Αρχική » ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ » ΠΡΟΣΦΥΓΓΙΑ- ΜΙΚΡΑΣΙΑ

Σεπτέμβριος 2010
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
27282930  

ΠΡΟΣΦΥΓΓΙΑ- ΜΙΚΡΑΣΙΑ

Η Καταστροφή της Σμύρνης

Η μεγαλύτερη πανωλεθρία του Ελληνισμού τερμάτισε τη μακραίωνη παρουσία του στην Ιωνία και άλλαξε την πορεία του για πάντα.


Ο μαύρος Σεπτέμβρης του 1922

1/9 – 8/9

Οταν μπήκε ο Σεπτέμβριος, η ζωή στη Σμύρνη κυλούσε με κανονικούς ρυθμούς. Την Τετάρτη 6/9 έφτασαν οι πρώτοι Ελληνες στρατιώτες και οι πρώτοι πρόσφυγες. Την Πέμπτη 7/9 η ελληνική διοίκηση εγκατέλειψε την πόλη. Την Παρασκευή 8/9 χιλιάδες στρατιώτες επιβιβάζονταν σε πλοία για την Ελλάδα.

9/9 – 10/9

Το Σάββατο 9/9 ο τουρκικός στρατός εισήλθε με πειθαρχία στη Σμύρνη. Λίγες ώρες αργότερα ακολούθησαν και οι άτακτοι. Την Κυριακή 10/9 ξέσπασε η βία στην αρμενική συνοικία, με λεηλασίες και βιασμούς. Ο Κεμάλ έφτασε στην πόλη με πομπή και ο τουρκικός όχλος σκότωσε τον μητροπολίτη Χρυσόστομο.

11/9 – 12/9

Τη Δευτέρα 11/9 μπαρ και ζυθοπωλεία στην προκυμαία κατέβασαν τα στόρια. Η πειθαρχία στο στράτευμα του Κεμάλ είχε καταρρεύσει και οι Τούρκοι διέπρατταν απροκάλυπτα ωμότητες, ενώ συνέρρεαν δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες. Την Τρίτη 12/9 μισό εκατομμύριο Ελληνες και Αρμένιοι βρίσκονταν εγκλωβισμένοι σε παγίδα θανάτου.

13/9

Την Τετάρτη ο πληθυσμός είχε διογκωθεί σε 700.000. Τούρκοι στρατιώτες άναψαν φωτιές αρχικά στην αρμενική συνοικία, η οποία μέχρι το μεσημέρι τυλίχθηκε στις φλόγες. Υπό την προστασία δικών τους στρατιωτών, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί εκκένωσαν τους υπηκόους τους από τη Σμύρνη. Οταν έπεσε το σκοτάδι η πυρκαγιά είχε εξαπλωθεί μέχρι την προκυμαία, ασφυκτικά γεμάτη από πρόσφυγες. Τα μεσάνυχτα ο Βρετανός ναύαρχος Μπροκ διέταξε να σταλούν λέμβοι σωτηρίας και τη νύχτα όλα τα πολεμικά πλοία στον κόλπο γέμισαν με 20.000 ψυχές.

14/9 – 30/9

Την Πέμπτη 14/9 μισό εκατομμύριο άνθρωποι βρίσκονταν ακόμη στην προκυμαία. Την Παρασκευή 15/9 η φωτιά έκαιγε ό,τι είχε απομείνει και ο Κεμάλ εξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο όσοι παρέμεναν μετά την 1/10 θα εκτοπίζονταν στην κεντρική Ανατολία. Το Σάββατο 16/9 και την Κυριακή 17/9 χιλιάδες Ελληνες και Αρμένιοι στρατεύσιμης ηλικίας οδηγήθηκαν σε πορείες στην ενδοχώρα. Την Κυριακή 24/9 ο Αζα Τζέννινγκς ξεκίνησε τη μεγάλη επιχείρηση εκκένωσης με πλοία από την Ελλάδα. Το Σάββατο 30/9 είχαν μείνει λιγότεροι από 50.000 πρόσφυγες και με παράταση οκτώ ημερών έφυγαν όλοι.

Στον δρόμο του ξεριζωμού και της προσφυγιάς

Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε με τη διαταγή του στρατιωτικού διοικητή που όριζε πως όλοι οι Ελληνες, ακόμα και οι Οθωμανοί υπήκοοι, από 17 ώς 45 χρόνων, θεωρούνταν αιχμάλωτοι πολέμου και η αναχώρησή τους απαγορευόταν με ποινή θανάτου. Οι υπόλοιποι, γέροντες, γυναίκες και παιδιά, μπορούσαν να φύγουν μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου μόνο αν ήταν εφοδιασμένοι με κανονικά διαβατήρια. Οσοι έμεναν μετά το τέλος της προθεσμίας, θα οδηγούνταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Παρόμοια ήταν η τύχη των χριστιανικών πληθυσμών στη χερσόνησο της Ερυθραίας, στις Κυδωνίες, στην περιοχή της Προποντίδας, στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, ακόμα και σε όσες μικρασιατικές περιοχές δεν είχε φτάσει ο ελληνικός στρατός. Ετσι, τρία χρόνια, τρεις μήνες, τρεις εβδομάδες και τρεις μέρες από την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στο λιμάνι της Σμύρνης στις 15 Μαΐου 1919, κατέρρεε το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας συμπαρασέρνοντας ενάμισι εκατομμύριο Μικρασιάτες στον δρόμο του ξεριζωμού και της προσφυγιάς. Οι θετικές επιπτώσεις από την άφιξή τους στον ελλαδικό χώρο είναι γνωστές. Γνωστό είναι, ακόμα, και το πού πέφτει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την καταστροφή. Ενδεικτικά, δύο σχεδόν μήνες πριν από την πυρκαγιά, οι Sunday Times έγραφαν:
«Ασχετα με τη γνώμη που έχει κανείς για το δίκαιο ή το άδικο των ελληνικών πόθων για τη Μικρά Ασία, είναι αδύνατο να αρνηθεί ότι ο ελληνικός λαός έτυχε βδελυρής συμπεριφοράς από συμμαχικά έθνη… λόγω της ανικανότητας των Μεγάλων Δυνάμεων να εφαρμόσουν την ίδια τους την πολιτική».

Το δράμα της προσφυγιάςΟι πρόσφυγες στο Ηράκλειο.

Η πρώτη μεγάλη ομάδα προσφύγων, 1.000 περίπου άτομα, αποβιβάζεται στο Ηράκλειο στις 12 Σεπτεμβρίου 1922. Μέσα στους επόμενους μήνες φτάνουν στην πόλη πάνω από 11.000 άτομα, στην πλειοψηφεία τους γυναίκες και παιδιά.

Η Κεντρική Επιτροπή Περιθάλψεως Ηρακλείου, που συγκροτείται με σκοπό την υποδοχή τους, καταβάλλει αγωνιώδεις προσπάθειες για να αντιμετωπιστούν οι τεράστιες ανάγκες. Έρανοι διεξάγονται συχνά προκειμένου να εξασφαλιστούν τρόφιμα και ρούχα, ενώ συνηθισμένες είναι οι εκκλήσεις μέσω του τύπου στα φιλάνθρωπα αισθήματα των ντόπιων. Δέκα αρτοποιεία της πόλης εργάζονται αποκλειστικά για τους πρόσφυγες, ενώ διάφορα δημόσια αλλά και ιδιωτικά κτίρια και χώροι διατίθενται για τη στέγασή τους. Σημαντική βοήθεια προσφέρουν διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις και ο αμερικάνικος Ερυθρός Σταυρός, ιδιαίτερα στο ζήτημα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

Η παρουσία βέβαια ενός τόσο μεγάλου πλήθους εξαθλιωμένων ανθρώπων προκαλεί σε κάποιες περιπτώσεις δυσφορίες στην τοπική κοινωνία και τα ατυχή περιστατικά δε λείπουν. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες θεωρούν αρχικά ότι η εγκατάστασή τους στην πόλη είναι προσωρινό μέτρο και ότι στο άμεσο μέλλον θα μπορέσουν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους.

Όταν με τη Συνθήκη της Λωζάνης αποφασίζεται η οριστική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, το όνειρο της επιστροφής σβήνει και η πλήρης ένταξη στην τοπική κοινωνία είναι πλέον για τους πρόσφυγες η ιδανική λύση.

——————————————————————————————–

Στα πλαίσια του μαθήματος της Τοπικής Ιστορίας και δεδομένου ότι η περιοχή του 32ου Δημοτικού Σχολείου Ηρακλείου ήταν κυρίως προσφυγική (Νέες Κλαζομενές) ασχολήθηκαμε κατά το σχολικό έτος 2001-02 με το θέμα της Μικρασιατικής καταστροφής και της προσφυγιάς.

Μια  μαθητική εργασία , από το 32ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου με θέμα την προσφυγγιά, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ του Ηρακλείου στις 29 Σεπτεμβρίου 2002, ήταν η παρακάτω:


ΤΟ  ΠΙΚΡΟΤΑΞΙΔΟ  ΤΟΥ  ΞΕΡΙΖΩΜΟΥ

Στην Αγία Παρασκευή της Λέσβου ζουν πολλοί Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ανάμεσά τους ζουν δυο γεροντάκια, συγγενείς μας, ο Κώστας και η Ασπασία Λιναρδή.

Ο μικρότερος αδερφός της γιαγιάς μου, αξιωματικός χωροφυλακής, έχει παντρευτεί τη μικρότερη κόρη τους, τη θεία Ελένη.

Αυτές τις πασχαλινές διακοπές , ο θείος μου τους έφερε στην Αθήνα για να κάνουν ιατρικές εξετάσεις. Βρεθήκαμε στο ίδιο σπίτι. Κάθισα κοντά τους και τους ρωτούσα για τον ερχομό τους στην Ελλάδα.

_ Αχ! Παιδάκι μου, τι να θυμηθώ πρώτα, τι ύστερα, άρχισε ο παππούλης.

Ο πατέρας μου είχε πέντε παιδιά κι εγώ προτελευταίος. Ζούσαμε όλοι καλά στην Πέργαμο. Πολλοί Χριστιανοί, πολλοί Τούρκοι. Το σπίτι μας μεγάλο, πολλά καλά είχε. Με τους Τούρκους δεν είχαμε πολλά πάρε δώσε, όμως μιλούσαμε και με τις δουλειές τα βρίσκαμε. Στο σοκάκι παίζαμε μαζί Τουρκόπουλα κι Ελληνόπουλα. Η μάνα μας, μας παραμάζευε μόνο να μην λέμε τίποτε και τα Τουρκάκια τα μαρτυρήσουν στο Τούρκο πατέρα τους και βρούμε κανα μπελά.

Κι ύστερα ήρθε η κακιά η ώρα. Οι Τούρκοι αγρίεψαν κι ο  Χασάν που έλεγε  καλημέρα στη μάνα μου, το ΄κοψε όταν πέρναγε.

Το πάνε έλα των Τούρκων στα σοκάκια πλήθαινε. Οι Χριστιανοί όταν τους αντάμωναν έσκυβαν μέχρι το χώμα και τους έκαναν ντεμενάδες. Κι αυτοί αγριοκοίταζαν και δεν έλεγαν ούτε καλημέρα. Το βραδάκι η μάνα με τη νόνα μου , έκλειναν πόρτες και παράθυρα, μας μάντρωναν μέσα και δε μας άφηναν ούτε δυνατά να μιλήσουμε. Σκέπαζαν τα παραθύρια με χράμια και μιλούσαν σιγά σιγά. Τις έγλεπα που μιλούσαν και δεν καταλάβαινα τι έλιεγαν. Γύρα στα μεσάνυχτα έφτανε ο πατέρας μου, Μαθιό τον έλεγαν, Θεός σχωρέστον, από τα χωράφια (δεν ξέρω), μιλούσε με τη μάνα μου και τη νόνα μου κι το πρωί ξανάφευγε.

Μία εβδομάδα πριν το χαλασμό, καθώς γυρνούσε σπίτι μας, μας είπαν  πως ο κατή-Μεχμέτ τον αντάμωσε, τσακώθηκαν και τον τρύπησε  με τη χατζάρα του. Η μάνα μου έκλαιγε, το ίδιο κι η νόνα μου , κλαίγαμε κι εμείς. Δεν τον ξαναείδαμε  τον πατέρα μου.

Το ψωμί λιγόστεψε στο σπίτι κι η νόνα μου  για να μας χορτάσει  έφτιανε κουρκούτι  και πίναμε. Κλειστήκαμε μέσα, δε βγαίναμε έξω καθόλου. Μόνο μια γειτόνισσα, η κυρά Κλείτη, ερχόταν πότε-πότε. Μίλαγε με τη μάνα και τη νόνα μ΄ κι έλεγε μη χειρότερα.

Ένα βράδ΄ βράδιασε ο Θεός, κλειστήκαμε μέσα από νωρίς, κάναμε προσευχή στον Άη Γιώργη και πέσαμε στο μιντέρ΄ να κοιμηθούμε. Γύρα στα μεσάνυχτα, δεν ξέρω τι ώρα νάταν, ξαφνικά ακούστηκαν δυνατές φωνές, κλάματα , ουρλιαχτά, κατάρες, βλαστημιές, προσευχές, χτύποι σε πόρτες και παραθύρια και βοή πολλή βοή και φασαρία στο δρόμο. Κι οι δαιμόνοι να βγαίναν απ΄ την κόλαση πιο λίγη φασαρία θα κάναν.

Ξαφνικά ακούστηκε στο σπίτι μας δυνατός θόρυβος που το τράνταξε ολόκληρο κι η αυλόπορτα γρεμίστηκε με την πρώτη. Ασκέρι αγριεμένο όρμησε μέσα. Ένας Τούρκος με τη χατζάρα του έδωσε στη μάνα μ΄ μια κλωτσιά και την έριξε καταής. Άρπαξε τη μάνα μ΄ απ΄ τα μαλλιά κι ετοιμάστηκε να τη σκοτώσει. Εμείς φοβισμένα δε μιλούσαμε, μα μόλις ο αδερφός μου ο Στρατής , Θεός σχωρέστον, είδ΄ αυτό που είδ΄ μπήκε στη μέσ΄να γλιτώσ΄ τη μάνα μ΄ και σκοτώθηκε αυτός. Τότενες βγήκε φωνή απ΄ο στόμα μας, ουρλιάξαμεκαι τρέξαμε όλοι στο κατώι.

_Μη! Όχι! Έσκουξε η μάνα μου . Θα σας χαλάσουν .

Τότενες  ακούστηκε φωνή δυνατή .

_ Όλοι φευγάτε στη θάλασσα, στη θάλασσα!

Η μάνα μου  μας περιμάζεψε μέσα σε Τούρκους αγριεμένους , άγνωστους και γνωστούς, άρπαξε και το κόνισμα τ΄Αη Γιώργη κι όπως ήμαστε απ΄ τον ύπνο χωρίς ρούχα , ξυπόλητοι, τρέχαμε στο δρόμο κατά πού ΄τρεχαν οι πολλοί να γλιτώσουμε. Το Γιώργη μας που ΄ταν μικρός τον ζαλώθηκε στην πλάτη.

Το ξημέρωμα μας βρήκε να τρέχουμε με πολλούς. Τα παιδιά έκλαιγαν , μάνες έκλαιγαν, μοιρολόγια άκουγες, κατάρες και προσευχές έσκιζαν τον αέρα. Κι από πίσω Τούρκοι με φέσια και χατζάρες να μας κυνηγούν και να χτυπούν με το βούρδουλα.

Τα πόδια μας μάτωναν, πάγωναν, πονούσαν, δεν τα ορίζαμ΄ πιδί μ΄ ,μα όλο τρέχαμε . Πέρα, άρρωστοι και κουρασμένοι έπεφταν στο δρόμο μα κανένας δεν τους βοήθαγε. Το μπουλούκι των προσφύγων περνούσε από πάνω τους κι όταν έφταναν οι Τούρκοι τους κτυπούσαν με τη χαντζάρα. Γκιαούρηδες, να! Και τρέχαν να κυνηγούν τους χριστιανούς μη λακίσει κανένας.

Τρία μερόνυχτα, πεινασμένοι, γυμνοί, ματωμένοι, τρέχαμε απελπισμένοι να σωθούμε. Χάθηκαν πολλοί. Σκοτώθηκαν και πέθαναν πολλοί. Παιδιά πέθαναν στην αγκαλιά της μάνας, μάνες έπεσαν , γιαγιάδες πέθαναν.

Είχαμε πετρώσει. Αν ήμαστε ζωντανοί ή πεθαμένοι δεν ήξευρα. Άσε δε μπορώ να σου πω. Η μάνα μ΄ ζαλωμένη το Γιώργη, όλο φώναζε: Κωστή, Ελένη, Νικόλα , εδώ μη χαθούμε. Κι εμείς βάζαμε τα δυνατά μας μη χάσουμε τη μάνα μας. Κάπου έδωσε η Παναγιά και φτάσαμε στη θάλασσα. Τα πόδια μας πονούσαν , ήταν πρησμένα, έτρεχαν αίμα, η κοιλιά μας πονούσε, είχαμε πυρετό, καίγαμε , διψούσαμε. Ο φόβος μας είχε κόψει την πείνα, όμως θέλαμε νεράκι. Μόλις είδαμε τη θάλασσα πολλοί έπεσαν μέσα να πιουν νερό. Έτρεξα κι εγώ.

_ Μη! Ούρλιαξε η μάνα μου  μ΄ ὀση δύναμη της είχε μείνει.

Κι εγώ φοβήθηκα κι έγειρα πίσω. Ο Γιώργης έσκουζε απ΄ τη πλάτη της: Νερό, νερό. Κι η δόλια η μάνα μ΄, έμπηξε τα νύχια στο στήθος της , πετάχτηκε το αίμα κι έβαλε το Γιώργη να πιει.

_ Για να μην πεθάνεις παιδάκι μ΄, είπε κι έγειρε λιπόθυμη.

Εμείς οι τρεις φοβισμένοι κοιτούσαμε και δε μπορούσαμε να σκεφτούμε τίποτε. Μια γριά πέταξε με τα χέρια στη μάνα μου θαλασσινό νερό κι αυτή άνοιξε τα μάτια, μας κοίταξε και τα ξανάκλεισε. Η γριά μας πήρε μακριά κι εμείς θέλαμε τη μάνα μας.

_ Άστην αυτή. Έμεινε στην πατρίδα γιε μου, να μας καρτερεί να ξανάρθουμε.

Μια βάρκα έφτασε και μια φωνή έσκισε τον αέρα.

_ Οι πρόσφυγες να περάσουν!

Πρόσφυγες! Τι ΄ναι τούτο; Ρώτηςα το μυαλό μου. Δε ξέρω. Όλοι έτρεξαν στη βάρκα, μα μπήκαν λίγοι. Ανάμεσά τους ήταν κι η Ελένη μας.

_ Ελένη! Λενάκι! Φώναξα σαν τρελός . Μη φεύγεις, πάρε με μαζί σου!

Μα η βάρκα έφυγε μακριά μαζί με το Λενάκι. Εμείς κλαίγαμε και γλέπαμε απελπισμένοι και φοβισμένοι. Όταν χάθηκε η βάρκα απ΄ τα μάτια μας, μια άλλη βάρκα ήρθε και πήρε εμένα , τη γριά, το Γιώργη και το Νικόλα.

_ Άκου γιε μου, μην κλαις, είπε η γριά. Μαρία με λιεν, εσείς να με λέτε Βάβω. Η μάνα σας μας καρτερεί να ξαναγυρίσουμε στην πατρίδα, μα μέχρι τότενες εγώ θα είμαι η ψυχομάνα σας. Ο Άη Γιώργης είναι καβαλάρης και γλήγορος και θα μας βάλει στο άλογό του να μας πάει και να μας φέρει πίσω.

Η βάρκα ξεκίνησε, ο αέρας φυσούσε δυνατά. ΄Ημαστε  πολλοί και δύο έπεσαν στη θάλασσα. Τους είδαμε λίγο στο νερό και μετά τίποτε. Τους κατάπιε η θάλασσα. Οι μεγάλοι έκλαιγαν, τα παιδιά έκλαιγαν, πεινούσαν, διψούσαν, πονούσαν, ψένονταν στον πυρετό. Το ίδιο κι εγώ.

_ Υπομονή γιε μου, υπομονή, έλεγε η ψυχομάνα μου , θα μας σώσει ο Άη Γιώργης.

Και αφού βασανιστήκαμε τρομερά άλλες τρεις μέρες, κάποτε φτάσαμε στον Πειραιά. Εκεί κάτι στρατιώτες , μας έφεραν γαλέτες και νερό και κινίνο. Μετά μας μοίρασαν στα στρατόπεδα και μας έδωσαν  κουβέρτες.   Κοιμηθήκαμε κι ας ήταν πρωί, που κόντευε μεσημέρι, όμως νομίζαμε πως η γη κουνιόταν όπως η θάλασσα.

Ζήσαμε με τη Βάβω στο στρατόπεδο τρεις μήνες κι ύστερα μοίρασαν τα παιδιά στα ορφανοτροφεία. Ο Νικόλας που ήταν πρώτερος έμεινε με τη Βάβω κι εγώ με το Γιώργη στο ορφανοτροφείο, μαζί μου  άλλα παιδιά από την Πέργαμο, το Αϊβαλί, τον Τσεσμέ, τα Αλάτσατα και τη Σμύρνη. Θέλαμε τους δικούς μας, κλαίγαμε κρυφά και φανερά, αρρωσταίναμε και υποφέραμε πολλά, τόσα πολλά που δεν μπορώ παιδί μου να σου πω.

Τα χρόνια πέρασαν. Ο Γιώργης έπαθε τύφο και πέθανε. Εγώ πήγαινα στα καράβια και δούλευα. Κουβαλούσα τα πράγματα στους ταξιδευτές κι όταν αργότερα τα κατάφερα, έφτιαξα ένα καρότσι με παλιοσανίδες για να τα κουβαλώ πιο εύκολα. Πολύ αργότερα μπάρκαρα σε πλοίο και κάποτε βρέθηκα στην Αγία Παρασκευή στη Λέσβο. Εκεί δούλευα στα χωράφια, έκανα οικονομίες, αγόρασα ένα μικρό φορτηγό , έκανα μεταφορές και σιγά σιγά έκτισα ένα σπίτι. Έκανα περιουσία και παντρεύτηκα με την κυρ- Ασπασία, που ήταν μικρανηψιά της ψυχομάνας μου και βρέθηκε με άλλα κορίτσια στην Αγία Παρασκευή. Πολύ αργότερα έμαθα πως η βάρκα που πήρε το Λενάκι βούλιαξε στη θάλασσα και πήρε μαζί της στο βυθό, τους ανθρώπους και το Λενάκι μας. Τον Νικόλα τον έχασα κι όσο κι αν έψαξα με το Ερυθρό Σταυρό δεν τον βρήκα ποτέ. Δεν ξέρω αν είναι πεθαμένος ή ζωντανός. Απόχτησα τρία παιδιά. Το γιο μου τον έβγαλα Μαθιό σαν τον πατέρα μου, τη μεγάλη μου κόρη Μαρία σαν τη ψυχομάνα μου και τη μικρή Λενάκι σαν το Λενάκι που το πήρε η θάλασσα.

Τα χρόνια περνούσαν κι εγώ νύχτωνε-ξημέρωνε, την Πέργαμο σκεφτόμουνα, το σπίτι μας, τη μάνα μου, τη νόνα μου, το Γιώργη κι όλους όσους αγάπησα κι έχασα.

Όταν ύστερα από πενήντα χρόνια άνοιξε ο δρόμος, πήρα την κυρα-Ασπασία και πήγαμε ταξίδι-προσκύνημα στην Πέργαμο. Η μάνα μου  δε με καρτέραγε, ούτε κανείς απ΄ όσους αγάπησα, όμως με καρτέραγε το χαλασμένο σπίτι μας που κάποτε χωρούσε όλους τους δικούς μου. Χαλάσματα μαυρισμένα από τα χρόνια και τη φωτιά που βαλε το ασκέρι των Τούρκων τη βραδιά του ξεριζωμού. Μόνο μια γωνιά του τζακιού έστεκε μυρισμένη κι αυτή και χαλασμένη και στη θέση π΄ άναβε η φωτιά μια θεόρατη συκιά είχε φυτρώσει κι απλωνόταν παντού.

Έσκυψα, φίλησα το κομμάτι της μαυρισμένης πέτρας κι έκοψα ένα κομμάτι και το ριξα στην τσέπη μου, κλέφτης του ίδιου μου του σπιτιού. Έφυγα κλαίγοντας κι είπα στα παιδιά μου: «Όταν πεθάνω, αυτήν την πέτρα να τη βάλετε πάνω στην καρδιά μου. Είναι σαν να αναπαυτώ στη γωνίτσα μου».

Ο παππούλης σκούπισε τα δάκρυά του με το μαντήλι κι έβγαλε από την τσέπη του ένα χρυσό κουτάκι που μέσα είχε το κομμάτι της μαυρισμένης πέτρας.

Τον κοιτάξαμε με δέος και σκουπίσαμε τα δικά μας δάκρυα.

Ευαγγελίας Μελίστα.







Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση