Η Παναγία του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Τέτοιες μέρες του Αυγούστου, κάθε χρόνο, όσο πλησιάζει η γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο μυαλό μου έρχεται και θρονιάζει η  εικόνα της Παναγίας με το Βρέφος, έργο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, εκείνου του ιδιαίτερα ασυνήθιστου ανθρώπου, που γεννημένος στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, υπήρξε πρωτοποριακός για την εποχή του πεζογράφος, αυτοδίδακτος ζωγράφος και φαρμακοποιός στο επάγγελμα. Πολυδιάστατη πράγματι προσωπικότητα. Αφηγητής ρευστού και ιδιαίτερα δύσκολου λόγου. Και βέβαια, βαθύτατα θρησκευόμενος άνθρωπος, όχι όμως εκείνης της θρησκευτικότητας της “ζητοορθοδοξίας” και του ευσεβισμού, που τέτοιες νοοτροπίες, δυστυχώς, ευδοκιμούν πολλές σήμερα στον εκκλησιαστικό και θεολογικό χώρο.

Για τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και του έργου του ενδεικτικά βλ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΣΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, Λόγος εις τον Νίκον Γαβριήλ Πεντζίκη, εκδ. Ροές, Αθήνα 1988. ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ, Μνήμης Ένεκεν. Ν. Γ. Πεντζίκης, εκδ. Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βεροίας, 1996. Σημαντικό είναι και το αφιέρωμα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ / ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ: Ν. Γ. Πεντζίκης. Ένας ασυνήθιστος άνθρωπος, (Κυριακή 2 Μαρτίου 1997). Πρβλ. ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΠΕΤΕΑ, Βιβλιογραφία Ν. Γ. Πεντζίκη (1935-1970). Εκδόσεις και δημοσιεύσεις, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1971.

ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ, Η Παναγία και το Βρέφος

Για τις απαλλαγές μαθητών/τριών από το Μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ)

Π Ρ Ο Σ Ω Π Ι Κ Η   Κ Α Τ Α Θ Ε Σ Η

«Ότι είμαι το οφείλω τόσο στις ρίζες μου όσο και στα βιώματά μου», γράφει σ’ ένα από τα βιβλία του ο αξέχαστος Κωστής Μοσκώφ, (Στα όρια του Έρωτα και τις Ιστορίας, εκδ. Ιανός, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 7). Προφανώς, εδώ, ο Μοσκώφ μιλά για ρίζες ελληνορθόδοξες και οικουμενικές συνάμα. Γι’ αυτές, ευτυχώς, οι περισσότεροι από εμάς του θεολόγους που διδάσκουμε το Μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ) στα σχολειά μας παλεύουμε καθημερινά να διασώσουμε, ενάντια στα εθνομηδενιστικά και μηδενιστικά τσιτάτα ουκ ολίγων «πληκτικών γεροντοκόρων», καθώς έλεγε κάποτε ο «νιόνιος» Διονύσης Σαββόπουλος, οι οποίες/οι αρέσκονται να μιλούν για εξοβελισμό του Μαθήματος των Θρησκευτικών (ΜτΘ) από τα Προγράμματα Σπουδών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και την παράλληλη θεσμοθέτηση να γίνει μάθημα προαιρετικό.

Το παρακάτω Δελτίο Τύπου του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης, αποτυπώνει την αγωνία των Θεολόγων Καθηγητών της πατρίδας μας για την ακόμη μια φορά παλινωδία θεσμικών οργάνων της Ελληνικής Πολιτείας γι’ αυτό το ζήτημα. Ορθότατα τονίζεται «ότι κάθε αναψηλάφηση του καθεστώτος απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών, έστω και υπό το κράτος αποφάσεων – συστάσεων ανεξαρτήτων αρχών, θα είναι επιζήμια τόσο για το ίδιο το μάθημα όσο και για την ομαλή λειτουργία των σχολικών μονάδων».

Ελπίζω ότι η νέα σχολική χρονιά που τον Σεπτέμβριο θα αρχίσει να μην ταλαιπωρήσει ξανά διδάσκοντες και διδασκόμενους, για ένα θέμα, αυτό της απαλλαγής μαθητών/τριών, το οποίο μάλιστα έχει διευθετηθεί ικανοποιητικά.

Δ Ε Λ Τ Ι Ο   Τ Υ Π Ο Υ

Χολαργός  4 Αυγούστου 2015

Τα τελευταία χρόνια κάθε καλοκαίρι (συνήθως Αύγουστο) η εκπαιδευτική κοινότητα πληροφορείται νέα μέτρα και νέες ρυθμίσεις που αφορούν σε κρίσιμα για την σχολική ζωή ζητήματα. Ιδιαίτερες «τραυματικές εμπειρίες» έχει αποκομίσει η θεολογική εκπαιδευτική κοινότητα από αιφνίδιες αποφάσεις που σχετίζονται με το πλαίσιο διδασκαλίας και παρακολούθησης του μαθήματος των Θρησκευτικών. Οι εγκύκλιοι του 2008 (περί απαλλαγών) και όσες ακολούθησαν προσπαθώντας να «θεραπεύσουν» τις πληγές που άνοιξαν οι πρώτες, είναι ενδεικτικές της βούλησης του υπουργείου Παιδείας για την ρύθμιση ή απορρύθμιση ενός θέματος που ως μη όφειλε, αναδείχθηκε σε πρώτης γραμμής πρόβλημα για εκπαιδευτικούς (διδάσκοντες και σχολική διοίκηση), γονείς και μαθητές.

Η πρόσφατη – εκ νέου – ανακίνηση μέσω δημοσιευμάτων στον ημερήσιο Τύπο του ζητήματος της απαλλαγής από το Μάθημα των Θρησκευτικών και η «καταιγιστική» ανταλλαγή απόψεων, θέσεων και αντιθέσεων στα μέσα ηλεκτρονικής κοινωνικής δικτύωσης, θέτουν και πάλι, στο προσκήνιο της  εκπαιδευτικής επικαιρότητος ένα ζήτημα, για το οποίο όλες οι θεολογικές ενώσεις είχαν συμφωνήσει ότι είχε με ικανοποιητικό τρόπο διευθετηθεί με την  κοινοποίηση  της τελευταίας εγκυκλίου (23/1/2015),στις σχολικές μονάδες.

Ο σύλλογός μας θεωρεί ότι κάθε αναψηλάφηση του καθεστώτος απαλλαγής από το Μάθημα των Θρησκευτικών, έστω και υπό το κράτος αποφάσεων – συστάσεων ανεξαρτήτων αρχών, θα είναι επιζήμια τόσο για το ίδιο το μάθημα όσο και για την ομαλή λειτουργία των σχολικών μονάδων, όπως έχει ήδη εξηγήσει, μέσω εμπεριστατωμένου υπομνήματος που είχε αποστείλει  στο υπουργείο (Σεπτέμβριος 2014). Εκεί είχαμε με έμφαση τονίσει πως η όποια μελλοντική ρύθμιση του υπουργείου για το θέμα αυτό θα έπρεπε να βασίζεται  σε τρεις βασικούς άξονες: 1. Στην ισονομία των μαθητών μέσα στη σχολική κοινότητα  όσον αφορά τον αριθμό των διδασκόμενων μαθημάτων. 2. Στο σεβασμό της διακριτής ιδιαιτερότητας  κάθε μαθητή, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να ασκεί νομίμως  το δικαίωμα  της   απαλλαγής,  και 3. Στην υψηλή παιδευτική αξία του Μαθήματος των Θρησκευτικών, που σε περιόδους ιδιαίτερα, όπως η σημερινή, της ποικιλώνυμης κρίσης, μπορεί και μέσω του περιεχομένου του αλλά και με την προσωπική συμβολή  όσων το διακονούν μέσα στη σχολική τάξη, να προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στη χειμαζόμενη Ελληνική κοινωνία.

Επομένως πιστεύουμε και ελπίζουμε πως το υπουργείο Παιδείας δεν θα «ανοίξει» και πάλι ένα θέμα, εφόσον δεν υφίσταται προφανής αιτία. Οι όποιες γνωματεύσεις των ανεξαρτήτων αρχών, που σημειωτέον λειτουργούν εντός – και με την έγκριση – της συντεταγμένης Πολιτείας, είναι μεν σεβαστές εφόσον στηρίζονται σε αναντίρρητες πραγματικότητες, ωστόσο δεν μπορεί να αποτελούν το μοναδικό σύμβουλο της  βούλησης ενός υπεύθυνου πολιτικού θεσμικού οργάνου, που αποφασίζει και λειτουργεί με γνώμονα την παιδαγωγική  αξία και σκοπιμότητα ενός πολυφωνικού και πλουραλιστικού ωρολογίου εκπαιδευτικού προγράμματος, την ιστορία και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης στο νεότερο ελληνικό κράτος και φυσικά την πανθομολογούμενη ιδιαίτερη πολιτισμική παράδοση του τόπου αυτού, αναπόσπαστο στοιχείο της οποίας αποτελεί η σύνδεση της καθημερινότητας με τις ποικίλες εκφράσεις της  εκκλησιαστικής εμπειρίας, όπως αυτή ποικιλότροπα αποκαλύπτεται στη λατρεία, την τέχνη, τη θεολογία  και την ίδια τη ζωή.

Για το Δ.Σ

Ο Πρόεδρος                                                                                                                                                

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΟΣΧΟΣ                                                                                                            

Επικ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής

Ο Γ. Γραμματέας

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Διευθυντής Λυκείου

“Ύμνος στην Θεοτόκο”, Έντγκαρ Άλλαν Πόε

Του ΓΙΑΝΝΗ ΖΕΡΒΟΥ

«Από το χάραμα, το μεσημέρι, ως το σούρουπο / ολημερίς σε υμνώ Μαρία! / Στις χαρές και στις λύπες, στα καλά και στις συμφορές / Μείνε στο πλευρό μου Θεοτόκε! / Όταν οι Ώρες πέταξαν λαμπρά / στον ανέφελο ουρανό / Η χάρη σου οδήγησε σε σένα την αθλία μου ψυχή / Τώρα που της μοίρας οι θύελλες έχουν σκοτεινιάσει το Παρελθόν και το Παρόν μου / Κάνε το Μέλλον μου να λάμψει φωτεινό / με τη γλυκιά ελπίδα που μας δίνεις».

Ποίημα του διάσημου Αμερικανού μυθιστοριογράφου και ποιητή Έντγκαρ Άλλαν Πόε  γραμμένο το έτος 1835.

Ο ποιητής το εμπνεύσθηκε από τη γαλήνη που ένοιωσε, όταν περπατώντας στην πολύβουη πολιτεία άκουσε κωδωνοκρουσίες.

Υ. Γ. Για τον Πόε, αξίζει να διαβάσει κανείς και το κείμενο του Ηλία Βενέζη, “Η Καλύβα του Πόε”, Νέα Εστία, τχ. 545 (15/31950)

http://www.ekebi.gr/magazines/flipbook/showissue.asp?file=78884&code=0861

Ιερομονάχου Συμεών, Συμεών μνήμα…

«Στη γαλήνη της μνήμης

οι γραμμές και το φως».

Ιερομονάχου Συμεών, Συμεών μνήμα, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1994, χ. α.

50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ· Γιά τόν κυρ-Φώτη Κόντογλου ὁ λόγος

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Ἂν καὶ φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ μακαριστοῦ Κυδωνιέως Φώτη Κόντογλου, ὑπάρχουν πολλοὶ μελετητὲς ποὺ συνεχίζουν νὰ ἀξιολογοῦν καὶ νὰ ἑρμηνεύουν τὸ ἔργο του, εἴτε αὐτὸ ἀφορᾶ στὴ λογοτεχνική, εἴτε στὴν καλλιτεχνική του παραγωγή, χώρια ἀπὸ τὴ συνεχιζόμενη πολλὲς φορὲς ἀνούσια καὶ ἄκριτη πολεμικὴ εἰς βάρος του. Καὶ ἡ θεώρηση αὐτὴ φαίνεται νὰ μὴν ἔχει τελειωμό. Πενήντα σχεδὸν χρόνια δημιουργικῆς πορείας τοῦ Ἀϊβαλιώτη συγγραφέα καὶ καλλιτέχνη, ποὺ ἄφησαν πολύμορφα λογοτεχνήματα καὶ καλλιτεχνήματα, ἐξακολουθοῦν ἄλλοτε νὰ θαμπώνουν τοὺς μελετητές του κι ἄλλοτε νὰ κάμουν πολλοὺς νὰ ἐπαναλαμβάνουν τὰ ἴδια πράγματα.

Δὲν προτίθεμαι ἐδῶ νὰ ἀπαριθμήσω τὸ τί ἔχει γραφεῖ ὑπὲρ καὶ τί κατὰ τοῦ Κόντογλου. Οὔτε, βέβαια, νὰ κάμω ὁποιαδήποτε συνθηματολογία, ἀκόμη καὶ ὡραιολογία, γύρω ἀπὸ τὸ βίο καὶ τὸ ἔργο του. Αὐτὰ σὲ ὅσους ξέρουν γράμματα καὶ ἔχουν καλὴ σπουδὴ στὴ λογοτεχνία καὶ τὴν τέχνη – καὶ ὄχι μόνο, θέλω νὰ πιστεύω καὶ στὴ θεολογία, μιᾶς κι ὁ Κόντογλου κατέδειξε ὅσο κανεὶς ἄλλος ὅτι ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση δὲν εἶναι οἱ προχειρολογίες ἀρκετῶν διανοουμένων, ἀλλὰ καὶ ῥασοφόρων περὶ ὀρθοδοξίας καὶ ὀρθοπραξίας, ἀλλὰ κάτι τὸ ἁπτὸ καὶ συγκεκριμένο, ὅπως τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ ποὺ γίνεται Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ – εἶναι νομίζω γνωστά.

Σὲ μερικὰ σημεῖα ἐπιθυμῶ μόνο νὰ σταθῶ. Αὐτὰ σχετίζονται ἄμεσα μὲ τὴν παρουσία τοῦ Κόντογλου στοὺς περίεργους καιροὺς ποὺ ζοῦμε. Ποιά, δηλαδή, εἶναι ἡ μαρτυρία του σήμερα. Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, ὡστόσο, θὰ ἤθελα νὰ καταγράψω μερικὰ ἐρωτήματα, ποὺ συχνὰ-πυκνὰ ἔρχονται στὸ προσκήνιο. Ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι πονεμένη ἡ ῥωμιοσύνη; Ἐπιβιώνει στὸ ὑποσυνείδητό μας; Ἢ μήπως τὴν καταντήσαμε κι αὐτή, ὅπως τόσα ἄλλα ποὺ παραπέμπουν στὶς πηγὲς καὶ τὶς ρίζες μας φολκλόρ; Γιατὶ σ᾿ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητα καὶ αὐτοσυνειδησία, μᾶς κατατρέχει πάντοτε τὸ σύνδρομο τῆς ἀπολογητικῆς, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ μᾶς κάμει συνεχῶς νὰ διατρανώνουμε τὴν πιστότητά μας σ᾿ αὐτή; Εἶναι τόσο δύσκολο νὰ κατανοήσουμε, ὄχι τὸ ποιοὶ καὶ τί εἴμαστε, ὅσο νὰ πραγματώσουμε μέσα μας αὐτὸ ποὺ ὄντως εἴμαστε; Τὴν πινδαρικὴ, δηλαδὴ, προτροπὴ τοῦ «μάθε καὶ γίνε αὐτὸ ποὺ εἶσαι», μὲ ἔμφαση στὸ γίγνεσθαι παρὰ στὸ μανθάνειν;

Ἡ πολύχρονη τριβή μου μὲ τὸ ἔργο τοῦ Κόντογλου θέλω νὰ πιστεύω ὅτι μοῦ ἔχει δώσει κάποιες ἀπαντήσεις στὰ παραπάνω ἐρωτήματα. Ἀπαντήσεις ποὺ μὲ κάμουν νὰ μὴν ἐθελοτυφλῶ ἀπέναντι σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ θέλει τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση κλεισμένη στὸν ἑαυτό της. Ὅποτε διαβάζω Κόντογλου, ἀντιστέκομαι σ᾿ ὅλους ἐκείνους πού, ἐνῶ διατρανώνουν τὴν «ὀρθοδοξία τους», στὴν πραγματικότητα δὲν ξεφεύγουν ἀπὸ τὸ πουθενά, ἀλλὰ συνεχίζουν τὴ μάταιη πορεία πώρωσης τοῦ ἴδιου του ἑαυτοῦ τους. Κι ὅποτε, βέβαια, ξαναδιαβάζω Κόντογλου, προσπαθῶ νὰ ἀπεμπλακῶ ἀπὸ τὸν τρόπο ἀνάγνωσης νὰ θηρεύσω ἀπ᾿ αὐτὸν κάποιες ἠθικίζουζες ἢ ἀκόμη καὶ θεολογίζουσες ἰδέες, ὅπως ἄλλωστε κάμουν οὐκ ὀλίγοι μελετητές του. Ἡ θήρα τέτοιων ἰδεολογημάτων, ἁπλῶς γιὰ νὰ ἐπισημάνει ἢ νὰ ἐπιβεβαιώσει κανεὶς τὴν καλή του σχέση μὲ τὸν Ἀϊβαλιώτη πρωτομάστορα τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, οὐδεμία σχέση ἔχει μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἤθελε ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου: πέρα ἀπὸ κάθε ὅριο αἰσθητικῆς συγκίνησης, ἐπιζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ἀναγνῶστες τοῦ συνοδοιπορία στὸ βίωμα τῆς μακρόσυρτης ἑλληνορθόδοξης παράδοσης. Τούτη τὴν ἔβλεπε ἀνθεκτικὴ στὸ χρόνο καὶ δυναμικά, εἴτε μὲ τὰ γραπτά του, εἴτε μὲ τὰ καλλιτεχνήματά του, τὴ μπόλιασε στὸν κορμὸ τοῦ πολιτισμοῦ ὅπου ἔζησε καὶ ἔπλασε τὰ ἔργα του. Μὲ πάθος ἀφουγκράστηκε ὅ,τι θεωροῦσε ζωντανό. Πολεμοῦσε νὰ ζωντανέψει σὲ σύμβολα καὶ δρώμενα ὁλάκερο τὸν καημὸ τῆς ῥωμιοσύνης. Εἶχε μία ὁλικὴ σύλληψη περὶ τοῦ Γένους. Δὲν τὸ ἔβλεπε στὸ πλαίσιο τοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου.

Στὰ τόσα πολλὰ ποὺ ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὸν Κόντογλου, ποὺ ὀρθὰ ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς ζωντανὴ ἔκφραση τῆς ῥωμιοσύνης, ποὺ λάτρεψε τὰ γράμματα καὶ ξεχωριστὰ τὴν παράδοση τῆς ἑλληνορθοδοξίας, ὀφείλω νὰ πῶ ὅτι μὲ ἀναπαύουν γραπτὰ ποὺ ἐπιτέλους ἔχουν νὰ ποῦν σημαντικὰ πράγματα. Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης φρονῶ ὅτι δίνει τὸν τόνο: «τὴν ἀγάπη μου γι᾿ ὅ,τι ἀποτελεῖ μία καταφρόνεση τῆς στεγνῆς λογικῆς, μιὰ περιπέτεια τοποθετημένη πέρα ἀπὸ τὰ σύνορα τοῦ φρόνιμου καὶ τοῦ γνώριμου, τὸ κέντρισμα γι᾿ αὐτὸ τὸ παιχνίδι τοῦ ῾θαυμαστοῦ᾿ ποὺ λέω νὰ μὴν τὸ σταματήσω ποτέ μου, δὲν μπορῶ νὰ ξεχάσω, μοῦ τό ῾δωσε πρώτη φορὰ ὁ Pedro Cazas τοῦ Κόντογλου, τότε ποὺ μαθητὴς ἀκόμα βυθιζόμουνα μὲ μία παράξενη καὶ ἀλλόκοτη γοητεία στὶς σελίδες του. Σήμερα, ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, δὲν παύω νὰ κηρύχνω τὴ μεγάλη σημασία ποὺ ἔχει ὁλόκληρο πιὰ τὸ ἔργο τοῦ Κόντογλου γιὰ τὴ γενιά μας, ἔργο ἀπὸ τὰ λίγα ἐκεῖνα ποὺ ἀφήνουν τὴν ἀπολησμονημένη φωνὴ τῆς Ἀνατολῆς νὰ ξανακουστεῖ καὶ πάλι μ᾿ ὅλα τὰ δικαιώματα καὶ νὰ μᾶς θυμίσει ποιὰ μπορεῖ νάναι ἡ σωστὴ θέση ἑνὸς τόπου ποὺ εἶναι προορισμένος ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν παράδοση νὰ στέκει κυρίαρχα ἀνάμεσα στὰ δυὸ μεγάλα ρεύματα ποὺ τὸ διαπερνᾶνε, νὰ τὰ ζυγιάζει, νὰ τὰ κρίνει, νὰ κρατάει ὅ,τι καλύτερο ἔχουνε, νὰ τὰ συγχωνεύει καὶ τελικὰ νὰ τὰ ξαναδίνει – προσθέτοντας τὸ μεράκι τῆς ψυχῆς του – σὲ μίαν ἀμίμητη καὶ μοναδικὴ σύνθεση». Ἐδῶ εἶναι προφανὴς ἡ σημασία ποὺ δίνει ὁ Ἐλύτης στὸν Κόντογλου καὶ στὸ περιεχόμενο τῶν δυὸ πόλων τῆς παράδοσής μας, τῆς ἑλληνικότητας καὶ τῆς ὀρθοδοξίας, στὴ διαχρονικότητά τους.

Σύμφωνα μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς καλύτερους μελετητές του, ποὺ μάλιστα δέχθηκε καὶ πολλὲς ἐπιρροὲς ἀπ’ αὐτόν, ἐννοῶ τὸν Π. Β. Πάσχο, ὁ Κόντογλου «γράφοντας ζωγραφίζει καὶ ζωγραφίζει γράφοντας», πάνω σὲ μιὰ παράδοση, ποὺ ὑπαρκτικὰ τὴ βίωνε στὸ τρίσημο σχῆμα της, Ἀρχαιότητα-Βυζάντιο-Νέος Ἑλληνισμός. Πρόκειται γιὰ μία συνειδητὴ καὶ ὄχι πατριδοκαπηλικὴ ἑλληνικότητα καὶ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία ποὺ “συναιρεῖ στὴ μήτρα της ὁλάκερη τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία καὶ ζωή”», ὅπως γράφει σ’ ένα μελέτημά του ὁ Κ. Τσιρόπουλος. Ὅταν ὁ Κόντογλου ἔγραφε γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, τὴν Ὀρθοδοξία, τὸ Βυζάντιο, τὴν παράδοση, δὲ μασοῦσε τὰ λόγια του. Χωρὶς φανατισμὸ καὶ δίχως ἴχνος προκατάληψης, ἀλλὰ μὲ γνώση, συνέπεια καὶ πάθος, πάθος ποὺ ἔβγαινε μέσα ἀπὸ τὰ σωθικὰ τοῦ Ἀνατολίτη, μαχόταν, γιὰ νὰ προβάλει τὸν πλοῦτο τοῦ Γένους μας, τὸν πλοῦτο ποὺ κρύβουμε ὅλοι μέσα μας, τὸν πλοῦτο μιᾶς «ἀνανεούμενης ἑλληνικότητας», ποὺ ὡς τρόπο ζωῆς ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου, στὸ ἔργο του, ἀπὸ τὸν Πέδρο Καζᾶς, τὴ Βασάντα, Τὰ δαιμόνια της Φρυγίας, Ἐξ Ἀνατολῶν πνεύματα ὀργισμένα, Ἡ ξεχασμένη Ἀνατολή, Ὁ Γιαβᾶς ὁ Θαλασσινός, ἴσαμε τὰ ἀμέτρητα, ἀξεπέραστα θαλασσογραφήματά του, ἀνίχνευσε στὸ λαϊκὸ ἦθος, στὴ λαϊκὴ μουσική, στὴν ἐκκλησιαστικὴ πίστη, στὸν τρόπο ποὺ ὁ λαός μας ἔχτιζε καὶ εἰκονογραφοῦσε τὶς ἐκκλησίες του, μακριὰ ἀπὸ ἰδεολογικὰ καὶ φυλετικὰ κριτήρια. Γι᾿ αὐτό, καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου του παρέμεινε ἀκλόνητος, πιστὸς στὰ λόγια τῶν παππούδων του, πιστὸς στὸ μεγαλεῖο τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Οἱ ὁποιεσδήποτε «ἀκρότητές» του πάνω σὲ ζητήματα πίστης, ἂν καὶ ἀδικοῦσαν πολλούς, δὲν προδίδουν κάποια ἀνακολουθία. Ὁ ἴδιος, ἐξάλλου, φρονοῦσε ὅτι ἡ ὀρθοδοξία τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι ἀπὸ μία «ἀκρότητα».

Ὑπὸ τὸ παραπάνω πρίσμα, ὁ ἐπαρκὴς καὶ προσεκτικὸς ἀναγνώστης τοῦ ἔργου τοῦ Κόντογλου, ἀπὸ τὸν πρωτόλειο Πέδρο Καζὰ ὡς τὰ τελευταία δοκιμιακοῦ χαρακτήρα κείμενά του, ἀλλὰ καὶ τὰ ζωγραφικὰ ἔργα του, διαπιστώνει ὅτι σ᾿ ὅλη τὴ δημιουργικὴ παραγωγή του, ἂν καὶ ἐπαναλαμβάνει πολλὰ κοινὰ σημεῖα, αὐτὰ ἄλλοτε ἐξαίρονται περισσότερο καὶ ἄλλοτε λιγότερο. Ὁ ἐντοπισμός τους εἶναι εὔκολος, μὰ χρειάζεται προσεκτικὴ μελέτη ὄχι μόνον αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν πηγῶν ἀπ᾿ ὅπου ἀντλεῖ ὁ συγγραφέας καὶ καλλιτέχνης Κόντογλου. Αὐτὸ εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ τόλμημα, γιατὶ ὁ Κόντογλου δὲν εἶχε μόνο τὸ χάρισμα νὰ φτιάχνει μύθους, εἰκόνες καὶ σύμβολα, τὰ ὁποῖα σάρκωνε σὲ ὑπαρκτὰ πρόσωπα, ἀλλὰ ἀπὸ γεννησιμιοῦ του κατάφερε νὰ ἀφομοιώσει πάμπολλα στοιχεῖα τῶν μνημείων τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης. Πέραν ἀπὸ τὶς σχέσεις του μὲ τὸν ἔξω κόσμο, ὁ βυζαντινὸς Κόντογλου μέσα του ἦταν ἕνας ἀναχωρητής. Θρεμμένος καὶ μυημένος στὸ κλίμα τῆς ὀρθῆς ἀνάγνωσης τῆς «ὀρθόδοξης ἑλληνικότητας», κατὰ τὸν Π. Β. Πάσχο, ἔδωσε στὸ ἔργο του μιὰ μεταφυσικὴ χροιὰ καὶ ὄχι μιὰ ἠθική. Καὶ ὅταν λέγω μεταφυσική, δὲν ἐννοῶ κάτι τὸ δύσκαμπτο ποὺ μᾶς πάει σὲ ἕνα ἀπρόσιτο ὑπερπέραν, ἐννοῶ μία δημιουργικὴ καὶ συνθετικὴ κίνηση ποὺ διευρύνει τὰ ὅρια τῆς ἑλληνικότητας καὶ τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τὰ κάμει οἰκουμενικά.

Ζήσιμος Λορεντζάτος: Ταγμένος στην ποίηση και στα γράμματα

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

“Θα ξαναβρούμε τους ρυθμούς εκεί που τους αφήσαμε
Στην αμμουδιά με τους αφρούς του περασμένου χρόνου
Στα ξύλα που τα σφήνωσαν κατάβραχα φουρτούνες
Στα φύκια τα ξασπρόθωρα στο ασίγαστο νερό.

Θα ξαναβρούμε τους ρυθμούς παντού. Μονάχα εσένα
Δε θα σε βρούμε πουθενά της νιότης αστραπή
Πιο γρήγορη απ’ το τρέξιμο πιο λίγη απ’ το δελφίνι
Στο πήδημά του, μια στιγμή στο πέλαγο αν φανεί” […]

(Απόσπασμα στίχοι 1-8)

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ, Ποιήματα. Μικρά Σύρτις. Αλφαβητάρι. Συλλογή, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2006, 149.

Άγιος Ερμογένης, Λέσβος.

Αστέρευτος ο λόγος του Οδυσσέα Ελύτη…

“Τί δηλοί ο μύθος; Θ΄ απαντήσω. Πρώτον· εμπιστοσύνη στο φωτάκι· που παρακάμπτει με άλματα τις εγκεφαλικές διεργασίες και πιάνει με την πρώτη αυτά που ο μελετητής χρειάζεται χρόνια για να ξεκαθαρίσει μέσα του και να τα κατατάξει. Δεύτερον· ότι η αγάπη προς την ύλη δεν έχει καμιά σχέση με την υλιστική αντίληψη της ζωής. Και τρίτον· ότι αυτό που εννοούσαν οι προπάτορές μας όταν έλεγαν “καθένας όπως νιώθει” εξακολουθεί να ισχύει, έστω και αν οδηγεί μερικές φορές σ’ έναν φ α ι ν ο μ ε ν ι κ ά (επιμένω στο όρο) απαράδεκτο παραλογισμό. Έτσι είναι. Καθένας όπως νιώθει, όπως αισθάνεται”.

Ιδιωτική Οδός, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1990, 23-24.

Με δύο βιβλία ανά χείρας…

JOSEPH ROTH και ROBERT MUSIL για μια καλή σπουδή του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Κλασικά πια λογοτεχνικά έργα, με ερμηνευτικό ιστορικό εύρος· άλλωστε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και λίαν προφητικά, για όσα σήμερα συμβαίνουν στην Ευρώπη, μιας και με ακρίβεια περιγράφουν τις δικτατορίες του περασμένου αιώνα.

Πού να πάω εγώ, ένας Τρόττα;

Η “Kρύπτη των Καπουτσίνων, το μυθιστόρημα που συμπληρώνει το αριστούργημα του Γιόζεφ Ροτ “Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ”, είναι μια μελαγχολική, συγκινητική ελεγεία για τον χαμένο κόσμο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Εξιστορεί την ανέμελη ζωή ενός μέλους τρίτης γενιάς της περίφημης οικογένειας Τρόττα στα χρόνια πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, την ενθουσιώδη στράτευση και την άδοξη σύλληψή του και εξορία στην Σιβηρία, την απόδρασή του, την απώλεια των ψευδαισθήσεων για τα στρατιωτικά ιδεώδη, την επιστροφή του και την αποστράτευσή του. Σε μια μεταπολεμική Βιέννη που μαστίζεται από οικονομική κρίση, όπου οι παλιές οικογένειες έχουν χάσει όλα τα προνόμιά τους, ο Τρόττα προσπαθεί να αναβιώσει έναν προβληματικό γάμο και να συμβιβαστεί με τη σκληρή και περίπλοκη κοινωνική πραγματικότητα της Βιέννης, καθώς εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της ναζιστικής ωμότητας που καταφθάνει απειλητικά.

Το τέλος είναι μια γυμνή αυτοπροσωπογραφία του Γιόζεφ Ροτ. Δεν είναι το πρόσωπο ενός μυθιστορηματικού ήρωα σε κάποια φανταστική κατάσταση. Είναι το συναίσθημα στο οποίο ο Ροτ δίνει φωνή in propria persona σε όλα τα γραπτά του εκείνης της εποχής: η ατμόσφαιρα της οριστικής κατάρρευσης και της απελπισίας, όπως βιώνεται κι εκφράζεται στα κείμενά του του 1935 με 1938.

ΔΥΟ ΑΞΙΟΠΡΟΣΕΚΤΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ:

  • http://www.kathimerini.gr/820021/article/politismos/vivlio/o-atelhs-8rhnos–enos-megaloy-syggrafea
  • http://www.kathimerini.gr/803500/article/politismos/vivlio/mia-elegeia-gia-to-xameno-parel8on

“Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες” υπήρξε το πρώτο βιβλίο του Ρόμπερτ Μούζιλ και, παρ’ όλο που το έγραψε σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, συγκαταλέγεται, σύμφωνα με την έγκυρη εφημερίδα “Die Zeit”, ανάμεσα στα εκατό αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα βιβλίο προφητικό, γιατί περιγράφει με ακρίβεια τις δικτατορίες του εικοστού αιώνα, αλλά αποτελεί και μια θαυμάσια ανάλυση της εφηβείας, που στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα.
Ο νεαρός Ταίρλες ανακαλύπτει συνεχώς τον εαυτό του και τον κόσμο, τρομάζει και απορεί. Μέσα σ’ ένα αυστηρό ίδρυμα των αρχών του εικοστού αιώνα, όπου εκπαιδεύονται τα παιδιά των καλύτερων οικογενειών της Αυστρίας, συμβαίνουν τρομερά πράγματα. Μέσα στο ημίφως, σε μικρά καμαράκια κάτω από τη στέγη ή κάτω από τη γη, συνυπάρχει ένας άλλος κόσμος, που για να τον βρεις δε χρειάζεται παρά να χρησιμοποιήσεις μια σκάλα αυτού του “αξιοπρεπούς κτιρίου”.

ΜΙΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΚΡΙΤΙΚΗ: 

  • http://rnbnet.gr/details.php?id=11262

Η ποίηση πολύτιμο αντίδωρο σε πείσμα της γενικευμένης κακοκαιρίας…

«Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον

Είμαστε κιόλας νεκροί»

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ,

Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1987, 43

«Τα θεοτικά γράμματα και τα άθεα γράμματα»

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Ευθύς εξ αρχής οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι τα παρακάτω γραφόμενά μου, κατά κύριο λόγο, συνιστούν μια απλή καταγραφή της νεότερης ιστορίας της ελληνικής εκπαίδευσης, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην αμέσως την Επανάσταση του 1821 περίοδο, κυρίως την Οθωνική. Τις τελευταίες ημέρες, για δεύτερη φορά έχω καταπιαστεί με το διάβασμα ενός λογοτεχνήματος, το οποίο από την χρονιά που εκδόθηκε (1951· μετέπειτα γνώρισε πολλές επανεκδόσεις), αποδίδει και ερμηνεύει σωστά την παραπάνω εποχή. Πρόκειται για το μυθιστόρημα Ο Παπουλάκος του Κωστή Μπαστιά, γνωστού στο χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων λογοτέχνη, δημοσιογράφου, εκδότη και αρχισυντάκτη μαχητικών λογοτεχνικών περιοδικών, όπως ήταν τα Ελληνικά Γράμματα.

Σκεπτόμενος εδώ και μέρες, τί θα μπορούσα να δημοσιεύσω σ’ αυτήν τη στήλη «Δράξασθε παιδείας», την οποία τα ΠΟΛΙΤΙΚΑ: http://www.politikalesvos.gr/  φιλόξενα μου προσφέρουν ανά δεκαπενθήμερο, κατέληξα τελικά στη σκέψη να καταγράψω κάποιους προβληματισμούς μου, για αν το σχετικό με την εκπαίδευση πύρινο κήρυγμα του Παπουλάκου, περί τα μέσα του 19ου αιώνα, μπορεί να επηρεάσει τα σημερινά εκπαιδευτικά μας πράγματα.

Ποιος, όμως, ήταν ο Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, ο επονομαζόμενος Παπουλάκος; Ολίγα τινά, πιστεύω ότι θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τη σπουδαιότητα του κινήματός του, και πώς αυτό συνεπήρε ολάκερο σχεδόν τον Ελληνισμό στα δύσκολα χρόνια συγκρότησης του νεοελληνικού κρατιδίου. Γι’ αυτόν τον φλογερό πατριώτη και κήρυκα επιστροφής στο πατροπαράδοτον, έχουν γραφεί πολλά· μέχρι και διδακτορικές διατριβές έχουν εκπονηθεί σε πανεπιστημιακές σχολές της Ελλάδας. Φρονώ ότι ο Παπουλάκος ανήκει σ’ εκείνη τη γενιά των Ελλήνων του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, ο οποίος επάξια συνέχισε το έργο του Πατροκοσμά του Αιτωλού. Θεωρήσεις που στα μαθητικά μας χρόνια συχνά – πυκνά έρχονταν στο φως, ότι δηλαδή, ήταν ένας αμαθής και θρησκόληπτος καλόγερος, σε καμιά περίπτωση σήμερα δεν ευσταθούν, αφού η ιστορική έρευνα έχει αποδείξει το ακριβώς αντίθετο: το έργο του Παπουλάκου υπήρξε εγερτήριο σάλπισμα, ενάντια στην υπό το καθεστώς της Βαυαροκρατίας επιχειρούμενης τότε πνευματικής αλλοτρίωσης του Ελληνισμού. Στην προκειμένη περίπτωση, χαρακτηριστικό υπήρξε το εκπληκτικό του χάρισμα να συνεπαίρνει τον απλό λαό, μιλώντας στη γλώσσα του, παρακινώντας τον σε αγαθοεργίες και κοινωνική αλληλεγγύη. Ωστόσο, εκείνο που γοητεύει τον σημερινό ερευνητή της προσωπικότητας του Παπουλάκου είναι ο καταγγελτικός του λόγος ενάντια στον υπαλληλοποιημένο κλήρο, αλλά και στην κρατικοποιημένη την εποχή του εκπαίδευση, βασικοί δηλαδή πόλοι που συγκρότησαν το ελλαδικό κρατίδιο μετά το 1833.

Η καλύτερη απόδοση της δράσης του Παπουλάκου, πέραν των μελετών και των άρθρων που κατά καιρούς έχουν γραφεί, πιστεύω πως είναι το μυθιστόρημα του Κ. Μπαστιά. Αρκετοί από τους κριτικούς της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας – ενδεικτικά αναφέρω τους Κ. Θ. Δημαρά, Π. Χάρη, Β. Λαούρδα και Δ. Ρώμα – είδαν σ’ αυτό το μυθιστόρημα κάτι πολύ σημαντικό: το ζωντάνεμα της νεότερης ιστορίας μας.

Στο λογοτέχνημα του Μπαστιά στάθηκα κι εγώ πρόσφατα, ξαναδιαβάζοντάς το και διαβλέποντας σ’ αυτό το αριστούργημα τολμώ να πω, αρκετά στρεβλά που συμβαίνουν στη σημερινή εκπαίδευσή μας. Απ’ αυτό, βέβαια, το μυθιστόρημα άντλησα και τον τίτλο του σημερινού σημειώματός μου: «τα θεοτικά γράμματα και τα άθεα γράμματα». Όμως, προς αποφυγήν κάποιων παρεξηγήσεων, θα ήθελα να επισημάνω το εξής: τα λεγόμενα του Παπουλάκου για να έχουν τύχη και να επηρεάσουν θετικά το σημερινό εκπαιδευτικό μας σύστημα, οφείλουμε να τα δούμε και να τα κρίνουμε υπό το φως της εποχής που ειπώθηκαν. Σ’ αυτήν την προοπτική, μπορούν και σήμερα να ωφελήσουν και γόνιμα να προβληματίσουν πολλούς από εμάς που διακονούμε την εκπαίδευση, μιας και τα τελευταία χρόνια ζούμε σε καιρούς ραγδαίων εκπαιδευτικών αλλαγών, παρόμοιων θα ‘λεγα με την περίοδο δράσης του Παπουλάκου.

Ο Κ. Μπαστιάς στο λογοτέχνημά του Ο Παπουλάκος, με ρέουσα λογοτεχνική γλώσσα περιγράφει ένα γεγονός εξαιρετικής σημασίας. Σ’ ένα από τα πολλά χωριά της Πελοποννήσου που περιόδευε ο φωτισμένος κήρυκας της λαϊκής ευσέβειας και θρησκευτικότητας, λέγει τα εξής καταπληκτικά: «χριστιανοί είμαι το ίδιο αμαρτωλός σαν και σας και κανένας δεν είναι άγιος. Τα κρίματά μας ξεπερνάνε και την άμμο της θάλασσας κι ούτε καν υποψιαζόμαστε κάθε φορά που θα κολαστούμε. Για τούτο ένας δρόμος μας μένει προς σωτηρία. Ο λόγος του Χριστού. Τα Βαγγέλια, οι Ψαλμοί, το Χτοήχι. Σε τούτα τα βιβλία είναι μαζωμένη όλη σοφία του κόσμου, όλη η αλάθευτη γνώση, κι αυτά μονάχα μπορούν ν’ αποκριθούν στον άνθρωπο, που ρωτά και που διψά να μάθει. Όξω απ’ αυτά, γνώση κι αλήθεια δεν υπάρχουν. Να τα μάθετε λοιπόν γράμματα τα παιδιά σας, αλλά να τα μάθετε γράμματα του Θεού κι όχι γράμματα του διαβόλου. Υπάρχουν δυο λογιώ γράμματα, αδέρφια μου συνέχισε ο Παπουλάκος. Τα θεοτικά γράμματα και τα άθεα γράμματα».

Είναι προφανές ότι εδώ ο Παπουλάκος, δια της πένας του Κ. Μπαστιά, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αντιλαμβάνεται τον καημό προγενέστερων μεγάλων διδασκάλων του Γένους (Παχώμιου Ρουσάνου, Ευγένιου Βούλγαρη, Νικηφόρου Θεοτόκη, Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, για να αναφέρω μερικούς), που στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς στον Οθωμανό κατακτητή, πάλευαν να κρατήσουν ζωντανή τη γλώσσα και τη μακρόσυρτη ελληνορθόδοξη παράδοση του λαού μας. Επιφανειακή ανάγνωση των λεγομένων του Παπουλάκου σήμερα – και ομιλώ για κείνους που αρέσκονται σε θεωρήσεις του τύπου: όλα αυτά τυφλή θρησκοληψία είναι και άρνηση επιστημονικών επιτευγμάτων που η Δύση μας χάρισε τους τέσσερεις τελευταίους αιώνες – δεν μπορεί να γίνει. Για τον εξής απλό λόγο: στη σκέψη του Παπουλάκου, αλλά και κάθε αντίστοιχου σήμερα ανθρώπου που αγωνιά για την παρεχόμενη στα ελληνόπουλα εκπαίδευση, δεν διαβλέπουμε κανένα αντιδυτικισμό. Απεναντίας, ένας καλός γνώστης των ιστορικών δεδομένων και παραμέτρων της εποχής του, και της δικής μας βέβαια, ως ιστορικά παράλληλης, μιας και ακόμη ως λαός ψαχνόμαστε να βρούμε την ταυτότητά μας, άνετα θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι καθετί που σήμερα θυμίζει ελληνορθόδοξη παράδοση, συνεχώς το υποβαθμίζουμε και το θέτουμε στην άκρη, ωσάν να είναι ξεπερασμένο, ωσάν να μην ταιριάζει στην ευρωληγούρικη κουλτούρα μας, ως καλοί μεταπράτες που είμαστε, όπως θα ‘λεγε κι ο αξέχαστος Κωστής Μοσκώφ.

Για να συνταιριάξω τα λεγόμενα του Παπουλάκου με τα σημερινά εκπαιδευτικά μας πράγματα, από την πλευρά του εκπαιδευτικού θα πω και τούτο: θεϊκή και κοσμική σοφία, σ’ ένα λαό όπως ο δικός μας, που η κληρονομιά του στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες, είναι απαραίτητες να διδάσκονται, υπό την προϋπόθεση ότι η μια δεν θα μηδενίζει την άλλη. Τίμιος και ειλικρινής διάλογος και των δύο, στο σημερινό εκπαιδευτικό μας σύστημα, μόνο μορφωτικά αγαθά μπορεί να προσφέρει στους νέους. Άλλωστε έτσι αποκτά βαρύνουσα σημασία και η θεώρηση σημερινού κορυφαίου διανοούμενου. Την αντιγράφω αυτούσια, όπως ακριβώς την παραθέτει σ’ ένα περισπούδαστο βιβλίο του: «Δίνοντας νόημα στην ιστορία, ορίζω τις προοπτικές της υπάρξεώς μου. Κάθε ερμηνεία του παρελθόντος, είναι μια πρόταση για το μέλλον. Αναφέρθηκα στην Ιστορία ωσάν σε χώρο όπου λειτουργούν ταυτοχρόνως αναγκαιότητες και υπερβάσεις. Επέμεινα, μάλιστα, στην οικουμενική διάσταση του χώρου. Συνεπώς, ζητώ να κατανοήσουμε πώς συνιστούμε ένα κόσμο με τη Δύση αλλά που δεν εκφράζουμε το ίδιο κέντρο μ’ αυτήν. Και πως, ακριβώς γι’ αυτό, όσο προσεγγίζουμε τη Δύση, τόσο πρέπει να ενισχύουμε την ιδιαιτερότητά μας. Πως εμείς δεν είμαστε ένας ακόμη από τους 10 ή 15 ευρωπαϊκούς λαούς, αλλά ο ένας και ο μοναδικός – δυστυχώς – φορέας του άλλου κέντρου της οικουμένης μας». Κάπου εδώ, σ’ αυτό το άλλο κέντρο της οικουμένης, προσωπικά τοποθετώ τον Παπουλάκο και την ιδιαίτερα καυστική γλώσσα του για τα θεοτικά κι άθεα γράμματα.