Ζουμ ζουμ ζουμ, μέλισσα τριγύρω…

Οι μέλισσες και το μέλι το θέμα μας γι’ αυτή την εβδομάδα. Είδαμε σχετικά βίντεο (πως ζουν οι μέλισσες στην κυψέλη, πως φτιάχνουν οι μέλισσες το μέλι και πως το συλλέγουν οι μελισσοκόμοι), διαβάσαμε βιβλία και παραμύθια*, μάθαμε τραγούδια (9 μελισσούλες-επανάληψη του αριθμού 9) και φυσικά δημιουργήσαμε τις δικές μας κυψέλες.  Φτιάξαμε κι ένα επιτραπέζιο να παίζουμε:”Ποια μελισσούλα θα βγει πρώτη από την κυψέλη να πάει στο λουλουδόκηπο να μαζέψει νέκταρ;” [Την ιδέα την πήραμε από τη φίλη και συνάδελφο κυρία Ελένη από το 44ο ΝΓ Περιστερίου]

καλοκαιρι 001

Λουλουδοπαιδάκια_κλασικό

ΜΑΙΟΣ

Μέλισσες με κυψέλη_ολοήμερο

003

Επιτραπέζιο_ολοήμερο

*Η ευχή της μάνας

Καταγραφή: Αποστολάκη Βασιλεία (Μαθήτρια  Ε΄ Τάξης – Ιανουάριος 2003)

Μια φορά κι έναν καιρό, στα παλιά τα χρόνια, ζούσε μια γυναίκα που είχε τέσσερα παιδιά, τρεις κόρες και έναν γιο. Ο πατέρας τους πέθανε, όταν  αυτά ήταν πολύ μικρά και η μάνα τους, για να τα ζήσει, δούλευε σε διάφορες δουλειές, γιατί ήταν πολύ φτωχιά. Μεγάλωσε και τα τέσσερα παιδιά και τα πάντρεψε αλλά όλα έμεναν μακριά. Από την κούραση και από την ταλαιπωρία, αρρώστησε και δεν μπορούσε πια να δουλέψει και έπεσε στο κρεβάτι πολύ βαριά! Οι γείτονες δεν την έβλεπαν να πηγαίνει στην ξένη δουλειά και ανησύχησαν. Πήγε το πρωί μία γειτόνισσα, για να δει τι είχε και δεν πήγε στη δουλεία και την βρήκε στο κρεβάτι πολύ άρρωστη. 

—Έλα γειτόνισσα, να πας να φωνάξεις την πρώτη μου κόρη να έρθει, που την χρειάζομαι!

Πάει τότε η γειτόνισσα στην πρώτη κόρη και τις λέει να πάει στην μάνα της, που είναι πολύ άρρωστη. Εκείνη δεν δέχτηκε να πάει, γιατί έπλενε και είχε τα ρούχα μέσα στη σκάφη. 

— Δεν μπορώ να πάω να την δω γιατί πλένω.

Όταν πήγε η γειτόνισσα και της είπε ότι, η κόρη σου δεν μπορεί να έρθει, γιατί έχει τα ρούχα μέσα στην σκάφη και πλένει, η άρρωστη μάνα αναστέναξε, δάκρυσε και της είπε:  

—  Σου εύχομαι, κόρη μου, η σκάφη να γίνει το σπίτι σου και να το σέρνεις όπου πας στα όρη και στα βουνά, όλη σου τη ζωή!  

Από τότε η κόρη της έγινε χελώνα! Τότε έστειλε την γειτόνισσα στην δεύτερη κόρη. Και αύτη όμως βρήκε δικαιολογία, ότι ύφαινε.

—  Δεν μπορώ να έρθω, γιατί έχω στον αργαλειό το νήμα!   

Τότε πάλι η μάνα δάκρυσε και την καταράστηκε.    

—  Άντε, κόρη μου, να υφαίνεις μέρα νύχτα και σταματημό να μην έχεις! Να σου χαλάνε οι άνθρωποι τα υφαντά και να σε κυνηγούν παντού!   

Κι από τότε έγινε η αράχνη!  Μετά την έστειλε στον γιο της, μα κι εκείνος αρνήθηκε.   

—  Πες της μάνας μου ότι, δεν μπορώ να έρθω, γιατί βάζω στους τοίχους αστυβές[1], για να μην μου τα χαλούν.  

Τότε η μάνα αναστέναξε πάλι και του είπε:    

—Να έχεις την κατάρα μου και οι αστυβές να γίνουν αγκάθια στο σώμα σου και να γυρίζεις σαν την άδικη κατάρα! Από τότε έγινε ο σκαντζόχοιρος!

Τότε θυμήθηκε τη μικρή της κόρη και η γειτόνισσα πήγε και σ’ αυτή. Όταν είδε την γειτόνισσα, τόσο πρωί να πηγαίνει στο σπίτι της, απόρησε!  

—  Καλώς την, της είπε. Πώς είναι και ήρθες τέτοια ώρα; 

 Και η γειτόνισσα, της είπε ότι την γύρευε η μάνα της, που είναι πολύ άρρωστη. Η κόρη της εκείνη τη στιγμή ζύμωνε και είχε το ζυμάρι μέσα στην σκάφη. Παράτησε όμως το ζύμωμα κι όπως ήταν, με τη ζύμη στα χέρια, έτρεξε στην μάνα της! Ούτε που ήθελε να πλυθεί, για πιο γρήγορα! Όταν την είδε η μάνα της, της λέει: 

—  Γιατί, κόρη μου, είναι τα χέρια σου με τις ζύμες;  

—  Ζύμωνα μάνα και έτρεξα να δω τι έχεις.  

Τότε η μάνα της την αγκάλιασε, τη φίλησε και της λέει:  

—  Να έχεις την ευχή μου, κόρη μου. Να πετάς από λουλούδι σε λουλούδι, να μαζεύεις το μέλι από τα λουλούδια, να είσαι χρήσιμη στον κόσμο! Να φέρνεις τη γλυκασιά και το ζυμάρι, που είναι στα χέρια σου, να γίνεται κερί, να είναι χρήσιμο για τις εκκλησίες και χωρίς εσένα και το κερί σου να μην μπορεί να λειτουργήσει ο παπάς!   

Έτσι έγινε η μέλισσα!   

Γι’ αυτό και η παροιμία λέει:  «Ευχή γονέα έπαρε και στο βουνό ανέβα.»

 

 


[1] αστυβές: άγριοι θάμνοι με σκληρά αγκάθια

 

 

Σκαντζόχοιρος-Χελώνα-Μέλισσα

― Μια φορά λοιπόν κι ένα καιρό ήταν μια μάνα

που είχε τρία παιδιά, το σκατζόχοιρο, τη χελώνα

και τη μέλισσα.

Ήρθε ο καιρός που τα παιδιά μεγάλωσαν, παν-

τρεύτηκαν, έκαναν δικές τους οικογένειες σε δικά

τους σπίτια.

Τα χρόνια περνούσαν και κάποτε η μάνα αρρώ-

στησε, έστειλε λοιπόν να φωνάξουν το πρώτο απ’

τα παιδιά της που έμενε πιο κοντά κι αυτός ήταν ο

σκατζόχοιρος.

Ο σκατζόχοιρος όμως δεν ανταποκρίθηκε στο

κάλεσμα της μάνας με τη δικαιολογία ότι δεν

αδειάζει γιατί έχει να φράξει το χωράφι του με αγ-

καθωτό σύρμα.

Η μάνα τον καταράστηκε να γυρίσουνε τα σύρ-

ματα στην πλάτη του, η κατάρα έπιασε και γι’ αυτό

ο σκατζόχοιρος έχει αγκάθια στη ράχη του.

Κάλεσε μετά τη χελώνα που ήταν πιο μακρυά

αλλά κι αυτή αρνήθηκε με τη δικαιολογία ότι έχει

αναπιάσει προζύμι να ζυμώσει ψωμί. Η μάνα κατα-

ράστηκε και τη χελώνα να γυρίσει η σκάφη στην

πλάτη της και έτσι απέκτησε λοιπόν η χελώνα το

καβούκι της.

Στην απελπισία της η μάνα κάλεσε και τη μέλισσα

που έμενε πολύ μακριά χωρίς ελπίδα ότι θ’ αντα-

ποκριθεί, όμως η μέλισσα έφτασε αμέσως, περιποι-

ήθηκε τη μάνα της και έγινε καλά.

Η μάνα της έδωσε την ευχή της: ότι πιάνει μέλι

να γίνεται και χωρίς αυτή να μην ανοίγει εκκλησιά.

Έτσι η ευλογημένη με την ευχή της μάνας μέλισσα

μας δίνει το πολύτιμο μέλι της και το απαραίτητο

για την εκκλησία κερί.

Και ζήσανε λοιπόν αυτοί καλά και ’μείς καλύτερα.

 

 

Αφήστε μια απάντηση