Αρχείο ετικέτας Λόγιοι της Τουρκοκρατίας

Αγίου Κοσμά του Αιτωλού σύντομες βιογραφίες από δύο λογίους της εποχής του, τον Καισάριο Δαπόντε και τον Σέργο Μακραίο



Λήψη αρχείου

Βλέπε και εδώ: Ενδότοπος

Ο Γραικός, ο Ρωμιός και ο Έλληνας

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Α​​πό τον Αριστοτέλη και την «Ποιητική» του ξέρουμε πως η ποίηση, που ασχολείται με το «καθόλου», είναι «φιλοσοφότερη» της ιστορίας, που καταπιάνεται με το «καθ’ έκαστον». Μπορεί και να ισχύει. Αλλά όπως οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους, έτσι οι αφορισμοί έχουν τους περιορισμούς τους. Χωρίς την ιστοριογραφία πάντως, η φιλοσοφία που αποσκοπεί στη διερεύνηση των ανθρωπίνων, στην ατομική και τη συλλογική φανέρωσή τους, θα είχε πολύ λιγότερα ερείσματα, και λιγότερο στέρεα.

Τμήμα διακριτό και σπουδαίο της ιστορίας των ανθρώπων, η ποίηση αποτελεί επιπλέον και ένα ευαίσθητο ιστοριογραφικό δεδομένο η ίδια, μια μαρτυρία που εκτιμάται σε συνάρτηση με τα στοιχεία που παρέχουν οι μη λογοτεχνικές πηγές. Ιδιαίτερα η δημοτική ποίηση, με την ανιδεολογική αθωότητα που εν γένει τής αναγνωρίζεται, μπορεί να εμπλουτίσει τις ιστορικές και ανθρωπολογικές γνώσεις μας, σαν συμπληρωματική αλλά αυτοτελής πηγή. Το βλέπουμε αυτό και με τα λεγόμενα ιστορικά δημοτικά τραγούδια, όσα πλάστηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, για να ιστορήσουν συγκεκριμένα επεισόδια του Αγώνα ή εξέχουσες μορφές του. Αν τα ρωτήσουμε με σεβασμό, χωρίς να τα θεωρούμε κατώτερης στάθμης κείμενα, θα μας δώσουν ενδιαφέρουσες απαντήσεις για κάποιους δείκτες συνδεόμενους με την ελληνογνωσία μας. Ας μείνουμε εδώ στον εθνωνυμικό δείκτη.

Στα προεπαναστατικά δημοτικά τραγούδια το εθνώνυμο Έλληνας απαντά σπανιότατα, και κυρίως στα ποντιακά άσματα (Τραντέλλενας). Απαξιωμένο όπως ήταν επί αιώνες, στη διάρκεια τη Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αφού οι ηγεμονεύοντες χριστιανοί το ταύτισαν με τους παγανιστές, τους εθνικούς, τους ειδωλολάτρες, υποχώρησε μπροστά στα ονόματα Γραικός και το Ρωμιός, ακόμα και το χριστιανός. Στα τραγούδια που συντέθηκαν μέσα στην Επανάσταση, το Έλληνας εμφανίζεται πλέον συχνότερα, σαν ισότιμο των άλλων δύο εθνωνύμων, γεγονός που δεν μπορεί να είναι άσχετο με την όλη συζήτηση περί του πρέποντος ή του πιο ταιριαστού ιστορικά εθνωνύμου (ο «Διάλογος δύο Γραικών» του Αδαμάντιου Κοραή είχε εκδοθεί το 1805), όση απόσταση κι αν υποθέσουμε ότι υπήρχε ανάμεσα σε «επώνυμους» λόγιους και «ανώνυμους» πολεμιστές.

Ο Μακρυγιάννης λοιπόν χρησιμοποιεί το όνομα Έλληνας σε γύρισμα που ενθέτει σε ένα τραγούδι που λέει στην παρέα του, παίζοντας τον περίφημο ταμπουρά του, πολιορκημένος στην Ακρόπολη, το 1826. Ο καπετάνιος τραγουδάει μισό αυτοσχεδιάζοντας, μισό αναπλάθοντας παλαιότερα μοτίβα, όπως είχε πράξει σε άλλη περίσταση και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Διαβάζουμε στα «Απομνημονεύματα» του Στρατηγού:

«Τότε έκατσε ο Γκούρας και οι άλλοι και φάγαμεν ψωμί· τραγουδήσαμεν κι εγλεντήσαμεν. Με περικάλεσε ο Γκούρας κι ο Παπακώστας να τραγουδήσω· ότ’ είχαμεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήσει – τόσον καιρόν, οπού μας έβαλαν οι ‘διοτελείς και γγιχτήκαμεν διά να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά.

Τότε λέγω ένα τραγούδι: Ο ήλιος εβασίλεψε, / -Eλληνά μου εβασίλεψε- / και το Φεγγάρι εχάθη / κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια / τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν. / Γυρίζει ο Hλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει· / “Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα, / άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι αντρών τα μοιργιολόγια / γι’ αυτά τα ‘ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα, /και μες στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα /. Για την πατρίδα πήγανε στον Aδη, τα καημένα”».

«Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και μου λέγει: “Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμει ο Θεός· άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγει”. – Είχα κέφι, τού ειπα, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον  καιρόν. Oτι εις τα ‘ρδιά πάντοτες γλεντούσαμεν». Στη μάχη που ακολούθησε ο Γκούρας σκοτώθηκε.

Δεν καινοτόμησε πάντως ο Μακρυγιάννης. Το όνομα Έλληνας το συναντάμε σε δημοτικό τραγούδι που πλάστηκε ήδη στον πρώτο χρόνο της Επανάστασης, για να απαθανατίσει τη μάχη της Αλαμάνας, τη γενναιότητα του Διάκου και το μαρτυρικό του τέλος. Το τραγούδι αυτό, όπως υπογραμμίζει και ο Νικόλαος Πολίτη στις «Εκλογές», «εποιήθη μήνάς τινας μετά τον θάνατον του Διάκου». «Είχα δύο αντίγραφα αυτού του τραγουδιού», σημειώνει σχετικά ο Κλοντ Φοριέλ, που το δημοσίευσε το 1824 στο Παρίσι. «Το ένα το οφείλω στις φροντίδες ενός Eλληνα πολύ αγαπητού φίλου, ο οποίος το μάζεψε στα ίδια τα μέρη όπου βγήκε το τραγούδι».

Οι κρίσιμοι στίχοι στην εξακριβωμένης αυθεντικότητας παραλλαγή του Γάλλου νεοελληνιστή: «Στην Αλαμάνα έφθασαν, κι έπιασαν τα ταμπόρια. / “Καρδιά, παιδιά μου”, φώναξε, “παιδιά μη φοβηθείτε. / Ανδρεία ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε”».

Ο Διάκος τα λέει αυτά, ο οποίος, και στη συγκεκριμένη την παραλλαγή του τραγουδιού, λίγο παρακάτω, αλλά και σ’ εκείνη που δημοσίευσε ο Πολίτης, αυτοπροσδιορίζεται ως Γραικός:

«Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω, / κι Ομέρ Βριόνης μυστικά στον δρόμον τον ερώτα: / “Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστιν σου ν’ αλλάξεις, / να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιάν ν’ αφήσεις;” / Κι εκείνος τ’ απεκρίθηκε και με θυμόν τού λέγει: / “Πάτε κι εσείς κι η πίστις σας, μουρτάτες, να χαθείτε· εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ’ απεθάνω”».

Κανένας ψυχικός ή πνευματικός διχασμός βέβαια. Έλληνας και Γραικός, αλλά και Ρωμιός, είναι ισοδύναμα πλέον, και εναλλάξιμα, όπως ισοδύναμα είναι τα ονόματα Αχαιοί, Αργείοι και Δαναοί στα ομηρικά έπη, όπου δεν απαντά το εθνικό όνομα Eλλην. Eξι χρόνια άλλωστε μετά τον θάνατο του Διάκου, ο λαϊκός τραγουδιστής βάζει στο στόμα του θνήσκοντος Γεωργίου Καραϊσκάκη την ίδια προτροπή, με επουσιώδεις λεκτικές διαφορές. Πληγωμένος ο Καραϊσκάκης, στον κάμπο της Αθήνας, νιώθει το τέλος του και «ψιλή φωνίτσα βάζει»: «Έλληνες μην κιοτέψετε, παιδιά μη φοβηθείτε, / και πάρ’ το γιούχα η Τουρκιά κι ερθεί και μας χαλάσει. / Σαν Έλληνες βαστάξετε κι ωσάν Γραικοί σταθείτε».

Να ήταν άραγε κάποιος λόγιος, κάποιος γραμματιζούμενος, ο πρώτος δημιουργός του μοτίβου, αν κρίνουμε από το επίρρημα «ανδρεία», ίσως και από το «ωσάν»; Δεν είναι απίθανο, αυτή η μέθοδος άλλωστε ήταν αρκετά συχνή στη σύνθεση των δημοτικών τραγουδιών. Αν όμως ο δήμος δεν ένιωθε δική του την πρόταση, ως προς το γράμμα και ως προς το πνεύμα της, δεν θα την ενστερνιζόταν. Θα την άφηνε να σβήσει άδοξα. Δεν θα την έκανε δηλαδή δημοτική, τραγουδώντας την και ξανατραγουδώντας την, και απαλείφοντας εντέλει το επιρρηματικό «ανδρεία», πιθανόν σαν περιττό. Ή πάλι επειδή, όπως το ξέρουμε και από τον Γιάννη Αποστολάκη, στο δημοτικό –το κλέφτικο ιδίως, καθώς και ο άμεσος γόνος του, το ιστορικό τραγούδι– προτιμούν το ρήμα και τον γυμνό πλούτο του, όχι το επίθετο και το επίρρημα.

Ομιλία στην εκδήλωση «Ποίηση και Ιστορία» του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών (19.5.2018).

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΙΑΝΟΣ ΛΑΣΚΑΡΙΣ  (1445-1534). Έλλην λόγιος και διπλωμάτης των χρόνων της Αναγέννησης

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Του Πανεπιστημιακού Διδασκάλου μου Αθανασίου Ε. Καραθανάση οφειλή, για τα αξέχαστα χρόνια των μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών μου κοντά του… 

 ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΙΟΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Κατά την περίοδο πριν και μετά την Άλωση της Πόλης (1453) είναι γνωστή η μετοίκηση πολλών Ελλήνων λογίων στην Εσπερία. Για τη συμβολή τους στην Αναγέννηση, στην ιστορική έρευνα, παλαιότερα κυρίαρχη ήταν η άποψη ότι αυτή υπήρξε ιδιαίτερα αποφασιστική. Αλλά και το αντίστροφο, καθόλου δεν έλλειψε και η άποψη ότι οι Έλληνες λόγιοι αν και κατέκλυσαν πολλές πόλεις της Δύσης, κυρίως της Ιταλίας, δεν συνέβαλαν αποφασιστικά στην Αναγέννηση. Και οι δύο αυτές απόψεις, νομίζω, ότι είναι γενικευμένες και απλουστευμένες. Ούτε το ένα μπορούμε άκριτα να υποστηρίξουμε, ούτε το άλλο. Ειδικότερη ιστορική θέαση των ιστορικών γεγονότων της περιόδου από τον 14ο αιώνα μέχρι και  τα μέσα του 17ου αιώνα, καταδεικνύει ότι οι Έλληνες λόγιοι της διασποράς, θετικά συνέβαλλαν στην άνθιση των αρχαιοελληνικών γραμμάτων αφενός και στην ανάπτυξη των τεχνών αφετέρου[1]. Κύριο χαρακτηριστικό της συμβολής τους αυτής ήταν η τόνωση του ενδιαφέροντος των ευρωπαίων λογίων για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, πλατωνική και αριστοτελική[2], χωρίς όμως αποκλειστικά αυτοί να διαμορφώσουν ολάκερο το πολιτισμικό περιβάλλον της Αναγέννησης, μιας και αυτή υπήρξε αυτόνομο φαινόμενο που αναπτύχθηκε κυρίως στην Ιταλία. Ουσιαστική, λοιπόν, και όχι αποκλειστική υπήρξε η συμβολή των Ελλήνων λογίων στη μεθοδική μελέτη, έκδοση και αναλυτικό σχολιασμό των αρχαιοελληνικών κειμένων[3], τα οποία σε μεγάλο βαθμό κυκλοφορούσαν κατά την περίοδο της Αναγέννησης στη Δύση.

Ο ΣΟΦΩΤΑΤΟΣ ΙΑΝΟΣ ΛΑΣΚΑΡΙΣ

Από τις αξιολογότερες μορφές των Ελλήνων λογίων του δεύτερου μισού του 15ου και του πρώτου μισού του 16ου αιώνα υπήρξε ο Ιάνος Λάσκαρις. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1445 από γονείς που καταγόταν από την Προποντίδα. Μετά την Άλωση κατέφυγε στην Κρήτη[4], όπου μαζί με άλλους ονομαστούς λογίους, όπως ο Μιχαήλ Αποστόλης και ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, απογυμνωμένοι από κάθε περιουσιακό στοιχείο, αναγκάζονταν να έχουν ως κύρια ασχολία τη διδασκαλία και την αντιγραφή χειρογράφων[5]. Οι σπουδές του γόνιμες: με την οικονομική βοήθεια του καρδινάλιου Βησσαρίωνα στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας με διδάσκαλο και προστάτη τον Δημήτριο Χαλκοκονδύλη, κορυφαίο κι αυτόν ουμανιστή. Η συνέχεια υπήρξε ακόμη πιο δυναμική. Στη Φλωρεντία ξανά με τη βοήθεια του Χαλκοκονδύλη γνώρισε τον κορυφαίο Ιταλό μαικήνα των γραμμάτων και των τεχνών Lorenzo de’ Medici και διορίστηκε βιβλιοθηκάριός του. Υπό την επίβλεψή του θα κάμει δύο ταξίδια σε πολλές ελληνικές πόλεις (Κέρκυρα, Άρτα, Μετέωρα, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Αδριανούπολη, Σωζόπολη, Σέρρες, Άγιον Όρος, Κρήτη) αναζητώντας ελληνικά χειρόγραφα[6]. Η περιοδεία του αυτή υπήρξε ιδιαίτερα καρποφόρα. Διακόσια περίπου πολύτιμα χειρόγραφα αγοράστηκαν εκ μέρους του Lorenzo de’ Medici και εμπλούτισαν την περίφημη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας. Παράλληλα τα κοπιαστικά αυτά ταξίδια του μεταξύ των ετών 1489-1493, είχαν και διπλωματικό θα ‘λεγα χαρακτήρα. Στόχος του μέντορά του Lorenzo de’ Medici ήταν η διερεύνηση της υπάρχουσα πολιτικής κατάστασης στην υπόδουλη ανατολική χριστιανοσύνη για τη δυνατότητα ανανέωσης παλαιών σχεδίων για σταυροφορία.

Εκείνο, ωστόσο, που με έμφαση οφείλω να τονίσω, είναι το γεγονός ότι στη Φλωρεντία ο Ιάνος Λάσκαρις δίδαξε φιλοσοφία και λογοτεχνία, έχοντας ως μαθητές πολλούς Έλληνες, μεταξύ των οποίων κυρίαρχη ήταν η μορφή του Μάρκου Μουσούρου (1470-1517), Κρητικού λογίου ουμανιστή, με αξιοζήλευτη φιλολογική και διδακτική δράση στην Πάδοβα, τη  Βενετία και την Ρώμη, οργανωτή της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης[7] και βέβαια, εκδότη στο τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου.

Στην τροχιά της μεγάλης συνεισφοράς του Λάσκαρι για την αναζωογόνηση των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία, εγγράφεται και η τεράστια βοήθειά του στην ίδρυση του περίφημου Ελληνικού Γυμνασίου της Ρώμης. Σκοπός του νέου αυτού εκπαιδευτηρίου, με πρώτο διδάσκαλο τον Ζαχαρία Καλλιέργη, λαμπρό λόγιο και τυπογράφο της περιόδου αυτής[8], ήταν η καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων και η μόρφωση ελληνοπαίδων από τις φραγκοκρατούμενες κυρίως περιοχές, έτσι ώστε όταν αυτοί επέστρεφαν στις πατρίδες τους να αναλάμβαναν το δύσκολο έργο της πνευματικής αφύπνισης των συμπατριωτών τους. Εδώ, αξίζει να τονισθεί, ότι όσοι νέοι Έλληνες – κι αυτοί υπήρξαν πάρα πολλοί – καλούνταν να σπουδάσουν στο Ελληνικό Γυμνάσιο, δεν αναλάμβαναν καμία δέσμευση απέναντι στην Αγία Έδρα όσον αφορά σε ζητήματα πίστης, μιας και ο χαρακτήρας του Γυμνασίου ήταν ανθρωπιστικός, μολονότι προγενέστερες και μεταγενέστερες παρόμοιες επιδιώξεις της Λατινικής Εκκλησίας τοποθετούνταν στο πλαίσιο προσηλυτισμού της ορθόδοξων πληθυσμών της Ανατολής[9].

Αντίστοιχα οράματα του Λάσκαρι για ίδρυση ελληνικών κολεγίων στο Παρίσι, το Μιλάνο και τη Φλωρεντία, αλλά και διπλωματικές του προσπάθειες προς τους ηγεμόνες για απελευθέρωσης της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό[10], εντάσσονται στο έντονο κλίμα των πνευματικών ζυμώσεων του 16ου αιώνα στην Εσπερία και στον τιτάνιο αγώνα του να μη χαθεί η κλασική κληρονομιά των Αρχαίων Ελλήνων[11]. Τα τελευταία χρόνια του βίου του ο Λάσκαρις τα πέρασε στο Παρίσι και τη Ρώμη, όπου και πέθανε στις 7 Δεκεμβρίου 1534. Ενταφιάστηκε στο ναό της Sant’ Agata di Goti, τιμώμενος ως πατριάρχης των ελληνικών γραμμάτων. Ένα μεγάλο μέρος της πλούσια βιβλιοθήκης του βρίσκεται σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Το συγγραφικό έργο του Λάσκαρι υπήρξε πλουσιότατο, σε συνδυασμό βέβαια με την ενασχόλησή του και με την τυπογραφία. Ως εξέχων μέλος της Ακαδημίας του Άλδου Μανούτιου που ιδρύθηκε το 15οο στη Βενετία, ως διευθυντής του τυπογραφείου που ο ίδιος ίδρυσε στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης και ως συνεργάτης του τυπογραφείου του Ιταλού τυπογράφου Lorenzo di Lopa στη Φλωρεντία, συνεισέφερε τα μέγιστα στην εκλογή και έκδοση αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Λόγω ότι ο Μανούτιος και άλλοι Ιταλοί και Έλληνες τυπογράφοι, ενδιαφερόταν πολύ για την άριστη επιμέλεια και εκδοτική ακρίβεια των κειμένων αυτών, ο Λάσκαρις διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην έκδοση βιβλίων που στη γλώσσα της ελληνικής βιβλιογραφίας ονομάζονται αρχέτυπα[12]. Ειδικότερα στο τυπογραφείο του Ελληνικού Γυμνασίου της Ρώμης τρία από τα βιβλία που τύπωσε συμπεριλαμβάνουν έργα που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Λάσκαρις, όπως τα Σχόλια…εις την Ιλιάδα του Ομήρου (1517), τα Ομηρικά Ζητήματα του Πορφυρίου (1518) και τα Σχόλια… εις τα σωζομένας του Σοφοκλέους τραγωδιών (1518)[13]. Ωστόσο, πριν τα ταξίδια και τη δράση του στη Ρώμη και τη Βενετία, η πρώτη του εκδοτική προσπάθεια στη Φλωρεντία, τον κατέστησε πρωτεργάτη της εκδοτικής κίνησης στην πόλη των Μεδίκων. Τον Αύγουστο του 1494 στο τυπογραφείο του Lorenzo di Lopa επιμελήθηκε την Ανθολογία διαφόρων επιγραμμάτων. Κύριο χαρακτηριστικό της έκδοσης αυτής ήταν ότι τα τυπογραφικά στοιχεία τα δημιούργησε ο ίδιος. Πρόκειται για τα περίφημα superb uncial majuscules, τα γνωστά «καπιταλάκια». Στην ίδιο ακριβώς εκδοτικό πρόγραμμα, λίγους μήνες αργότερα ακολούθησαν οι Ύμνοι του Καλλιμάχου, τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου και η Ηρώ και Λέανδρος του Μουσαίου[14].

ΜΙΚΡΟ ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Απ’ όσα ελάχιστα παραπάνω παρέθεσα για τον Ιάνο Λάσκαρι, γίνεται φανερό οι Έλληνες λόγιοι που πριν και μετά την Άλωση της Πόλης μετοίκησαν στην Εσπερία, μετέφεραν μαζί τους πολλά χειρόγραφα της κλασικής και ελληνοβυζαντινής κληρονομιάς. Η τεράστια συμβολή τους στην παράλληλη έκδοσής τους, η συνεργασία τους με λογίους των ουμανιστικών κύκλων πρώτα της Ιταλίας και μετέπειτα ολόκληρης της Ευρώπης, φαίνεται ότι επηρέασε καθοριστικά την Αναγέννηση.

[1] Καίρια είναι εδώ η επισήμανση του κορυφαίου ιστορικού του 20ου αιώνα Α. Ε. Βακαλόπουλου: «τα γνωστά όμως ως σήμερα στοιχεία μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε τη θετική γνώμη, ότι με τις προσπάθειες των Ελλήνων λογίων, κυρίως του 15ου αιώνα, διασώζεται η μεγάλη κληρονομιά του ελληνοβυζαντινού πολιτισμού και μεταφυτεύεται στην Δύση στην κατάλληλη στιγμή, στην εποχή δηλαδή που είχε αρχίσει η κίνηση ιδεών, που προμηνούσε την Αναγέννηση. Αυτήν ακριβώς την κίνηση έρχεται να γονιμοποιήσει, να καλλιεργήσει και να φέρει ως την τελείωση η ελληνική σκέψη, η σοφία του αρχαίου ελληνικού κόσμου με φορείς τους Έλληνες λογίους. Αναμφίβολο λοιπόν πρέπει να θεωρηθεί ότι η Αναγέννηση ήταν μια πνευματική κίνηση, που είχε τις ρίζες της στην Ιταλία και στις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ότι αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε οργανικά στο έδαφός της και ότι θα εκδηλωνόταν και χωρίς την Άλωση, αλλά δεν θα είχε την μορφή ενός ολοκληρωμένου και καθολικού πνευματικού κινήματος». Βλ. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Αρχές και διαμόρφωσή του, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1961, 408.

[2] Κέντρο του Πλατωνισμού ήταν η Φλωρεντία και του Αριστοτελισμού η Πάδοβα. Λόγιοι όπως ο πλατωνιστής Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων από τη μια, και οι αριστοτελικοί Γεώργιος Τραπεζούντιος και Γεώργιος – Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος από την άλλη, πρωταγωνίστησαν σε Ανατολή και Δύση στη σημαντικότερη φιλοσοφική συζήτηση του 15ου αιώνα για  την «περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» έριδα, που στους μετέπειτα αιώνες της Τουρκοκρατίας έγειρε υπέρ του Αριστοτέλη, με κορυφαίο μεγάλο λόγιο εκπρόσωπο τον Θεόφιλο Κορυδαλέα. Βλ. Α. ΑΓΓΕΛΟΥ, Πλάτωνος τύχαι. Η λόγια παράδοση στην Τουρκοκρατία, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985, 28-46. Ν. ΨΗΜΜΕΝΟΣ, Η ελληνική φιλοσοφία από το 1453 ως το 1821. Η κυριαρχία του Αριστοτελισμού. Προκορυδαλική και κορυδαλική περίοδος, τ. Α΄, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988, 35-42. Πρβλ. Β. Ν. ΤΑΤΑΚΗΣ, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, μτφρ. Εύα Καλπουρτζή, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1977, 261-284.

[3] Για μεταλαμπάδευση των ελληνικών σπουδών στη Δύση κάμει λόγο ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, επισημαίνοντας ότι στο εγχείρημα αυτό συνέβαλλαν κορυφαίοι Έλληνες λόγιοι, όπως ο Δημήτριος Κυδώνης, ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, ο Καρδινάλιος Βησσαρίων, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Ιάνος Λάσκαρις, κ. ά. Βλ. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Α΄, 376-404. Για μια ειδικότερη ερμηνεία επί του θέματος βλ. N. G. WILSON, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση. Ελληνικές σπουδές στην Ιταλική Αναγέννηση, μτφρ. Φωτεινή Πρεβεδούρου – Γεωργίνη, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1994 και C. WELLS, Σαλπάροντας απ’ το Βυζάντιο. Πως μια χαμένη αυτοκρατορία διαμόρφωσε τον κόσμο, μτφρ. Κ. Αντύπας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006, 1-138.

[4] Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Κρήτη κατά την εποχή της Αναγέννησης υπήρξε ενδιάμεσος σταθμός μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Βλ. Κ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Βυζάντιο και Δύση. Η αλληλεπίδραση των αμφιθαλών πολιτισμών στον Μεσαίωνα και στην Ιταλική Αναγέννηση (330-1600), μτφρ. Έφη Βαρουξάκη, εκδ. Εστία, Αθήνα 1985, 296-314.

[5] Κ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Έλληνες λόγιοι εις την Βενετίαν, μτφρ. Χ. Πατρινέλλης, εκδ. Φέξη, Αθήναι 1963, 53. Ο ΙΔΙΟΣ, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση. Δύο κόσμοι της Χριστιανοσύνης στο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση, μτφρ. Κ. Κυριαζής, εκδ. Εστία, Αθήνα 1966, 210.

[6] Α. Ε. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Α΄, 400-401.

[7] Για τη μαθητεία του Μουσούρου πλησίον του Λάσκαρι βλ. Κ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Έλληνες λόγιοι εις την Βενετίαν, 106-107.

[8] Αυτόθι, 249-251.

[9] Ζ. Ν. ΤΣΙΡΠΑΝΛΗΣ, Το Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης και οι μαθητές του 1576-1700, εκδ. ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη 1980, 27. Για τους πρώτους μαθητές του βλ. Μ. ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ, «Η παρουσίαση από τον Ιάνο Λάσκαρι των πρώτων μαθητών του Ελληνικού Γυμνασίου της Ρώμης στον Πάπα Λέοντα I΄ (15 Φεβρουαρίου 1514)», Ο Ερανιστής, 1(1963)161-172, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

[10] Μ. ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ, Εκκλήσεις (1453-1535) των Ελλήνων λογίων της Αναγεννήσεως προς τους ηγεμόνες της Ευρώπης για την απελευθέρωση της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη 1965.

[11] Α. Ε. ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ, Η Φλαγγίνειος Σχολή της Βενετίας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1975, 24.

[12] Ενδεικτικά βλ. Μ. ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ – Κ. ΣΤΑΪΚΟΣ, Τα ελληνικά αρχέτυπα που εκδόθηκαν στη Φλωρεντία (π. 1475-1500), εκδ. Υπουργείο Εξωτερικών Ελλάδας, Αθήνα 1998.

[13] ΑΙΚ. ΚΟΥΜΑΡΙΑΝΟΥ – Λ. ΔΡΟΥΛΙΑ – Ε. LAYTON, Το Ελληνικό Βιβλίο 1476-1830, εκδ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1986, 272.

[14] Αυτόθι, 54. Καταγραφή τους και βιβλιοθήκες όπου απόκεινται αντίτυπα των παραπάνω εκδόσεων βλ. αντίτυπα βλ. ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Ελληνική Βιβλιογραφία (1466ci-1800), Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, ττ. Α΄ – Β΄, Αθήναι 1984, 1986.

Δημοσιεύθηκε στο περ. Ο Ποιμήν, OH (2013) 200-204.

2016· 300 χρόνια από τη γέννηση του Ευγενίου Βυλγάρεως (1716-1806)

Ευγένιος Βούλγαρις. Ο Έλλην λόγιος, ομοτράπεζος του Βολταίρου στην αυλή του Φρειδερίκου στο Βερολίνο, στα 1764-1771, και της Μεγάλης Αικατερίνη στη Μόσχα, μετά το 1771.

Βλ. Γ. Αινιάν, Συλλογή ανεκδότων συγγραμμάτων του αοιδίμου Ευγενίου του Βουλγάρεως, τ. Α΄, [Αθήνα 1838], ιθ΄. Καισάρειος Δαπόντες, “Κατάλογος ιστορικός”, στο: Κ. Ν. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Γ΄, [Βενετία 1872], 111.

 

Λόγιοι της Τουρκοκρατίας (1453 – 1821)

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Τοις αναγινώσκουσι

Τα άρθρα που θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν την κατηγορία, βλέπουν το φως της δημοσιότητας, σε τακτά χρονικά διαστήματα, στο περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Ερεσού και Πλωμαρίου Ο ΠΟΙΜΗΝ. Όπως θα διαπιστώσει ο κάθε ενδιαφερόμενος και η κάθε ενδιαφερόμενη, βιογραφούνται σημαντικοί Λόγιοι της Τουρκοκρατίας. Στόχος των άρθρων είναι να γνωρίσουν οι φίλοι/ες αναγνώστες/τριες πώς ο Νέος Ελληνισμός, στη μακρόσυρτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, με το έργο των Ελλήνων λογίων κυριάρχησε στον ευρύτερο ευρωπαϊκό και μεσογειακό χώρο. Τα άρθρα είναι σύντομα, σε γλώσσα εύληπτη, κατανοητή και θα βασίζονται σε έγκυρα βιβλιογραφικά δεδομένα και τεκμήρια. Ωστόσο, θεωρώ αναγκαίο πριν τη βιογράφηση του πρώτου λογίου να δημοσιεύσω λίγες εισαγωγικές σκέψεις για την εποχή της Τουρκοκρατίας, για το λόγο ότι είναι αδύνατη η κατανόηση της παρουσίας των Ελλήνων λογίων της περιόδου αυτής, αν δεν κατανοήσουμε ότι για τέσσερις περίπου αιώνες, διάφοροι θεσμοί και φορείς διαμόρφωσαν και καθόρισαν τον εθνικό χαρακτήρα των νεώτερων Ελλήνων.

Η εποχή της Τουρκοκρατίας

Αν και η περιοδολόγηση της μακρόχρονης Ιστορίας του Ελληνισμού γίνεται για λόγους μεθοδολογικούς, διδακτικούς, για λόγους τιθάσευσης του τεράστιου προς μελέτη υλικού, εκείνο που πάντα προέχει είναι ο βασικός κανόνας της ιστορικής επιστήμης, η Ηρακλείτεια ρήση «τα πάντα ρει». Τα ιστορικά δηλαδή γεγονότα, στη μακρά διάρκειά τους, διαδέχονται το ένα το άλλο.

Ο κορυφαίος Έλληνας ιστορικός της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού Απόστολος Βακαλόπουλος[1], υποστηρίζει ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης (29 Μαΐου 1453) στους Οθωμανούς, αποτελεί «παράδοξο» πράγματι ιστορικό γεγονός, αφού από τότε για τον Ελληνισμό αρχίζει μια νέα περίοδος της ιστορίας του, αυτή που επικράτησε να λέγεται Τουρκοκρατία. Πρόκειται για την πιο σκληρή περίοδο της Ιστορίας του, η οποία διήρκησε τέσσερις αιώνες, μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Αναμφισβήτητα η τραγική Άλωση της Πόλης των Πόλεων, υπήρξε σημαντικότατος σταθμός της Ιστορίας μας. Δεν σημαίνει όμως ότι από τότε αρχίζει ο Νέος Ελληνισμός. Αντίθετα οι ρίζες του χάνονται πιο πίσω, συγκεκριμένα στους χρόνους της Δ΄ Σταυροφορίας (1204), όταν το βυζαντινό κράτος δέχθηκε το ισχυρότατο πλήγμα της Άλωσης της Πόλης από τους Φράγκους. Από τότε, αργά και σταθερά – μέχρι την Άλωση από τους Τούρκους το 1453 – συντελείται η βαθμιαία μετεξέλιξη από τον βυζαντινό στον νεοελληνικό πολιτισμό, το βαθμιαίο πέρασμα από το εξασθενημένο πολιτικά και στρατιωτικά Βυζάντιο προς τον Νέο Ελληνισμό. Μολονότι η βυζαντινή αυτοκρατορία για δυόμισι περίπου αιώνες (1204-1453) γεωγραφικά συρρικνωνόταν, η συντελούμενη καλλιτεχνική και πνευματική αναγέννηση που κυρίως αναπτύχθηκε στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και τον Μυστρά, στους τομείς της φιλοσοφίας, της θεολογίας, της φιλολογίας, της ναοδομίας και ζωγραφικής, έδωσε και τα πρώτα θα λέγαμε σκιρτήματα εμφάνισης του Νέου Ελληνισμού. Σ’ αυτό ακόμη το χρονικό διάστημα, το όνομα «Έλλην»[2] για πρώτη φορά βρήκε την ιστορική του δικαίωση, αφού δυναμικά από τότε με πλήρη εθνική συνείδηση χρησιμοποιούνταν από πολλούς λογίους της εποχής, όπως λόγου χάριν ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων.

Στα χρόνια λοιπόν της ατέλειωτης σκλαβιάς στον Ασιάτη δυνάστη, ο Ελληνισμός ανέπλασε το παρόν με το παρελθόν του, συντήρησε τη μακραίωνη βυζαντινή παράδοσή του, αφομοίωσε τις νέες ιδέες, όπως αυτές της Αναγέννησης και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, στόχευσε στην Παλιγγενεσία της Επανάστασης του 1821 και ετοίμασε το Νεότερο Ελληνισμό[3].

Οι παράγοντες που  συνέστησαν την πορεία και την ενότητα του υπόδουλου Ελληνισμού

Η Εκκλησία. Πέρα από το θρησκευτικό της ρόλο απέκτησε και ρόλο εθνικό, πολιτικό και διοικητικό. Με κέντρο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, συντήρησε την ελληνορθόδοξη παιδεία και βοήθησε καθοριστικά στην πνευματική αφύπνιση όλων των ομοθρήσκων και ομόδουλων λαών της Ανατολής. Δίκαια έχει υποστηριχθεί, ότι υπήρξε το μεγάλο λαϊκό πανεπιστήμιο[4].

Τα Σχολεία. Από τους δυναμικότερους φορείς που βοήθησαν το Γένος κατά την Τουρκοκρατία. Από τα πρώτα χρόνια της δουλείας, στην Κωνσταντινούπολη λειτούργησε η περιώνυμη Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Πατριαρχική Ακαδημία. Στην ίδια τροχιά αργότερα κι άλλα σχολεία έδωσαν δυναμικό παρόν στη διάπλαση συλλογικής συνείδησης και ιδιοπροσωπίας του Μεταβυζαντινού Ελληνισμού, όπως η Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιον Όρος, η Ευαγγελική Σχολή και το Φιλολογικό Γυμνάσιο στη Σμύρνη, η Πατμιάδα Σχολή στην Πάτμο, το Ελληνομουσείο στη Θεσσαλονίκη, το Γυμνάσιο Χίου, η Ακαδημία Κυδωνιών, η Μαρουτσαία Σχολή στα Γιάννενα, η Φλαγγίνειος Σχολή στη Βενετία, η Αυθεντική Ακαδημία στο Ιάσιο, κ. ά.

Το Κρυφό Σχολείο. Τέτοια λειτούργησαν στα Γιάννενα (Μονή Στρατηγοπούλου), στην Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο (Μονή Φιλοσόφου) κ. α[5].

Ο Ελληνισμός της διασποράς. Με συνεχή οικονομική και εμπορική εξέλιξη από τα μέσα του 17ου αιώνα, πολύπλευρα βοήθησε στην πνευματική αφύπνιση του Ελληνισμού, με την ίδρυση τυπογραφείων και σχολείων, τη χορήγηση υποτροφιών και το σχηματισμό βιβλιοθηκών. Επίσης, οι πολλές ελληνικές κοινότητες που ιδρύθηκαν στο εξωτερικό, συνέβαλαν στη διάδοση της ελληνικής παιδείας στην Ευρώπη. Τέτοιες κοινότητες ήταν της Βενετίας, της Τεργέστης, της Βιέννης, των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών (Ιασίου και Μολδαβίας), της Ρωσίας κ. ά.

Οι Κοινότητες. Ο θεσμός τους αποτέλεσε έναν από τους βασικούς παράγοντες αυτοδιοίκησης του Ελληνισμού. Χάρη σ’ αυτές, ο υπόδουλος Ελληνισμός κατόρθωσε να μετριάσει τα δεινά της τουρκικής κυριαρχίας και δημιούργησε τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της τότε εκπαίδευσης[6].

Οι Φαναριώτες. Πολύγλωσσοι και με εξαιρετικά υψηλό πνευματικό επίπεδο Έλληνες, είχαν ισχυρή επίδραση στα της παιδείας και διοίκησης πράγματα. Ο αιώνας της ακμής του ήταν ο 18ος[7].

Οι Μονές. Συνέβαλλαν στη διατήρηση του «ένδοξου βυζαντινισμού» με τα εργαστήρια αντιγραφής κωδίκων, τα εργαστήρια εκκλησιαστικής ζωγραφικής και τη συγκρότηση πλουσιότατων βιβλιοθηκών[8].

Οι λόγιοι. Οι περισσότεροι υπήρξαν Διδάσκαλοι του Γένους. Η κυριότερη συνεισφορά τους υπήρξε η βελτίωση της πνευματικής κατάστασης του υπόδουλου Ελληνισμού. Πλειάδα τέτοιων λογίων καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι περισσότεροι ήταν σπουδαγμένοι στην Εσπερία, έγιναν οι πνευματικοί ηγέτες του Γένους. Άνθρωποι του βιβλίου και του σπουδαστηρίου[9], διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην κίνηση των ιδεών.

[1] Η πορεία του Γένους. Από το Βυζάντιο στο Νέο Ελληνισμό, εκδ. Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1966. Πρβλ. Διονύσιος Α. Ζακυθηνός, Τουρκοκρατία. Εισαγωγή εις την Νεωτέραν Ιστορίαν του Ελληνισμού, Αθήναι 1955.

[2] Π. Χρήστου, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19934.

[3] Σημαντική για το θέμα αυτό είναι η μελέτη του Α. Ε. Καραθανάση, Η τρίσημη ενότητα του Ελληνισμού. Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 19912.

[4] Steven Runciman, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία. Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως λίγο πριν από την άλωση της Πόλης μέχρι και την Επανάσταση του 1821, μτφρ. Πολυξένη Αντωνοπούλου, εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα 2010. Πρβλ. Δ. Αποστολόπουλος, Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή–Χορν, Αθήνα 1995.

[5] Για το Κρυφό Σχολειό η βιβλιογραφία είναι εκτεταμένη. Ενδεικτικά σημειώνω την πρόσφατη εκδοθείσα σημαντικότατη μελέτη του Γ. Κεκαυμένου, Κρυφό Σχολείο. Το χρονικό μιας ιστορίας, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2012.

[6] Γ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική και πολιτική διοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της Τουρκοκρατίας, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1982.

[7] Δ. Αποστολόπουλος, Για τους Φαναριώτες. Δοκιμές ερμηνείας και μικρά αναλυτικά,  εκδ. ΕΙΕ/ΙΝΕ, Αθήνα 2003.

[8] Κρίτων Χρυσοχοΐδης, «Μοναστηριακές βιβλιοθήκες και αρχεία. Κιβωτοί τεκμηρίων», στον τόμο: Τάσεις του ορθόδοξου μοναχισμού 9ο –20ος αιώνες, Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου: Οι δρόμοι του ορθόδοξου μοναχισμού. Πορευθέντες μάθετε, (Θεσσαλονίκη 28 Σεπτεμβρίου – 2 Οκτωβρίου 1994), εκδ. ΕΙΕ/ ΙΒΕ, Αθήνα 1996, 251-260.

[9] Αθανάσιος Καραθανάσης, Οι Έλληνες λόγιοι στη Βλαχία (1670-1714). Συμβολή στη μελέτη της ελληνικής πνευματικής κίνησης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες κατά την προφαναριώτικη περίοδο, εκδ. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 194, Θεσσαλονίκη 1982, 207.