Η 17η Νοεμβρίου είναι ημέρα μνήμης όχι μόνο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αλλά και της Εθνικής Αντίστασης, και μια και φέτος είναι έτος Ν.Καββαδία αφιερώνεται στον “πολιτικό” Καββαδία .
Στη διάρκεια της Κατοχής μένει ξέμπαρκος και συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ ναυτικών στην αρχή κι έπειτα του ΕΑΜ λογοτεχνών. Κατά την περίοδο 1945-46 είναι επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση για την οποία τον πρότεινε ο έως τότε Γραμματέας της Εταιρείας Λογοτεχνών Θέμος Κορνάρος, ο οποίος είχε φυλακιστεί για το βιβλίο του «Αγύρτες και Κλέφτες στην Εξουσία». Σε αυτή τη θέση, τον Νίκο Καββαδία διαδέχθηκε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, καθώς ο Καββαδίας μπάρκαρε με το πλοίο «Κορινθία» στις 6 Οκτωβρίου 1945. ……….. Αυτή την περίοδο θα δημοσιεύσει και τρία πολιτικά ποιήματα που δεν θα ενταχθούν στις μετέπειτα ποιητικές του συλλογές. Πρόκειται για τα ακόλουθα: «Αθήνα 1943» (Πρωτοπόροι, Δεκέμβριος 1943, με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός), «Στον τάφο του Επονίτη» (Νέα Γενιά, τχ. 51/1945, σ. 2) και «Αντίσταση» (Ελεύθερα Γράμματα, τχ. 14/1945). Στον τόμο Το θαύμα της Αλβανίας απ’ τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας του Ξένου Ξενίτα δημοσιεύεται και το αφήγημα Στο άλογό μου (Αθήνα 1945, σσ. 136-137).
Γνώρισα τον Κολλια Καββαδία την άνοιξη το ’46. Ερχόταν τότε στη Θεσσαλονίκη κάθε βδομάδα ή κάθε δεκαπέντε μέρες, δε θυμάμαι καλά. Του είχα στείλει ένα βιβλίο μου. Ζήτησε να με γνωρίσει. Κανείς δεν καταδεχόταν να γνωρίσει έναν νέο. Ο Καββαδίας το ’κανε. Κι αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της νοοτροπίας του ανθρώπου που δεν έχει καμιά πόζα, καμιά έπαρση για το έργο του. Είχε καταργηθεί η απόσταση μεταξύ μας. Για την ηλικία αυτή, δεκαπέντε χρόνια ήταν μεγάλη απόσταση. Ήταν σαν να είμαστε φίλοι. Κι αυτό νομίζω το διατήρησε σ’ όλα τα χρόνια του, κάνοντας παρέα, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αρκετά μεγάλος, παρέα με πολύ νέους ανθρώπους. Ήταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ ευαίσθητος, ευπαθής, χαριτωμένος. Σπάνια μιλούσε για το έργο του, προτιμούσε να σε ρωτάει εσένα τι γράφεις, τι κάνεις. Προτιμούσε να μιλάει, να διηγείται ανέκδοτα, ιστορίες του, ίσως εκεί με κάποια υπερβολή, με μια χαριτωμένη υπερβολή. Ένα βράδυ, σε μια παρέα, τέσσερις πέντε ανθρώποι, αφού ήπιαμε, μιλήσαμε, τραγουδήσαμε, είπαμε ανέκδοτα, έπιασα εγώ την κιθάρα και είπα: «Τώρα σας έχω μια έκπληξη» και άρχισα να τραγουδάω στίχους του Καββαδία, σε γνωστά μοτίβα της εποχής, ιδίως σε ρεμπέτικα. Θυμάμαι, συγκεκριμένα, ότι είχα μεταφέρει το «έβραζε το κύμα του γαρμπή, είμαστε και οι δυο σκυφτοί στο χάρτη» στο ρυθμό του «Τι σε μέλλει εσένα κι αν θρηνώ, το κορμί μου εγώ κι αν το πουλώ». Εγώ το χαιρόμουν αυτό. Κι η παρέα το χάρηκε πολύ. Ο Καββαδίας μάλλον δυσφόρησε. Το φυσικό του τραύλισμα έγινε περισσότερο. Σχεδόν δεν μπορούσε να μιλήσει, να εκφραστεί.
– Μήπως ήταν απ’ τη συγκίνηση;
– Όχι, όχι. Ψέλλισε μερικές λέξεις για εγωισμό και, για πρώτη φορά, έκανε υπαινιγμό για την ηλικία μου. Είπε ότι οι νέοι… κατά κάποιο τρόπο, με έψεξε έμμεσα για ασέβεια. Τον είχε στενοχωρήσει τόσο πολύ αυτό το πράγμα, ώστε όλη η βραδιά, τουλάχιστον για μένα πέρασε άσκημα. Ο ίδιος το ξεπέρασε και έδειξε ότι δεν τον πείραξε πολύ.
– Το κατάλαβε ότι σας είχε πειράξει;
– Είμαι βέβαιος, γιατί την άλλη φορά που συναντηθήκαμε, μου είπε, έτσι φυσιολογικά, μισοσοβαρά, μισοαστεία –είχε πάντα ένα πικραμένο ύφος ο Κόλιας: «Δεν θα πούμε κι άλλα τραγούδια σήμερα;». Πολλές φορές, μια ιστορία με ένα βασικό πυρήνα αλήθειας αυτός την έκανε παραμύθι.
– Για παράδειγμα;
Ήταν μυθοπλάστης. Διάφορες ιστορίες του από τη θάλασσα, σχέσεις του με γυναίκες, πιθανόν και διάφορα φανταστικά βίτσια του ακόμα. Ήθελε να τον αγαπάνε. Ήθελε γύρω του να υπάρχει μια τρυφερότητα. Ναι, αυτή είναι η λέξη. Ήθελε μια τρυφερότητα.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης σε ραδιοφωνική συνέντευξη μετά τον θάνατο του Καββαδία, στην Αίμυ Κροκίδη. Από το βιβλίο του Μήτσου Κασόλα, Νίκος Καββαδίας. Γυναίκα-θάλασσα-ζωή. Αφηγήσεις στο μαγνητόφωνο, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 72009 (2004), σ. 116-117.
Αφήστε μια απάντηση