Με αφορμή την απόφαση των Σουηδών φίλων του Pirate Bay να σχηματίσουν κόμμα και να διεκδικήσουν την ψήφο των συμπολιτών τους στις εκλογές, η Έλλη Τριανταφύλλου, με άρθρο της στην Καθημερινή καταπιάνεται με το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων σε συνάρτηση με τα προσωπικά δεομένα των πολιτών και τις ατομικές ελευθερίες.
“Aν μη τι άλλο, η είδηση για την απόφαση των Σουηδών οπαδών του ελεύθερου «downloading» από το Internet να σχηματίσουν πολιτικό κόμμα και να διεκδικήσουν την ψήφο των συμπολιτών τους στις επικείμενες ευρωεκλογές έχει ενδιαφέρον. Aποκτά, δε, ακόμη μεγαλύτερο, αν σκεφτεί κανείς ότι η πρωτοβουλία ελήφθη στη σκιά της πρωτόγνωρης για τα δεδομένα της χώρας απόφασης της κυβέρνησης να ψηφίσει έναν νόμο για το Διαδίκτυο που έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στην εγχώρια κοινή γνώμη που τον κρίνει ανεπίτρεπτα αντιδημοκρατικό. Πρόκειται για την IPRED2 ή «Οδηγία Επιβολής Πνευματικών Δικαιωμάτων», μια προαιρετική σύσταση της Ευρωπαϊκής Ενωσης που πρώτη η Σουηδία ενσωμάτωσε στην εθνική της νομοθεσία, η οποία επιτρέπει στους κατόχους πνευματικών δικαιωμάτων να απαιτούν από τους διαδικτυακούς παρόχους προσωπικά στοιχεία για οποιοδήποτε χρήστη θεωρείται πως έχει κατεβάσει παράνομο περιεχόμενο.
Οι Σουηδοί «Πειρατές» πιστεύουν πως η μάχη για την ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφορία πρέπει να δοθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση, καθώς από εκεί εκπορεύονται πλέον οι περισσότεροι νόμοι. Διευκρινίζουν, πάντως, πως δεν πρέπει να καταργηθούν όλοι οι κανόνες για τα δικαιώματα πάνω στα βιβλία, τη μουσική και τις ταινίες, προσθέτοντας ότι η διαχωριστική γραμμή πρέπει να είναι η εμπορική και η μη εμπορική χρήση.
Οπως προβλέπει η οδηγία-νόμος, το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που απαιτείται να προσκομίσουν οι κάτοχοι πνευματικών δικαιωμάτων είναι η IP, δηλαδή η αριθμητική ταυτότητα την οποία φέρει κάθε υπολογιστής ή δρομολογητής συνδεδεμένος στο δίκτυο και η οποία κατέβασε κάτι «ύποπτο».
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Οτι η πολυπληθέστατη αυτή κοινότητα των κατόχων πνευματικών δικαιωμάτων, στην οποία περιλαμβάνονται ουκ ολίγες εταιρείες και φυσικά πρόσωπα, από δισκογραφικές εταιρείες μέχρι κατασκευαστικές ή εταιρείες λογισμικών, με μια απλή καταγγελία για παράνομη ενέργεια μέσω της αριθμητικής διεύθυνσης του υπολογιστή στο Διαδίκτυο θα μπορούν να έχουν πρόσβαση τόσο στο ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του χρήστη του μηχανήματος όσο και σε πολύ πιο προσωπικά και ευαίσθητα δεδομένα – ποιες σελίδες προτιμά να διαβάζει ο χρήστης στο Διαδίκτυο και πότε. Στοιχεία, που στη συνέχεια θα αξιοποιούνται για την προετοιμασία μηνύσεων και καταγγελιών εναντίον του συγκεκριμένου χρήστη.
Οπως πολύ εύστοχα σημειώνει και στο άρθρο της με τίτλο «Οι πειρατές της κυβερνητικής» στην ιστοσελίδα του ΣΚΑΪ η Λαμπρινή Θωμά, «τα πράγματα είναι ακόμα πιο πολύπλοκα αν φύγει κανείς από τους ιδιώτες και περάσει στις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο της πληροφορικής, αφού η οδηγία της Ε.Ε. τους επιφυλάσσει μεγάλες εκπλήξεις, καθώς προωθεί δρακόντεια μέτρα προστασίας των ευρεσιτεχνιών (patents) στον χώρο του λογισμικού, κάτι που δεν αναγνωριζόταν ώς τώρα στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Τι προοιωνίζεται όλο αυτό; Προφανώς την ποινικοποίηση της δημιουργίας λογισμικού, αφού όλες οι μεγάλες εταιρείες έχουν κατοχυρώσει ευρεσιτεχνίες που καλύπτουν κάθε δυνατή περίπτωση. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αμερική χρειάστηκε να μεσολαβήσουν χρόνια νομικών αντεγκλήσεων, για να ισχυροποιηθεί η αντίθετη τάση, αυτή δηλαδή που αναγνωρίζει τους περιορισμούς και τον ασφυκτικό έλεγχο που επιβάλλουν οι ευρεσιτεχνίες στην κατασκευή λογισμικού, δυσχεραίνοντας έτσι την ανάπτυξη καινοτόμων εφαρμογών.
Προς την κατεύθυνση της θέσπισης αυστηρότερων διατάξεων ενάντια στην καταπάτηση πνευματικών δικαιωμάτων κινούνται ήδη και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με πρώτες τη Γαλλία, τη Βρετανία και την Ιταλία. Ηδη, στη Γαλλία ετοιμάζεται νόμος των «τριών κρουσμάτων» με βάση τον οποίο θα κόβεται η πρόσβαση στο Διαδίκτυο για ένα χρόνο σε όποιον πολίτη κατηγορηθεί τρεις φορές για κατέβασμα «πειρατικού» υλικού.
Στην Ελλάδα, η σχετική συζήτηση δεν έχει καν ανοίξει. Περιέχει, άλλωστε, πολλές άγνωστες λέξεις για πολιτικούς και νομοθέτες, που ελάχιστα έως καθόλου έχουν απασχολήσει μέχρι στιγμής τη σκέψη τους με ζητήματα όπως «τεχνολογία», «πνευματικά δικαιώματα», «ευρεσιτεχνίες» και άλλα τινά.”