Η Ελλάδα, στις περισσότερες κατηγορίες προϊόντων, είναι ακριβότερη από τον κοινοτικό μέσο όρο και σε δύο από αυτές (γαλακτοκομικά και ηλεκτρονικός εξοπλισμός) είναι η ακριβότερη ευρωπαϊκή χώρα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που δημοσιέυθηκαν σήμερα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η εικόνα ανά ομάδα προϊόντων διαμορφώνεται ως εξής:
– Συνολικά στα τρόφιμα η ελληνική αγορά ήταν το 2011 η 14η ακριβότερη μεταξύ των «27» της ΕΕ.
– Στο ψωμί -δημητριακά η χώρα μας βρίσκεται στην 8η θέση (από 7η το 2010), δηλαδή 16% ακριβότερη από το μέσο όρο της ΕΕ ενώ έχει και την υψηλότερη τιμή παραγωγού.
– Στα ψάρια η Ελλάδα είναι η 6η ακριβότερη χώρα με 12,4% πάνω από το μέσο όρο.
– Στο γάλα- τυροκομικά η Ελλάδα είναι η ακριβότερη χώρα, με 31,5% πάνω από το μέσο όρο στην ΕΕ. Και εδώ η τιμή παραγωγού είναι υψηλότερη (47- 56 λεπτά για το αγελαδινό γάλα έναντι 29 στην ΕΕ).
– Στα λίπη- έλαια η Ελλάδα είναι η 7η ακριβότερη χώρα με 15,7% πάνω από το μέσο όρο.
– Στα μη αλκοολούχα ποτά η Ελλάδα καταλαμβάνει την 10η θέση με απόκλιση 9,4% από την ΕΕ.
– Στα ρούχα η χώρα μας βρίσκεται στην 7η θέση και στα παπούτσια στην 9η, με 3% και 8% αντίστοιχα πάνω από την ΕΕ.
– Σε αγαθά όπως έπιπλα, οικιακές συσκευές, χαλιά κλπ, παραμένουμε ακριβότεροι από την ΕΕ σε ποσοστά έως 8% παρά το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες αγορές επλήγησαν ιδιαίτερα από την κρίση.
Φθηνότερη από το μέσο όρο της ΕΕ είναι η ελληνική αγορά στους τομείς μεταφορών, παρά τους υψηλούς φόρους στα καύσιμα, στο κρέας και στα φρούτα- λαχανικά.
Αρμόδιοι παράγοντες του υπουργείου Ανάπτυξης ανέφεραν, με αφορμή τα στοιχεία της Eurostat, ότι οι τιμές στην αγορά παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, παρά την ύφεση και τη μείωση των εισοδημάτων.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η κατάσταση στην αγορά και τις τιμές είναι χειρότερη από αυτήν που θα ανέμενε κανείς μετά από πέντε χρόνια ύφεσης.
Όπως υποστήριξαν, η πολιτική τιμών που περιλαμβάνει κυρίως την άρση των εμποδίων για τον ανταγωνισμό και την ένταση των ελέγχων δεν μπορεί να επιφέρει άμεσα αποτελέσματα. Ωστόσο, θα υπάρξουν μεσοπρόθεσμα αποτελέσματα και στον βαθμό που θα προσαρμόζεται η πολιτική των πολυεθνικών επιχειρήσεων για την ελληνική αγορά, θα αντιμετωπίζεται το πρόβλημα στις εισαγωγές που υπάρχει σήμερα, οι στρεβλώσεις στην αγορά κλπ.
Ακόμα, σημείωσαν ότι η μείωση των τιμών προϋποθέτει και την αύξηση της προσφοράς και τόνισαν πως η αιτία για την ακαμψία των τιμών είναι ότι τα πραγματικά εισοδήματα λόγω της παραοικονομίας δεν έχουν μειωθεί στο επίπεδο που δείχνουν οι επίσημοι δείκτες.
Εν τω μεταξύ, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την πρόσφατη τοποθέτηση του ΣΕΒ σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν περιθώρια μείωσης των τιμών, ο αρμόδιος υφυπουργός Θ. Σκορδάς δήλωσε ότι τα περιθώρια υπάρχουν, σημειώνοντας ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια τεχνολογικού εκσυγχρονισμού και εξωστρέφειας προκειμένου να μειωθεί το κόστος παραγωγής και οι τιμές.
Πηγή: naftemporiki από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Οι τιμές και οι προφάσεις
Τα πάντα μπορούν να ακολουθήσουν πτωτική πορεία στην Ελλάδα της κρίσης: το εθνικό εισόδημα, η απασχόληση οι αμοιβές, οι προσδοκίες… Τα πάντα εκτός από τις τιμές στην αγορά. Το ομολόγησε χθες επισήμως το αρμόδιο υπουργείο Ανάπτυξης, δίνοντας συγκριτικά στοιχεία προερχόμενα από τη Eurostat και την Ελ.Στατ., τα οποία χωρίς περιστροφές αποδεικνύουν ότι σε πολλές βασικές κατηγορίες προϊόντων η ελληνική αγορά κατατάσσεται στις υψηλότερες θέσεις της ακρίβειας στην Ευρώπη και οπωσδήποτε πάνω από το μέσο όρο των τιμών στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Προφανώς το αρμόδιο υπουργείο βλέπει μπροστά του χιονοστιβάδα ανατιμήσεων να έρχεται εν όψει του χειμώνα και καταφεύγει στην τακτική του «εμείς σας τα είπαμε ότι υπάρχει πρόβλημα, άρα είμαστε εντάξει».
Καθώς λοιπόν το αρμόδιο υπουργείο δηλώνει αδυναμία να ελέγξει τις τιμές, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών ξεκαθάρισε πριν από λίγες ημέρες ότι αδυνατεί να κάνει οτιδήποτε για το επίπεδο των τιμών. Το ίδιο κάνουν και τα δίκτυα λιανικής τα οποία παραμένουν στην πάγια θέση τους ότι δεν καθορίζουν τις τιμές, αλλά απλώς μεταφέρουν στη λιανική τις τιμολογήσεις που δέχονται από τους παραγωγούς και τους εμπόρους. Ετσι οι όποιες θεωρίες, περί εσωτερικής υποτίμησης, γίνεται προσπάθεια να εφαρμοστούν στην ελληνική οικονομία από την τρόικα, μάλλον χάνονται κάπου στη …μετάφραση, αφού από όλες τις προϋποθέσεις εφαρμογής αυτής της μεθόδου η μόνη που καλύπτεται είναι αυτή που αφορά τη μείωση του κόστους εργασίας.
Οπου θα μπορούσε να υπάρξει η παρέμβαση του κράτους, οι αρμόδιες υπηρεσίες παρουσιάζουν το …έργο «δημόσια διοίκηση εναντίον δημόσιας διοίκησης», αφού για τις εξελίξεις στο πεδίο των τιμών επικαλούνται, εκτός από τη διατροφική κρίση, τις παθογένειες και τις δυσλειτουργίες που υπάρχουν στην ελληνική αγορά, όπως είναι η δυσκολία στις μεταφορές, η γραφειοκρατία, η υψηλή φορολογία, η αδυναμία συνεργασίας των συναρμόδιων υπουργείων κ.ά.
Οι αρμόδιες υπηρεσίες αναζητούν τρόπους όχι για να αντιμετωπίσουν τις δυσλειτουργίες, αλλά για να περιορίσουν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί, ενόσω το πρόβλημα γιγαντώνεται, όχι μόνο γιατί οι τιμές δεν δείχνουν να έχουν διάθεση συγκράτησης, αλλά και γιατί «πέφτουν» πάνω σε καταναλωτές ταλαιπωρημένους από την ανεργία που έφθασε στο 24,4%, τη μείωση του εισοδήματος, λόγω περικοπών τόσο στο δημόσιο όσο στον ιδιωτικό τομέα, τη θεαματική αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, την περιορισμένη τραπεζική χρηματοδότηση και την περικοπή μιας σειράς παροχών.
Το ερώτημα είναι αν πράγματι λείπουν τα εργαλεία για τον έλεγχο των τιμών ή ουδείς προσπάθησε να τα χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά, ιδιαίτερα σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο. Απλό παράδειγμα: ευπρόσδεκτη είναι η αναθεώρηση του αγορανομικού κώδικα, αλλά έως την εφαρμογή της σε δύο χρόνια, θα μπορούσαμε να κάνουμε και λίγη δουλειά με τον υφιστάμενο. Χρειάζεται προσπάθεια, όχι επικοινωνιακοί ελιγμοί.
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ – nfran@naftemporiki.gr