Αρχική » 2010 » Αύγουστος

Αρχείο μηνός Αύγουστος 2010

Αύγουστος 2010
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1
2345678
9101112131415
16171819202122
23242526272829
3031  

Το ΚΡΗΤΙΚΟ ΜΑΧΑΙΡΙ

Κρητικά μαχαίρια

Το Κρητικό μαχαίρι με τη μορφή την οποία διατήρησε μέχρι την εποχή μας, γεννήθηκε κατά τα τέλη του 18ου αιώνα κι έχει σχήμα που θυμίζει “σαΐτα”. Το χαρακτηριστικό του σχήμα υιοθετήθηκε μ’ ενθουσιασμό από τους Κρητικούς και αντιστάθηκε στο πέρασμα του χρόνου.

Φωτιά, αμόνι, ατσάλι, σφυρί, πένσες με μακρύς βραχίονες και η δεξιοτεχνία του μαχαιροποιού είναι τα απαραίτητα στοιχεία για την κατασκευή του Κρητικού μαχαιριού. Η ατσάλινη λεπίδα του είναι γεροδεμένη κι έχει μία μόνο κόψη, ενώ η αντίθετη προς την κόψη πλευρά, η “ράχη” του μαχαιριού, είναι επίπεδη, ισχυροποιημένη προς τη βάση της και λεπταίνει σταδιακά όσο πλησιάζει προς την άκρη για να καταλήξει σε μία οξύτατη αιχμή.

Το σχήμα της λεπίδας είναι ευθύ, η πλευρά της κόψης λίγο πριν το τέλος της λεπίδας γίνεται έντονα κυρτή και καταλήγει στην αιχμή, η οποία έχει μια ελαφριά κλίση προς τα επάνω. Το μήκος της λεπίδας ποικίλει. Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα οι Κρητικοί μαχαιροποιοί κατασκεύαζαν υπερμεγέθη μαχαίρια, το μήκος των οποίων έφτανε μέχρι και τα 0,80 εκ. του μέτρου. Οι τεράστιες αυτές μαχαίρες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως σπάθες.

Η κατασκευαστική ιδιομορφία της αιχμής του Κρητικού μαχαιριού, έχει ως αποτέλεσμα να του προσδίνει μεγάλη διατρητική ικανότητα.

Η λαβή του Κρητικού μαχαιριού ονομάζεται “μανίκα”. Το σχήμα της είναι ποικιλόμορφο. Τρεις όμως είναι οι επικρατέστεροι τύποι. Στον έναν το τελείωμα της λαβής θυμίζει ράμφος πουλιού, στον άλλον η λαβή έχει το τελείωμα που είχαν τα ναυτικά γιαταγάνια το 18ο και 19ο αιώνα και στον τρίτο, τον κλασικό Κρητικό τύπο, το τελείωμα της λαβής σχηματίζει ” V “.  Αυτό το σχήμα ” V ” της λαβής είναι το πλέον διαδεδομένο κι εμφανίζεται μόνο στα Κρητικά μαχαίρια, χαρίζοντας τους τυπολογικά μια σχηματική μοναδικότητα, αφού σε κανέναν άλλον τόπο πάνω στον πλανήτη δεν κατασκευάζουν μαχαίρια με τέτοια λαβή.

Η ιδιόμορφη αυτή λαβή είναι κατασκευασμένη πάντοτε από ζωική ύλη, κέρατο ή κόκαλο, ενώ στα πολυτελέστερα από τα Κρητικά μαχαίρια είναι κατασκευασμένη από ελεφαντόδοντο. Όσες λαβές δεν είναι φιλοτεχνημένες από το πολύτιμο αυτό υλικό, είναι κατασκευασμένες από λευκό κόκαλο, προερχόμενο κυρίως από βοδινά πόδια, το οποίο οι μαχαιροποιοί και σήμερα ακόμη, βράζουν με νερό, στάχτη και ασβέστη για πέντε περίπου ώρες, ακριβώς όπως έκαναν και πριν δύο αιώνες, για ν’ αποκτήσει μία λαμπερή λευκότητα κι ύστερα το λειαίνουν πριν το χρησιμοποιήσουν.

Σπανιότερα όμως τα μαχαίρια είχαν σκουρόχρωμες λαβές, κατασκευασμένες από κέρατο. Τα πολυάριθμα κοπάδια αιγοπροβάτων της Κρήτης και τα γεροδεμένα κέρατα των βουβαλιών της, προσφέρουν ακόμη και σήμερα άφθονη την πρώτη ύλη για τις κεράτινες λαβές των μαχαιριών, ενώ σπανιότερα συναντώνται λαβές ακόμη και από τα κέρατα των αγριοκάτσικων του νησιού

Τα πλέον γερά και ανθεκτικά για λαβές κέρατα, είναι εκείνα του κριαριού και του τράγου. Από τα κριαρίσια προτιμούν τα “χρυσαφένια με νερά”, ενώ τα βουβαλίσια κέρατα είναι περισσότερο στιλπνά και λαμπερά, αλλά υπόκεινται σε φθορά ταχύτερα απ’ ότι τα τραγίσια κέρατα.

Τα μαχαίρια με τις σκουρόχρωμες κεράτινες λαβές ονομάζονται “μαυρομάνικα”. Κάθε ένα κόκαλο ή κέρατο αρκεί για   μία μόνο λαβή.

Μεγάλη αισθητκή αξία παρουσιάζουν τα αργυρά “φουκάρια”, οι θήκες των “ασημωτών” μαχαιριών. Τα αντικείμενα αυτά συγκεντρώνουν επάνω τους τη ξεχωριστή αρτιότητα της τέχνης των Κρητικών αργυροχόων, καθώς και την ιδιόμορφη καλλιτεχνική τους έκφραση, η οποία εκδηλώνεται έντονα και εκφραστικά πάνω στις κυλινδρικές επιφάνειες των αργυρών θηκών των μαχαιριών.

Κρήτη γεννήτρα τσ΄ αρχοντιάς, τση λευτεριάς δασκάλα,

χωρίς εσένα δε χτυπά της λςυτεριάς καμπάνα.

Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ

Η Παραδοσιακή φορεσιά της Κρήτης

Ο Κρητικός με την παραδοσιακή φορεσιά

Παραδοσιακή φορεσιά 2
Παραδοσιακή φορεσιά 2




Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ

Οι Κρητικοί μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Βενετούς, και για δυο περίπου αιώνες, συνεχίζουν να φορούν το βυζαντινό ένδυμα, όπως αυτό μας παρουσιάζεται από εκθέσεις Βενετών Προβλεπτών, κρητικά κείμενα και, κυρίως, από τοιχογραφημένες βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες.

Το βυζαντινό «στιχάριο» (μακρύ ριχτό ρούχο μέχρι τους αστράγαλους σχεδόν) κυριαρχεί, ενώ οι νεότεροι στην ηλικία φορούν ρούχο πάνω από το γόνατο με ζώνη στη μέση και τη χαρακτηριστική κάλτσα από κάτω. Τα ρούχα της περιόδου αυτής χαρακτηρίζονται από έντονα και ποικίλα χρώματα.

Με την πάροδο του χρόνου οι Κρήτες, ακολουθώντας το νέο ρεύμα ή και κατόπιν διαταγών, ντύνονται σύμφωνα με τη βενετσιάνικη μόδα ανάλογα με την τάξη που ανήκουν και το επάγγελμα που εξασκούν.

Αυτά, βέβαια, όσον αφορά στους εύπορους και τους αξιωματούχους, γιατί οι αγρότες και γενικά οι κάτοικοι της υπαίθρου που έπασχαν οικονομικά από την αφαίμαξη των Βενετών είχαν καταντήσει κουρελήδες και ο καθένας ντυνόταν με ό,τι έβρισκε ίσα για να καλύψει τη γύμνια του.

Αυτή ήταν η κρητική ενδυμασία μέχρι το μισό περίπου του 16ου αιώνα.

Τότε κάνει την εμφάνισή της η βράκα , που έμελλε να διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας σχεδόν και με κάποιες διαφοροποιήσεις, να αποτελέσει το επίσημο ένδυμα του Κρητικού για τους επόμενους αιώνες.

Από πού όμως ήρθε η βράκα;

Τον 16ο αιώνα, οι Μπαρμπαρέζοι πειρατές που λυμαίνονταν τη Μεσόγειο φορούσαν ένα είδος βράκας που συνοδευόταν από γιλέκο, φέσι με ή χωρίς σαρίκι, φαρδιά ζώνη και χαμηλές μπότες.

Οι Κρήτες ναυτικοί, σαν ιδιώτες ή σαν αγκαρευόμενοι στα βενετσιάνικα πλοία αναγκάζονταν πολλές φορές να φορούν ρούχα όμοια με των πειρατών ώστε αυτοί να τους μπερδεύουν και ωσότου να γίνει αντιληπτό το τέχνασμα οι ναυτικοί να έχουν απομακρυνθεί από τους πειρατές.

Είναι λογικό σε εποχές μεγάλης οικονομικής δυστυχίας για τους φτωχούς χωρικούς της Κρήτης, αυτοί να συνεχίζουν να φοράνε το ναυτικό αυτό ένδυμα και μετά την αποστράτευσή τους από τα καράβια, μην έχοντας άλλα ρούχα και με τη σιωπηρή ανοχή των Βενετών. Έτσι καθιερώθηκε η βράκα σαν επίσημο ένδυμα των Κρητικών.

Το ένδυμα αυτό συνεχίστηκε να φοριέται από όλους τους Κρήτες μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.

Τότε, με το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες (για να πάει κανείς εκεί έπρεπε να αποβάλλει τη βράκα) και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Κρητικοί άρχισαν σιγά σιγά να αντικαθιστούν τη βράκα με την κυλότα , της οποίας η επίδραση προέρχεται από τους ιππείς των ευρωπαϊκών στρατευμάτων.

Μπαίνει μέσα στα στιβάνια (ψηλή μπότα) και συνδυάζεται με πουκάμισο, γελέκο και μεϊτάνι , πλατιά υφαντή ζώνη και μαύρο μαντήλι στο κεφάλι.

Αυτόν τον τύπο φορεσιάς έβαλε και ο Ελ. Βενιζέλος κατά το κίνημα του Θερίσου το 1905.

Απλοποίηση του τύπου αυτού αποτελεί ο συνδυασμός κυλότα, πουκάμισο, μαύρο μαντήλι και στιβάνια, ενδυμασία που φορέθηκε πολύ την περίοδο της εθνικής αντίστασης και που σώζεται ακόμα σε μερικά, ορεινά κυρίως, χωριά της Κρήτης .

Ακόμα, την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, το Σώμα της Χωροφυλακής καθώς και οι Καβάσηδες, η προσωπική δηλαδή φρουρά του πρίγκιπα Γεωργίου, ήταν ντυμένοι με την παραδοσιακή φορεσιά.

Σήμερα, η κρητική παραδοσιακή φορεσιά λόγω κόστους, αλλά κυρίως λόγω μόδας τείνει να γίνει μουσειακό είδος. Οι μόνοι που τη φορούν ακόμη είναι οι χορευτές των παραδοσιακών συγκροτημάτων στους χορούς και στις παρελάσεις.

Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι μετά το 1913 που έγινε η επίσημη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα η παραδοσιακή κρητική φορεσιά της κρητικής Χωροφυλακής καθιερώθηκε ως η δεύτερη επίσημη ενδυμασία της ανακτορικής φρουράς. Έτσι, μέχρι σήμερα η μισή προεδρική φρουρά φοράει τη φουστανέλα και η άλλη μισή τη βράκα, το εσωτερικό δε του προεδρικού μεγάρου φρουρούν βρακοφόροι.

Η Φορεσιά που βλέπουμε σήμερα

Η ανδρική φορεσιά αποτελείται από διάφορα τμήματα, τα οποία φορεμένα μας δίνουν την εικόνα του κρητικού που όλοι γνωρίζουμε. Αυτά ράβονται από ειδικούς τεχνίτες τους επονομαζόμενους «τερζήδες» .

Πρώτα ο Κρητικός φοράει το πουκάμισο . Το λευκό φοριόταν στους γάμους στις χαρές και στα πανηγύρια, ενώ το μαύρο ήταν δείγμα πένθους. Οι Κρήτες, μετά το θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1936 φόρεσαν μόνιμα μαύρο πουκάμισο σε ένδειξη διαχρονικού πένθους και το βγάζουν μόνο στις χαρές.

Στη συνέχεια, πάνω από το πουκάμισο φοριέται το γελέκι . Είναι αχειρίδωτο (χωρίς μανίκια) και φτιάχνεται από τσόχα καλής ποιότητας χρώματος βαθύ μπλε. Διακρίνεται σε ίσιο ή ανοιχτό που αφήνει να φαίνεται το πουκάμισο και σε σταυρωτό που σταυρώνει με τα δυο πέτα του στο στήθος και κλείνει τελείως εμπρός και κουμπώνει στα πλάγια, με θελιές και κουμπάκια. Στα πέτα του γίνεται διακόσμηση με πολλαπλές σειρές από μεταξωτά σειρήτια χρώματος μαύρου ή βαθύ μπλε που ονομάζονται χάρτζα.

Κατόπιν ο κρητικός φοράει τη βράκα , που έχει τις ρίζες της στους πειρατές της Μπαρμπαριάς. Φτιάχνεται κι αυτή από τσόχινο ύφασμα χρώματος βαθύ κυανού και κεντιέται με μαύρο γαϊτάνι στις ραφές και στις ποδαρές.

Τη βράκα συμπληρώνουν οι κάλτσες , που παλιότερα αποτελούσαν ξεχωριστό τμήμα της φορεσιάς, ενώ αργότερα άρχισαν να ράβονται πάνω στη βράκα, στα δύο μπατζάκια της.

Στη συνέχεια φοριούνται τα υποδήματα ή στιβάνια , χρώματος άσπρου ή μαύρου ανάλογα με την περίσταση και μετά αρχίζει να τυλίγει τη ζώνη του μοιρασμένη πάνω από τη βράκα και το γελέκι. Η ζώνη, που είναι υφαντή από λεπτό μαλλί ή καθαρό μετάξι, έχει χρώμα μπλε ή κόκκινο, το μήκος της είναι περίπου 8 μ. και το πλάτος της 50εκ. Ταυτόχρονα περνάει σε αυτή και το μαχαίρι με μαύρη λαβή (μαυρομάνικο) ή ανοιχτόχρωμη, που η μορφή της σε σχήμα V είναι μοναδική σε όλο τον κόσμο. Η θήκη του, από ακριβό, συνήθως μέταλλο (ασήμι), είναι διακοσμημένη με πλούσια ανάγλυφα σχέδια.

Στη συνέχεια κρεμιέται από το λαιμό η καδένα , το μοναδικό κόσμημα της φορεσιάς, που στο τελειώμά της συνδέεται το ρολόι το οποίο μπαίνει στο τσεπάκι του γελέκου.

Στο κεφάλι βάζει ο Κρητικός το τσακιστό φέσι που αργότερα αντικαταστάθηκε από μαύρο μαντήλι με πυκνά κρόσσια που μοιάζουν με δάκρυα και συμβολίζουν τη θλίψη των Κρητικών για τους συμπατριώτες τους που ολοκαυτώθηκαν στο Αρκάδι.

Η ένδυση ολοκληρώνεται με το μεϊτάνι που μπαίνει πάνω από το γελέκι. Είναι ρούχο με μανίκια, μεσάτο και τελείως ανοιχτό μπροστά. Είναι φτιαγμένο από ύφασμα ίδια ποιότητας και χρώματος με το γελέκι και τη βράκα και κοσμείται με χάρτζα μαύρου χρώματος σε διάφορα σημεία του.

Τις κρύες μέρες ο Κρητικός φοράει αναρριχτό (όχι από τα μανίκια) το καπότο . Αυτό είναι μια κοντή κάπα με κουκούλα φτιαγμένη από το ίδιο τσόχινο ύφασμα όπως και τα υπόλοιπα ρούχα. Έχει και αυτό πλούσια κεντήματα στους ώμους, τους αγκώνες στην πλάτη και στα δυο πέτα, ενώ εσωτερικά είναι επενδυμένο με κόκκινη τσόχα που και σε αυτή την πλευρά υπάρχουν εντυπωσιακά κεντήματα.

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ

Προφήτης Ηλίας, Ηράκλειο


Η γυναίκα της Κρήτης συνεχίζει να φορά το βυζαντινό ένδυμα και μετά την κατάληψη του νησιού από τους Βενετούς και μέχρι περίπου την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.
Αυτό αποτελείται από δύο ιμάτια με μανδύα και τυμπάνιον στο κεφάλι.

Οι απλές γυναίκες της υπαίθρου φορούσαν τα ίδια ρούχα, κατώτερης όμως ποιότητας και στη μέση μια ποδιά, το προσέργιον.

Σύνηθες ήταν ακόμα και το σακοφίστανο (ζακέτα και φούστα), που μαζί με την ποδιά, φοριέται ακόμα και σήμερα από τις υπερήλικες γυναίκες στα χωριά μας.

Από το τέλος του 15ου αιώνα το ρεύμα σπρώχνει προς την ιταλική μόδα και η εύπορη χωρική της Κρήτης ακολουθεί τη μόδα της Κρητικής αστής που ντύνεται σύμφωνα με τη μόδα της Βενετίας.

Η είσοδος της ανδρικής βράκας στην Κρήτη, επηρέασε και τη γυναικεία φορεσιά. Οι νέες κοπέλες δανείστηκαν από τους άνδρες το «μεϊτάνι» και το ονόμασαν ζιπόνι το οποίο κέντησαν με χρυσές κλωστές και ονομάστηκε και χρυσοζίπονο.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί η καταπληκτική ομοιότητα του ζιπονιού, που αφήνει το στήθος ανοικτό, με το περικόρμιο των γυναικών της Κνωσού.

Το ζιπόνι στην αρχή ήταν κοντό και φορέθηκε πάνω από το φόρεμα. Αργότερα, το 17ο αιώνα, το φόρεμα χωρίστηκε σε επανωκόρμι και φούστα .

Το επανωκόρμι σιγά σιγά αποσύρεται και αντικαθίσταται από κεντημένο πουκάμισο .

Αργότερα η φορεσιά συμπληρώνεται με τη διακοσμητική μπροσποδιά, κατάλοιπο της βυζαντινής εποχής.

Η Φορεσιά που βλέπουμε σήμερα

Σήμερα, σώζονται τρεις χαρακτηριστικές γυναικείες κρητικές φορεσιές, που η καθεμιά πρωτοφορέθηκε σε διαφορετικό σημείο του νησιού, αλλά με την πάροδο του χρόνου εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Κρήτη.
Η σφακιανή φορεσιά, η ανωγειανή ή «σάρτζα» και η φορεσιά της Κριτσάς ή «κούδα».

Η σφακιανή είναι η γιορτινή ή νυφική φορεσιά της περιοχής των Σφακίων και φορέθηκε σε ολόκληρη τη δυτική Κρήτη.

Είναι η φορεσιά με τα παλιότερα στοιχεία από όλους τους τύπους ενδυμασιών που παραλάβαμε στις αρχές του 20ου αιώνα.

Αποτελείται από πολύπτυχη φούστα σε χρώμα βυσινί ή καφέ συνήθως.
Στο κάτω μέρος έχει φάσα από δυο φαρδιά χρυσαφένια σιρίτια .

Το πουκάμισο της φορεσιάς είναι λευκό υφαντό, μεταξωτό ή βαμβακερό και στις άκρες των μανικιών μπορεί να έχει πλούσια κεντήματα ή προσραπτόμενη δαντέλα.

Πάνω από το πουκάμισο μπαίνει το μεσάτο ζιπόνι , του οποίου τα μανίκια μπορεί να είναι αποσπώμενα. Το ζιπόνι είναι χρώματος μαύρου, καφέ ή βυσσινί, φτιαγμένο από τσόχα ή βελούδινο ύφασμα καλής ποιότητας. Είναι χρυσοκέντητο και μπροστά έχει άνοιγμα σε σχήμα V και κλείνει στο κάτω μέρος του σε ένα σημείο.

Το μαντήλι μπορεί να έχει χρώμα κόκκινο ή βυσσινί και να δένεται στο κεφάλι ή άσπρο ριχτό.
Στη στολή μπορεί να προστεθεί και υφαντή λευκή ποδιά , διακοσμημένη με πλούσια κεντήματα.

Η σάρτζα ή ανωγειανή φορεσιά πήρε το όνομά της από ένα βασικό κομμάτι της στολής που έχει σχήμα ποδιάς και λέγεται σάρτζα . Φορέθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη αλλά ιδιαίτερα στα Ανώγεια από όπου και πήρε το όνομά της.

Η στολή αποτελείται από μια φαρδιά παντελόνα φουφουλωτή στα κάτω άκρα.

Από πάνω μπαίνει μια μακριά πουκαμίσα χρώματος κρεμ , που έχει το ρόλο του φορέματος αφού είναι τόσο μακριά όσο να φαίνεται το κάτω μέρος από τις μπατζάκες του παντελονιού.

Η ποδιά της φορεσιάς είναι η κλασική κρητική ποδιά με τα πλούσια κεντήματα. Η σάρτζα , που έχει κόκκινο χρώμα , είναι μια ποδιά που δένεται πίσω και οι δυο της άκρες πιασμένες μπαίνουν στην αριστερή πλευρά της ζώνης, η οποία είναι και αυτή κόκκινη υφαντή.

Το ζιπόνι φτιάχνεται από τσόχα σε διάφορα χρώματα, με επικρατέστερο το μαύρο, κι είναι πλούσια χρυσοκεντημένο. Αφήνει μπροστά ένα μεγάλο ημικυκλικό άνοιγμα με συνέπεια να μην καλύπτει το στήθος.

Το κεφαλομάντηλο είναι κόκκινο ή βυσσινί με χρυσό ή κίτρινο κρόσσι .

Η Κούδα ή φορεσιά της Κριτσάς πήρε το όνομά της από ένα εξάρτημα σε σχήμα φούστας, χρώματος κόκκινου που ονομάζεται κούδα (στα ιταλικά σημαίνει ουρά ). Από τον τρόπο που φοριέται και πιάνεται στο πίσω μέρος σχηματίζει μια ιδιότυπη διακόσμηση σε σχήμα ουράς.

Η φορεσιά αυτή έχει πολλές ομοιότητες με την Ανωγειανή φορεσιά, αφού και αυτή περιλαμβάνει παντελόνα , και μακριά πουκαμίσα . Η διαφορά είναι ότι η παντελόνα έχει φαρδύ κέντημα στα μπατζάκια ίδιο με αυτό της ποδιάς.

Το ζιπόνι της φορεσιάς έχει ίδιο χρώμα με την κούδα, και είναι πιο μακρύ καλύπτοντας τους γοφούς.

Ιδιαίτερο είναι το κεφαλομάντηλο της φορεσιάς. Είναι λευκό , πολύ μακρύ και έχει ιδιαίτερο δέσιμο .

Ξεχωριστή θέση στη γυναικεία ενδυματολογία κατέχουν τα κοσμήματα της κεφαλής , που η παρουσία τους, εκτός από διακοσμητική, ήταν και φυλακτική.

Τα κοσμήματα του στήθους, του λαιμού, της μέσης μαρτυρούν την οικονομική και κοινωνική θέση της Κρητικιάς.

Ξεχωριστή θέση σε αυτά καταλαμβάνει το σύμβολο-κόσμημα, ο σταυρός .

Η γυναίκα της Κρήτης φοράει βραχιόλια, δαχτυλίδια και νομίσματα , ραμμένα πάνω στη μαντήλι, στο στήθος και στη μέση.

Την γυναικεία φορεσιά συμπληρώνει το αργυρομπουνιαλάκι , το γυναικείο μαχαίρι, που είναι ίδιο με το ανδρικό αλλά μικρότερων διαστάσεων και περνιέται στη ζώνη της Κρητικοπούλας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΒΛΑΣΤΟΣ Π. –Σημειώσεις_ (1992). Η κρητική ενδυμασία το 19ο αιώνα. Επιμέλεια: Λ. Καούνη. Ημερολόγιο. Έκδ. Λυκείου Ελληνίδων Ρεθύμνης. Ρέθυμνο.

ΠΡΟΒΑΤΑΚΗΣ Θ. (1990). Κρήτη. Λαϊκή τέχνη και ζωή. Αθήνα.

ΤΣΟΥΧΛΑΡΑΚΗΣ Ι.-Θ. (1997). Η ιστορία και η λαογραφία της κρητικής φορεσιάς. Κλασικές εκδόσεις.

ΦΡΑΓΚΑΚΙ ΕΥ. (1960). Η λαϊκή τέχνη της Κρήτης, αντρική φορεσιά. Αθήνα.

ΦΡΑΓΚΑΚΙ ΕΥ. (1960). Η λαϊκή τέχνη της Κρήτης, γυναικεία φορεσιά. Αθήνα.

GEROLA G. (1993). Βενετικά μνημεία της Κρήτης-Εκκλησίες. Μετάφραση: Σπανάκης Στ. Εκδ. Σύνδεσμος Τ.Ε.Δ.Κ. Κρήτης. Ηράκλειο

Κρητική διάλεχτος

Η Ελληνική γλώσσα μιλιέται στην Κρήτη μετά την κάθοδο των Αχαιών (περίπου μετά το 1450 π.Χ.). Ποια γλώσσα μιλούσαν κατά την μινωική εποχή δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό, αφού δεν έχουν διαβαστεί ακόμη τα σωζόμενα γραπτά μνημεία. Ο Όμηρος μας πληροφορεί (στο τ της Οδύσσειας) πως στην Κρήτη κατοικούσαν Ετεόκρητες, Πελασγοί και Κύδωνες, Αχαιοί και Δωριείς. Ετεόκρητες ονομάζονταν οι γηγενείς κάτοικοι του Νησιού, οι Μινωίτες, οι οποίοι μετά την κάθοδο των Δωριέων κατέφυγαν και περιορίστηκαν στο ανατολικό άκρο της Κρήτης. Στην αρχαία πόλη Πραισό που βρισκόταν στην περιοχή της Σητείας έχουν βρεθεί επιγραφές γραμμένες με ελληνικούς χαρακτήρες σε μια γλώσσα που οι ειδικοί ονομάζουν ετεοκρητική και πιθανόν να είναι ένα προελληνικό κρητικό ιδίωμα. Από τότε λοιπόν αφού έμεναν στο νησί πέντε διαφορετικά φύλα, τα ελληνικά της Κρήτης θα είχαν διάφορους ιδιωματισμούς ποικίλης προέλευσης. Εξ άλλου ο Όμηρος χαρακτηρίζει τη γλώσσα που μιλιέται στο νησί «μεμιγμένη».
Με το πέρασμα του χρόνου επικράτησε η δωρική διάλεκτος, η λεγόμενη «αυστηρά δωρική». Σ αυτήν είναι γραμμένη η επιγραφή της Γόρτυνας (5ος αιώνας π.Χ.). Η διάλεκτος αυτή μιλιόταν στην Κρήτη μέχρι τους πρώτους αιώνες μ.Χ., μέχρι δηλαδή της επικράτηση της αλεξανδρινής ή ελληνιστικής κοινής.
Μέχρι το 14ο αιώνα μ.Χ. δεν υπάρχουν γραπτά μνημεία ώστε να ξέρουμε πως μιλούσαν οι Κρητικοί μετά της επικράτηση της ελληνιστικής κοινής. Αλλά οι δωρισμοί και τα αρχαϊκά λεξιλογικά στοιχεία, στα τοπωνύμια κυρίως, αποδεικνύουν πως η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται στο νησί..
Κατά την περίοδο της ενετοκρατίας έχομε γραπτά κείμενα από τις αρχές του 14ου αιώνα. Τα κυριότερα λογοτεχνικά κείμενα σε κρητική διάλεκτο είναι, όπως είναι γνωστό, τα έργα της «Κρητικής σχολής» των δυο τελευταίων αιώνων της ενετοκρατίας. Στην ιστορία της νεοελληνικής διαλεκτολογίας η Κρήτη κατέχει ιδιαίτερη θέση, η οποία οφείλεται όχι τόσο στη φύση της διαλέκτου της και των γλωσσικών χαρακτηριστικών, αλλά κυρίως στη σχέση της με τη λογοτεχνία. Κατά τον 16ο και 17ο μ.Χ. αιώνα, περίοδο που είναι γνωστή και ως «Κρητική Αναγέννηση» η γλώσσα της κρητικής λογοτεχνίας έπαιξε το ρόλο μιας κρητικής κοινής γλώσσας, σχετικά με τα κρητικά ιδιώματα. Η Κρήτη δηλαδή κατά τον Α. Μirambel δημιούργησε μια ιδιωματική κοινή γλώσσα στην οποία η νεοελληνική κοινή αλλά και η λογοτεχνία του σύγχρονου ελληνισμού οφείλει πολλά.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας μπορούμε να παρακολουθήσομε την εξέλιξη της διαλέκτου κυρίως από τα δημοτικά τραγούδια (μαντινάδες, ριζίτικα, ρίμες κ.τ.λ.) και από κάποια δικαιοπρακτικά έγγραφα.
Η κρητική διάλεκτος κατά την άποψη όλων των διακεκριμένων επιστημόνων, οι οποίοι τη μελετούν συστηματικά, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες τοπικές μορφές της γλώσσας μας, με πολλά αρχαϊκά στοιχεία στο λεξιλόγιο, στη μορφολογία και στη σύνταξη. Ο συντηρητικός της χαρακτήρας συνετέλεσε ώστε να διατηρηθούν παλαιότερες μορφές της γλώσσας μας (κλασική, Βυζαντινή) γι΄ αυτό η γνώση της κρητικής διαλέκτου βοηθά πολλές φορές στη επίλυση διαφόρων προβλημάτων ετυμολογικών κ.ά. της κοινής νεοελληνικής.
Μάλιστα όπως υποστηρίζουν νεώτεροι μελετητές πολλές λέξεις των ομηρικών επών που δεν μαρτυρούνται στην αττική πεζογραφία, επιβίωσαν στις ελληνικές διαλέκτους. Μια απ  αυτές είναι και η κρητική.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λέξη αλισάχνη, η οποία στην κρητική διάλεκτο σημαίνει το λεπτό αλάτι που μένει στα κοιλώματα των βράχων της παραλίας, όταν εξατμιζόταν το θαλασσινό νερό, αλλά και το πολύ αλμυρό π.χ. πολύ αλάτσι ήβαλες στο φαΐ κι εγίνηκε αλισάχνη. Η λέξη προέρχεται από το αλός άχνη ( = αφρός της θάλασσας) και απαντά στην Οδύσσεια (ε 403) «είλυτο δε πανθ άλός άχνη» και στην Ιλιάδα(Δ 426) «Ως δ΄ ότε κύμα θαλάσσης μεγάλα βρέμει, αμφί δε τ`άκρας κυρτόν εόν κορυφούται, αποπτύει δ  αλός άχνην»
Έτσι και η λέξη πέζα διασώθηκε στις νεοελληνικές διαλέκτους, ενώ δεν απαντά στην αττική διάλεκτο, που την συναντούμε στο Ω 272 της Ιλιάδας «πέζη επί πρώτη» και στα σύνθετα αργυρόπεζα (επίθετο της Θέτιδας) κυανόπεζα (επίθετο τραπεζιού).
Το απλό πέζα (ομόριζο του ποδ-) δεν απαντά στην αττική διάλεκτο, ενώ επιβιώνει στην Κρήτη και σε μερικά νησιά του Αιγαίου. Στην κρητική διάλεκτο η λέξη πέζα σημαίνει τον απόκρημνο βράχο των βουνών, κάτι σα σκαλοπάτι στο γκρεμό, όπου κατεβαίνουν οι αίγες, για να βοσκήσουν. «εκατέβηκε η αίγα στην πέζα να φάει χόρτα και δε μπορεί να ξαναβγεί». Στην κοινή νεοελληνική επιβιώνει με τα παράγωγα πεζούλα, πεζούλι, πεζουλάκι.
Πέρα όμως από τις ομηρικές λέξεις που είναι σπανιότερες ένα τεράστιο πλήθος λέξεων έρχονται κατ΄ευθείαν από τα αρχαία ή τα μεταγενέστερα βυζαντινά ελληνικά. Συστηματική καταγραφή τους δεν έχει γίνει ακόμη και δυστυχώς πολλές απ΄ αυτές χάνονται με το πέρασμα του χρόνου. Ενδεικτικά θα αναφέρω μερικές.
Το ρήμα παίζω (από το αρχ. παίω = κτυπώ) διατηρεί την ίδια σημασία.
Ήπαιξέ ντου ένα σκαμπίλι μα τού ‘βγαινε». Αλλά και «παίζει τη γ-καμπάνα» ή «παίζει του λαγού».
Το ρήμα ρέγομαι (αρχ. ορέγομαι) και θαμάζομαι, το οποίο μάλιστα διατηρεί τη σημασία του απορώ, εκπλήσσομαι, όπως φαίνεται καθαρά στα τραγούδια και τις μαντινάδες της Κρήτης.

«Πως ρέγομαι να σε θωρώ τσι ράπες φορτωμένη
να `σαι του ήλιου κόκκινη και του φιλιού γραμμένη»
«Θαμάζομαι η μάνα σου πώς δε μ-πετά στα νέφη
τέθοιο σγουρό βασιλικό απού `χει κι ανεθρέφει».
«Λουλούδι σ’ είχα στη γ-καρδιά και γίνηκες αγκάθι
κι ο κόσμος το θαμάζεται η αγάπη πώς εχάθη».

Ανεστορούμαι και ανεστορίζω που σημαίνει θυμούμαι και διηγούμαι (από το αρχ. ανιστορέω). « Όντε δα σ’ ανεστορηθώ α γεύγομαι σκολάζω κι αν είμαι και με συντροφιά κλαίω κι αναστενάζω». Πολλές φορές άκουγα από τη γιαγιά αλλά και από τη μητέρα μου τη φράση «εσάβαξε το σπίτι», δηλαδή σείστηκε το σπίτι. Δε μπορούσα όμως να ξέρω τότε ότι επρόκειτο για το αρχαίο ρήμα σαβάζω το σχετικό με τη λατρεία του Βάκχου, ο οποίος στη Φρυγία της Μ. Ασίας λεγόταν Σαβάζιος. Ίσως από τη θορυβώδη αυτή λατρεία το ρήμα κατέληξε να σημαίνει προξενώ μεγάλο θόρυβο, σείομαι και μετακινούμαι. «Όλη νύχτα εκοιμούντανε και δεν εσάβαξε» (δε σάλεψε καθόλου). Η αρχ. ελληνική λέξη όμβρος έγινε ομπρά και το ομβρέω, ομπριώ. «Εγόρασα ένα θραψανιώτικο σταμνί απού κρατεί το νερό κρυγιό μα ομπρεί», (δηλαδή δεν είναι στεγανό, βγάζει νερό από την εξωτερική επιφάνειά του). Η δρόσος επιβιώνει στην κρητική διάλεκτο αλλά με τη σημασία επιθέτου και μόνο στην ονομαστική. «Ήκοψα δυο απίδια και τά ‘φαγα κι ήτονε δρόσος» (πολύ δροσερά). Λέγεται και δροσά με τη σημασία επιρρήματος «Όλη μέρα δεν ήβαλα στο στόμα μου δροσά» (δεν έφαγα τίποτα). Απαντάται όμως και σε πολλά άλλα παράγωγα και σύνθετα . π.χ. Δροσούλα, δροσερεύγω (δροσίζομαι), δροσάπιδο, δροσοκοκαλιάζω (δροσίζομαι ως το κόκαλο), δροσοποτά (ως απρόσωπο ρήμα, σημαίνει πως το μέρος είναι δροσερό). Από την ίδια λέξη προέρχεται και το δροσερικό (το δροσερό φρούτο, κυρίως το αγγούρι). «Έλα μπρε να σου δώσω ένα δροσερικό απού το `κοψα ίδια εδά απ΄το περβόλι». Αλλά και μεταφορικά η δροσοπεζούλα σημαίνει το καθησιό, τα ην ξάπλα, όπως φαίνεται από τη λαϊκή ρήση «όποιος τον ύπνο αγαπά και τη δροσοπεζούλα, πολλά καλά λιγώνεται η γι-έρημή ντου γούλα». Πρόσφατα, σε μια επίσκεψή μου στο χωριό Γκαγκάλες, άκουσα μια ηλικιωμένη γυναίκα να χρησιμοποιεί το αρχαίο ρήμα συνεικάζω, που σημαίνει συγκρίνω. «Εγώ τον ε-συνείκασα και μου φάνηκε πως είναι απού το σόι μας» μου είπε. Θα αναφερθώ ακόμη στη λέξη πουργός ή προυγός και προυγεύγω. Που να φανταστεί κανείς πως ο ταπεινός πουργός, δηλαδή ο βοηθός του χτίστη που μετέφερε λάσπη και άλλα υλικά, έχει σχέση με τον υπουργό; Κι όμως αυτή είναι η πρώτη σημασία της λέξης στην αρχ. ελληνική. Ο αρχαίος υπουργός ήταν ο υπηρέτης, ο βοηθός κάποιου. Ο ιστορικός Πολύβιος (2ος αι. π.Χ.) αναφερόμενος στον κολοσσό της Ρόδου, λέει «Πτολεμαίος επηγγείλατο’ εις την του κολοσσού κατασκευήν τάλαντα τρισχίλια, οικοδόμους εκατόν, υπουργούς τριακοσίους και πεντήκοντα». Τη λέξη διασώζει στα «Δίφορά» του ο αείμνηστος Κ. Φραγκούλης.

«Μιαν εκκλησάν εχτίζανε σ΄ένα περιθαλάσσι
μα αποβραδίς τελεύγουν τη και το πρωί χαλούσε.
Χλίβεται ο πρωτομάστορας χλίβουνται κι οι μαστόροι
κι απορημένοι στέκουνται πουργοί και πετροκόποι»

Επίσης αντί των κοινών κατσίκα, κρεβάτι, λάσπες, οι κρητικοί διατήρησαν τα αρχαϊκά: αίγα, κλίνη, πηλά. Αλλά και στη σύνταξη διατηρήθηκαν πολλά από τα γνωρίσματα της αρχ. ελληνικής, όπως π.χ. η αντίστροφη θέση της αντωνυμίας ως προς το ρήμα. Ήφερά σου, παρακαλώ σε, λέω σου ( αντί σου έφερα, σε παρακαλώ κ.τ.λ.). Όπως διαπιστώνουμε λοιπόν, η κρητική διάλεκτος, εκτός από τον πλούτο του λεξιλογίου, την πολυσημία των λέξεων, τον εκπληκτικό αριθμό των συνωνύμων, διατηρεί και την αρχαϊκότερη μορφή μεγάλου πλήθους λέξεων και βρίσκεται πλησιέστερα στις παλαιότερες φάσεις της ελληνικής και συγκεκριμένα στη μεταγενέστερη φάση της ελληνιστικής και στη βυζαντινή. Αποτελεί επομένως ένα κρίκο ανάμεσα στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας και στις παλαιότερες εκείνες μορφές της. Όμως εκτός από τους ειδικούς επιστήμονες, για τους οποίους η μελέτη της είναι πολύ χρήσιμη, πρέπει και μεις και κυρίως οι νεότεροι, όποτε μπορούμε, να την μελετούμε γιατί αποτελεί σημαντικότατο μέρος της παράδοσής μας.

Της Ευαγγελίας Πετρουγάκη
Φιλλολόγου, αντιπροέδρου ΕΦΝΗ

Μινωική Κρήτη

Η γεωγραφική θέση της Κρήτης είναι μοναδική. Απέχει περίπου το ίδιο από την Ευρώπη , την Ασία και την Αφρική. Η Κρήτη έχει σπουδαία και μεγάλη και πλούσια ιστορία.

Όμηρος μας λέει πως ήταν πυκνοκατοικημένη. Είχε ενενήντα πόλεις. Μια από αυτές ήταν και η Κνωσός. Στην Κνωσό βασίλευε ο Μίνωας, ιδρυτής μιας ισχυρής δυναστείας .

Στα 1878  ανακαλύφθηκαν ίχνη του Μινωικού πολιτισμού , από τον εύπορο Ηρακλειώτη φυσιοδίφη και φιλότεχνο Μίνω Καλοκαιρινό ενώ η Κρήτη βρισκόταν ακόμη υπό την κυριαρχία των Τούρκων. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν το 1900 μέχρι το 1931από τον Έβανς. Ο Σερ ’ρθουρ Έβανς ο αρχαιολόγος που ανακάλυψε το Μινωικό Πολιτισμό γεννήθηκε στην Αγγλία το 1851 και εκεί πέθανε το 1941.Με την πρόοδο των ανασκαφών ο Έβανς παρατήρησε πως το ανάκτορο της Κνωσού ήταν πιο εκτεταμένο από οποιοδήποτε γνωστό παλάτι. Ο Έβανς απέδειξε πως ένας πολιτισμός πολύ μεγάλος είχε γεννηθεί στην Κρήτη αρκετά χρόνια νωρίτερα το 3000 π.Χ. . Ο πολιτισμός αυτός έφτασε στη μέγιστη ακμή του τότε που χτίστηκε το ανάκτορο της Κνωσού . Όχι όμως μόνο το ανάκτορο της Κνωσού φανέρωσε τη δύναμη και τη λαμπρότητα του Μινωικού Πολιτισμού μα και οι ενδείξεις για την ύπαρξη των ενενήντα πόλεων που ανάφερε ο Όμηρος πλήθαιναν. Ανασκαφές που επιχειρήθηκαν αργότερα έφεραν στο φως ερείπια πολλών πόλεων που ήταν διάσπαρτες στις ακτές του νησιού : Φαιστός , Αγία Τριάδα, Ζάκρος, Μάλια, Γουρνιά φανέρωναν η μία μετά την άλλη το μέγεθος του Κρητικού πολιτισμού.

Ο Έβανς όταν κατάλαβε τη σημασία της ανακάλυψης της Κνωσού θέλησε να δώσει ένα όνομα σ� αυτόν το μεγάλο αρχαίο πολιτισμό : τον αποκάλεσε Μινωικό, υποστηρίζοντας πως το όνομα Μίνωας δεν έπρεπε να εκληφθεί σαν όνομα ενός συγκεκριμένου βασιλιά , αλλά σαν συλλογικό όνομα,  τίτλος που στην Κρήτη δίνονταν σε όλους τους βασιλιάδες.

Η Κνωσός ήταν για να χρησιμοποιήσουμε μια σημερινή έκφραση , η πρωτεύουσα του βασιλείου της Κρήτης και χάρη στους

αρχαιολόγους μπορούμε να φανταστούμε πώς ήταν χτισμένη. Στην Ανατολική πλευρά την πιο ηλιόλουστη , κατοικούσε ο βασιλιάς Μίνωας και η αυλή του. Δυτικά υψώνονταν τα ιερά. Μνημιακές είσοδοι, αίθρια, κλιμακοστάσια , γοητευτικά σύνολα , από λυχνοστάτες � και δίπλα στο Ανάκτορο , οι πλούσιες κατοικίες των αξιωματούχων. Στην περιφέρεια , άλλα σπίτια, θέατρα, ναοί. Τελικά αυτό το μεγάλο συγκρότημα έμοιαζε περισσότερο με μια πόλη παρά με ένα παλάτι. Τα Ανάκτορα πρέπει να ήταν περίλαμπρα, όπως ταίριαζε στον πανίσχυρο βασιλιά , ενός

πανίσχυρου λαού. Η ανατολική πτέρυγα όπου ο Μίνωας κατοικούσε , ήταν χτισμένη πάνω σε ένα λόφο και επομένως σε πολλά διαφορετικού ύψους επίπεδα, συνδεδεμένα κλιμακοστάσια. Χρησιμοποιώντας τη φαντασία μας και όλες τις πληροφορίες που διαθέτουμε μπορούμε να «δούμε» το βασιλιά Μίνωα να δέχεται τους υπηκόους του, καθισμένος μεγαλόπρεπα στον αλαβάστρινο θρόνο του. Κρατάει το σκήπτρο του και το διπλό πέλεκυ που ήταν αρχαιότατο σύμβολο δύναμης. Πίσω του μα ωραιότατη τοιχογραφία με γυπαετούς και κρίνους. Ο γυπαετός, ιερό μυθικό ζώο , έχει κεφάλι αετού (ο αετός ήταν το σύμβολο θρησκευτικής εξουσίας), ενώ η ουρά του συμβόλιζε τη δύναμή του στον κόσμο των νεκρών : ο βασιλιάς Μίνωας είχε δύναμη θεούς στη γη στον ουρανό και στον Κάτω Κόσμο.

Χαρακτηριστικό της Μινωικής αρχιτεκτονικής ήταν το λυχνοστάσιο, δηλαδή ένα άνοιγμα στη στέγη από όπου έμπαινε το δυνατό μεσογειακό φως. Έμπαινε όμως και η βροχή κι έτσι τα πατώματα ήταν κεκλιμένα , για να διευκολύνεται η ροή του νερού.

Χαρακτηριστικές επίσης και οι κολώνες : ξύλινες , συχνά βαμμένες κόκκινες, δεν ήταν παρά κορμοί δέντρων τοποθετημένοι ανάποδα, με το φαρδύ μέρος τους στην επάνω μεριά για να στηρίζει το κιονόκρανο. Οι τοίχοι ήταν χτισμένοι με πέτρες και άργιλο. Τα χρώματα που προτιμούσαν ήταν μια απόχρωση του κόκκινου και το γαλάζιο που το θωρούσαν χρώμα ευοίωνο.

Οι Κρήτες ζωγράφοι της Μινωικής εποχής ειδικεύονται με πραγματική δεξιοτεχνία στην ανάγλυφη τοιχογραφία. Τα χρώματα έμπαιναν στον τοίχο όταν ακόμα το κονίαμα ήταν φρέσκο. Χρωμάτιζαν τα ανδρικά σώματα κόκκινα και τα γυναικεία άσπρα. Όλες οι μορφές απεικονίζονται «προφίλ». Από τις τοιχογραφίες αυτές παίρνουμε πολλές πληροφορίες για τη ζωή στην Κρήτη της Μινωικής εποχής. Θέματα παρμένα από την καθημερινή ζωή , σκηνές θρησκευτικές , θαλασσινά τοπία , λουλούδια κάθε είδους , κυνήγια και ζώα γοητεύουν το σημερινό επισκέπτη.

Ορισμένοι μελετητές υποθέτουν πως τα Μινωικά παλάτια δεν ήταν ανάκτορα αλλά βιοτεχνικά και εμπορικά κέντρα. Σ΄ αυτήν την περίπτωση , ο άρχοντας της πόλης δεν ήταν παρά ο διευθυντής , που έμενε πάνω από τα μαγαζιά, το εργαστήριο και τις αποθήκες. Έτσι παρακολουθούσε καλύτερα τις δουλειές του χωρίς όμως να απαρνηθεί τις ανέσεις μιας έπαυλης. Ζούσε σε δροσερά δωμάτια, είχε εξαιρετικούς χώρους υγιεινής (τα μπάνια στην Κρήτη ήταν εφοδιασμένα με σύστημα παροχής νερού και

αποχέτευσης), και από μεγάλες ταράτσες απολάμβανε την ωραία θέα. Οι άρχοντες κάθε πόλης ακολουθούσαν τις οδηγίες μια ανώτερης αρχής , κατά πάσα πιθανότητα εκλεγμένης από τους ίδιους , η οποία αντιπροσωπευόταν από το βασιλιά Μίνωα που έμενε στο σημαντικότερο κέντρο της Κνωσού.

Πολλοί ήταν οι βιοτέχνες που δούλευαν στο παλάτι : ικανότατοι χρυσοχόοι , τεχνίτες που σκάλιζαν αφρικανικό ελεφαντόδοντο , βυρσοδέψες που επεξεργάζονταν δέρματα αρνιών, αγριόχοιρων και ελαφιών. Σε πολλές Μινωικές σφραγίδες απεικονίζονται γυναίκες που πλάθουν βάζουν , ξαίνουν, κλώθουν και υφαίνουν. Δεν ξέρουμε αν όλοι αυτοί ήταν σκλάβοι ή ελεύθεροι άνθρωποι. Το σίγουρο είναι πως ήταν όλοι εξαρτημένοι από το Μίνωα και ότι γι� αυτόν και για την αυλή του έφτιαχναν αληθινά αριστουργήματα.

Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ψυγεία , διατηρούσαν τις τροφές με έξυπνο τρόπο : έβαζαν το σιτάρι, το κριθάρι, τις ελιές, το κρασί, το λάδι μέσα σε προσεκτικά σφραγισμένους μεγάλους αμφορείς, για να αποφεύγουν όχι μόνο την αλλοίωση των τροφών αλλά και να αποθαρρύνουν τους κλέφτες. ’λλη μέθοδος ήταν η αποθήκευση των τροφών μέσα σε κοιλώματα σκαμμένα στη γη που τα σκέπαζαν με μεγάλες πέτρινες πλάκες. Πιθανόν να διατηρούσαν με αυτόν τον τρόπο τις τροφές που χαλούσαν ευκολότερα. Τα μαγαζιά ήταν στη βόρεια πλευρά του συγκροτήματος , γιατί η δροσιά βοηθούσε στη συντήρηση των τροφίμων.

Τα μεγάλα Κρητικά παλάτια δεν έμοιαζαν καθόλου με τα κάστρα των παραμυθιών. Γύρω από τα υπολείμματα του παλατιού της Κνωσού και άλλων μεγάλων παλατιών δε βρέθηκαν ίχνη οχυρώσεων. Το γεγονός ότι τα μινωικά ανάκτορα ήταν ανοχύρωτα,σημαίνει πως οι Κρήτες δεν είχαν να φοβηθούν εξωτερικές επιθέσεις , ούτε αντιμετώπιζαν εσωτερικές διαμάχες για την εξουσία.
Ο Θουκυδίδης μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για το Μεσογειακό κόσμο γύρω στα 1500 π.Χ. , ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνωας, γράφει ο μεγάλος ιστορικός, έφτιαξε ένα ισχυρό στόλο που εξουσίαζε μεγάλο μέρος της ελληνικής θάλασσας. Ο Μίνωας κυριάρχησε στις Κυκλάδες όπου ίδρυσε αποικίες που τις παραχώρησε στους γιους του και διασφάλισε τα μεγαλύτερα κέρδη στο εμπόριο ξεκαθαρίζοντας το πέλαγος από τους πειρατές. Η σύγχρονη αρχαιολογία επιβεβαίωσε τα λόγια του Θουκυδίδη : σχεδόν σε όλες τις Κυκλάδες ανακαλύφθηκαν ίχνη του Μινωικού Πολιτισμού. Αγγεία, χρυσές κούπες , μαχαίρια και πολλά άλλα αντικείμενα καθημερινής χρήσης που βρέθηκαν σ� αυτά τα νησιά, είναι καθαρά κρητικής προέλευσης.

Τρεις διαφορετικές γραφές όλες μυστηριώδεις υπήρξαν σε διαδοχικές εποχές στην Κρήτη. Και θα μπορούσε να είναι τέσσερις αν υπολόγιζε κανείς και το δίσκο ης Φαιστού. Βρέθηκε μαζί με άλλα αντικείμενα του 1600 π.Χ. Περιέργως κανένα μεγάλο άγαλμα εκείνης της εποχής δεν βρέθηκε, ενώ αντίθετα βρέθηκαν πολλές και ωραιότατες μικρογλυπτικές , όπως το αγαλματάκι της θεάς των φιδιών. Βρέθηκαν ακόμα πολυάριθμα καλλιτεχνικά αντικείμενα , μερικά τόσο ωραία που δίκαια έγιναν διάσημα, όπως ηκούπα σε σχήμα κεφαλιού ταύρου.

Πριν τη Μινωική Κρήτη , στην Κρήτη η Μεγάλη Μητέρα λατρευόταν σε σπηλιές. Τη Μινωική εποχή λατρευόταν στην ανοιχτή ύπαιθρο , όπου σε περιφραγμένους ιερούς χώρους, παρουσία του ηγεμόνα και του λαού εμφανιζόταν με διάφορες μορφές. Ο Μινωικός πολιτισμός δεν άφησε χτιστούς ναούς.

Τα ευρήματα της Κρήτης μιλούν για ένα λαό πλούσιο, ισχυρό που αγαπούσε την ομορφιά. Ο λαός αυτός όμως έμελλε να εξαφανιστεί μέσα σε λίγες ώρες.

Κνωσός Κνωσός ανάκτορο

Κρήτη γεννήτρα τσ΄ αρχοντιάς, τση λευτεριάς δασκάλα

ΚΡΗΤΗ

Η Κρήτη από ψηλά

Είναι μια γής κατάμεσα του μελανού Πελάγου η Κρήτη.
η ώρια και παχειά κ’ η τριγυρολουσμένη.
Κατοίκους έχει αρίθμητους, και χώρες ενενήντα.
Κάθε λαός κ’ η γλώσσα του.
Ζούν Αχαιοί στον τόπο, ζούν νησιώτες Κρητικοί, παλληκαριάς ξεφτέρια, και Κύδωνες και Δωρικοί και Πελασγοί λεβέντες.
Κ’ είν’ η Κνωσό, χώρα τρανή, που ο Μίνωας του μεγάλου του Δία σύντροφος εννιά, κ’ εννιά κυβέρναε χρόνια”

Οδύσσεια – Ραψωδία Τ’ Μετάφραση : Αργύρη Εφταλιώτη

Η Κρήτη είναι το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας και το 5ο μεγαλύτερο στη Μεσόγειο Πρωτεύουσα καθώς και μεγαλύτερη πόλη της είναι το Ηράκλειο. Η Κρήτη εδράζει περίπου 160 χλμ νότια της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας εκτεινόμενη κατά διεύθυνση Ανατολή – Δύση, νότια του Αιγαίουπελάγους, του οποίου και αποτελεί το νότιο φυσικό όριο και βόρεια του Λιβυκού. Αποτελεί τμήμα της περιφερειακής διοίκησης της Ελλάδας και χωρίζεται σε τέσσερις νομούς: Ηρακλείου, Χανίων, Λασιθίου και Ρεθύμνου.

Οι γεωγραφικές συντεταγμένες της είναι περίπου 35° Β 24° Α.

Στην Κρήτη ήκμασε, περίπου από το 3.0001.400 π.Χ.), ένας από τους πρώτους πολιτισμούς της Ευρώπης ο Μινωικός

Γεωγραφία

Ελλάδα και Κρήτη

Η Κρήτη είναι το μεγαλύτερο νησί στην Ελλάδα και το δεύτερο μεγαλύτερο (μετά την Κύπρο της ανατολικής Μεσογείου . Βρίσκεται στο νότιο άκρο του Αιγαίου Πελάγους και καλύπτει μια περιοχή 8.336 km². Ο πληθυσμός της είναι 601.131 άνθρωποι (απογραφή 2001). Έχει μήκος 260 χλμ και ποικίλλει στο πλάτος με ένα μέγιστο 60 χλμ (από το ακρωτήριο Δίον έως το ακρωτήριο Λίθινο), σε ένα ελάχιστο 12 χλμ στον ισθμό Ιεράπετρας στην ανατολική Κρήτη. Η ακτογραμμή της παρουσιάζει βαθύ γεωγραφικό διαμελισμό, ο οποίος παρουσιάζει στην Κρήτη πάνω από 1.000 χλμ ακτών.

Το νησί είναι εξαιρετικά ορεινό και καθορίζεται από μια υψηλή σειρά βουνών που το διασχίζει την από τη δύση ως την ανατολή, διαμορφωμένη από τρεις διαφορετικές ομάδες βουνών. Αυτές είναι:

Σ’ αυτά τα βουνά οφείλεται η ύπαρξη στο νησί εύφορων οροπεδίων ο Ομαλός, η Νίδα και το οροπέδιο Λασιθίου, σπηλαίων όπως το Δικταίο και το Ιδαίο άντρο και φαράγγια όπως το διάσημο φαράγγι της Σαμαριάς, το φαράγγι Ίμπρου, το Κουρταλιώτικο φαράγγι, το Φαράγγι των Νεκρών στη Κάτω Ζάκρο Λασιθίου κ.α.

Κλίμα

Η Κρήτη ανήκει στη Μεσογειακή κλιματολογική ζώνη που προσδίδει τον κύριο κλιματικό χαρακτήρα της ο οποίος χαρακτηρίζεται ως εύκρατος. Η ατμόσφαιρα μπορεί να παρουσιαστεί ως αρκετά υγρή, ανάλογα με την εγγύτητα στη θάλασσα. Ο χειμώνας είναι αρκετά ήπιος και υγρός, με αρκετές βροχοπτώσεις, ως επί το πλείστον, στα δυτικά τμήματα του νησιού. Η χιονόπτωση είναι σπάνια στις πεδινές εκτάσεις, αλλά αρκετά συχνή στις ορεινές. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, οι μέση θερμοκρασία κυμαίνεται στο πλαίσιο των 25-30 βαθμών (Κελσίου), οπωσδήποτε χαμηλότερο από εκείνο στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η νότια ακτή, συμπεριλαμβανομένης της πεδιάδας της Μεσσαράς και των Αστερούσιων ορέων, απολαμβάνει περισσότερες ηλιόλουστες ημέρες και υψηλότερες θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού σε σχέση με την υπόλοιπη μεγαλόνησο. Η χλωρίδα του νησιού απειλείται από την βαθμιαία ανάπτυξη της κτηνοτροφίας των τελευταίων χρόνων.

Οικονομία

Η οικονομία της Κρήτης, η οποία βασιζόταν κυρίως στη γεωργία, άρχισε να αλλάζει ορατά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70. Ενώ διατηρείται η παραδοσιακή έμφαση στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, λόγω του κλίματος και της έκτασης του νησιού, παρουσιάζεται μια πτώση στις κατασκευές καθώς και μια μεγάλη αύξηση στην παροχή υπηρεσιών, κυρίως σχετικών με τον τουρισμό). Και οι τρεις αυτοί τομείς της κρητικής οικονομίας, η (γεωργία, η επεξεργασίασυσκευασία, και οι υπηρεσίες), συνδέονται άμεσα και αλληλοεξαρτώνται. Η Κρήτη εμφανίζει μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα που αγγίζει το 100% εκείνου της υπόλοιπης χώρας και η ανεργία κυμαίνεται περίπου στο 4%.

Το νησί διαθέτει τρεις σημαντικούς αερολιμένες: τον αερολιμένα Νίκος Καζαντζάκης στο Ηράκλειο, τον αερολιμένα Δασκαλογιάννης στα Χανιά και το νέο, μικρότερης έκτασης αερολιμένα στη Σητεία.

Πόλεις

Περιφέρεια Κρήτης

Η περιφέρεια Κρήτης στον χάρτη της Ελλάδας.
Γενικός γραμματέας περιφέρειας
[[]]
Γεωγραφικό διαμέρισμα: Κρήτη
Έκταση: 8.336 km²
Πληθυσμός: 601.131 κάτοικοι
(απογραφή 2001)
Πυκνότητα πληθυσμού: 72,1 κάτοικοι/km²
Στοιχεία…
Πρωτεύουσα: Ηράκλειο
Δικτυακός τόπος: Περιφέρεια Κρήτης

Οι κυριότερες πόλεις της Κρήτης είναι:

Πολιτική οργάνωση

Το νησί της Κρήτης είναι μία από τις 13 περιφέρειες της Ελλάδας και αποτελείται από τέσσερα νομαρχιακά διαμερίσματα:

Δικαιοσύνη

Για τις πολιτικές και ποινικές υποθέσεις, στην Κρήτη λειτουργούν τέσσερα Πρωτοδικεία (Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασιθίου), 22 Ειρηνοδικεία και 3 Πταισματοδικεία, Για τις διοικητικές υποθέσεις λειτουργούν τα δύο Διοικητικά Πρωτοδικεία, Χανίων και Ηρακλείου, αντίστοιχα. Τόσο για τις πολιτικές – ποινικές όσο και για τις διοικητικές υποθέσεις, λειτουργεί μόνο ένα Εφετείο, το οποίο έχει ως έδρα τα Χανιά, καθιστώντας έτσι ιδιαίτερα δυσχερή την πρόσβαση των κατοίκων της ανατολικής Κρήτης στον δεύτερο βαθμό δικαιοσύνης.

Τουρισμός

Η Κρήτη είναι ένας από τους δημοφιλέστερους Ελληνικούς προορισμούς διακοπών. 15% των συνολικών των αφίξεων, λιμένα και αερολιμένα, στη χώρα γίνονται μέσω της πόλης του Ηρακλείου. Το 2006, οι ναυλωμένες πτήσεις στο Ηράκλειο, αριθμούσαν το 20% του συνόλου των πτήσεων ναύλωσης στη χώρα και συνολικά, περισσότεροι από δύο εκατομμύρια τουρίστες επισκέφθηκαν την Κρήτη κατά το έτος αυτό. Η αύξηση, αυτή στον τουρισμό απεικονίζεται στον αριθμό κλινών των ξενοδοχείων, ο οποίος αυξήθηκε στην Κρήτη κατά 53% από το 1986 ως το 1991, ενώ το υπόλοιπο της Ελλάδας παρουσίαζε αύξηση των 25%. Η σημερινή τουριστική υποδομή στην Κρήτη ικανοποιεί το σύνολο των προτιμήσεων. Υπάρχει στέγαση κάθε πιθανής κατηγορίας, από μεγάλα, πολυτελή ξενοδοχεία, με όλες τις προδιαγεγραμμένες εγκαταστάσεις (πισίνες, εγκαταστάσεις αθλητισμού και αναψυχής κλπ….), έως μικρότερα ιδιόκτητα οικογένεια διαμερίσματα ή οργανωμένες κατασκηνώσεις. Η πρόσβαση των επισκεπτών στο νησί γίνεται αεροπορικώς μέσω του διεθνούς αερολιμένα στο Ηράκλειο και των κρατικών αερολιμένων στα Χανιά και στη Σητεία, ή ακτοπλοϊκώς στους λιμένες Ηρακλείου, Χανίων, Ρεθύμνης, Αγίου Νικολάου, Σητείας και Καστέλιου Κισσάμου.

Μυθολογία

Η προέλευση της λέξης Κρήτη δεν έχει καθορισθεί με βεβαιότητα. Υπάρχουν διάφορες αντικρουόμενες ετυμολογίες κατά τις οποίες, μιά από τις Εσπερίδες ονομαζόταν Κρήτη, όπως Κρήτη ονομαζόταν και η σύζυγος του βασιλιά Μίνωα καθώς και μία από τις νύμφες που παντρεύτηκε ο Δίας Άμμων. Επίσης, ο Κρης, γιός του Δία και της νύμφης Ίδας θεωρείται να έχει δώσει το όνομα του στην Κρήτη, ειδικά αφού το υψηλότερο βουνό του νησιού φέρει το όνομα της μητέρας του.

Η Κρήτη, σύμφωνα με την γνώμη πολλών ιστορικών, κατοικείται ήδη από την Παλαιολιθική εποχή και παρουσιάζει συνεχή ανθρώπινη παρουσία τα τελευταία 10 χιλιάδες χρόνια. Αν και ο Μινωικός πολιτισμός αναπτύχθηκε κυρίως στο Κρητικό και Αιγαιοπελαγίτικο έδαφος, χωρίς να έχει επεκταθεί στην Ελληνική ενδοχώρα, η Κρήτη εμφανίζει ξεχωριστή θέση στην Ελληνική μυθολογία και πρωταγωνιστεί στον Ελληνικό πολιτισμό από τις απαρχές του.

Ο Δίας, ο πατέρας Θεών και ανθρώπων, κατά την αρχαία Ελληνική μυθολογία γεννήθηκε στο Δικταίον Άντρο. Μετά από την απαγωγή της Ευρώπης από τις ακτές της Φοινίκης, τον σημερινό [[Λίβανος|Λίβανο], καταφεύγει στην Κρήτη όπου και συνευρέθησαν. Ο μύθος τοποθετεί την πράξη κάτω από τον αειθαλή πλάτανο της Γόρτυνος, αρχαίας πόλης της Κρήτης πρωτεύουσας του νησιού αλλά και ολόκληρης της Κυρηναϊκής κατά το απόγειό της ακμής της, επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το δένδρο της Γόρτυνος διατηρείται ως τις μέρες μας ως εκ των ελαχίστων διασωθέντων αειθαλών πλάτανων. Η Ευρώπη γέννησε τρεις γιους, τους Μίνω, Ραδάμανθυ και Σαρπηδόνα. Αφού υπέταξε το νησί, παντρεύτηκε τη μάγισσα Πασιφάη, αδελφή της Καλυψούς και της Κίρκης, ομηρικών ηρωίδων Οδύσσεια. Ο βασιλιάς Μίνως αφιέρωσε ναό στον Ποσειδώνα θεό της θάλασσας, θυσιάζοντας προς τιμήν του έναν πελώριο λευκό ταύρο. Το ζώο, προσφορά στο Μίνωα του Ποσειδώνα, ήταν τόσο όμορφο που εκείνος αποφάσισε να το αντικαταστήσει και να θυσιάσει έναν υποδεέστερο ταύρο στην θέση του. Το μένος του Ποσειδώνα για την ιερόσυλη απόφαση του Μίνωα, τον οδήγησε στο να καταρασθεί την Πασιφάη να ερωτευθεί σφοδρά τον ταύρο. Εκείνη για να ικανοποιήσει τον πόθο της, κρύφθηκε μέσα στο ξύλινο ειδώλιο αγελάδας, που κατασκεύασε ο αρχιτέκτων Δαίδαλος και συνευρέθηκε με το ζώο. Ο καρπός της πράξης, μισός άνθρωπος και μισός ταύρος, ήταν το μυθικό τέρας Μινώταυρος το οποίοαμέσως μετά τη γέννησή του φυλακίσθηκε στον λαβύρινθο που κατασκεύασε ο Δαίδαλος. Η πόλη της Αθήνας υποχρεώθηκε θεσμικά να στέλνει κάθε χρόνο 10 νέους και 10 νέες για να θρέφεται ο Μινώταυρος. Αργότερα, εξολοθρεύτηκε από τον Αθηναίο πρίγκηπα Θησέα, απαλλάσσοντας την Αθήνα από το βάρβαρο θεσμό.





Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση