμιστικού Κόμματος, καθώς και ανεξάρτητοι. Σημειώνεται ότι για πρώτη φορά εκλέγονται πέντε Ελληνίδες βουλευτές.

Στις 18 Απρίλη του 1944, η ΠΕΕΑ ανασχηματίζεται και, από τα πέντε μέλη που την αποτελούσαν αρχικά, φτάνει να αριθμεί εννιά επικεφαλής Γραμματειών (υπουργείων): ο Αλέξανδρος Σβώλος ήταν γραμματέας Εξωτερικών, Παιδείας, Θρησκευμάτων και Λαϊκής Διαφώτισης (και πρόεδρος της ΠΕΕΑ). Ο Ευρ. Μπακιρτζής γραμματέας Επισιτισμού (και αντιπρόεδρος της ΠΕΕΑ). Ο Ηλ. Τσιριμώκος γραμματέας Δικαιοσύνης. Ο Εμ. Μάντακας γραμματέας Στρατιωτικών. Ο Ν. Ασκούτσης γραμματέας Συγκοινωνίας. Ο Αγγ. Αγγελόπουλος γραμματέας Οικονομικών. Ο Π. Κόκκαλης γραμματέας Κοινωνικής Πρόνοιας. Ο Κ. Γαβριηλίδης γραμματέας Γεωργίας. Ο Στ. Χατζήμπεης γραμματέας Εθνικής Οικονομίας.

Από τις 14 έως τις 27 Μάη του ίδιου χρόνου, το Εθνικό Συμβούλιο συνέρχεται στις Κορυσχάδες στην Ευρυτανία. Τα ψηφίσματα που υποβλήθηκαν αναφέρουν ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό και ασκούνται από το λαό», ότι η Αυτοδιοίκηση και η Λαϊκή δικαιοσύνη είναι θεμελιώδεις θεσμοί του δημόσιου βίου των Ελλήνων, ότι οι λαϊκές ελευθερίες είναι ιερές και απαραβίαστες και ότι τα πολιτικά και αστικά δικαιώματα είναι για όλους, ανεξαρτήτως φύλου. Τέλος, επισημαίνεται ότι η εργασία είναι βασική κοινωνική λειτουργία και επίσημη είναι η γλώσσα του λαού.

Γενικότερα, στο διάστημα μεταξύ ίδρυσης και αυτοδιάλυσής της, η ΠΕΕΑ εξέδωσε 27 «Δελτία πράξεων και Αποφάσεων», που αποτελούσαν την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της ΠΕΕΑ και περιλάμβαναν: 79 αποφάσεις, 64 πράξεις, 4 ψηφίσματα του Εθνικού Συμβουλίου, που ήταν η «Βουλή» της ΠΕΕΑ, 2 πρωτόκολλα ορκωμοσίας, που όλα μαζί δίνουν την πλήρη εικόνα της άσκησης της λαϊκής εξουσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ψήφιση τον Αύγουστο του 1944 του Κώδικα Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για τους θεσμούς της αυτοδιοίκησης, το οποίο επεξεργάστηκε ειδική νομοτεχνική επιτροπή της κυβέρνησης του Βουνού.

Ακολούθησαν τα γεγονότα με τον Γεώργιο Παπανδρέου και η σύσκεψη του Καΐρου, η δημιουργία της κυβέρνησης και η πρόταση της ΠΕΕΑ για συμμετοχή της στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον όρο να αντικατασταθεί ο Παπανδρέου από άλλο πρωθυπουργό, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή.

Παρόλες τις διαφωνίες τους, πάντως, το τηλεγράφημα που στάλθηκε το Σεπτέμβρη από την κυβέρνηση του βουνού, υπογεγραμμένο από τους Σβώλο, Παρτσαλίδη, Σιάντο προς το Κάιρο δήλωνε συνθηκολόγηση σε όλα τα ζητήματα και χωρίς όρους. «Η ηγεσία των ανθρώπων της ελεύθερης Ελλάδας είχε υποταχτεί στον πρωθυπουργό της εξόριστης κυβέρνησης, στο Βασιλιά και κυρίως στους Άγγλους».

Από τα μέσα του Σεπτέμβρη 1944, οι δράσεις της ΠΕΕΑ περιορίζονται και το Νοέμβρη του 1944 ψηφίζεται η αυτοδιάλυση της ΠΕΕΑ με την υπογραφή των Σβώλου, Σιάντου, Τσιριμώκου, Μάντακα, Ασκούτση, Αγγελόπουλου, Γαβριηλίδη και Χατζημπέη. Η επαναστατική λαϊκή κυβέρνηση οδήγησε το λαό σε εκλογές και τα αποτελέσματά τους νομιμοποιήθηκαν, μέσω της σύστασης του Εθνικού Συμβουλίου, το οποίο την ενέκρινε. Την ίδια μέρα πραγματοποιείται και η αυτοδιάλυση του Εθνικού Συμβουλίου με την παρουσία των μελών της ΠΕΕΑ.

Πηγή: tvxs.gr

τα λουστράκια…

ο χορός των σκυλιών…

Δεκαοχτώ χρόνια μετά…

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση