Σκέψεις για το εγχείρημα της Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης: ανοικτή επιστολή προς γονείς και εκπαιδευτικούς [1]

Η εισαγωγή της διαδικασίας της Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης (ΕξΑΕ) σε ένα περιβάλλον όπως αυτό του Δημοτικού Σχολείου δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς πρέπει να ληφθούν υπόψη μια σειρά από διακριτές παραμέτρους όπως: α) το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών, β) η επικρατούσα διδακτική μεθοδολογία και το εκπαιδευτικό υλικό, γ) η τεχνολογική υποδομή, δ) οι γνώσεις εκπαιδευτικών και μαθητών σχετικά με τις νέες τεχνολογίες. Ας δούμε λοιπόν αυτές τις παραμέτρους μία-μία, με τα δεδομένα της παρούσας περίστασης.

Α) Η παράμετρος του αναλυτικού προγράμματος δεν μας απασχολεί στην παρούσα περίσταση, αφού οι όποιες προτεινόμενες δραστηριότητες αναμένεται να έχουν ανακεφαλαιωτικό χαρακτήρα σε ενότητες που ήδη έχουν διδαχθεί οι μαθητές.

Β) Η επικρατούσα διδακτική μεθοδολογία στη συμβατική τάξη στηρίζεται στην αλληλεπίδραση εκπαιδευτικού – μαθητή. Αντίθετα, στην ΕξΑΕ η αλληλεπίδραση στηρίζεται κυρίως στο εκπαιδευτικό υλικό και στα τεχνολογικά μέσα που αξιοποιούνται. Το εκπαιδευτικό υλικό αποτελεί το βασικό μοχλό της διδακτικής διαδικασίας στην ΕξΑΕ, αφού είναι το κύριο μέσο που φέρνει σε επαφή τους μαθητές με το περιεχόμενο της μάθησης. Όσοι έχουν συμμετάσχει σε προγράμματα ΕξΑΕ γνωρίζουν πως το υλικό (κείμενα προς μελέτη, εμπεδωτικές δραστηριότητες κ.λπ.) είναι δομημένο αποκλειστικά για τις ανάγκες αυτού του τρόπου διδασκαλίας, και μάλιστα η δημιουργία και η ανανέωσή του απαιτεί πολλαπλάσιο χρόνο σε σχέση με το συμβατικό εκπαιδευτικό υλικό, αφού σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να λάβεις υπόψη σου και τις δυνατότητες/περιορισμούς των τεχνολογικών μέσων που χρησιμοποιούνται (όποιος έχει εμπειρία από την παλαιότητα των εγχειριδίων ΕξΑΕ του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου μπορεί να το κατανοήσει αυτό). Στη δική μας περίπτωση, όμως, οι εκπαιδευτικοί είναι εξοικειωμένοι στη δημιουργία και χρήση εκπαιδευτικού υλικού που είτε κατά βάση είναι έντυπο (π.χ. εργασίες σε «φωτοτυπίες») ή όταν είναι σε ψηφιακή μορφή (π.χ. εκπαιδευτικό λογισμικό, προβολή βίντεο κ.λπ.) υποστηρίζεται από τον διδάσκοντα με τη λεκτική επικοινωνία και την επαφή του με τους μαθητές εντός της αίθουσας. Το να επιλέξουν, λοιπόν, οι εκπαιδευτικοί να αξιοποιήσουν αποκλειστικά το εκπαιδευτικό υλικό με το οποίο είναι εξοικειωμένοι (εργασίες σε έντυπη μορφή, «φωτοτυπίες»), μετατρέποντάς το απλώς σε ψηφιακή μορφή (π.χ. αναρτώντας το ως αρχείο σε έναν ιστοχώρο, από όπου θα μπορεί να το κατεβάσει ο γονέας/μαθητής) ή διακινώντας το με ψηφιακά μέσα (π.χ. μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), ενώ είναι εξαιρετικά εύκολο να υλοποιηθεί, δεν συνιστά ΕξΑΕ, αφού πρέπει να απαντηθούν ερωτήματα όπως π.χ. με ποιο τρόπο θα εργαστεί ο μαθητή στο υλικό αυτό; Θα το εκτυπώσει (και πού;) και αν το εκτυπώσει και δουλέψει πάνω σε αυτό, πώς θα το επιστρέψει στον εκπαιδευτικό για ανατροφοδότηση;

Γ) Η τεχνολογική υποδομή είναι σημαντική στο μέτρο που αποτελεί το μέσο σύνδεσης – επικοινωνίας μεταξύ εκπαιδευτικού μαθητή και το μέσο όπου αναρτάται το εκπαιδευτικό υλικό. Αυτό απαιτεί πρώτα απ΄ όλα την ύπαρξη τέτοιων υποδομών και την καλή λειτουργία τους, και φυσικά την κατοχή τεχνολογικών μέσων εκ μέρους εκπαιδευτικών και γονέων/μαθητών που να εξασφαλίζουν την πρόσβαση σε αυτήν την υποδομή. Στην περίπτωσή μας οι τεχνολογικές υποδομές του Σχολικού Δικτύου εξασφαλίζουν (φαινομενικά) επί της αρχής τη βασική πλατφόρμα ανάρτησης υλικού. Ωστόσο, καθ’ όλο το διάστημα από την παύση λειτουργίας των σχολείων και μετά, λόγω της συνεχιζόμενης από απόστασης λειτουργίας των σχολείων (η διοικητική λειτουργία των σχολείων συνεχίζεται κανονικά), της προσπάθειας ανάρτησης εκπαιδευτικού υλικού εκ μέρους εκπαιδευτικών, και της προσπάθειας απόκτησης λογαριασμών πρόσβασης εκ μέρους των μαθητών, οι υποδομές του συστήματος εμφανίζουν συνεχή δυσλειτουργία. Τα αποτελέσματα της δυσλειτουργίας αυτής φανταζόμαστε πως έγιναν εμφανή σε όλους αυτούς που προσπάθησαν να δημιουργήσουν μαθητικό λογαριασμό στο Σχολικό Δίκτυο. Άλλωστε το σχολείο έγινε δέκτης πάρα πολλών αιτημάτων για βοήθεια στο θέμα αυτό.

Η δεύτερη πτυχή της τεχνολογικής υποδομής αφορά την κατοχή των τεχνολογικών μέσων εκ μέρους εκπαιδευτικών και γονέων/μαθητών. Λέγοντας τεχνολογικά μέσα, εννοούμε τόσο τον εξοπλισμό (π.χ. ηλεκτρονικούς υπολογιστές) όσο και την πρόσβαση στο δίκτυο. Αν υποθέσουμε πως για τους εκπαιδευτικούς (έστω για την πλειοψηφία αυτών) η πρώτη προϋπόθεση (κατοχή υπολογιστών και πρόσβασης στο δίκτυο) ισχύει (προφανώς αναφερόμαστε στην κατάσταση που ισχύει στις οικίες τους, διότι στα σχολεία υπάρχει ο εξοπλισμός και η πρόσβαση, πλην όμως η παρουσία των εκπαιδευτικών στα σχολεία απαγορεύεται), αυτό δεν είναι βέβαιο για το σύνολο των γονέων/μαθητών. Ενδεικτικά, από το σύνολο των οικογενειών που έχουν μαθητές στο σχολείο μας, έχουν σταθερό τηλέφωνο (άρα και εν δυνάμει απρόσκοπτη πρόσβαση στο δίκτυο χωρίς ογκοχρέωση – κάτι που προφανώς δεν ισχύει για όλους, διότι δε σημαίνει ότι όποιοι έχουν σταθερό τηλέφωνο έχουν κατ’ ανάγκη και σύνδεση στο δίκτυο) τα ¾ αυτών. Άρα το ¼ των οικογενειών βγαίνει εξ αρχής έξω από κάθε προσπάθεια που θα απαιτούσε μεγάλη εμπλοκή των μαθητών με τη χρήση αυξημένων δικτυακών πόρων. Επίσης δεν πρέπει να αγνοήσουμε πως για το σύνολο των οικογενειών δεν υπάρχει διαθέσιμος υπολογιστής στο σπίτι, καθώς για ένα μεγάλο αριθμό αυτών η πρόσβαση στο δίκτυο (όταν αυτή υπάρχει) γίνεται μέσω κινητών τηλεφώνων. Ήδη έχουμε δεχτεί σχετικά μηνύματα από γονείς που ερωτούν αν – στο όποιο εγχείρημα σχετικά με την ΕξΑΕ, θα μπορούν να έχουν πρόσβαση μέσω κινητών τηλεφώνων.

Δ) Η τελευταία παράμετρος αφορά τις γνώσεις εκπαιδευτικών και γονέων/μαθητών σχετικά με τις νέες τεχνολογίες. Σε ό,τι αφορά την πλειονότητα των υπηρετούντων εκπαιδευτικών οι γνώσεις αυτές δεν προσφέρθηκαν στο επίπεδο των βασικών τους σπουδών, ενώ μικρός είναι ο αριθμός αυτών που στο πλαίσιο της ενδοϋπηρεσιακής επιμόρφωσης είχε την ευκαιρία να αποκτήσει τέτοιες γνώσεις σε κάποια στιγμή της επαγγελματικής τους διαδρομής, και ακόμη πιο λίγοι είναι αυτοί που μπόρεσαν να τις αξιοποιήσουν και να τις εντάξουν στο ισχύον μοντέλο δια ζώσης διδασκαλίας (διότι αυτό απαιτεί την αναγκαία ύπαρξη των παραπάνω τριών παραμέτρων). Σε μεγάλο βαθμό το ίδιο ισχύει και για τους μαθητές/γονείς. Το σερφάρισμα στο κινητό, το Youtube και το Facebook δε σημαίνουν κατοχή των απαραίτητων δεξιοτήτων, ούτε βέβαια το on line gaming, στο οποίο οι μαθητές μπορεί να είναι καλοί.

Τέλος, βασική προϋπόθεση κάθε εγχειρήματος αξιοποίησης της ΕξΑΕ είναι η σταδιακή εξοικείωση εκπαιδευτικών και μαθητών σε ένα κλιμακούμενο μαθησιακό περιβάλλον. Προφανώς στην παρούσα περίσταση αυτό δεν ισχύει. Άλλωστε, ακόμη και η προθεσμία που έθεσε το Υπουργείο για την έκδοση μαθητικών λογαριασμών (που είναι καθαρά τεχνικό θέμα και  υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσε να λυθεί σε λίγο χρόνο) φάνηκε πως ήταν εξαρχής αδύνατον να πραγματοποιηθεί στο προσδιοριζόμενο διάστημα, για αυτό και  πήρε παράταση ως την άλλη εβδομάδα. Πόσο μάλλον να επιτευχθεί ο ριζικός (και βίαιος – θα συμπληρώναμε, υπό τις ανάγκες της επείγουσας περίστασης που αντιμετωπίζει η χώρα) αναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης.

Αντιλαμβανόμαστε πως η μακροχρόνια αποχή μαθητών και εκπαιδευτικών από την εκπαιδευτική διαδικασία είναι προβληματική, τόσο στο μαθησιακό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της καθημερινότητας, του θετικού κλίματος, της διατήρησης καλής ψυχολογίας των μαθητών και της όποιας ενεργοποίησής τους. Τα σχολεία κάποια στιγμή θα ανοίξουν και τότε θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε τις μαθησιακές συνέπειες αυτής της διακοπής. Ενδεχομένως όμως στο μεσοδιάστημα αυτό οι μαθητές μας θα κληθούν να αντιμετωπίσουν και άλλα σημαντικότερα ζητήματα (ανεργία γονέων, ασθένειες ή και απώλειες προσφιλών προσώπων (απευκταίο, αλλά…). Τι μπορούμε, λοιπόν, να κάνουμε από τη μεριά μας για να διατηρήσουμε μια στοιχειώδη «κανονικότητα», μια ρουτίνα όπου οι μαθητές μας να νιώσουν ότι δεν είναι μόνοι. Δεν ξεχνάμε ότι οι εκπαιδευτικοί, μετά τους γονείς, είμαστε οι «σημαντικοί άλλοι» για τα παιδιά της ηλικίας με τα οποία εργαζόμαστε.

Δεν πρέπει επίσης το εγχείρημα αυτό να εντείνει την ταξικότητα και τις όποιες διακρίσεις υφίστανται μεταξύ των μαθητών μας. Τι θα γίνει με τους μαθητές μας που αδυνατούν να μετέχουν σε αυτό; Εδώ ανακύπτουν ζητήματα προσκομμάτων πρόσβασης στη δημόσια, δωρεάν και υποχρεωτική εκπαίδευση, με τα δυο τελευταία (δωρεάν και υποχρεωτική) να είναι αμφισβητήσιμα στην παρούσα περίπτωση. Εν ολίγοις, εντείνουμε τις προϋπάρχουσες διακρίσεις μεταξύ των μαθητών μας, εξαναγκάζοντας αυτούς που δεν έχουν την πρόσβαση να παραμείνουν εκτός από αυτό που θα φτιάξουμε;

Για να μη βάζουμε, λοιπόν, το κάρο μπροστά από το άλογο, και μετά να απορούμε γιατί το εγχείρημα δεν αποδίδει, πρέπει να δούμε όλες τις πτυχές αυτής της εξαγγελίας. Υπάρχει ζύμωση μεταξύ εκπαιδευτικών και συνεργαζόμενων σχολείων για να βρούμε τη βέλτιστη λύση, δεδομένων των συνθηκών. Πρέπει όμως να αντιληφθούμε πως οι δικές μας προσπάθειες συνιστούν αναγκαία, πλην όμως όχι και επαρκή συνθήκη για την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος. Ευελπιστούμε εντός των ερχόμενων ημερών να είμαστε σε θέση να δώσουμε πιο συγκεκριμένες κατευθύνσεις.

Με εκτίμηση

[1] Η δημοσίευση αυτή έχει αποκλειστικά ενημερωτικό σκοπό και δε σχετίζεται σε καμιά περίπτωση με τη διοικητική λειτουργία του σχολείου. Ο συντάκτης της εκθέτει τους προσωπικούς του προβληματισμούς, συνυπολογίζοντας τις τεχνολογικές, εκπαιδευτικές και κοινωνικές διαστάσεις αυτής της περίστασης καθώς και τη μακρά εμπειρία του ως εκπαιδευόμενου σε προγράμματα ΕξΑΕ, τόσο σε ενδοϋπηρεσιακό επίπεδο όσο και στο επίπεδο μεταπτυχιακών σπουδών, που όμως, φευ, δεν μπορεί να του δώσει απαντήσεις και λύσεις σε όσα τώρα πρέπει να κάνει.

 

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων