Αρχείο ετικέτας Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (1453-1821)

Ο Γραικός, ο Ρωμιός και ο Έλληνας

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Α​​πό τον Αριστοτέλη και την «Ποιητική» του ξέρουμε πως η ποίηση, που ασχολείται με το «καθόλου», είναι «φιλοσοφότερη» της ιστορίας, που καταπιάνεται με το «καθ’ έκαστον». Μπορεί και να ισχύει. Αλλά όπως οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους, έτσι οι αφορισμοί έχουν τους περιορισμούς τους. Χωρίς την ιστοριογραφία πάντως, η φιλοσοφία που αποσκοπεί στη διερεύνηση των ανθρωπίνων, στην ατομική και τη συλλογική φανέρωσή τους, θα είχε πολύ λιγότερα ερείσματα, και λιγότερο στέρεα.

Τμήμα διακριτό και σπουδαίο της ιστορίας των ανθρώπων, η ποίηση αποτελεί επιπλέον και ένα ευαίσθητο ιστοριογραφικό δεδομένο η ίδια, μια μαρτυρία που εκτιμάται σε συνάρτηση με τα στοιχεία που παρέχουν οι μη λογοτεχνικές πηγές. Ιδιαίτερα η δημοτική ποίηση, με την ανιδεολογική αθωότητα που εν γένει τής αναγνωρίζεται, μπορεί να εμπλουτίσει τις ιστορικές και ανθρωπολογικές γνώσεις μας, σαν συμπληρωματική αλλά αυτοτελής πηγή. Το βλέπουμε αυτό και με τα λεγόμενα ιστορικά δημοτικά τραγούδια, όσα πλάστηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, για να ιστορήσουν συγκεκριμένα επεισόδια του Αγώνα ή εξέχουσες μορφές του. Αν τα ρωτήσουμε με σεβασμό, χωρίς να τα θεωρούμε κατώτερης στάθμης κείμενα, θα μας δώσουν ενδιαφέρουσες απαντήσεις για κάποιους δείκτες συνδεόμενους με την ελληνογνωσία μας. Ας μείνουμε εδώ στον εθνωνυμικό δείκτη.

Στα προεπαναστατικά δημοτικά τραγούδια το εθνώνυμο Έλληνας απαντά σπανιότατα, και κυρίως στα ποντιακά άσματα (Τραντέλλενας). Απαξιωμένο όπως ήταν επί αιώνες, στη διάρκεια τη Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αφού οι ηγεμονεύοντες χριστιανοί το ταύτισαν με τους παγανιστές, τους εθνικούς, τους ειδωλολάτρες, υποχώρησε μπροστά στα ονόματα Γραικός και το Ρωμιός, ακόμα και το χριστιανός. Στα τραγούδια που συντέθηκαν μέσα στην Επανάσταση, το Έλληνας εμφανίζεται πλέον συχνότερα, σαν ισότιμο των άλλων δύο εθνωνύμων, γεγονός που δεν μπορεί να είναι άσχετο με την όλη συζήτηση περί του πρέποντος ή του πιο ταιριαστού ιστορικά εθνωνύμου (ο «Διάλογος δύο Γραικών» του Αδαμάντιου Κοραή είχε εκδοθεί το 1805), όση απόσταση κι αν υποθέσουμε ότι υπήρχε ανάμεσα σε «επώνυμους» λόγιους και «ανώνυμους» πολεμιστές.

Ο Μακρυγιάννης λοιπόν χρησιμοποιεί το όνομα Έλληνας σε γύρισμα που ενθέτει σε ένα τραγούδι που λέει στην παρέα του, παίζοντας τον περίφημο ταμπουρά του, πολιορκημένος στην Ακρόπολη, το 1826. Ο καπετάνιος τραγουδάει μισό αυτοσχεδιάζοντας, μισό αναπλάθοντας παλαιότερα μοτίβα, όπως είχε πράξει σε άλλη περίσταση και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Διαβάζουμε στα «Απομνημονεύματα» του Στρατηγού:

«Τότε έκατσε ο Γκούρας και οι άλλοι και φάγαμεν ψωμί· τραγουδήσαμεν κι εγλεντήσαμεν. Με περικάλεσε ο Γκούρας κι ο Παπακώστας να τραγουδήσω· ότ’ είχαμεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήσει – τόσον καιρόν, οπού μας έβαλαν οι ‘διοτελείς και γγιχτήκαμεν διά να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά.

Τότε λέγω ένα τραγούδι: Ο ήλιος εβασίλεψε, / -Eλληνά μου εβασίλεψε- / και το Φεγγάρι εχάθη / κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια / τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν. / Γυρίζει ο Hλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει· / “Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα, / άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι αντρών τα μοιργιολόγια / γι’ αυτά τα ‘ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα, /και μες στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα /. Για την πατρίδα πήγανε στον Aδη, τα καημένα”».

«Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και μου λέγει: “Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμει ο Θεός· άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγει”. – Είχα κέφι, τού ειπα, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον  καιρόν. Oτι εις τα ‘ρδιά πάντοτες γλεντούσαμεν». Στη μάχη που ακολούθησε ο Γκούρας σκοτώθηκε.

Δεν καινοτόμησε πάντως ο Μακρυγιάννης. Το όνομα Έλληνας το συναντάμε σε δημοτικό τραγούδι που πλάστηκε ήδη στον πρώτο χρόνο της Επανάστασης, για να απαθανατίσει τη μάχη της Αλαμάνας, τη γενναιότητα του Διάκου και το μαρτυρικό του τέλος. Το τραγούδι αυτό, όπως υπογραμμίζει και ο Νικόλαος Πολίτη στις «Εκλογές», «εποιήθη μήνάς τινας μετά τον θάνατον του Διάκου». «Είχα δύο αντίγραφα αυτού του τραγουδιού», σημειώνει σχετικά ο Κλοντ Φοριέλ, που το δημοσίευσε το 1824 στο Παρίσι. «Το ένα το οφείλω στις φροντίδες ενός Eλληνα πολύ αγαπητού φίλου, ο οποίος το μάζεψε στα ίδια τα μέρη όπου βγήκε το τραγούδι».

Οι κρίσιμοι στίχοι στην εξακριβωμένης αυθεντικότητας παραλλαγή του Γάλλου νεοελληνιστή: «Στην Αλαμάνα έφθασαν, κι έπιασαν τα ταμπόρια. / “Καρδιά, παιδιά μου”, φώναξε, “παιδιά μη φοβηθείτε. / Ανδρεία ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε”».

Ο Διάκος τα λέει αυτά, ο οποίος, και στη συγκεκριμένη την παραλλαγή του τραγουδιού, λίγο παρακάτω, αλλά και σ’ εκείνη που δημοσίευσε ο Πολίτης, αυτοπροσδιορίζεται ως Γραικός:

«Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω, / κι Ομέρ Βριόνης μυστικά στον δρόμον τον ερώτα: / “Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστιν σου ν’ αλλάξεις, / να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιάν ν’ αφήσεις;” / Κι εκείνος τ’ απεκρίθηκε και με θυμόν τού λέγει: / “Πάτε κι εσείς κι η πίστις σας, μουρτάτες, να χαθείτε· εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ’ απεθάνω”».

Κανένας ψυχικός ή πνευματικός διχασμός βέβαια. Έλληνας και Γραικός, αλλά και Ρωμιός, είναι ισοδύναμα πλέον, και εναλλάξιμα, όπως ισοδύναμα είναι τα ονόματα Αχαιοί, Αργείοι και Δαναοί στα ομηρικά έπη, όπου δεν απαντά το εθνικό όνομα Eλλην. Eξι χρόνια άλλωστε μετά τον θάνατο του Διάκου, ο λαϊκός τραγουδιστής βάζει στο στόμα του θνήσκοντος Γεωργίου Καραϊσκάκη την ίδια προτροπή, με επουσιώδεις λεκτικές διαφορές. Πληγωμένος ο Καραϊσκάκης, στον κάμπο της Αθήνας, νιώθει το τέλος του και «ψιλή φωνίτσα βάζει»: «Έλληνες μην κιοτέψετε, παιδιά μη φοβηθείτε, / και πάρ’ το γιούχα η Τουρκιά κι ερθεί και μας χαλάσει. / Σαν Έλληνες βαστάξετε κι ωσάν Γραικοί σταθείτε».

Να ήταν άραγε κάποιος λόγιος, κάποιος γραμματιζούμενος, ο πρώτος δημιουργός του μοτίβου, αν κρίνουμε από το επίρρημα «ανδρεία», ίσως και από το «ωσάν»; Δεν είναι απίθανο, αυτή η μέθοδος άλλωστε ήταν αρκετά συχνή στη σύνθεση των δημοτικών τραγουδιών. Αν όμως ο δήμος δεν ένιωθε δική του την πρόταση, ως προς το γράμμα και ως προς το πνεύμα της, δεν θα την ενστερνιζόταν. Θα την άφηνε να σβήσει άδοξα. Δεν θα την έκανε δηλαδή δημοτική, τραγουδώντας την και ξανατραγουδώντας την, και απαλείφοντας εντέλει το επιρρηματικό «ανδρεία», πιθανόν σαν περιττό. Ή πάλι επειδή, όπως το ξέρουμε και από τον Γιάννη Αποστολάκη, στο δημοτικό –το κλέφτικο ιδίως, καθώς και ο άμεσος γόνος του, το ιστορικό τραγούδι– προτιμούν το ρήμα και τον γυμνό πλούτο του, όχι το επίθετο και το επίρρημα.

Ομιλία στην εκδήλωση «Ποίηση και Ιστορία» του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών (19.5.2018).

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Διάλεξη π. Γ. Δ. Μεταλληνού: «Παράδοση και Ανακαίνιση: Η Ορθοδοξοπατερική εκδοχή»

ΕΥΕΡΓΕΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, εκλεκτή ομήγυρη.

Σήμερα που για άλλη μια χρονιά γιορτάζουμε την ημέρα των εθνικών ευεργετών[*] και αναρωτιόμαστε για τη σημασία της, αντί για τον υψηλό τόνο πανηγυρικών λόγων, επέλεξα να σας ομιλήσω σε διαφορετικό τόνο, απ’ εκείνο που πριν δύο χρόνια, απ’ αυτή εδώ τη θέση ξανά με είχατε ακούσει. Αν και ο κλήρος για εφέτος έπεσε ξανά σε μένα – γι’ αυτό κι ευχαριστώ τους υπευθύνους οργάνωσης της σημερινής ημέρας – θα προσπαθήσω στα επόμενα επτά με οκτώ λεπτά να σας ξεδιπλώσω τη σκέψη γύρω από τη σχέση του ευεργετισμού με την εκπαίδευση. Κι αυτό διότι στην πόλη μας τα δύο παλαιότερα σχολικά κτήρια που βρίσκονται στο κέντρο της, το Παρθεναγωγείο και το πάλαι ποτέ Γυμνάσιο Μυτιλήνης, οφείλουν την ύπαρξή τους σε ευεργέτες. Υπ’ αυτήν την έννοια η ομιλία μου, πέραν του ότι θα έχει τοπικό χαρακτήρα, θα εξακτινωθεί και σε ζητήματα ολίγων άγνωστα σε πολλούς, όπως η αμεσότατη σχέση του ευεργετισμού με την εκπαίδευση, και πως αυτή η σχέση στο σημερινό εκπαιδευτικό μας σύστημα λείπει παντελώς. Και γι’ αυτό, προκαταβολικά σας πληροφορώ, κατά κύριο λόγο ευθύνεται η ίδια η σημερινή εκπαίδευση και οι δομές πάνω στις οποίες είναι στηριγμένη. Παρακάτω θα σας εκθέσω τους λόγους αυτής της ευθύνης, και πως ζητούμενο πια σήμερα είναι η επανασύνδεση αυτών των δύο μεγεθών.  Άλλωστε, τα περί ευεργετισμού λίγο πολύ σε αρκετούς είναι γνωστά και, βέβαια, κάθε χρόνο ακούγονται σε πανηγυρικούς λόγους.

Ωστόσο, επιτρέψτε μου εν τάχυ να αναφερθώ στο  φαινόμενο του ευεργετισμού, το οποίο στα αυστηρά πλαίσια διερεύνησής του από την ιστορική επιστήμη είναι γνωστό από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, και κυρίως από την περίοδο της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους κατά τον 19ο αιώνα. Είναι η περίοδος όπου η συντονισμένη, ατομική ή συλλογική προσπάθεια ανθρώπων που αγαπούσαν τα γράμματα και την εκπαίδευση, πέραν από εθνικό συνιστούσε κοινωνικό και θρησκευτικό χρέος, απέναντι σ’ ένα λαό που έβγαινε βαθιά λαβωμένος από την μακρόχρονη Τουρκοκρατία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχε απολέσει την εθνική του ταυτότητα. Γνωστή, άλλωστε, και στην Ευρώπη αυτή η προσπάθεια πρόνοιας και αγάπης προς τα γράμματα, εντασσόμενη βέβαια, στην όλο και περισσότερο αυξανόμενη τάση συγκρότησης εθνικών κρατών, καλλιεργήθηκε και από τους Έλληνες, ιδιαίτερα της Διασποράς, με στόχο να αναπληρώσει κενά, όταν η εκάστοτε κρατική εξουσία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε ανάγκες συλλογικές, όπως επί παραδείγματι η ίδρυση σχολείων, βασικών δηλαδή πόλων και θεσμών συντήρησης και διάσωσης της ελληνορθόδοξης κληρονομιάς μας.

«Το ερμάρι της ιστορίας ποτέ δεν άνοιξε με τη χρήση ενός και μόνου κλειδιού», είχε πει κάποτε σε μια συνέντευξή του ο κορυφαίος των νεοελληνικών μας γραμμάτων αείμνηστος Κ. Θ. Δημαράς. Τι, λοιπόν, είναι ο ευεργετισμός και πως μέσα σ’ ένα από τα ερμάρια της Ιστορίας μπορεί κανείς να τον μελετήσει, συνδέοντάς τον με την εκπαίδευση; Μήπως και εμείς σήμερα, όσοι αγαπάμε τα γράμματα και την εκπαίδευση, ταυτίζουμε τους εαυτούς μας με τις προσδοκίες και τα οράματα μεγάλων ευεργετών, όπως λόγου χάριν όλοι εκείνοι που τα ονόματά τους είναι χαραγμένα σε μαρμάρινες πλάκες στην Αίθουσα Τελετών του ιστορικού Γυμνασίου Μυτιλήνης; Όσοι από εσάς έχετε βρεθεί σε κάποια εκδήλωση σ’ αυτήν την αίθουσα κόσμημα θα τα έχετε προσέξει. Το λέγω αυτό διότι δεν είναι καθόλου παράξενο σ’ αυτούς τους ευεργέτες να ανιχνεύσουμε απόηχους της δικής μας πνευματικής κατάστασης, αφού μέσα από την αγάπη μας για τα γράμματα και τη διδασκαλία, ως δάσκαλοι σήμερα, σε ιστορικά εκπαιδευτήρια, καθημερινά τους νιώθουμε να κινούνται ανάμεσά μας. Άλλωστε, εμείς οι νεότεροι τους οφείλουμε χρέος μεγάλο γιατί κληθήκαμε να διδάσκουμε σε εκπαιδευτήρια που με δική τους πρωτοβουλία, οικονομική κυρίως, κτίστηκαν. Σ’ όλους μας είναι γνωστά τα ονόματα και η δράση τους: καπού – Κεχαγιάς άρχοντας Σταυράκης, Σοφοκλής Βουρνάζος, Μητροπολίτες Μυτιλήνης Καλλίνικος Β΄ και Μελέτιος Φωτίου, για να αναφέρω αυτούς που άμεσα συνδέθηκαν με την εκπαίδευση και τα δύο προαναφερόμενα εκπαιδευτήρια της πόλης μας.

Ο ευεργετισμός, λοιπόν, και η άμεση σύνδεσή του με την εκπαίδευση συνέκλινε πάνω σ’ ένα βασικό σκοπό, στην παραχώρηση του προσωπικού πλούτου για σκοπούς που είχαν σχέση με την παιδεία των ελληνοπαίδων. Πρόκειται για εκείνο το φαινόμενο των «χρηματοφόρων υποκειμένων», όπως πολύ σωστά από ειδικούς έχει χαρακτηριστεί, το οποίο υπό συνθήκες, μεταβίβαζε στην πολιτεία ή σε συλλογικότητες, κυρίως θρησκευτικές, μιας και η Εκκλησία τότε διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στα εκπαιδευτικά πράγματα, τον πλούτο τους για να τον διαχειριστούν με συγκεκριμένο σκοπό, όχι μόνο με την ανέγερση σχολείων αλλά και με την λειτουργία τους. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι αρκετό για να κατανοήσουμε την αγάπη αυτών των ανθρώπων για την εκπαίδευση. Ο άρχοντας Σταυράκης, που στα 1742 ίδρυσε το πρώτο σχολείο στη Μυτιλήνη, το ονομαστό Ελληνομουσείον και μετέπειτα Παρθεναγωγείο, το προίκιζε κάθε χρόνο με 100 γρόσια για να πληρώνονται οι δάσκαλοι που δίδασκαν σ’ αυτό.  Από την νοοτροπία των εθνικών ευεργετών δεν έλειπε, βέβαια, η τάση τους να εμπεδώσουν την ηγεμονία τους όχι μόνο στην αστική τάξη, αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται και ερμηνεύεται ο ρόλος τους στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, ότι δηλαδή, με καθοριστικό τρόπο συνέβαλαν στη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας και του εθνικού κράτους.

Σ’ αυτή τη συγκρότηση βασικό ρόλο έπαιζε η εκπαίδευση και τα ιδρυόμενα σχολεία. Είναι αναγκαίο, εδώ, σήμερα ημέρα εθνικών ευεργετών, να υπογραμμίσουμε και κάτι που ίσως μας διαφεύγει γι’ αυτήν τη σχέση ευεργέτη και δασκάλου. Και μας διαφεύγει γιατί σήμερα το σχολείο είναι κλειστό στη ζωή, ενώ πριν δύο σχεδόν αιώνες ήταν ανοικτό στη ζωή, συμπύκνωνε ισχυρότατους κοινούς τόπους περί εκπαιδεύσεως, ήταν ο κατεξοχήν τόπος, θα έλεγα, αυτός που συναιρούσε μέσα του όλους τους άλλους, θρησκευτικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς. Γι’ αυτό οι ευεργέτες αγαπούσαν την εκπαίδευση. Γι’ αυτό ίδρυαν σχολεία, γιατί τα σχολεία γι’ αυτούς ήταν θεσμοί συντήρησης και μετάδοσης γνώσης, κι όχι όπως σήμερα τα έχουμε καταστήσει, θεσμούς επικοινωνίας και καινοτομίας, όπου καινοτομία εννοήστε καθετί που μόνον παιδεία δεν είναι, παρά πρακτική που μετατρέπει τον μαθητή σε έναν ειδικευμένο σε κάτι μετέπειτα πολίτη. Οι ευεργέτες έβλεπαν το σχολείο ως θεσμό «μετάδοσης της γνώσης που προϋπέθετε την παρουσία μέσα στη σχολική αίθουσα ενός δασκάλου, που βαθιά πίστευε στην παιδευτική αξία του μαθήματός του, το περιεχόμενο του οποίου ήθελε να μεταδώσει στους μαθητές του, μαζί με την αγάπη του γι’ αυτό, ενός δασκάλου που θεωρούσε αδιανόητο έναν κόσμο από τον οποίο θα απουσίαζε ότι εκείνος γνώριζε και δίδασκε». Και να σκεφτούμε ότι στα δύο ιστορικά σχολεία της πόλης μας, το Παρθεναγωγείο και το Γυμνάσιο, επί μακρόν εφαρμόζονταν η αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας, η οποία παρότι είχε κάποια προβλήματα στην εφαρμογή της, μόρφωσε δασκάλους και μαθητές που επέδρασαν σημαντικά στη «διαμόρφωση συλλογικών συμπεριφορών και νοοτροπιών».

Μια ακόμη βασική συνιστώσα της σχέσης του ευεργετισμού με την εκπαίδευση ήταν ότι και οι δύο αυτοί θεσμοί διακρίνονταν για την αυθεντία τους. Ευεργέτης και δάσκαλος, αν και σήμερα αυτή η σχέση καθώς φαίνεται έχει κλείσει τον κύκλο της, υπηρετούσαν πιστά κοινούς οραματισμούς του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Παραθέτω ένα παράδειγμα για να γίνω πιο κατανοητός. Γνωστή είναι στις μέρες μας η τεραστία κρίση που περνούν οι κλασικές σπουδές. Το φαινόμενο τη καθίζησης της γλωσσικής αρχαιομάθειας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είναι ιδιαίτερα λυπηρό. Και οι επιπτώσεις, βέβαια, τραγικές: πολλοί σημερινοί μαθητές χωρίς τη διδασκαλία των αρχαίων συγγραφέων, αποκόπτονται όχι μόνο από το Όμηρο, ή των Πλάτωνα και τον Θουκυδίδη, αλλά κι από τον Παπαρρηγόπουλο, τον Παπαδιαμάντη και τον Ελύτη. Στα χρόνια, όμως, ίδρυσης, λειτουργίας και ακμής του Γυμνασίου Μυτιλήνης, ήταν αδιανόητο ένα μαθητής να μην γνωρίζει αρχαία ελληνική γλώσσα. Εδώ, η γενναιόδωρη χρηματική δωρεά του Ασημάκη Μουζάλα, στα 1890, έγινε αφορμή να αγοραστούν σειρές κλασικών συγγραφέων, οι γνωστές στερεότυπες εκδόσεις Λειψίας για να διδάσκονται οι μαθητές του Γυμνασίου αρχαίους συγγραφείς. Όπως καταλαβαίνεται, εδώ, σαφέστατα πρόκειται για ευεργέτη που στη μικρή κοινωνία της Μυτιλήνης λειτουργούσε ως αυθεντία, επαληθεύοντας με το καλύτερο δυνατό τρόπο της σχέση του ευεργετισμού με την εκπαίδευση, σχέση που προϋποθέτει την αυθεντία.

Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, εκλεκτή ομήγυρη.

Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν τον τεράστιο ρόλο που διαδραμάτισαν οι ευεργέτες στην πόλη μας. Άριστα κάμουμε σήμερα και τους μνημονεύομε. Αξίζει, όμως, να λάβουμε υπόψιν ότι η ευεργεσία δεν ήταν υποχρέωση. Ήταν πράξη προσωπικής πραγμάτωσης, «ιστορικής συνειδητότητας και κοινωνικής επίγνωσης». Ήταν, δηλαδή, «υποκειμενική χειρονομία» που λάμβανε υπόψη τις ιστορικές συνθήκες και τις κοινωνικές ανάγκες της εποχής του 19ου και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα στην πόλη μας.

[*] Ομιλία που έγινε στον Ιερό Ναό Αγίου Θεράποντα Μυτιλήνης την Ημέρα Μνήμης Εθνικών Ευεργετών (30 Σεπτεμβρίου 2017).

23η Σεπτεμβρίου· μνήμη αγίου Νικολάου νεομάρτυρος εκ Καρπενησίου

«Εν Κωνσταντινουπόλει επίσης τη 23 Σεπτεμβρίου 1672 απεκαφαλίσθη ο νεομάρτυρυς Νικόλαος εκ Καρπενησίου ορμώμενος. Ο πατήρ αυτού ηθέλησε να διδάξει εις αυτόν την τουρκικήν γλώσσαν μετά την εκμάθησιν της ελληνικής, προς τούτο δε παρέδωκεν αυτόν εις τινα λόγιον Τούρκον. Ούτος όμως, διανοηθείς να εξισλαμίση τον παίδα, ημέραν τινά ενώπιον και άλλων Τούρκων έδωκεν αυτώ προς ανάγνωσιν από χειρογράφου την μουσουλμανικήν ομολογίαν πίστεως. Ο Νικόλαος ανέγνω αυτήν ως μάθημα, αλλ’ οι παρόντες Τούρκοι και ο διδάσκαλος ηξίωσαν ότι ήδη εγένετο μουσουλμάνος. Ήρξατο μακρά και περιπετειώδης διαδικασία, υπεβλήθη ο Νικόλαος εις σκληράς ηθικάς και σωματικάς βασάνους, εκλείσθη εις την φυλακήν και εξήκοντα πέντε ημέρας, ομολογών αδιαλείπτως, εν μέσω φρικτών βασάνων, την χριστιανικήν πίστην, υπέρ ης τέλος ενδόξως απέθανε, προς καταισχύνην των τυράννων Τούρκων και ενίσχυσιν των καταδυναστευομένων χριστιανών».

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, (Αρχιεπίσκοπος Αθηνών), (31970), Οι Νεομάρτυρες, Αθήνα: Τήνος, σσ. 67-68.

Αποτέλεσμα εικόνας για Άγιος Νικόλαος ο παντοπώλης

Ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης γράφει για τον Ευγένιο Βούλγαρι

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Δύο πρόσωπα είναι οι πρωταγωνιστές αυτού του σύντομου αρθριδίου, ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης[1] – η μνήμη του τιμάται την 14η Ιουλίου – ο σημαντικότερος των Κολλυβάδων Πατέρων και ο κλεινός Ευγένιος Βούλγαρις[2], αμφότεροι λόγιοι του 18ου αιώνα. Αν και τα βήματά τους ίσως να μη διασταυρώθηκαν κάποια στιγμή στους ίδιους δρόμους, ο πρώτος έτρεφε σεβασμό για τη λογιοσύνη του δευτέρου.

Σ’ ένα από τα σημαντικότερα έργα του, την Ομολογία Πίστεως (Βενετία 1919), ο άγιος Νικόδημος απολογούμενος τρόπον τινά για τη συγγραφή αυτού του σπουδαιοτάτου βιβλίου του, γράφει τα εξής αποκαλυπτικά: «συνήθεια γαρ εξ αρχαίων χρόνων επικρατεί εις την του Χριστού Εκκλησίαν και όποιος κατηγορείται εις τα της Πίστεως, και να απολογήται εις α κατηγορείται […] Έτζι ο θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς ιδίαν Ομολογίαν εξέθετο  εξέθετο Πίστεως […] και ο θείος Μάρκος ο Εφέσου, εν τη κατά Φλωρεντίαν Συνόδω […] έτζι και πολλοί των νεωτέρων Διδασκάλων εποίησαν, ως ο Κυρ Ευγένιος και άλλοι»[3]. Άξιο παρατήρησης είναι εδώ το γεγονός ό,τι δίπλα σε κορυφαίους αγίους (Γρηγόριο Παλαμά και Μάρκο Ευγενικό) τοποθετεί και τον Ευγένιο Βούλγαρι.

Αλλά και στο Νέον Μαρτυρολόγιον (1799)[4], ο άγιος Νικόδημος αναφέρει ότι ο άγιος Κοσμάς Αιτωλός εσπούδασε στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους «υποκάτω εις τον διδάσκαλον Παναγιώτην Παλαμάν˙ μετά δε ταύτα παρέλαβε και την Λογικήν από τον διδάσκαλον Νικόλαον Τζαρτζούλιον τον εκ Μετζόβου, όστις εκεί εσχολάρχησε μετά τον σοφώτατον Ευγένιον»[5].

Πόσο σημαντική υπήρξε η φυσιογνωμία του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου φαίνεται από το παρακάτω χαρακτηρισμό του B. Knös: «το έργο του Νικοδήμου είναι σημαντικό και πολύ δικαιολογημένα κατέχει διάσημη θέση στην ιστορία τόσο της Ελληνικής Εκκλησίας όσο και του Ελληνισμού»[6].

[1] Για τον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη σημαντικές είναι οι μελέτες των: πρωτοπρ. Κ. ΚΑΡΑΪΣΑΡΙΔΗΣ, (1998), Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και το λειτουργικό του έργο, Αθήνα: Ακρίτας· G. MARNELLOS, (2002), Saint Nicodeme l’ Hagiorite (1749-1809), Θεσσαλονίκη: Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών.

[2] Για τον Ευγένιο Βούλγαρι βλ. Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ, (2011), Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806). Σκιαγράφηση των πολιτισμικών αλλαγών και των ιδεολογικών ζυμώσεων στον 18ο αιώνα. Διδακτορική Διατριβή. Θεσσαλονίκη: Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, όπου και πλουσιότατη βιβλιογραφία.

[3] Ομολογία Πίστεως, στο: Π. Β. ΠΑΣΧΟΣ, (1996), Εν ασκήσει και μαρτυρίω. Ανέκδοτα Φιλοκαλικά και Κολλυβαδικά υμναγιολογικά κείμενα για τον Μοναχισμό, τους Νεομάρτυρες και την Παράδοση, των αγίων Νικοδήμου Αγιορείτου και Αθανασίου Παρίου. Στο επίμετρο εκδίδεται ολόκληρη η δυσεύρετη Απολογία και Ομολογία Πίστεως του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Αθήνα: Αρμός, σ. 178. Και αλλού γράφει ξανά: «υπομνήσθητι, ότι και ο κατά φιλοσοφίαν περιβόητος Ευγένιος και παρά σου θαυμαζόμενος, επήγεν εις Πετζέρσκαν και προσεκύνησε τα λείψανα των εκείσε αγίων Ασκητών». Βλ. Αυτόθι, σ. 80.

[4] Όπως είναι γνωστό ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης ένα μεγάλο μέρος της συγγραφικής του δραστηριότητας το αφιέρωσε στην αγιολογία της Εκκλησίας με τη μορφή των συναξαρίων. Κι αυτό το έκαμε διότι πίστευε ότι τα συναξάρια αποτελούν πνευματική τροφή για κάθε πιστό με εποικοδομητικό και παιδαγωγικό ρόλο στη ζωή των χριστιανών. Ένα από έργα του συναξαριακού τομέα είναι και το Νέον Μαρτυρολόγιον. Μετά την πρώτη έκδοσή του στη Βενετία το 1799, γνώρισε δύο ακόμη εκδόσεις τη δεύτερη στην Αθήνα το 1856 και την τρίτη ξανά στην Αθήνα το 1961. Αξίζει, εδώ, να σημειωθεί ότι πρόθεση του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου ήταν να προλάβει τον κίνδυνο αρνήσεως της πίστης πολλών χριστιανών, εξαιτίας των πιέσεων και βασανιστηρίων που γνώριζαν από τους αδίστακτους αλλόθρησκους κατακτητές. Το γεγονός αυτό παραπέμπει κατευθείαν στην πεμπτουσία των μαρτυρίων των Νεομαρτύρων: ετούτοι αποτέλεσαν τη δόξα και το αίνος της Εκκλησίας του Χριστού και έγιναν παράδειγμα υπομονής για όλους του ορθοδόξους, οι οποίοι υπέφεραν κάτω από το δυσβάστακτο ζυγό της οθωμανικής τυραννίας. Ως συντάκτες των συναξαρίων του Νέου Μαρτυρολογίου ο άγιος Νικόδημος καταγράφει τον Πέτρο, ιερέα από τη Σόφια της Βουλγαρίας, τον Νικόλαο Μαλαξό, τον Θεοφάνη από τη Θεσσαλονίκη, τον Νικόλαο Κύρκο, τον Γεώργιο Κορέσσιο, Χιώτη λόγιο του 17ου αιώνα, τον Μελέτιο, Επίσκοπο Κυθήρων, τον Καισάριο Δαπόντε, τον ιερομόναχο Ιωακείμ εκ Πάρου και τον Ιωνά τον Καυσοκαλυβίτη. Μαζί με τα συναξάρια, το Νέο Μαρτυρολόγιο περιλαμβάνει και επτά ακολουθίες αγίων. Από τα 81 συναξάρια που περιλαμβάνονται στο εν λόγω Μαρτυρολόγιο, τα 46 ανήκουν στο άγιο Νικόδημο, ενώ τα υπόλοιπα μας κάμει γνωστό το συγγραφέα και μερικές φορές τον τόπο όπου βρίσκονταν αυτά νωρίτερα. Σημαντικό στην περίπτωση αυτή είναι το γεγονός ότι το Νέον Μαρτυρολόγιον περιλαμβάνει συναξάρια Νεομαρτύρων που ανήκουν και σε άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως την Εκκλησία της Βουλγαρίας, την Εκκλησία της Ρουμανίας και την Εκκλησία της Ρωσίας, υποδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό τον οικουμενικό και πανορθόδοξο χαρακτήρα των Νεομαρτύρων. [Απαραίτητη διευκρίνιση: αυτό το κείμενο της υποσημείωσης, αντλημένο από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Ερεσού και Πλωμαρίου, ανήκει στον γράφοντα. Μαζί με άλλα κείμενα που αφορούν την αγιολογία αυτής της τοπικής Εκκλησίας γράφτηκαν όταν το Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου σχεδίαζε τη λειτουργία της ιστοσελίδας της Ιεράς Μητροπόλεως. Απορίας άξιο είναι γιατί το όνομα του γράφοντα δεν αναφέρεται από τους σημερινούς διαχειριστές της ιστοσελίδας].

[5] Νέον Μαρτυρολόγιον, εκδ. Αστήρ, Αθήνα 31961, σ. 201.

[6] B. KNÖS, (1962).  L’ histoire néo-grecque, Uppsala σ. 522.

Tο μελανοδοχείο του οσίου Nικοδήμου του Aγιορείτου - τέλος 18ου αι. μ.Χ. - Mονή Bατοπαιδίου, Άγιον Όρος

Το μελανοδοχείο του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, (τέλος 18ου αιώνα)· Μονή Βατοπαιδίου. Άγιον Όρος.

Σχετική εικόνα

Ο Ευγένιος Βούλγαρις

Ούζο σημαίνει ου ζω· Ένα από τα πολλά ευφυολογήματα του Θεσσαλονικιού πεζογράφου και ζωγράφου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη με βυζαντινές και μεταβυζαντινές αναφορές

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Προανάκρουσμα

Δημοσιεύω εδώ την εισήγησή μου για την ιστορία του ούζου, στην Ημερίδα που οργάνωσε ο Σύνδεσμος Ποτοποιών και Αποσταγματοποιών Λέσβου, στα πλαίσια του Διεθνούς Φεστιβάλ Ούζου στις 14 Ιουνίου 2013, στην Αίθουσα Τελετών του Πειραματικού Γενικού Λυκείου Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Αν και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πολιτικά της Κυριακής (Μυτιλήνη 21 Ιουλίου 2013), αναγκάζομαι να τη δημοσιεύσω ξανά με μερικές διορθώσεις, αλλαγές και προσθήκες για ένα και μόνο λόγο. Και εξηγούμαι: ειλικρινά δεν περίμενα ότι μια τέτοια εισήγηση θα είχε τέτοια αποδοχή στο ευρύτερο αναγνωστικό της πόλης μας. Δεν σας κρύβω ότι αρκετοί αναγνώστες της παραπάνω εφημερίδας, αλλά και γνωστοί συμπολίτες με παρακίνησαν να τολμήσω αυτήν την έκδοση, άμεσα προσβάσιμη τώρα με τούτο το φυλλάδιο σε κάθε ενδιαφερόμενο. Την αφιερώνω σ’ έναν απόντα, παλαιό καλό φίλο, ο οποίος όμως δεν βρίσκεται πια εν ζωή, τον Παντελή Αργύρη. Και εξηγώ παρακάτω γιατί.

Διερώτηση δικαιολογημένη

Κυρίες και κύριοι, ίσως, θα διερωτάσθε τι γυρεύει ένας θεολόγος καθηγητής σε μια ημερίδα με θέμα το ούζο και την ανάδειξή του ως τοπικού προϊόντος, και πανελλαδικού εν γένει. Το ερώτημά σας είναι δικαιολογημένο. Θέλω να πιστεύω ότι θα έχετε μια ολοκληρωμένη απάντηση στο τέλος της εισήγησής μου. Ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω και μια δυσκολία μου: αισθάνομαι ολίγον «ξένος» σ’ αυτό το πάνελ και την ομήγυρη. Κι αυτό διότι το θέμα που θα σας αναπτύξω, στέκεται «αντιμέτωπο» με τη θεματική της ημερίδας. «Αντιμέτωπο», μιας και απέχει από τα «καθιερωμένα» σε τέτοιες περιπτώσεις. Θεωρώντας την ολόθυμη και αυθόρμητη παρουσία σας εδώ σημάδι καλοπροαίρετο και ευαρέσκειας, θα ζητήσω την προσοχή σας στα λεγόμενά μου το πολύ δέκα με δεκαπέντε λεπτά, μιας και έλαχε σε μένα να αρχίσω τις εργασίες της ημερίδας ταύτης. Και ζητώ την προσοχή σας για πράγματα που, ίσως, να μη έχετε ποτέ ακούσει για το ούζο. Επιτρέψτε μου όμως και κάτι ακόμη. Νιώθω την ανάγκη να αφιερώσω την εισήγησή μου σ’ έναν απόντα σήμερα, που δεν είναι κοντά μας, αφού «έφυγε» νέος από δαύτη τη ζωή, λόγιο της πόλη μας, ή καλύτερα «καφελόγιο» ή «ουζολόγιο» όπως αρεσκόταν να τον λένε, ο οποίος αγαπούσε το ούζο. Ο απόντας είναι ο Παντελής Αργύρης, γνωστός νομικός και συγγραφέας του τόπου μας, που οι ουζοκατανύξεις μαζί του, όσο ζούσε ήταν αρκετές, διανθισμένες πολλές φορές με φιλολογικές, ιστορικές και θεολογικές συζητήσεις.

Ποιος ήταν ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης;

Ας έρθουμε όμως στο καθ’ αυτό θέμα μας: το ούζο, που κατά ένα από τα πολλά ευφυολογήματα του αξέχαστου Θεσσαλονικιού πεζογράφου και ζωγράφου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, σημαίνει ου ζω. Για να ξεπεράσω μερικές δυσκολίες για εσάς από τα λεγόμενά μου, οι οποίες δικαιολογημένα είναι πολύ πιθανόν να βγουν στην επιφάνεια, μερικές σύντομες αναφορές για το ποιος ήταν ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ούτως ώστε να μη ξεφύγουμε από το θέμα μας, είναι νομίζω επιβεβλημένες. Και πιστέψτε με, θα σας κάνουν να δείτε το ούζο με άλλη ματιά, «βυζαντινή» και «μεταβυζαντινή», στη μακρά δηλαδή διάρκεια της ιστορίας του προς τα πίσω, που κατά τους ιστορικούς του είδους της γευσιγνωσίας και τους δειπνοσοφιστές χάνεται, στα βάθη ακόμη και της ελληνικής αρχαιότητας, με άλλη όμως ορολογία.

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, λοιπόν, ήταν ένας ιδιαίτερα ασυνήθιστος άνθρωπος. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Αδελφός της γνωστής ποιήτριας Ζωής Καρέλλη. Πρωτοποριακός για την εποχή του πεζογράφος, αυτοδίδακτος ζωγράφος και φαρμακοποιός στο επάγγελμα. Πολυδιάστατη προσωπικότητα. Αφηγητής ρευστού και ιδιαίτερα δύσκολου λόγου. Βαθύτατα θρησκευόμενος άνθρωπος[1], αλλά όχι εκείνης της θρησκείας της «ζητοορθοδοξίας» και του ευσεβισμού, που τέτοιες νοοτροπίες ευδοκιμούν πολλές σήμερα στον εκκλησιαστικό και θεολογικό χώρο. Για να τεκμηριώσω την τελευταία άποψή μου θα σας διηγηθώ ένα περιστατικό από την πλουσιότατη σε εμπειρίες ζωή του, αυστηρή και με ασκητικό χαρακτήρα. Κι όταν λέγω ασκητικό μην πάει στο μυαλό σας ότι ήταν ο άνθρωπος που απέφευγε τις συναναστροφές με άλλους. Το αντίθετο μάλιστα συνέβαινε. Ο Πεντζίκης ήταν ο άνθρωπος που καταργούσε την ατομικότητα, την έβλεπε σαν το σαράκι που κατατρώει την ανθρώπινη σάρκα και το πνεύμα, ολάκερο δηλαδή τον άνθρωπο. Στο περιστατικό μας λοιπόν. Το διασώζει ο λόγιος Αγιορείτης μοναχός Πορφύριος Σιμωνοπετρίτης σε μια μικρή μελέτη του για τον Πεντζίκη. Στα 1979 σε μια επίσκεψη που είχε κάνει ο γνωστός πατήρ Παΐσιος απ’ Άγιον Όρος σ’ ένα ησυχαστήριο κοντά στη Θεσσαλονίκη – εδώ για να μην ξεφεύγουμε από το θέμα μας, θεωρώ σημαντικό να σημειώσω ότι στο Άγιον Όρος, ο επισκέπτης προσκυνητής άμα και πατήσει το πόδι του σ’ ένα μοναστήρι, οι μοναχοί θα τον καλωσορίσουν με λουκούμι, τσίπουρο ή ούζο –  ο Πεντζίκης θέλησε να τον δει. Μαζί με έναν γνωστό του τότε νεαρό φοιτητή, ναύλωσαν ένα ταξί και έφτασαν στο ησυχαστήριο όπου βρισκόταν ο Γέροντας Παΐσιος. Ο κόσμος πολύς. Ο Πεντζίκης γύρω στα 70 τότε, με το μπαστουνάκι του, δώρο κι αυτό αγιορείτη Γέροντα, άνοιξε το δρόμο και έφτασε μπροστά στον πατέρα Παΐσιο. Πέφτει στα γόνατα. Ο Γέροντας τον σηκώνει. «Ήρθα να πάρω την ευχή σας» είπε ο κυρ Νίκος και φίλησε το ροζιασμένο από τις μετάνοιες χέρι. Κι έφυγε. Ο ίδιος ο Γέροντας Παΐσιος με τη μαρτυρία της προσευχής έλεγε πάντοτε για τον Πεντζίκη ότι «πρέπει να είσαι πολύ καθαρός για να καταλάβεις τα βρώμικα του Πεντζίκη». Και λέγοντας «βρώμικα» δεν εννοούσε κάτι το βρωμερό και χυδαίο, αλλά όλα εκείνα τα ευφυολογήματα που έλεγε. Σαν κι αυτό που σήμερα σας καταθέτω, το ούζο σημαίνει ου ζω, ή σαν αυτό εδώ: Κ’στός· Χριστός, αναφερόμενος στη διάλεκτο του χωριού Χορτιάτης στη Θεσσαλονίκη, ή πεζογράφος· παις ζωγράφος, ή ιατρός· ια τρως Για να τελειώσω με τον Πεντζίκη, θα σας καταθέσω και μια ακόμη άποψη. Ο Γιώργος Σεφέρης έλεγε ότι τον «Πεντζίκη τον δέχεται κανείς ολόκληρο ή δεν το δέχεται καθόλου»[2].

Δεν είναι όμως ο Πεντζίκης το θέμα μας. Εξάλλου κι αυτά που σας είπα πολλά είναι, επιβεβλημένα όμως για να θεωρήσουμε σωστά τα παρακάτω, λόγω του ότι ο Θεσσαλονικιός αγαπημένος μου συγγραφέας, τον οποίο δεν σας κρύβω, στα φοιτητικά μου και μετέπειτα χρόνια παραμονής μου στη Θεσσαλονίκη, είχα την τύχη να τον ακούσω αρκετές φορές να μιλά σε συνάξεις, επιβεβαιώνει και τον υπότιτλο της εισήγησής μου. Μέσω ενός συγγραφέα με βυζαντινές και μεταβυζαντινές ρίζες, ενός «αιωνίου παιδιού», όπως έλεγε σ’ ένα επιμνημόσυνο ποίημα που γράφτηκε γι’ αυτόν από το λόγιο Αγιορείτη μοναχό, Συμεών Γρηγοριάτη, γνωστό και ως Περουβιανό, το ούζο έχει μακρά ιστορία, με βυζαντινές και μεταβυζαντινές προεκτάσεις, αναφορές, όπως θέλετε πάρτε το.

Το ευφυολόγημα ούζο σημαίνει ου ζω

Ο Αναστάσης Βιστωνίτης, αρθρογράφος στο ΒΗΜΑ[3] και συγγραφέας διασώζει το ευφυολόγημα του Πεντζίκη: ούζο σημαίνει ου ζω, επισημαίνοντας ωστόσο, ότι όποιος «θέλει να κατανοήσει τον Πεντζίκη αυτά δεν θα πρέπει να τα θεωρεί παραδοξολογίες». Καθ’ ότι γνήσιο τέκνο του Βυζαντίου ο Πεντζίκης με αυτό το ευφυολόγημα τρόπον τινά έπαιζε, κοροϊδεύοντας το θάνατο, μιας και τους «ουζοπότες», τους πίνοντες και ιδιαιτέρως τους «αγαπώντες την πόσιν του ούζου» με τις «ουζοποσίες» τους, το «πίνειν», δηλαδή, και «ιδιαιτέρως καθ’ υπερβολήν ούζον»[4], δεν είναι λίγες οι φορές που τους στέλνει στον Οξαποδώ. Πάρα ταύτα όμως, το ούζο φαίνεται να μη λείπει από τα ήθη και έθιμα του λαού μας. Οδηγός εδώ ο Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, άριστος μελετητής του κυρ Αλέξανδρου της Σκιάθου, του Παπαδιαμάντη, ως άλλος ένας βυζαντινός και μεταβυζαντινός κι αυτός, σαν τον Πεντζίκη, σ’ ένα διήγημά του (υπό τον τίτλο: Φλώρα ή Λάβρα;) γράφει: «βραδάκι, και βρέθηκα στο εξωκκλήσι του νησιού. Μεσοκαλόκαιρο, και έβραζε ο τόπος. Ζέστη, και τουρίστες να ελλοχεύουν παντού. Πλην σε απόκρυφα υψωματάκια, σε ρεματιές και ξέφωτα, παραμονές αγνώστων εορτών, συρρέουν κατά κύματα οι γηγενείς. Φθάνουν μεταμορφωμένοι, περίπου ως ικέτες, έχοντας αποβάλει (κατά έναν ανεξήγητον τρόπο) την εμπορική τους λεοντή. Κουβαλούν τεράστιους άρτους, με σουσάμι και γλυκάνισο, πρόσφορα για τους παπάδες, κουτιά με παστέλι, γλυκά του ζαχαροπλαστείου τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο, τυρί της άρμης κομμένο με επιμέλεια σε τετράγωνα μικρά τεμάχια, ούζο και τσίπουρο. Μετά τη λειτουργία στέκονται κοντά στην έξοδο του ναού, και φωνάζουν ξαφνικά με επίσημο τόνο:

άρτε να σχωρέσετε τον…

Ο καθείς τους δικούς του – τη μάνα του, τον πατέρα του, τα πνιγμένα αδέλφια.

Ελάτε να σχωρέσετε τη Φλώρα, ακούω δίπλα μου ένα χούφταλο.

Πλησίασα. Μου πρόσφερε παστέλι και ρακή»[5].

Ομιλώ για τον κυρ Αλέξανδρο της Σκιάθου και δεν μπορώ να μην μπω στον πειρασμό να αναφέρω ότι η διηγηματογραφία του είναι απίστευτα πλούσια σε φαγητά και ποτά. Άγρια λάχανα, τυρόπιτες, περσικό πιλάφι νεφραμιές, γουρουνοπούλες, «χοιρίδιον παραγεμιστόν», κοκορέτσι, τρυφερά ερίφια, θαλασσινά, κογχύλια, αστακοί μαγειρευτοί με μάραθα, «μαστίχαι», ρούμι, ρακή, μπακλαβάδες, τρίγωνα, «πάνε κι έρχονται στις σελίδες των μυθιστοριών του»[6].

Οι βυζαντινοί και τα ποτά

Οι αντιλήψεις, κυρίες και κύριοι, των βυζαντινών και μεταβυζαντινών προγόνων μας, παππούδων μας αν θέλουμε να είμαστε πιο κοντά τους και να νιώθουμε την ανάσα τους – να «ζούμε με την ανάσα των νεκρών», καθώς έλεγε κι Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης[7] – για το φαγητά και τα ποτά έμοιαζαν με τις δικές μας σήμερα. Αυτοκράτορες, αξιωματούχοι, εκκλησιαστικοί άνδρες και απλός λαός, τουλάχιστον σ’ ότι σχετίζεται με την πόση ποτών, δεν είχαν μόνον καλή σχέση με το κρασί, αλλά και με τη ρακή και το ούζο. Ο Φαίδων Κουκουλές γνωστός και κορυφαίος βυζαντινολόγος, στο πολύτομο έργο του Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια την αγάπη των βυζαντινών για τα ποτά. Διασώζει μάλιστα και μια μαρτυρία του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, ότι οι βυζαντινοί προμηθεύονταν τα εκλεκτότερα «μη οκνούντες και ιδιαίτερα ταξίδια προς προμήθειαν αυτών να κάμνωσι»[8]. Σ’ αυτά τα ποτά δεν πρέπει να ‘ταν μόνο το κρασί αλλά και η ρακή.

Ο γλωσσολόγος των παλαιών καλών μαθητικών μας χρόνων Αχιλλέας Τζάρτζανος για το ούζο

Στη σημασιολογία του ούζου αξίζει να αναφερθούν και μερικά σχόλια που κάμει ένας μεγάλος φιλόλογος και γλωσσολόγος, ο εκ Τυρνάβου καταγόμενος Αχιλλέας Τζάρτζανος. Οι παλαιότεροι σίγουρα θα θυμούνται τα βιβλία Γραμματικής που έγραψε και που διδάχθηκαν για χρόνια στο σχολείο. Ο Τζάρτζανος, λοιπόν, σ’ ένα μικρό άρθρο του στο Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος στα 1911, γράφοντας για την ιστορία της λέξης ούζο και τη σημασιολογία του. Mολονότι θεωρεί πατρίδα του ποτού αυτού τη γενέτειρά του, λέγει με ολίγη χιουμοριστική διάθεση: «όλοι βέβαια σήμερα, φτωχοί και πλούσιοι, ταπεινοί και αριστοκράτες, πίνουν το ουζάκι τους, και το ούζο είναι πια το αγαπημένο ποτό σε κυρίους και κυρίες, σε νέους και δεσποινίδες, και σερβίρεται όχι μόνο στα λαϊκά ποτοπωλεία ή σε φτωχικά σπίτια, παρά και στα πλουτοκρατικά σαλόνια και τα αριστοκρατικά κέντρα»[9]. Το τελετουργικό της απόλαυσης του ούζου σηκώνει συζήτηση μεγάλη και δεν είναι στις προθέσεις μου να το καταγράψω, δεν είμαι ο ειδικός.

Από τ’ «απάτητα» Άγραφα της Τουρκοκρατίας δύο ειδήσεις με ιδιαίτερη σημασία

Ωστόσο, εκείνο που με ιδιαίτερη διάθεση διασώζεται για τη ρακή στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, προέρχεται από τις γραφίδες δύο μοναχών λογίων και διδασκάλων του Γένους, και ομιλώ για διδασκάλους του Γένους, διότι οι δύο συγκεκριμένοι λόγιοι μοναχοί στους δύσκολους χρόνους του 17ου αιώνα ίδρυσαν πολλά σχολεία σε περιοχές που στην εποχή τους ήταν απάτητες και ιδιαίτερα δύσκολες γεωγραφικά. Ήξεραν, βέβαια, να απολαμβάνουν τη ζωή, με μέτρο πάντοτε. Από τα Άγραφα, λοιπόν, οι δύο παρακάτω μαρτυρίες, ειδήσεις για το κρασί και τη ρακή. Η πρώτη, από τη γραφίδα του Ευγένιου Γιαννούλη του Αιτωλού, αγίου μάλιστα της Εκκλησίας. Σε επιστολή του σε άγνωστο ιερέα, μεταξύ των άλλων που γράφει για το καλό κρασί: ««η αιδεσιμότης σου όμως γνωρίζεις καλά και δεν την λανθάνει πολλά ο λέγων ότι χωρίς τον χριστευλόγητον οίνον δεν ημπορούμεν εις την σωματικήν ετούτην και κατηραμένην ζωήν να ζήσωμεν, όχι δια την ανάγκην μόνον των ιερών μυστηρίων και της πνευματικής και αναιμάκτου θυσίας τα ιερά σύμβολα αλλά και εις χρείαν εδικήν μας και ανθρωπίνην πόρευσιν. Αυτό τοίνυν το χριστευλόγητον παύει τας λύπας, κοιμίζει τους πονηρούς λογισμούς, φέρνει την καλήν καρδίαν, γεννά την χαράν, δυναμώνει τα νεύρα και τονώνει όλας τας σωματικάς δυνάμεις· µας αναγκάζει να πολυλογούμεν και να πλατύνωμεν τας ευχάς και με την αφορμήν να αναφέρνωμεν και τους γονείς μας και να τους θυμούμεστεν συχνά»[10]. Η δεύτερη, από τον μαθητή του και επάξιο συνεχιστή του διδασκαλικού του έργου, τον Αναστάσιο Γόρδιο, σημαντικό κι αυτόv λόγιο του 17ου αιώνα, κληρικό και άγιο που εξασκούσε τη φαρμακευτική και την ιατρική. Στις επιστολές του κάνει λόγο για πολλά βότανα, τροφές και ποτά, μεταξύ αυτών του γλυκάνισου και της ρακής, την οποία άλλοτε συνιστά με μέτρο για πόση, κι άλλοτε να την αποφεύγουμε. Γράφει σε φίλο του: «ορίζεις ότι έχης βήχα. Εις αυτό να γυρεύσης να έβρης γλυκόριζον, όπου κι αν ευρεθή, να το βράζης και να το πίνης ωσάν καφέ. Η ρακή ας λείπει ολότελα»[11].

Κι ένα ακροτελεύτιο ταξίδι πίσω στο χρόνο

Κυρίες και κύριοι, θα σας ταξιδέψω ολίγον πίσω στο χρόνο και θα κλείσω την εισήγησή μου μεταφέροντάς σας ξανά στο σήμερα. Το ταξίδι πίσω στο χρόνο σχετίζεται με τον Εύβουλο, έναν σατυρικό ποιητή του 4ου π. Χ., αιώνα που σατιρίζοντας την υπερβολική πόση ποτών, βάζει τον Διόνυσο, το Θεό του κρασιού να λέει ότι τρεις μόνο κρατήρες ετοιμάζει για τους φρονίμους. Δηλαδή δεν έχει καμιά ευθύνη για τους μετέπειτα. Μολονότι το χωρίο σχετίζεται με το κρασί, άνετα θα μπορούσε να ισχύσει και για τη ρακή. Οι τρεις πρώτοι λοιπόν κρατήρες είναι της υγείας, του έρωτος και του ύπνου[12]. Από τον τέταρτο και μετά αρχίζουν τα δύσκολα. Και τους περιγράφει ως εξής: «ο δε τέταρτος ουκέτι έστ’ αλλ’ ύβρεως» (μόνο σε βρισίδι οδηγεί)· «ο δε πέμπτος βοής» (σε καβγάδες)· «ο έκτος δε κώμων» (θα ξεσηκώσει τη γειτονιά από το γλέντι)· «ο έβδομος δ’ υπωπίων» (δίνει μελανιασμένα μάτια απ’ το ξύλο που θα πέσει)· «ο  δ’ όγδοος κλητήρος» (θα φέρει το χωροφύλακα)· «ο δ’ ένατος χολής» (μεγάλο θυμό)· και «ο δέκατος δε μανίας ώστε και σφάλλειν ποιεί» (καθαρή τρέλα και θα σε κάνει να διαπράξεις αδίκημα). Οπότε, κυρίες και κύριοι, με μέτρο η πόσις του ούζου.

Ο γιός του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη Γαβριήλ Νικόλαου Πεντζίκης και το Ουζερί Βυζάντιο στις Βρυξέλλες

Κι από τα βάθη του 4ου π. Χ., αιώνα στο σήμερα. Ο γιος του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης, που σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη γράφοντας τούτο το βιβλίο: Το Βυζάντιο έχει ρεπό[13], στις πρώτες σελίδες του αφιερώνει ένα κεφάλαιο με τίτλο: Ουζερί Βυζάντιο και καταγράφει πως ένα βρυξελλιώτικο παλαιό αρχοντικό, στις μέρες που εργαζόταν ως υπάλληλος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένας Έλληνας το μετέτρεψε σ’ ένα εξαιρετικό κι υψηλών προδιαγραφών ουζερί, στο οποίο έτρωγαν ακόμη και πολλοί αρχηγοί κρατών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τοίχοι του ήταν διακοσμημένοι με πολλούς βυζαντινούς αυτοκράτορες, γεγονός που δείχνει τις βυζαντινές προεκτάσεις, που έχει η ρακή, για τη οποία σήμερα καλώς ο Σύνδεσμος Ποτοποιών και Αποσταγματοποιών Λέσβου πασχίζει να αναδείξει καλύτερα.

Ούζο· επίγευση· επέκεινα· Ελλάς

Κυρίες και κύριοι, οι τελευταίες αυτές παρατηρήσεις, γι’ αυτό που επάξια όλοι εσείς εκπροσωπείτε και με τον καλύτερο κατ’ εμέ τρόπο αναδεικνύεται αυτήν την εβδομάδα με το φεστιβάλ ούζου, είναι νομίζω καταλυτικές. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το ούζο και η τελετουργική πόσις του, είναι απόδραση στον μακρύ προς τα πίσω χρόνο, μιας παράδοσης εξάπαντος ελληνικής, με ιδιαιτέρως οσφραντικές και γευστικές εμπειρίες του επέκεινα. Πρόσωπα αυτής της παράδοσης είναι κι αυτοί που χρόνια τώρα επάξια προβάλλεται εσείς οι κληρονόμοι της τέχνης του ούζου, οι πατεράδες και οι παππούδες σας ποτοποιοί. Όλοι, δηλαδή, εκείνοι που έκαμαν το ούζο της Λέσβου να είναι πρωτοποριακό προϊόν, σε παγκόσμια κλίμακα. Προσέξτε όμως, τούτη η τέχνη της απόσταξης, όπως τη λέτε, κρύβει ανάσταση και έρωτα, άσκηση και ευχαριστία, που κάθε συνδαιτυμόνα στο τραπέζι της παρέας που απολαμβάνει το ούζο, τον κάνει να λέει στο τέλος αυτό που τραγουδά η Χαρούλα Αλεξίου:

«Ούζο όταν πιεις
γίνεσαι ευθύς
βασιλιάς δικτάτορας, Θεός και κοσμοκράτορας
σαν το καλοπιείς
βρε θα ευφρανθείς
κι όλα πια στο κόσμο ρόδινα θε να τα δεις.

Δική μου είναι η Ελλάς
που στη κατάντια της γελάς
της λείπει το ένα της ποδάρι
που της το παίξανε στο ζάρι».

Κι η τελευταία στροφή, είναι νομίζω άκρως επίκαιρη!

Επιλογικά: ο γεωμέτρης Θεός, ο Σέργιος Μακραίος και το ούζο

Κυρίες και κύριοι, στην αρχή της εισήγησής μου, όπως θα θυμάστε, την αφιέρωσα στον Παντελή Αργύρη, φίλο καλό και λόγιο της πόλης μας. Με τον Παντελή, όσο ζούσε δεν ήταν λίγες οι φορές που απολαμβάναμε το ούζο σε όμορφες ουζοκατανύξεις, συζητώντας περί πολλών ζητημάτων, κυρίως όμως ιστορικών, μιας και ο Παντελής είχε το «μικρόβιο» όπως πολλοί του έλεγαν της ιστορικής έρευνας. Θυμάμαι λίγο καιρό πριν πεθάνει, ένα καλοκαιρινό βραδάκι, σε ονομαστό ουζερί της πόλης μας πίνοντας το ουζάκι μας και γευόμενοι τα μεζεδάκια μας, η συζήτησή μας είχε «ανάψει» για ένα ξακουστό Έλληνα λόγιο του 18ου αιώνα, τον εκ Φουρνά των Αγράφων Σέργιο Μακραίο. Εκείνη την εποχή ο Παντελής ετοίμαζε μια μελέτη γι’ αυτόν. Είχα και εγώ τη συγγραφή της διδακτορικής μου διατριβής για τον κλεινό Ευγένιο Βούλγαρη, διδάσκαλο του Σέργιου Μακραίου στην Αθωνιάδα Ακαδημία του Αγίου Όρους στα μέσα του 18ου αιώνα και ταιριάξαμε απόλυτα με τον Παντελή. Έτσι με παρακάλεσε αν είχα να του δώσω κάποια σχετική βιβλιογραφία. Πράγματι, στο αρχείο και στη βιβλιοθήκη μου είχα μερικές μελέτες, σπάνιες και δυσεύρετες, και το κυριότερο σε φωτοτυπίες ένα από τα βασικότερα έργα του Μακραίου, το περίφημο: Τρόπαιον εκ της Ελλαδικής πανοπλίας κατά των οπαδών του Κοπερνίκου εν τρισί διαλόγοις. Του υποσχέθηκα να του δώσω το Τρόπαιον μαζί με μια μελέτη για τον Μακραίο, καλού πανεπιστημιακού δασκάλου μου, του Νίκου Ζαχαρόπουλου. Θυμάμαι ότι η συζήτησή μας, πέραν του ότι γινόταν για την προσφορά του Μακραίου στα εκπαιδευτικά πράγματα του 18ου αιώνα, κινήθηκε και γύρω από τις αντιδράσεις που είχε την εποχή που εκδόθηκε το Τρόπαιον [Βιέννη 1797], μιας και με ιδιαίτερα πολεμικό τρόπο ο Μακραίος ήλεγχε το ηλιοκεντρικό σύστημα και επιτίθονταν με σφοδρότητα στον Κοπέρνικο. Εκείνο που έχει μείνει ακόμη στη μνήμη μου από τη συζήτησή μας εκείνη είναι ότι ο Παντελής με ρωτούσε πως είναι δυνατόν ένας λόγιος, που υπήρξε μαθητής του μεγάλου διδασκάλου του Γένους Ευγένιου Βούλγαρη, να μην μπορεί να είναι εξοικειωμένος με την ιστορία της νεότερης αστροφυσικής. Και μάλιστα να αρνείται την πλατωνική ρήση: «ο Θεός αεί γεωμετρεί». Κάτι, δηλαδή, ανάλογο σαν τον γεωμέτρη Θεό που απεικονίζεται στο ψηφιδωτό της Μητρόπολης του Μονρεάλε στη Σικελία.

[1] Για τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και του έργου του ενδεικτικά βλ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΣΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, (1988), Λόγος εις τον Νίκον Γαβριήλ Πεντζίκη, Αθήνα: Ροές. Σημαντικό είναι και το αφιέρωμα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ / ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ: Ν. Γ. Πεντζίκης. Ένας ασυνήθιστος άνθρωπος, (Κυριακή 2 Μαρτίου 1997). Πρβλ. ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΠΕΤΕΑ, (1971), Βιβλιογραφία Ν. Γ. Πεντζίκη (1935-1970). Εκδόσεις και δημοσιεύσεις, Αθήνα: Ερμής.

[2] ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ, (1996), Μνήμης Ένεκεν, Βέροια: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βεροίας, σσ. 23-24.

[3] «Ούζο σημαίνει «ου ζω». Τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του αιρετικού και παραδοξολόγου συγγραφέα που συνδύασε τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό με τη βυζαντινή παράδοση», ΤΟ ΒΗΜΑ, (18 Ιανουαρίου 2009).

[4] Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ, (1961), Μέγα Λεξικόν Ελληνικής Γλώσσης, τ. 6ος, Αθήναι, σ.  5277.

[5] Η. Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, (1992), Επί Πτίλων Αύρας Νυκτερινής. Πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Νεφέλη, σσ. 15-16.

[6] Αυτόθι, σσ. 47-48.

[7] ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ, (1996), Μνήμης Ένεκεν, σ. 16.

[8] ΦΑΙΔΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ, (1952), Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. Ε΄, Εν Αθήναις, σ. 127. Πρβλ. TAMARA TALBOT RICE, (1990), Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των βυζαντινών, μτφρ. Φ. Κ. Βώρος, Αθήνα: Παπαδήμα, σσ. 225-230.

[9] «Το ούζο. Ιστορία μιας λέξεως», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, 11(1911)146.

[10] Ευγένιου Γιαννούλη του Αιτωλού Επιστολές, Κριτική Έκδοση, Επιμέλεια Ι. Ε. Στεφανής και Νίκη Παπατριανταφύλλου – Θεοδωρίδη, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ / Τμήμα Φιλολογίας, Περίοδος Β΄, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 106-107.

[11] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, (2008), Νεοελληνική Επιστολογραφία 17ος -19ος αιώνας, Θεολογική Σχολή. Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας ΑΠΘ, [Διατριβή επί Διδακτορία], Θεσσαλονίκη, σ. 38.

[12] P. KROH, (1996), Λεξικό αρχαίων συγγραφέων Ελλήνων και Λατίνων, μτφρ. Δ. Λυπουρλής – Λ. Τρομάρας, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, σ. 178.

[13] Εκδ. Αρμός, Αθήνα 2013, σσ. 11-28.

Γραφή… τόσο ακριβή και ρωμαλέα…

«Οι αιώνες κύλησαν βαρυφορτωμένοι με την ιστορία των Ελλήνων, που έφτασαν κάποτε στην καρδιά της Περσίας και άπλωσαν τη γλώσσα τους και τα σπέρματά τους ως την Ινδία. Ελληνικά βασίλεια όριζαν όλη την Ανατολή. Και πάλι η ανθρώπινη μοίρα το έφερε να χάσουν τη λευτεριά τους και να υποκύψουν στους Ρωμαίους. Αλλά αιώνες παράξενης και πλούσιας ιστορικής ζωής ακολούθησαν· οι ρωμαίοι καταχτητές έχασαν κάποτε τη δύναμή τους, η ίδια η Ρώμη πατήθηκε από τους βαρβάρους, η Νέα Ρώμη χωνεύτηκε μέσα στο Βυζάντιο, αυτοί που κράτησαν το όνομά της σ’ ένα παράξενο καινούργιο εθνικό, ρωμαίοι – ρωμιοί, μιλούσαν ελληνικά και ζούσαν σ’ ένα ευρύτερο ελλαδικό χώρο και πέρα απ’ αυτόν. Άλλοι λαοί φάνηκαν από βορρά και νότο, από δύση και ανατολή. Πάλι οι ασιατικές στέπες έστειλαν προς τις ακρογιαλιές της Μεσογείου νέες φυλές. Μια απ’ αυτές κατέλυσε το κράτος του Βυζαντίου και υπόταξε όλους τους λαούς του σε μιάν εξουσία ανελέητα τυραννική. Η σκλαβιά για πρώτη φορά γινόταν έτσι αβάσταχτη και εξοντωτική, καθώς ερχόταν από ένα λαό αλλόδοξο, πρωτόγονο και με ανύπαρχτες σχεδόν πολιτιστικές καταβολές. Πώς μέσα στα ατέλειωτα χρόνια της τουρκοκρατίας επιβίωσε ο ελληνικός λαός και προπάντων πώς κατόρθωσε να κρατήσει και να καλλιεργήσει τις δυνάμεις που θα τον οδηγούσαν στο ’21 δεν είναι της ώρας αυτής να το πούμε. Μπορούμε όμως να θυμηθούμε πως από την πρώτη μέρα της σκλαβιάς ο ελληνικός λαός, τραγουδώντας τη συμφορά του, τραγουδά την ίδια ώρα και την ελπίδα του και την πίστη του πως θα ξανακερδίσει τη λευτεριά του. “Από πολλού μεν χρόνου  προ της αλώσεως της πρωτευούσης του κράτους εφέροντο χρησμοί περί της επικειμένης καταστροφής, ευθύς δ’ όμως μετά την άλωσιν εγεννήθησαν αίσιαι περί της μελλούσης του έθνους ελπίδες, και ερριζώθη η πεποίθησις παρά τω ελληνικώ λαώ ότι αφεύκτως δια της σπάθης θ’ ανακτήση την δια της σπάθης αρπασθείσαν υπό των εχθρών πατρικήν κληρονομίαν”, γράφει ο Ν. Πολίτης[*] προλογίζοντας το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς, που τελειώνει με το δίστιχο που εμψύχωνε στα μαύρα χρόνια τους ραγιάδες:

“Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,

Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά σας είναι”.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ, (1999), Ιστορία και Ποίηση, Αθήνα: Ερμής, σσ. 19-20.

[*] Εκλογαί, έκδοσις 2α, Αθήνα 1925, σ. 4.

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος»

10η Απριλίου· Μνήμη Αγίου Γρηγορίου Ε΄

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Η 10η Απριλίου στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού είναι ημέρα σημαδιακή: ανήμερα του Πάσχα, στα 1821, στην κεντρική πύλη του Οικουμενικού Πατριαρχείου απαγχονίστηκε ο ιερομάρτυρας και εθνομάρτυρας Γρηγόριος Ε΄, τρεις φορές Οικουμενικός Πατριάρχης (1797-1798, 1806-1808 και 1818-1821). Από τότε αυτή η πύλη παραμένει κλειστή. Ας μην ξεχνάμε εδώ και το εξής ακόμη γεγονός, έχει κι αυτό τη σημασία του και μας βοηθεί να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα που επακολούθησαν: ολίγες ημέρες πριν, τον τραγικό Μάρτιο του 1821, ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, εξάχρονος τότε, στην Πόλη όπου ζούσε με την οικογένειά του, είδε τον πατέρα του Δημήτριο, τον αδελφό του Μιχαήλ, το γαμβρό του Δ. Σκαναβή και το θείο του Ιωάννη κρεμασμένους στην εξώθυρα του σπιτιού τους.

Για το μαρτυρικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ πολλά έχουν γραφεί. Υπήρξε πράγματι τουρκόφιλος, όπως συχνά διατείνεται μερίδα ιστορικών που τον κατηγορεί ότι αφόρισε την Επανάσταση; Άραγε συμμετείχε στη Φιλική Εταιρεία ή ήταν πολέμιός της; Ευνόησε τη συγγραφή κειμένων που εναντιώνονταν στη Γαλλική Επανάσταση και στη διοχέτευση των ιδεών της στη Νοτιοανατολική Ευρώπη; Τέτοια κείμενα ήταν η Χριστιανική Απολογία (τρεις εκδόσεις: 1798, 1800 και 1805) και Διδασκαλία Πατρική (1798). Ασχολούμενος παλαιότερα, κατά τη συγγραφή της μεταπτυχιακής μου διατριβής που ως θέμα είχε τον άγιο Αθανάσιο Πάριο και τους Κολλυβάδες Πατέρες τους τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, (Αθανάσιος ο Πάριος (1721-1813). Βίος – Δράση – Συγγράμματα. Συμβολή στην Εκκλησιαστική Ιστορία του 18ου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1994) υποστήριζα ότι τα ιστορικά πλαίσια μέσα στα οποία έζησε ο άγιος Γρηγόριος Ε΄, κατά τον φθίνοντα δέκατο όγδοο αιώνα, ήταν ιδιαιτέρως συνταρακτικά, και από πλευράς πολιτικών, πολεμικών και από πλευράς ιδεολογικών ζητημάτων· δέκα σχεδόν χρόνια μετά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, οι ιδέες της είχαν κατακλύσει κυριολεκτικά ολόκληρη την Ευρώπη και τη Βαλκανική. Στον ελληνικό χώρο το ιδεολογικό πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί από τις ιδέες του  δυτικοευρωπαϊκού Διαφωτισμού, είχε διασπάσει τη νεοελληνική κοινωνία σε δύο μερίδες, τους διαφωτιστές και τους αντιδιαφωτιστές. Η κάθε μια εξέφραζε μια συγκεκριμένη ιδεολογία.

Κύριος πρωταγωνιστής στις κοινωνικοπολιτικές και πνευματικές ζυμώσεις που ευνοούσαν το κλίμα της αντιπαράθεσης των τελευταίων ετών, πριν την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, στάθηκε η επίσημη πνευματική ηγεσία του Γένους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στις κρίσιμες αυτές στιγμές η Εκκλησία κλήθηκε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, στην αντιμετώπιση των διαφωτιστικών ιδεών από τη μια και των οθωμανικών τυραννικών πιέσεων από την άλλη. Και πράγματι ο ρόλος αυτός υπήρξε ρωμαλέος, αφού οι ιδέες του Διαφωτισμού και της βασιλοκτόνας Γαλλικής Επανάστασης, έθεταν σε κίνδυνο την ίδια την υπόσταση του Γένους.

Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το πλαίσιο, της άμεσης αντιπαράθεσης, από τη δεκαετία του 1780 και μετά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο άρχισε την αντιευρωπαϊκή και κυρίως την αντιγαλλική του πολεμική. Ευθύς εξαρχής αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με την πολιτική των συνασπισμένων τότε δυνάμεων (Τουρκίας, Ρωσίας και Αγγλίας), ώστε ο κοινός εχθρός, η «φθοροποιός λύμη των Γάλλων», που ραγδαία εξαπλωνόταν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Η αναγκαιότητα αυτή εντασσόταν μέσα στο γενικό πλαίσιο των προνομίων που τέσσερις σχεδόν αιώνες πριν, αμέσως μετά την Άλωση της Πόλης, είχε παραχωρήσει ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’: ο Πατριάρχης εκτός από θρησκευτικός ηγέτης οριζόταν και ως εθνάρχης (miletbasi) και ήταν υπεύθυνος για το ποίμνιό του.

Υπ’ αυτό το πρίσμα οφείλουμε να δούμε την υπενθύμιση στα 1797 του Σουλτάνου Σελίμ Γ΄ προς τον Γρηγόριο Ε΄, λίγες μόνο εβδομάδες μετά την εγκατάσταση των Γάλλων στα Επτάνησα, ότι όφειλε να αντιταχθεί σε κάθε επαναστατική πράξη.

Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν αναγκασμένο να εναρμονιστεί με την πολιτική του Σουλτάνου, για να μπορέσει έτσι να διαφυλάξει μέσα στις νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί το «πατροπαράδοτον». Στη φάση αυτή, η στάση της Εκκλησίας, ολοένα και πιο αμυντική, είχε πολύ βαθύτερα αίτια: ήταν ζήτημα επιβίωσης του Γένους και ζήτημα διατήρησης της θρησκευτικής και πολιτισμικής του ταυτότητας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο βρέθηκε τότε ιδεολογικά καλά θωρακισμένο και προετοιμασμένο για να αντιδράσει δυναμικά στον άκρατο ορθολογισμό και στις αντιθρησκευτικές ιδέες της διαφωτισμένης Ευρώπης.

Ένα χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1798, το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπακούοντας ξανά στις πιέσεις της Υψηλής Πύλης εφοδίαζε τη ρωσσοτουρκική δύναμη που πορευόταν κατά των Γάλλων της Επτανήσου, με την έντυπη εγκύκλιο του Γρηγορίου Ε΄ η οποία απευθυνόταν προς τους Επτανησίους. Πρόκειται ίσως για την πιο σημαντική εγκύκλιο, πραγματικό ιστορικό ντοκουμέντο στα χέρια της ιστορικής επιστήμης, κατά την οποία ο Γρηγόριος Ε΄ εξαπέλυε σφοδρή επίθεση κατά των Γάλλων. Η εγκύκλιος αυτή με την ευρεία διάδοσή της άσκησε ιδιαίτερη απήχηση σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια. Τη συμπλήρωναν δύο ακόμη γράμματα του Γρηγορίου Ε΄, γραμμένα λίγο πιο πριν (Αύγουστος του 1798), σταλμένα προς τον Μητροπολίτη Σμύρνης Άνθιμο, τους δημογέροντες και το λαό της Σμύρνης. Από αυτά πληροφορούμαστε ότι όσοι ζούσαν υπό το καθεστώς της ξένης «προστασίας» έπρεπε να αποβάλουν την γαλλική υπηκοότητα και να γίνουν ξανά υπήκοοι του Σουλτάνου. Επίσης πληροφορούμαστε και την αποστολή αντιτύπων της εγκυκλίου του Σεπτεμβρίου 1798.

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ε΄.jpg

Όσο όμως κι αν η αντιγαλλική προπαγάνδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου είχε απήχηση στο μεγαλύτερο μέρος του υπόδουλου Ελληνισμού, οι επαναστατικές ιδέες των Γάλλων είχαν και αυτές την ανάλογη απήχησή τους.  Έτσι βλέπουμε να τυπώνονται μια σειρά από επαναστατικά φυλλάδια – η Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας (1797) του Ρήγα, η Αδελφική Διδασκαλία (1798) του Κοραή, η Προκήρυξη προς τους Ρωμαίους της Ελλάδος (1798) του Κωνσταντίνου Σταμάτη κ.ά. – τα οποία γρήγορα διοχετεύθηκαν στην ελληνική Ανατολή.

Λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα παραπάνω, με συνέπεια προς την ιστορική έρευνα και επιστήμη, οφείλουμε να υποστηρίξουμε ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ ορθότατα τιμάται σήμερα ως άγιος. Η ιστορική έρευνα, μακριά από την τάση ιδεολογικοποίησης των ιστορικών γεγονότων, έχει αποδείξει ότι ο αφορισμός της Επανάστασης ήταν εικονικός, έγινε κάτω από την πίεση της Υψηλής Πύλης και στόχο είχε τη διαφύλαξη του Γένους από δυνάμεις αλλότριες, και ως προς την πίστη του και ως προς την εθνική του πορεία.

Ένα βιβλίο που αποκαθιστά την αληθινή εικόνα του μαρτυρικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, το οποίο έχει απαράμιλλη λογοτεχνική αξία, σεβόμενο τις ιστορικές πηγές, είναι του Μάρκου Βενιέρη, συγγραφέα, ηθοποιού και σκηνοθέτη. Έχει τίτλο: Η μεγάλη θυσία. Πατριάρχης Γρηγόριο Ε΄. Αφηγηματική βιογραφία, και εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Ακρίτας το 2001. Αξίζει να διαβαστεί με προσοχή…

Αποτέλεσμα εικόνας για Η μεγάλη θυσία. Πατριάρχης Γρηγόριο Ε΄. Αφηγηματική βιογραφία

Αποτέλεσμα εικόνας για ο σάκος του γρηγορίου Ε στον μανταμάδο

Στην Ιερά Μονή του Ταξιάρχη (Μανταμάδος Λέσβου) φυλάσσεται ο αρχιερατικός Σάκος του εθνομάρτυρα Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Τον έδωσε ο ίδιος ο Γρηγόριος στον Πρωτοσύγκελλό του Πορφύριο που αργότερα έγινε Mητροπολίτης Σερρών και μετέπειτα Mυτιλήνης.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ. Ιδεολογικά παράλληλα στην Επανάσταση του 1821

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ [1]

Κυρίες και κύριοι πριν σας ξεδιπλώσω τη σκέψη μου για την ιδεολογική, σε ότι αφορά στην Επανάσταση του 1821, σχέση του Γιώργου Βαλέτα με τον Γιάννη Σκαρίμπα, επιτρέψτε μου λίαν συντόμως να καταθέσω μια δοκιμή αυτοβιογραφίας. Η γνωριμία μου με τα κείμενα του Γιώργου Βαλέτα και του Γιάννη Σκαρίμπα ξεκινά από τα χρόνια που ήμουν μαθητής στο Εκκλησιαστικό Λύκειο Λαμίας. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 είχα την τύχη να έχω έναν φωτισμένο φιλόλογο καθηγητή, τον Νίκο Αναγνωστόπουλο, που κατά την ώρα διδασκαλίας του μαθήματος της Ιστορίας, καταργώντας πολλές φορές το διδακτικό εγχειρίδιο, μυούσε εμένα και πολλούς συμμαθητές μου στη μελέτη ιδιαίτερα ριζοσπαστικών κειμένων που σχετίζονται με την εποχή της Τουρκοκρατίας, ανατρέποντας πολλές φορές όσα μέχρι τότε γνωρίζαμε για πρόσωπα και γεγονότα της μακρόχρονης σκλαβιάς μας στον Τούρκο δυνάστη. Τέτοια κείμενα προέρχονταν από τη γραφίδα του Γιώργου Βαλέτα και του Γιάννη Σκαρίμπα. Ασχέτως κι αν οι μετέπειτα σπουδές μου στο γνωστικό αντικείμενο της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, απομακρύνθηκαν απ’ αυτήν τη σκοπιά θεώρησης της παραπάνω περιόδου, ποτέ δεν σταμάτησα να εντρυφώ, όποτε οι περιστάσεις το ζητούν, στη σκέψη τους. Για όσους δεν γνωρίζουν τώρα τι συνιστούν τα κείμενα των δύο αυτών συγγραφέων και πως αυτά ερμηνεύουν την εθνική Παλιγγενεσία, ευθύς αμέσως θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω. Εξ’ ου και ο τίτλος της εισήγησής μου για ιδεολογικά παράλληλα στην Επανάσταση του 1821.

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ

ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821

Οι περισσότεροι ιστορικοί όταν γράφουν τις μελέτες τους παράγουν δύο είδη δημοσιευμάτων. Κι αυτό το κάμουν για να συμβάλλουν στον εμπλουτισμό της ιστορικής γνώσης, ο καθένας βέβαια, με το δικό του τρόπο. Τα είδη αυτά θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής: επιστημονικά έργα (μονογραφίες, προσωπογραφίες, άρθρα), και έργα που απευθύνονται στο ευρύ κοινό, με σκοπό πάντα τα τελευταία να ανταποκρίνονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στη διάδοση της ιστορικής γνώσης σ’ έναν κύκλο ανθρώπων των λαϊκών κυρίως στρωμάτων. Η άποψη ό,τι υπάρχει ριζική διάκριση ανάμεσα στις δύο παραπάνω πλευρές συγγραφής ιστορικών μελετών, μολονότι κατά το παρελθόν από κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα, που με συνέπεια εκκολάπτονταν σε πολλές πανεπιστημιακές ιστορικές σχολές, σήμερα είναι ξεπερασμένη. Σ’ αυτήν την προοπτική ο ιστορικός χρόνος – εδώ αυτός που αναφέρεται στα πρόσωπα της Επανάστασης του 1821 – δεν μπορεί να είναι δεδομένος σ’ όποιον του υποκλίνεται ως ερευνητής του. Απεναντίας, χρησιμοποιώντας έναν μαθηματικό όρο, θα έλεγα ό,τι ο ιστορικός χρόνος είναι μια μεταβλητή, στην οποία με συνέπεια ο ιστορικός επάνω της μπορεί να οικοδομήσει τους στόχους της έρευνάς του, προκείμενου να μελετήσει και να ερμηνεύσει περιόδους του παρελθόντος με τις οποίες καταπιάνεται. Κι όχι μόνο να τις μελετήσει και να τις ερμηνεύσει, αλλά και να τις προσαρμόσει στο παρόν που ο ίδιος ζει. Αυτήν την τελευταία συνιστώσα την υπολογίζω ιδιαίτερα. Παρακάτω θα την επικαλεστώ, αποτιμώντας την ερμηνεία που δίνουν ο Γιώργος Βαλέτας κι ο Γιάννης Σκαρίμπας στην Επανάσταση του 1821 και τη μακρά διάρκεια των μηνυμάτων της μέχρι σήμερα.

Κατά συνέπεια, λοιπόν, και οι δυό τους, ο πρώτος γεννημένος το 1907 στην Άργενο Λέσβου, κορυφαίος γραμματολόγος και συγγραφέας, και ο δεύτερος γεννημένος το 1893 στην Αγία Ευθυμία Φωκίδας κι εγκατεστημένος από το 1915 στη Χαλκίδα, εργαζόμενος ως εκτελωνιστής – αξίζει εδώ να αναφέρω ό,τι ήταν απόγονος οικογένειας αγωνιστών του 1821 – είναι οι συγγραφείς που πέραν της ενασχόλησής τους με τη Λογοτεχνία, ο Βαλέτας ως γραμματολόγος κι ο Σκαρίμπας ως λογοτέχνης, καταπιάστηκαν και με τη συγγραφή ιστορικών μελετών για την Επανάσταση, οι οποίες για πολλούς ιστορικούς από τη δεκαετία του ‘40 και εξής χαρακτηρίστηκαν αιρετικές, μιας και με ιδιαίτερα αιχμηρό τρόπο καυτηριάζουν πρόσωπα και γεγονότα της εθνικής Παλιγγενεσίας, όπως λόγου χάριν οι κοτζαμπάσηδες, οι Φαναριώτες κι ο κλήρος.

Εδώ, ας μου επιτραπεί το εξής ερμηνευτικό σχόλιο. Είναι γεγονός ότι σήμερα στο χώρο της ιστορικής επιστήμης και έρευνας, το κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα είναι γνωστό με τον όρο «αποδόμηση» του ιστορικού παρελθόντος. Πολλά πρόσωπα και γεγονότα, αυτά που κατά κύριο λόγο σχετίζονται με την εποχή της Τουρκοκρατίας, βρίσκονται στο στόχαστρο της ιστορικής έρευνας. Θυμίζω μερικά: ο μύθος του Κρυφού Σχολειού, ο μύθος του χορού του Ζαλόγγου, κ.λπ. Πρωτεργάτες ετούτης της νοοτροπίας αποδόμησης, ουκ ολίγοι ιστορικοί, σπουδασμένοι οι περισσότεροι σε πανεπιστημιακές σχολές Ιστορίας, Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Κοινωνιολογίας στην Εσπερία και, βέβαια, γοητευμένοι οι περισσότεροι από τα προτάγματα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Το αποτέλεσμα αυτής της τάσης στη σημερινή ιστορική επιστήμη είναι η προσπάθεια αναθεώρησης και το ξαναγράψιμο ζητημάτων γύρω από την Επανάσταση. Οι τάσεις αυτές, εδώ και τρεις περίπου δεκαετίες κυριαρχούν στις περισσότερες πανεπιστημιακές σχολές Ιστορίας και δυστυχώς, οφείλω ως εκπαιδευτικός να το τονίσω αυτό, εντέχνως πολλοί προσπαθούν να περάσουν και στο χώρο της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το γεγονός με το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, γνωστό ως βιβλίο της κας. Ρεπούση είναι ενδεικτικό. Δεν είναι του παρόντος εδώ να αναμοχλεύσουμε τέτοια ζητήματα. Άλλωστε έχουν γραφτεί τόσα πολλά, αλλά υπέρ κι άλλα κατά, που όποιος στο μέλλον καταπιαστεί με τη μελέτη τους, έχω τη γνώμη ότι οφείλει αντικειμενικά να τα θεωρήσει και να τα αποτιμήσει.

Απόπειρες, όμως, διαφορετικής θεώρησης της ιστορικής γνώσης για την  Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, η οποία εμπερικλείει και την Επανάσταση του 1821 έχουν γίνει και στο απώτερο παρελθόν. Ξεκινώντας από τον γνωστό Γιάννη Κορδάτο και φτάνοντας μέχρι τη γενιά του Ομίλου Μελέτης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, με κορυφαίους νεοελληνιστές και ιστορικούς, τον Κ. Θ. Δημαρά, τον Άλκη Αγγέλου και τον Φίλιππο Ηλιού, η εικόνα που σχηματίζει κανείς μελετώντας το έργο όλων αυτών είναι κάπως παρόμοια με τη σημερινή σχολή αποδόμησης της νεότερης ιστορίας μας. Παρόμοια, όχι όμως ταυτόσημη. Και ευθύς αμέσως τεκμηριώνω την άποψή μου, προσαρμόζοντάς την στα έργα του Γιώργου Βαλέτα και του Γιάννη Σκαρίμπα. Πριν, όμως, σας ξεδιπλώσω περισσότερο τη σκέψη μου οφείλω με έμφαση εδώ να σημειώσω ό,τι σε καμιά περίπτωση ο Γιώργος Βαλέτας κι ο Γιάννης Σκαρίμπας δεν μπορούν όχι μόνο να ταυτιστούν, αλλά ούτε να συγκριθούν με την σημερινή ομάδα ιστορικών αποδόμησης του άμεσου ιστορικού μας παρελθόντος. Ο λόγος, νομίζω, ότι είναι προφανής: ο Γιώργος Βαλέτας κι ο Γιάννης Σκαρίμπας υπήρξαν αγωνιστές της ελευθερίας του λαού μας, συνάμα και φλογεροί πατριώτες. Θα ήταν βεβήλωση να τους ταυτίσει κανείς με νοοτροπίες που θέλουν την Ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης του 1821 να τη γράφουν «γενιτσαραγάδες». Κι αυτό γιατί η δημιουργία της ιστορικής γνώσης εν πολλοίς εξαρτάται από το είδος των ερωτημάτων που ο ιστορικός θέτει για το παρελθόν, σε συνάρτηση βέβαια, με την εκπαίδευσή του, τα ενδιαφέροντά του και τις ιδεολογικές ροπές που κυριαρχούν στην εποχή του. Αυτή η διαφορετικότητα των «ιστορικών βλεμμάτων», δεν με παρεμποδίζει καθόλου να υποστηρίξω το γεγονός ό,τι για την Επανάσταση του 1821 ο Γιώργος Βαλέτας, κυρίως μέσα από τα βιβλία του: Το προδομένο Εικοσιένα και την έκδοση της Ελληνικής Νομαρχίας, και ο Γιάννης Σκαρίμπας μέσα από δύο βιβλία του: Το 1821 και η Αλήθεια, και Το 1821 και η Αριστοκρατία του, αποτίμησαν πρόσωπα και γεγονότα υπό τη σκιά της μαρξιστικής θεώρησης της Ιστορίας. Αν και έκαμαν ιδεολογική χρήση της Ιστορίας, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει το ιστορικό τους κριτήριο, ακόμα κι αν διαφωνεί μαζί τους. Και οι δύο στα τέσσερα παραπάνω έργα τους, επισημαίνουν τα κριτήρια που μας επιτρέπουν να διακρίνουμε την αλήθεια από το ψέμα. Υπό την προϋπόθεση ότι πατριωτικά και όχι αποδομητικά υπηρετούν την ιστορική επιστήμη. Αν λόγου χάριν ο Γιώργος Βαλέτας γράφει για προδομένο 1821, το κάμει διότι «το πραγματικό Εικοσιένα είναι παραχωμένο στις λαϊκές πηγές τους, που δεν μας παραδόθηκαν».

Στην ίδια τροχιά θεώρησης κινείται και Γιάννης Σκαρίμπας. «Αν ο μόνος σκοπός που αξίζει τον κόπο κανείς να γεννηθεί» γράφει στο 1821 και η Αλήθεια, «είναι η λευτεριά, και μόλις γεννηθεί του την υποθηκεύουν τα συμφέροντα, τι άλλο του απομένει αν όχι η επανάσταση;» Και συνεχίζει: «οι Τούρκοι δεν ήσαν οι χειρότεροι. Ο ελληνικός λαός δεν θάκανε την επανάσταση για να αποκαταστήσει πολιτικά τους κοτζαμπάσηδες. Οι λέγοντες ότι η Επανάσταση ήταν μόνο Εθνική, ή είναι αδιάβαστοι ή δεν μας λένε την αλήθεια». Ολόκληρη αυτήν την ιδεολογία ο Γιάννης Σκαρίμπας την τεκμηριώνει επικαλούμενος τα γραπτά του Γιάννη Κορδάτου και του Σμυρνιού λογοτέχνη Δημήτρη Φωτιάδη, που κι αυτοί ασχολήθηκαν με πρόσωπα και γεγονότα της Επανάστασης. Στο 1821 και η Αριστοκρατία του, από την αυστηρότατη κριτική του δεν θα γλιτώσουν ούτε οι λόγιοι, ούτε ο ανώτερος κλήρος, ούτε οι πολιτικοί της Επανάστασης.

Κυρίες και κύριοι

Τα έργα του Γιώργου Βαλέτα και του Γιάννη Σκαρίμπα για το 1821 ιδεολογικά είναι παράλληλα. Κατά συνέπεια το ιστορικό κριτήριό τους, οικειοποιημένο τη μαρξιστική θεώρηση της Ιστορίας, με πατριωτικό κατεξοχήν χαρακτήρα, επιδιώκει να αγγίξει την κοινή λαϊκή ματιά, ούτως ώστε αυτή αμερόληπτα να γνωρίσει και να κρίνει πρόσωπα και γεγονότα τα οποία συνέβαλαν στον αγώνα της εθνικής Παλιγγενεσίας. Για τον Γιώργο Βαλέτα πολλά μέχρι σήμερα έχουν γραφτεί. Αποτιμώντας συνολικά το έργο του, γραμματολογικό και ιστορικό, παρά τα λάθη που νεότεροι έχουν επισημάνει σε αυτό, όπως επί παραδείγματι η έκδοση των απάντων του Παπαδιαμάντη, ή ακόμη και η διαφορετική θεώρησή του για ζητήματα του πνευματικού βίου κατά την Τουρκοκρατία – αναφέρω επιγραμματικά εδώ τη μονόπλευρη κριτική που κάμει για τους αντιπάλους του γνωστού Διδασκάλου του Γένους Βενιαμίν Λεσβίου – δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει σ’ αυτόν τον δρόμο που άνοιξε στην έρευνα σε εμάς τους νεότερους για τη διερεύνηση πολλαπλών ζητημάτων και της Λογοτεχνίας και της Ιστορίας. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Γιάννη Σκαρίμπα. Υπ’ αυτήν την έννοια σημαντικά είναι αυτά που γράφει ο Π. Δ. Μαστροδημήτρης: «όταν διαβάζουμε έργα του Σκαρίμπα βρισκόμαστε μέσα σε έναν εξωλογικό, σε έναν ονειρικό χώρο, όπου ο ύπνος μας διακόπτεται από χτυπητές παραστάσεις, καμωμένες από ζωηρά και ανόμοια χρώματα, από παράξενες παρουσίες σκιών (ανθρώπων και ομοιωμάτων ανθρώπων)». Ετούτο τον εξωλογικό και ονειρικό χώρο μπορεί κανείς να τον δια-γνώσει αν διαβάσει και Το Προδομένο Εικοσιένα του Γιώργου Βαλέτα.

[1]Αποσπάσματα εισήγησης που έγινε στην Εσπερίδα για τον Γιώργο Βαλέτα, την οποία οργάνωσαν η Περιφερειακή Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Β. Αιγαίου και το Πειραματικό ΓΕ. Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, (Αίθουσα Τελετών – 25 Ιουνίου 2016).