“Μέσα στο μήνα Νοέμβριο (2008) στην ανεργία βγήκαν, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, 17.784 άνθρωποι. Μέσα στο Δεκέμβριο, σύμφωνα πάντα με την ΕΣΥΕ, χωρίς δουλειά έμειναν άλλα 53.078 άτομα. Μέσα στο 2009, εκτιμούν, θα απολυθούν 100.000 με 150.000 εργαζόμενοι – στην Ευρώπη συνολικά 3,5 εκατ. θα γίνουν θυσία στις ελίτ, θα πληρώσουν την απομυθοποίηση της αγοράς, θα αναλωθούν στον πανικό της επιβίωσης”.
[…] Η επισφαλής εργασία, η ανεργία, το σημαντικότερο πρόβλημα των κοινωνιών, αφού δεν πλήττει μόνο άτομα αλλά το σύνολο, ιεραρχείται χαμηλά στις προτεραιότητες των οικονομικών παρεμβάσεων, και την ευθύνη της απόλυσης φέρει ο ίδιος εργαζόμενος. Αυτός φταίει και η μικρής αναγκαιότητας εργασία του. Η κακή του τύχη -ένα απρόσωπο νούμερο ανάμεσα σε χιλιάδες, χωρίς ανθρώπινο περιεχόμενο. Απλό εμπόρευμα, που «έληξε». Ετσι, αυτός, δέσμιος του Παράλογου ως μοναδικού τρόπου εξήγησης της «ατυχίας» του, μένει να κοιτά το ζυγό της «τύχης», να ζυγίζει μόνο αρνητικά δεδομένα…
Με την ύφεση, αλλά και πριν από αυτήν (με την τεχνολογική επανάσταση και την παγκόσμια εξάπλωση της αγοράς) δεν κινούνται πια όλα προς την ίδια κατεύθυνση. H βίαιη ταλάντευση του (οικονομικού) εκκρεμούς υποβίβασε την αξία και τροποποίησε το περιεχόμενο της εργασίας. Δεν διαθέτουμε δείκτες κοινωνικής ποιότητας. Εχουμε μόνο έναν ποσοτικό χονδροειδή δείκτη αγοραίας παραγωγής. Η ευμάρειά μας συνδέεται μόνο με το ΑΕΠ. Καμιά παράμετρος δεν ερευνά τα βάθη της ψυχής, την προσωπική ευτυχία. Ετσι ο εργαζόμενος σε επισφαλή θέση, ο άνεργος, συντετριμμένος, αδύναμος, αναγκάζεται να πνίξει την απελπισία του, να ισοπεδώσει τις αβύσσους του. Να λουφάξει. Να αποδεχτεί την «ενοχή» του. Σε ένα προχωρημένο βαθμό δυστυχίας κάθε παρρησία είναι απρεπής. Για πόσο, άραγε;
Από άρθρο της Τασούλας Καραϊσκάκη στην Καθημερινή