Αρχική » ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Αρχείο κατηγορίας ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Μάρτιος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
25262728293031

ΟΙ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Ο Κρητικός χορός δέχτηκε ελάχιστες επιδράσεις από το γεγονός ότι το νησί είναι κάπως απομακρυσμένο και γιατί οι Κρητικοί διατηρούν με θρησκευτική ευλάβεια τα παραδοσιακά έθιμα. Σε καμία χώρα της Ευρώπης ο ντόπιος χορός δεν είναι τόσο ζωντανός και τόσο δεμένος με την καθημερινή ζωή του τόπου, όσο στην Ελλάδα και ειδικά στη Κρήτη. Ο χορός είναι παρόν σε όλα τα γεγονότα της Κρήτης, την ώρα του πολέμου, σε θρησκευτικές γιορτές, σε συμπόσια, γλέντια, σε βαφτίσια, γάμους, αρραβωνιάσματα, στην σπορά, στο θερισμό, στον τρύγο. Οι χοροί εκτελούνται με θρησκευτική ευλάβεια από τους πιστούς άντρες και γυναίκες, γύρω από το βωμό της λατρευομένης θεότητας. Η δυναμικότητα που χαρακτηρίζει τους Κρητικούς χορούς εκδηλώνεται με τους στέρεους και σταθερούς βηματισμούς αλλά και την πληθωρικότητα των κινήσεων σε τέτοιο σημείο που όταν βλέπουμε έναν Κρητικό χορό, δεν απολαμβάνουμε μόνο την ομορφιά του αλλά και την αντοχή του χορευτή, που είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει όχι μονάχα τη δεξιοτεχνία του αλλά και τις εσωτερικές παρορμήσεις όπως είναι η αγάπη, ακόμα και ο πόνος του θανάτου. Παράλληλα έδωσε την ευκαιρία στον Κρητικό χορευτή να προβάλλει την παλικαριά, την αρχοντιά, την κοινωνική και οικονομική του θέση. Ο χορός δεν είναι μόνο τα βήματα και οι κινήσεις του χορευτή. Είναι το ίδιο του το σώμα, η φορεσιά του, ακόμα και οι άλλοι που χορεύουν μαζί ότι και αυτοί που κάθονται γύρω του. Είναι οι μουσικοί, οι τραγουδιστές οι θεατές, η συγκίνηση, οι ματιές… Είναι ότι έγινε πριν φτάσουν να χορέψουν, το κρασί που ήπιαν, η δίψα για ζωή. Άμεσα συνδεδεμένη με το χορό είναι η μουσική και το τραγούδι που με τους έντονους και δυναμικούς ρυθμούς δίνει ηρωική ατμόσφαιρα στην όλη χορευτική διαδικασία.


Γιώργος Τσικαλάκης

Ο κάθε χορός είναι ένα σύνολο βασικών βηματισμών και κινήσεων, με το ανάλογο ήθος και ύφος, που εκτελούνται με καθορισμένο ρυθμό από τους μουσικούς. Οι χορευτές πάντα χορεύανε με την συνοδεία των μουσικών, οι οποίοι συνήθως στέκονταν στη μέση του κύκλου. Σε μια χορευτική ομάδα, σημαντικό ρόλο παίζουν ο πρώτος «μπροστινός» που σέρνει το χορό, ο δεύτερος και ο τελευταίος «κοντούρα» του κύκλου. Η θέση του πρώτου «μπροστινού» που σέρνει το χορό, έχει την δυνατότητα να αυτοσχεδιάσει, να δημιουργήσει και να εκτελέσει χορευτικές φιγούρες ακολουθώντας την έμπνευση και τη ψυχολογία της στιγμής και τους ρυθμούς της συνοδευτικής μουσικής. Ο χορευτής θα μπορούσε να κάνει κάποιες παραλλαγές των βηματισμών, φιγούρες (χτυπήματα, καθίσματα, στροφές, πηδήματα) πάντα χωρίς υπερβολές. Ο δεύτερος είναι εκείνος που θα στηρίξει όλη τη χορευτική δημιουργία του «μπροστινού» σε χορούς που επιτρέπεται η ανάπτυξη αυτοσχεδιασμού και η δεξιοτεχνία, Σε μια χορευτική ομάδα, πάντα φρόντιζαν να μην είναι γυναίκα στο τέλος του κύκλου, «κοντούρα», και αν συνέβαινε για λίγο κάτι τέτοιο, έσπευδε άντρας χορευτής και πιανόταν δίπλα της. O χορός και το τραγούδι είναι η έκφραση της ψυχής, ο τρόπος να εκδηλώσουμε τα συναισθήματα μας, να εκτονωθούμε, να επικοινωνήσουμε. Ο χορός σου δίνει τη δυνατότητα να αυτοσχεδιάσεις, να δημιουργήσεις, μια αίσθηση που σε γεμίζει ικανοποίηση, σου είναι απαραίτητος.

Σιγανός Πεντοζάλης

5 είναι οι χοροί που χορεύονται σήμερα στην κρήτη κατά κύριο λόγο, και είναι ο συρτός ή χανιώτης, η σούστα, ο σιγανός, ο καστρινός ή μαλεβιζιώτης και ο πεντοζάλης. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι παραδοσιακοί χοροί αλλά έχουν σταματήσει να χορεύονται στα περισσότερα μέρη της κρήτης.

Ο συρτός ή χανιώτης χορεύεται από άντρες και γυναίκες. Χορεύεται με τα χέρια πιασμένα από τα μπράτσα στο ύψος του ώμου και είναι ήρεμος και ξεκούραστος χορός. Ο πρώτος χορευτής μπορεί όμως να κάνει πολλές φιγούρες.
Η σούστα είναι ο ερωτικός χορός της κρήτης. Χορεύεται από ζευγάρια όπου οι χορευτές κινούνται με ελαφρά πηδηματάκια γύρω γύρω ο ένας από τον άλλο, χωρίς να ακουμπάνε εκτός από τις περιπτώσεις που κάνουν κάποια φιγούρα οπότε πιάνονται στα χέρια κτλ. Έχει πολλές φιγούρες, που την κάνουν έναν από τους πιο όμορφους χορούς.
Ο σιγανός χορεύεται από άντρες και γυναίκες με τα χέρια στους ώμους και μοιάζει με το χασαποσέρβικο. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες και αποτελεί συνήθως την εισαγωγή στον πεντοζάλη.
Ο πεντοζάλης είναι γρήγορος πολεμικός χορός που έχει τις ρίζες του στον αρχαίο πυρρίχιο. Χορεύεται με πέντε “ζάλα” (βήματα) εξού και το όνομα πεντοζάλης. Οι χορευτές του πεντοζάλη είναι κυρίως άντρες, (αλλά μερικές φορές και γυναίκες) οι οποίοι χορεύουν με τα χέρια ενωμένα στους ώμους.
Ο καστρινός ή μαλεβιζιώτης ή πηδηχτός είναι ένας γρήγορος και όμορφος χορός. Αποτελείται από 8 βήματα και παραδοσιακά χορεύεται από άντρες αλλά πλέον τον χορεύουν και γυναίκες. Οι χορευτές πιάνονται από τις παλάμες, ενώ ο πρώτος του χορού κάνει πολλές φιγούρες.

Εκτός από τους 5 αυτούς χορούς υπήρχαν και άλλοι όπως ο απανωμερίτης, ο κατσιμπαρδιανός, κ.α αλλά έχουν πάψει εδώ και χρόνια να χορεύονται.



Πεντοζάλης


Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Ενέργεια. Αστείρευτη, εσωτερική ενέργεια. Αυτό είναι που χαρακτηρίζει τους κατοίκους αυτού του ευλογημένου απ τους θεούς, τόπου.
Μια Κρήτη σταυροδρόμι που πάντα, χάρις στο ανήσυχο βλέμμα και την εκρηκτική σκέψη των συντέκνων, ποτέ δεν έμεινε αδρανής, απαθής στην αέναη ροή του χρόνου. Άνθρωποι που πάντα ήθελαν να έχουν τα ηνία της μοίρας τους.
Ακόμα κι όμως όταν δεν τα κατάφερναν, δεν κούρνιαζαν σαν παθητικοί παρατηρητές, αλλά μάθαιναν, απορροφούσαν σαν στεγνό σφουγγάρι το καινούργιο, το ξενόφερτο και βρίσκοντας τι τους ταιριάζει απ’ αυτό το μετέτρεπαν έτσι που να ταιριάζει στα δικά τους χούγια, στη δική τους ανήσυχη ζωή. Μια ζωή που, κατά πως δείχνει η ιστορία, τη ρουφούσαν μέχρι το μεδούλι. Ήξεραν να χαρούν, να κλάψουν, να θυμώσουν, ν αγαπηθούν. Κι όταν ερχόταν η ώρα να τα εκφράσουν όλα αυτά, ήξεραν να τα τραγουδούν και να τα χορεύουν. Ένα νησί – ωδείο. Μα όχι απ τα κλασσικά, αποστειρωμένα ωδεία με αίθουσες, συντηρητικούς καθηγητές και παρτιτούρες με νότες. Ένα ωδείο πρωτόγονο στη μέση του πελάγους, όπου όλοι είχαν το ρόλο του έμπειρου δασκάλου αλλά και του υποψιασμένου μαθητή ταυτόχρονα. Το αποτέλεσμα αυτής της ιερής αλχημείας ακουγόταν και ακούγεται αιώνες μακριά και είναι αυτό που αξίζει σ όλους αυτούς που το δημιούργησαν. Δηλαδή σε όλους.

Κρητική λύρα και λαγούτο

Πως θα μπορούσε άραγε η Κρήτη να μη συνέθετε την μουσική που της αξίζει; Η υπόλοιπη Ελλάδα στέκεται εκστατική θαυμάζοντας, αλλά και πολλές φορές μη μπορώντας να κατανοήσει αυτές τις ιδιαίτερες Κρητικές νότες, μετατρέπει σε ποταπή γραφικότητα προς τουριστική εκμετάλλευση αυτούς τους ιδιόμορφους κώδικες ψυχικής έκφρασης. Κώδικες που για να μάθει κανείς να αποκωδικοποιεί πρέπει να ζήσει σαν Κρητικός. Ν ανέβει στις μαδάρες, να παλέψει με τις πέτρες, να στερηθεί τα υλικά και τα άυλα και γαληνεμένος για ότι συγκλονιστικό έχει ζήσει, να ξαναγεμίσει ενέργεια αγναντεύοντας τα πέλαγα που κάνοντας τον τόπο του νησί, τον κάνουν Κρητικό.

Από τα αρχαία χρόνια η καλλιέργεια της μουσικής στην Κρήτη είχε ξεχωριστή θέση. Από τις αρχαιολογικές ανασκαφές (Κνωσού, Φαιστού κ.ά.) και τα αρχαία κείμενα παίρνουμε πολύτιμες πληροφορίες. Αναπαραστάσεις (γλυπτών, κεραμικών, ζωγραφικής) απεικονίζουν μουσικούς και χορευτές που παραπέμπουν στη σημερινή εποχή, που ο λυράρης παίζει στη μέση και οι χορευτές χορεύουν γύρω του κυκλικά. Στο αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου σώζεται αυλός με δακτυλίους που μετακινούμενοι καλύπτουν τις οπές για να αποδοθούν οι νότες. Από αποσπάσματα αρχαίου δράματος μαθαίνουμε ότι “ο Μίνως διέταξε να ταφούν μαζί με τον γιό του Γλαύκο και οι αυλοί του, που αυτός τους αγαπούσε όσο ζούσε”. Αλλού εικονίζονται αυλοί, δύαυλοι, βούκινα, σάλπιγγες. Η αρχαία κιθάρα δεν ήταν αγαπητή στην Κρήτη, αλλά παιζόταν η αρχαία λύρα, όπως φαίνεται από αναπαραστάσεις σε γραφές, τοιχογραφίες, σφραγίδες κ.ά.

Ο Αιμιλιανός (“ποικίλη ιστορία”) αναφέρει ότι “οι Κρήτες τους παίδας μανθάνειν τους νόμους εκέλευον μετά τινος μελωδίας, ίνα εκ της μουσικής ψυχαγωγούνται και ευκολώτερον τη μνήμη διαλαμβάνουσιν…” δηλ. οι Κρήτες έδιναν εντολή τα παιδιά να μαθαίνουν τους νόμους με τη συνοδεία κάποιας μελωδίας, αφενός για να ψυχαγωγούνται με τη μουσική και αφετέρου για να εντυπώνουν (τους νόμους) καλύτερα στη μνήμη … . Η μουσική παιδεία των αρχαίων Κρητών αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι όταν ο Κρητικός νομοθέτης και μουσικός Θαλήτας από την Γόρτυνα κλήθηκε στη Σπάρτη τον 8ο π.Χ. αιώνα, μεταλαμπάδευσε εκεί όλη τον μουσικό πλούτο της Κρήτης και δημιούργησε, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (“περί μουσικής”) την “δεύτερη μουσική κατάσταση” στη Σπάρτη εισάγοντας τη χρήση του φρυγικού αυλού (που είχαν φέρει στην Κρήτη οι Κορύβαντες και Κουρήτες) ώστε συνδυάζοντάς τον με την κιθάρα της στεριανής Ελλάδας και διδάσκοντας την “πυρρίχη”, τον τεχνικότατο αυτό χορό της Κρήτης και τελειοποιώντας τα υπορχήματα (μουσική-χορός-ποίηση) με κανόνες επέβαλλε τους Κρητικούς ρυθμούς. Οι μελωδίες του Κρητικού Θαλήτα ακουγόνταν και μετά 200 χρόνια, λέγεται ότι ο Πυθαγόρας ευχαριστιόταν να τις ακούει. Στους “Πυθίους εναύλους αγώνας” πρώτος νικητής ήταν ο Κρητικός αυλητής Χρυσάνθεμις… Αργότερα ο Αριστοφάνης κατηγορεί τον Ευρυπίδη ότι καθιέρωσε στις τραγωδίες του Κρητικές μονωδίες. Μετά την κάθοδο των Δωριέων, οι αρχαίοι απόγονοι των Μινωϊτών περιορίσθηκαν στην Ανατολική Κρήτη, οι επονομαζόμενοι Ετεόκρητες όπου διέσωσαν την αρχαία μουσική τους.

Η Κρήτη παρέμεινε στην κυριαρχία των Ενετών και μετά των Άλωση της Πόλης (1453), διαιωνίζοντας σε πιο ελεύθερο περιβάλλον την Ελληνική – Βυζαντινή μουσική κληρονομιά, αφού πολλοί δάσκαλοι της εκκλησιαστικής μουσικής από την Πόλη όπως ο Μανουήλ Χρυσάφης, ο Ακάκιος Χαλκιόπουλος κ.ά. ίδρυσαν σχολές Ελληνικής – Βυζαντινής μουσικής στην Κρήτη απ’ όπου αναδείχθηκαν σπουδαίοι μελωποιοί όπως ο Κοσμάς Βαράνης, αδελφοί Επισκοπόπουλοι, Δημ. Ντάμιας. Παράλληλα καλλιεργήθηκε και η πατροπαράδοτη ταυτόσημη Κρητική δημοτική μουσική. Το 1669 μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους πολλοί Κρητικοί βρήκαν καταφύγιο στα Επτάνησα όπου καλλιέργησαν την γνωστή από τότε Κρητοεπτανησιακή ή Κρητική μουσική που ακούγεται μέχρι σήμερα ευχάριστα. Στη Ζάκυνθο επέζησε μέχρι τις μέρες μας η “Κρητική” όπως λέγεται πολυφωνική λειτουργία, επειδή όμως έχει υποστεί επιδράσεις από την Ιταλική καντσονέτα, έχασε το αρχικό της ύφος.

Οι μελετητές της σύγχρονης Κρητικής μουσικής έχουν διαπιστώσει τις επιδράσεις από πολύ παλιές παραδόσεις, ακόμη και από τη βυζαντινή μουσική. Επιπλέον, η Κρητική μουσική, σε αντίθεση με τη δημοτική παράδοση άλλων περιοχών της Ελλάδας  εξακολουθεί να είναι ζωντανή και να εμπλουτίζεται. Αυτό οφείλεται και στην ιδιαίτερη σημασία που έχει ο στίχος, είτε πρόκειται για μεγάλη ρίμα, είτε για σύντομη δίστιχη μαντινάδα, ο οποίος εξακολουθεί να εξελίσσεται και μέσω αυτοσχεδιασμού, που άλλωστε θεωρείται βασικό προσόν ενός καλού λυράρη. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι έχουν καταγραφεί και κρητικά τραγούδια που αναφέρονται σε πολύ πρόσφατα ιστορικά γεγονότα, όπως  τη Μάχη της Κρήτης, τη δικτακτορία, ή την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ο  αυτοσχεδιασμός είναι αναπόσπαστο στοιχείο της κρητικής μουσικής, αφού ποτέ ο οργανοπαίκτης κατά τη διάρκεια του χορού (του συρτού, του χανιώτη, του πεντοζάλη, της σούστας, κ.ά.) δεν περιορίζεται στην τυπική αναπαραγωγή της βασικής μελωδίας, αλλά, ανάλογα και με την ψυχική του διάθεση, αυτοσχεδιάζει με βάση τις διάφορες μελωδίες (τις κοντυλιές).

Αν και η λύρα είναι αναμφίβολα ο βασιλιάς ή η βασίλισσα της Κρητικής μουσικής, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και άλλα όργανα. Έτσι, το λαούτο στα χέρια των σημαντικών οργανοπαικτών παύει να είναι απλό όργανο συνοδείας και συμμετέχει επίσης στον μελωδικό αυτοσχεδιασμό. Σε ορισμένες επαρχίες των νομών Χανίων (Κίσσαμος, Σέλινο), Λασιθίου (Σητεία, Ιεράπετρα) και Ηρακλείου παίζεται και το βιολί σαν παραδοσιακό όργανο της Κρήτης. Πολύ διαδεδομένο ήταν παλιότερα και το μπουλγαρί ή μπουλγκαρί, είδος ταμπουρά με πολύ χαρακτηριστικό ήχο. Σημαντικό ρόλο στην κρητική μουσική παίζουν και τα πνευστά: το απλό ποιμενικό θιαμπόλι, είδος φλογέρας, η μαντούρα, είδος κλαρινέτου, και η ασκομαντούρα ή ασκομπαντούρα, κρητική παραλλαγή του άσκαυλου. Στην ανατολική Κρήτη παλιότερα το βιολί ή τη λύρα, συνόδευε το νταουλάκι, μικρό νταούλι. Το βιολί στο Ν. Λασιθίου είχε μερικές φορές σαν μουσικό συνοδό την κιθάρα. Οι παλιοί λυράρηδες συνόδευαν τη μελωδία της λύρας με τον ρυθμικό ήχο των γερακοκούδουνων, μικρών σφαιρικών κουδουνιών που τα στερέωναν κατά μήκος του δοξαριού της λύρας. Η ονομασία γερακοκούδουνα προέρχεται από τα βυζαντινά χρόνια. Είναι τα κουδούνια που κρεμούσαν οι κυνηγοί στο λαιμό των εξημερωμένων γερακιών που χρησιμοποιούνταν σαν κυνηγετικά πουλιά, όπως τώρα χρησιμοποιούνται οι κυνηγετικοι σκύλοι. Το μαντολίνο είναι κι’ αυτό ένα διαδεδομένο σε μερικές περιοχές του Ν. Ρεθύμνου μελωδικό μουσικό όργανο με τις μορφές μάλιστα Κρητικό -πλακέ- μαντολίνο και μαντόλα.

Τα ριζίτικα τραγούδια δε χορεύονται. Τραγουδιούνται σε 32 μελωδίες, ή ομαδικά – χορωδιακά, ή αρχικά άδεται ένα ημιστίχιο από έναν καλλίφωνο τραγουδιστή και κατόπιν αυτό επαναλαμβάνεται χορωδιακά από την παρέα (καθ΄υπακοήν και κατ΄αντιφώνησιν) ενώ αρκετά ριζίτικα είναι ιδιόμελα με δικές τους μελωδίες. Στο λήμμα ριζίτικα τραγούδια αναφέρονται αρκετά στοιχεία για τα παραδοσιακά αυτά τραγούδια της Κρήτης.

Η λύρα κυριαρχεί όμως, ιδίως στα τελευταία 50 χρόνια, στην Κρητική μουσική παράδοση. Υπάρχουν το λυράκι, η λύρα, η βροντόλυρα, η βιολόλυρα, 4 είδη λύρας. Οι καλύτερες λύρες θεωρούνται οι λύρες κατασκευής του αείμνηστου Μανόλη Σταγάκη που τυποποίησε τη σύγχρονη λύρα και έδωσε σ’ αυτή τον σημερινό αναντικατάστατο ήχο της, κατασκευάζοντας το καπάκι της από κατράνι δηλαδή από παλιό -300,400 ετών- στεγνό ξύλο κέδρου Λιβάνου από μεσοδόκια παλιών σπιτιών, σκάφος από μουρνιά, καρυδιά, ασφένταμο κ.ά. και βερνικώνοντάς την με βερνίκι που η σύνθεσή του αποτελεί μυστικό. Η σύγχρονη λύρα δεν έχει ξύλινα στριφτάλια αλλά κλειδιά μεταλλικά και τρεις (ή 4 η βιολόλυρα) μεταλλικές χορδές ειδικές για λύρα Κρήτης (lira di Creta) που κατασκευάζονται ειδικά για λύρα στη Βενετία και αλλού. Το κούρντισμα της κρητικής λύρας είναι κατά πέμπτες καθαρές και οι χορδές κουρδίζονται περίπου στις Νότες LA (η ψιλή ή καντίνι), RE η μεσαία και SOL η μπάσα, αλλά βέβαια το μουσικό αυτί των λυράρηδων και λαουτιέρηδων δεν κουρδτίζει απόλυτα στα Hz του διαπασών αλλά συγχρονίζεται με την κρητική μουσική κλίμακα, η οποία, όπως και η βυζαντινή, βασίζεται στους “μουσικούς δρόμους” (ήχους). Η λύρα στη σύχρονη κρητική ορχήστρα συνοδεύεται από το λαούτο και τελευταία, από δυό λαούτα εκ των οποίων συνήθως το ένα παίζει πρίμα τη μουσική και το άλλο παίζει “πάσο” δηλ. ακομπανιάρει σε συγχορδίες (μινόρε – μαντζόρε ή απλές) παίζοντας και το ρόλο του κρουστού οργάνου.

Δημιουργοί της σύγρονης μουσικής Κρητικής παράδοσης στη λύρα θεωρούνται οι Αντώνης Καρεκλάς, Χαρίλαος, Αλέκος Καραβίτης, Μανόλης Λαγός, Γιώργης Καλογρίδης κ.ά. ενώ οι δύο στύλοι στους οποίους στηρίζεται η σύγχρονη Κρητική μουσική παράδοση είναι αναμφισβήτητα ο δεξιοτέχνης Κώστας Μουντάκης και ο Μεγάλος δάσκαλος της λύρας Θανάσης Σκορδαλός με συνεχιστές στη λύρα τους Λεωνίδα Κλάδο, Σπύρο Σηφογιωργάκη, Γιώργο Μουζουράκη, Γιάννη Σκαλίδη, Ζαχαρία Κριτσωτάκη, Γιάννη Κουφαλιτάκη, Γιώργο Κατσαμά, Μανώλη Καρπουζάκη, Νίκο Ξυλούρη, Μιχάλη Τσαγκαράκη, Αστρινό Ζαχαριουδάκη, Κώστα Βερδινάκη, Κοκολογιάννη, Νίκο Σκευάκη, Μανόλη Μανουρά, Χαράλαμπο Γαργανουράκη, Βασίλη Σκουλά, Αλέκο Πολυχρονάκη, Σήφη Παναγιωτάκη, Μανόλη Αλεξάκη, Νικηφόρο Αεράκη, Νίκο Γωνιανάκη, Δημήτρη Πασπαράκη, Νίκο Κολιακουδάκη (Χανιά), Βαγγέλη Πυθαρούλη, Νίκο Ζωϊδάκη, Μαντουράρη, τους παραδοσιακούς και άξιους συνεχιστές του Σκορδαλού και του Μουντάκη, δεξιοτέχνες και σεμνούς λυράρηδες και τραγουδιστές: Στέφανο Μεσσαριτάκη, Κώστα Κακουδάκη, Νεκτάριο Σαμόλη, το Ζαχαρία Σπυριδάκη κ.ά.

Οι σύγχρονοι παραδοσιακοί Κρητικοί λυράρηδες αν και παίζουν όλες τις μελωδίες και σκοπούς, ακολουθούν ο καθένας με σεβασμό, μια από τις δυό “σχολές” παραδοσιακής κρητικής μουσικής, στο ύφος, ήθος, στον τρόπο παιξίματος, στο ρεπερτόριο…: Σχολή Μουντάκη και Σχολή Σκορδαλού. Είναι οι Μουντακικοί και οι Σκορδαλικοί, άσχετα αν ορισμένοι δεν το παραδέχονται. Οι Κισσαμίτες βέβαια ακολουθούν τον Κισσαμίτικο τρόπο παιξίματος. Τελευταία ορισμένοι Κρητικοί μουσικοί της νεότερης γενιάς ακολουθούν τον τρόπο παιξίματος και έκφρασης που δημιούργησε ο Γιώργος Ζερβάκης, τρόπο που έχει ξεφύγει αρκετά από την αυστηρά παραδοσιακή Κρητική μουσική. Υπάρχουν όμως στην Κρήτη, στην υπόλοιπη Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο αρκετοί νέοι λυράρηδες που με σεβασμό πορεύονται στα δυσπρόσιτα στους πολλούς, όσο αφορά την μουσική τεχνική, μονοπάτια της αυστηρά παραδοσιακής Κρητικής μουσικής παράδοσης, με τις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου, π.χ. Ο Αντώνης Μαρτσάκης και ο Μανόλης Φαντάκης στα Κισσαμίτικα, ο Βαγγέλης Βαρδάκης στα Γεραπετρίτικα και Λασιθιώτικα, ο Νεκτάριος Σαμόλης στα παραδοσιακά Ρεθμνιώτικα, και αρκετοί επαγγελματίες καθώς και δεκάδες ερασιτέχνες μη εμπορικοί λυράρηδες και βιολάτορες που ακολουθούν τα μουσικά βήματα της σχολής Σκορδαλού και άλλοι της σχολής Μουντάκη καθώς και των τοπικών παραδόσεων του Ναύτη (Κωστή Παπαδάκη), Δερμιτζογιάννη, Μπαριταντωνάκη.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, εκτός από την καθαρά παραδοσιακή Κρητική μουσική, που καλλιεργείται πλέον μόνο από τους παραδοσιακούς γνώστες των ορεινών επαρχιών της Κρήτης και τους μυημένους μη εμπορικούς ερασιτέχνες και επαγγελματίες Κρήτες μουσικούς, υπάρχει και η πιο “σύγχρονη” εμπορική εκδοχή της, που συμβαδίζει με την κάθε εποχή και συντελεί στο να έρθουν και οι μη μυημένοι ακροατές σε επαφή με την πανάρχαια μουσική παράδοση μέσω των πιο εύπεπτων σύγχρονων ακουσμάτων. Και σιγά – σιγά, μερικοί από αυτούς, οι πιο άξιοι, ίσως να επιδιώξουν να εντρυφήσουν στα αρχέγονα νάματα της ελληνικής μουσικής κλίμακας. Μεγάλη προσφορά στο ζήτημα αυτό αποτελεί η έκδοση σε CD αρχειακών μουσικών καταγραφών από δίσκους γραμμοφώνου 78 στροφών του 1920 και εξής όπου ο νέος ακροατής ή μουσικός μπορεί να ακούσει και να μελετήσει τον αυθεντικό τρόπο παιξίματος λύρας, βιολιού, λαούτου, μπουλγαρί, μαντολίνου, ασκομαντούρας, μαντούρας, τις γνήσιες μελωδίες – σκοπούς καθώς και τον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο τραγουδιούνται οι μαντινάδες και τα τραγούδια, ριζίτικα, ‘μανέδες, ταμπαχανιώτικα, του γάμου και άλλα. Με βάση την παράδοση λοιπόν, καθένας μπορεί και επιβάλλεται να αξιολογήσει το κάθε παρακλάδι της σύγχρονης εξέλιξης της Κρητικής μουσικής. Διότι αρκετά από τα σύγχρονα κρητικά γλέντια έχουν σαν σκοπό αποκλειστικά τους πυροβολισμούς και τη ξεφάντωση και πλέον δεν είναι ο σκοπός το παίξιμο ποιοτικής μελωδικής παραδοσιακής Κρητικής μουσικής αλλά η με τη βοήθεια ηλεκτρονικών οργάνων (πλήκτρα-αρμόνιο-κρουστά)δημιουργία ρυθμού. Πάντα όμως ξεχωρίζουν οι ρέκτες, οι παραδοσιακοί λυράρηδες και λαουτιέρηδες, ιδίως ερασιτέχνες, που θα υπάρχουν σε πείσμα των καιρών.

Η Κρητική μουσική είναι μονοφωνική, όπως η Δημοτική μουσική της υπόλοιπης Ελλάδας (πλην ορισμένων πολυφωνικών τραγουδιών της Ηπείρου και Επτανήσου).

Το δημοτικό τραγούδι και η βυζαντινή μουσική, που διαιωνίζουν την αρχαιοελληνική μουσική κληρονομιά όπως διαδόθηκε από τον Μ.Αλέξανδρο στους λαούς της ανατολής μέχρι Ινδία, Πέρσία, Αραβία, είναι μουσική της εγρήγορσης του νου. Ο παραδοσιακός Έλληνας ακροατής και χορευτής, και βέβαια ο Κρητικός, συμμετέχει και στο παραμικρό μουσικό παιχνίδισμα του οργανοπαίκτη, τη μελωδική δημιουργία του οποίου παρακολουθεί άμεσα, χορεύοντας ή ακούγοντας ή και τραγουδώντας μαζί του αλλά και ο μουσικός συμμετέχει αυτοσχεδιάζοντας σε κάθε τσαλίμι του χορευτή.

Εξάλλου η Κρητική μουσική, εξακριβωμένα, δεν αποδίδεται επακριβώς με την Ευρωπαϊκή μουσική σημειογραφία όπου καταγράφονται μόνο τόνοι και ημιτόνια και οι σταθερές νότες. Η λύρα και το βιολί δεν έχουν τάστα και οι μουσικοί της Κρητικής – ελληνικής μουσικής και οι τραγουδιστές των ριζίτικων, μπορούν να παίζουν και να τραγουδούν και στα μεσοδιαστήματα μεταξύ νότας και ύφεσης ή δίεσής της. Για το λόγο αυτό, το λαούτο που συνοδεύει τη λύρα και το βιολί, δεν έχει σταθερά προσαρμοσμένα τάστα αλλά τους κινητούς “μπερντέδες” τους οποίους οι μερακλήδες γνώστες μουσικοί μετακινούν, ανάλογα με τον δρόμο (μακάμι) που θα ακολουθήσουν όταν παίζουν πρίμα τη μελωδία. (το ούτι δεν έχει καν τάστα ή μπερντέδες για τον ίδιο λόγο). Η Βυζαντινή μουσική παρασημαντική όπου οι νότες χωρίζονται μεταξύ τους έως και σε 9 διαστήματα, μπορεί να καταγράψει καλύτερα την Κρητική μουσική, αλλά πάλι περιορισμένα.

Μια άλλη βασική διαφορά της ευρωπαϊκής μουσικής με την Ελληνική παραδοσιακή μουσική και συνεπώς τη Κρητική, είναι ότι οι κρητική μουσική (όπως και η βυζαντινή και η δημοτική Ελληνική μουσική) είναι τροπική, ακολουθεί δηλ. τους λεγόμενους δρόμους (αρχαίους τρόπους, τους ήχους της βυζαντινής μουσικής, τα μακάμια των λαών της ανατολικής Μεσογείου) ξεκινώντας από τη βασική νότα που επιλέγει ο μουσικός ενώ η δυτική μουσική με τη συγκερασμένη μουσική κλίμακα καταγράφει επακριβώς συγκεκριμένες νότες.
Η αγάπη των Κρητικών για την παράδοσή τους, η επιθυμία πολλών νέων να μάθουν την παραδοσιακή μουσική του τόπου τους, καθώς και οι προσπάθειες έντεχνων δημιουργών να ενσωματώσουν στοιχεία από την κρητική μουσική στη δημιουργία τους, από τον Γιάννη Μαρκόπουλο παλιότερα, ο οποίος, αξιοποιώντας και την καταλυτική προσωπικότητα του Νίκου Ξυλούρη, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διάδοση της κρητικής μουσικής εκτός Κρήτης, τον Ψαραντώνη και το συγκρότημα Χαΐνηδες έως τον Ιρλανδοκρητικό Ρος Ντέιλι στις μέρες μας, επιτρέπουν στην κρητική μουσική παράδοση να παραμένει σήμερα περισσότερο ζωντανή παρά ποτέ.

ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΡΗΤΗΣ

Μουσικά όργανα

Στην Κρήτη, μυθολογική γενέτειρα της τέχνης των Μουσών και πατρίδα πολλών ονομαστών μουσικών, παραγωγή οργανωμένου ήχου μπορεί να εντοπισθεί από την τελευταία προανακτορική φάση με το πήλινο σείστρο των Αρχανών, το οποίο χρονολογείται στο 2000 π.Χ. και θεωρείται το παλαιότερο μουσικό όργανο της Ευρώπης.


Το πήλινο σείστρο των Αρχανών, το οποίο χρονολογείται από το 2000 π.Χ. και θεωρείται το παλαιότερο μουσικό όργανο της Ευρώπης. 2. Μεγάλο πήλινο ειδώλιο της «θεάς των μηκώνων» (1350-1100 π.Χ.). 3. Πήλινο σύμπλεγμα γυναικείου τελετουργικού χορού και στη μέση μια γυναικεία μορφή να παίζει λύρα (1350-1100 π.Χ.) από το Παλαίκαστρο της Ανατολικής Κρήτης. 4. Σφραγιστικό δακτυλίδι που βρέθηκε στον τάφο των Ισοπάτων, κοντά στην Κνωσό, με σύνθεση γυναικείων μορφών σε τελετή

Η λύρα

Η έλευση του βιολιού στην Κρήτη κατά τα τέλη του 16ου αιώνα (είτε μέσω των Ενετών ή μέσω των Τούρκων), ενός οργάνου με πολύ περισσότερες τεχνικές και εκφραστικές δυνατότητες, δεν κατάφερε να επικρατήσει έναντι της λύρας όπως συνέβη στο πλείστο των περιοχών του ελλαδικού χώρου. Ίσως η μορφολογία του εδάφους, τα πολλά απομονωμένα ορεινά χωριά, αλλά και η μεγάλη έκταση του νησιού συνέβαλαν στην διατήρηση της λύρας ως κυρίαρχο μουσικό όργανο των Κρητικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το  χωριό Όλυμπος της Καρπάθου, όπου η παραδοσιακή λύρα κατέχει ισχυρότατη θέση καθώς το χωριό ηλεκτροδοτήθηκε μόλις το 1981 ενώ ο αγροτικός δρόμος ανοίχθηκε το 1979. Όπως προαναφέραμε, η λύρα στην Κρήτη αρχίζει από τη δεκαετία του 1930 και μετά να υπόκειται σε σταδιακές αλλαγές με αποκορύφωμα των εμφάνιση στην δεκαετία του 1940 στο νησί της βιολόλυρας (με τέσσερις χορδές). Ο πρώτος τύπος αχλαδόσχημης κρητικής λύρας, το λυράκι και η κατάλληλη για γλέντια ανοιχτού χώρου βροντόλυρα εκτοπίζονται.
Η λύρα της Κρήτης κατασκευάζεται από μονοκόμματο ξύλο κάποιας ηλικίας (τουλάχιστον 10 ετών) και συνήθως χρησιμοποιείται ασφένταμος, καρυδιά και μουρνιά. κ.α. Η σκάφη, το κοίλο σκαφτό σώμα της λύρας λέγεται και καύκα ή καυκί. Το καπάκι (εμπρόσθιο μέρος) είναι αυτό που επιρεάζει άμεσα τον ήχο του οργάνου και ιδανικό υλικό για την κατασκευή του θεωρείται το κατράνι (υλικό ηλικίας άνω των 300 ετών που προέρχεται από δοκάρια παλαιών κτισμάτων). Παλιά οι χορδές ήταν εντέρινες και το δοξάρι είχε τρίχες από ουρά αλόγου που συνήθως έφερε μια σειρά από σφαιρικά κουδουνάκια, τα λεγόμενα γερακοκούδουνα, μία ακόμα απόδειξη της βυζαντινής καταγωγής του οργάνου. Σήμερα χρησιμοποιείται συνήθως δοξάρι βιολιού.

ΤΟ ΒΙΟΛΙ

Όργανο με παγκόσμια απήχηση όπου εμφανίστηκε με τη σημερινή του μορφή στα τέλη του 16ου αιώνα. Το συναντάμε κυρίως στα αστικά κέντρα της Κρήτης όπου κατέφθασε τον 17ο αιώνα[1]. Το βιολί ήταν αρκετά διαδεδομένο στα δυτικά του νομού Χανίων αλλά και στο ανατολικό άκρο της Κρήτης (Σητεία, Ιεράπετρα) όπου παίζει ακόμα σημαντικό ρόλο. Τετράχορδο όργανο με νότες Μι-Λα-Ρε-Σολ, έχει σίγουρα μεγάλες δυνατότητες. Στρατής Καλογερίδης, Δερμιτζογιάννης, Αβυσσινός, Μπαρινταντωνάκης, Περάκης, Κοτσάκης, μερικοί από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες που ήκμασαν ή συνεχίζουν ακόμα αυτή την παράδοση στην ανατολική Κρήτη. Στεφ.Τριανταφυλλάκης (Κιόρος), Ματζουράνας, Κων/νος Μπουλταδάκης (Καναρίνης), Γ.Μαριάνος, Χάρχαλης, Φελεσογιάννης,  Ν.Σαριδάκης (Μαύρος), Κ.Παπαδάκης (Νάυτης), Μιχ.Κουνέλης, Φ.Κατράκης, μερικοί βιολιστές που έδρασαν ή συνεχίζουν ακόμα το έργο τους στην δυτική Κρήτη. Αντιλαμβανόμαστε δηλαδή ότι το βιολί έπεσε σε χέρια πολλών και μεγάλων μουσικών που σφράγισαν με την παρουσία τους την Κρητική μουσική παράδοση. Αρκετοί νέοι αξιόλογοι μουσικοί με αρκετή επιτυχία συνεχίζουν σήμερα την παράδοση του βιολιού και στα δύο άκρα του νησιού.

Η ΒΙΟΛΟΛΥΡΑ

Βιολόμορφη (οκτώσχημη) λύρα, που δημιουργήθηκε την περίοδο του μεσοπολέμου, έντονα επηρεασμένη μορφολογικά και ακουστικά από το βιολί, μια και το βιολί, εξαιτίας των μεγάλων δεξιοτεχνικών δυνατοτήτων του αποτελεί πρότυπο για πολλούς οργάνου προς μίμηση. Χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στον νομό Ηρακλείου όπου ακόμα και σήμερα συναντάται σε ορισμένες περιοχές.

ΤΟ ΛΑΟΥΤΟ

Το λαούτο κατάγεται από το ούτι, απ’ όπου παίρνει και τ’ όνομα του (αραβικά αλ ούντ = το ξύλο). Το λαούτο που βρίσκεται στον ελλαδικό χώρο έχει τέσσερις διπλές σειρές χορδών, που κουρδίζονται στους φθόγγους λα-ρε-σολ-ντο. Το κρητικό λαούτο επειδή συνήθως συνοδεύει τη λύρα και όχι το βιολί, κουρδίζεται μια καθαρή τετάρτη πιο χαμηλά, δηλ. μι-λα-ρε-σολ. Εξαιτίας του χαμηλότερου κουρδίσματος έχει μεγαλώσει και όλο το όργανο. Το λαούτο της Μικράς Ασίας φαίνεται ότι υπήρχε πριν από το λαούτο του ελλαδικού χώρου, το οποίο εμφανίζεται στα τέλη του περασμένου αιώνα (το λαούτο που αναφέρεται στον “Ερωτόκριτο” ήταν μάλλον το ευρωπαϊκό αναγεννησιακό λαούτο, που ελάχιστες ομοιότητες είχε με το σημερινό ελληνικό λαούτο). Στην Κρήτη ειδικότερα αρχίζει να εμφανίζεται κατά το 18ο αιώνα σε σχήματα με λύρα και βιολί, κυρίως ως συνοδευτικό όργανο. Μεγάλοι εκπρόσωποι του οι Γιάννης Μπερνιδάκης (Μπαξεβάνης), Στ. Κουτσουρέλης, Γιάννης και Βαγ. Μαρκογιαννάκης, Γ. Ξυλούρης, κ.α.).

ΤΟ ΜΑΝΤΟΛΙΝΟ

Όργανο ευρωπαϊκής καταγωγής, συναντάται σε όλα τα παράλια της Μεσογείου. Παίζεται σχεδόν σε όλη την Κρήτη και είναι ευρύτερα γνωστό στους κατοίκους της. Η εμφάνιση του χρονολογείται από την εποχή της Ενετοκρατίας στο νησί. Είχε μεγάλη απήχηση στους κατοίκους, χρησιμοποιούνταν με διάφορες παραλλαγές (π.χ. μαντόλα), ως όργανο συνοδείας της λύρας, του βιολιού αλλά και του λαούτου. Σε συζητήσεις του ο Στέλιος Φουσταλιεράκης έχει αναφέρει ότι το μαντολίνο και το μπουλγαρί ήταν οι συνοδοί της λύρας στις αρχές του 20ου αιώνα στην πόλη του Ρέθυμνου. Υπάρχουν επίσης αναφορές ότι το μαντολίνο ήταν το κατ εξοχήν “γυναικείο” μουσικό όργανο καθώς ήταν το μοναδικό που έπαιζαν οι γυναίκες του νησιού.

Σήμερα παίζεται κυρίως ως σολίστικο όργανο, μέσα σε μουσικά σχήματα στη δισκογραφία, αλλά και σε προσωπικές και οικογενειακές εκδηλώσεις των κατοίκων της Κρήτης.

Θιαμπόλι

ΤΟ ΧΑΜΠΙΟΛΙ- ΘΙΑΜΠΟΛΙ- ΜΑΝΤΟΥΡΑ

Το χαμπιόλι είναι ένα είδος μικρής φλογέρας από λεπτό καλάμι, με άνοιγμα οπής 8 χιλιοστά. Το μήκος του είναι 20 με 25 εκατοστά. Η τονικότητα του ήχου είναι ανάλογη με το μήκος και το άνοιγμα του καλαμιού – αν αυτό είναι μακρύ ο τόνος βαρύς, αν είναι κοντό ο τόνος οξύς. Είναι όργανο βοσκών που παίζεται χωρίς συνοδεία, εκτός από το τραγούδι του ίδιου, ή και κάποιων άλλων, αν είναι μαζί. Το επιστόμιο του χαμπιολιού είναι καλυμμένο με τη ψίχα του καλαμιού, γιατί είναι κομμένο ακριβώς επάνω στο κόμπο. Στο πλάι του επιστομίου, πάνω στο καλάμι είναι κομμένη μια μικρή γλωττίδα με πλάτος 5 χιλιοστά περίπου και μήκος 3 εκατοστά, αγγίζοντας την κορυφή του επιστομίου, κάτω από τη γλωττίδα στην κορυφή του επιστομίου περνάει μια ψιλή κλωστή για να περνάει ο αέρας μέσα και να παράγεται με το φύσιμα του οργανοπαίκτη ο ήχος. Κατα μήκος έχει 5 συμμετρικές τρύπες με άνοιγμα 5 χιλιοστών. Το επιστόμιο με τη γλωττίδα εισέρχονται στο στόμα του παίκτη. Οταν ο βοσκός φυσώντας παίζει μια κοντυλιά, δηλαδή κάποιο σκοπό, παράγει ήχο. Με το αριστερό χέρι καλύπτει τις πρώτες δύο τρύπες και τις υπόλοιπες τρεις με το δεξιό. Οι τρύπες επάνω στο χαμπιόλι καλύπτουν μόνο ένα πεντάχορδο, όσες και οι νότες της κοντυλιάς, σπάνια να τις υπερβαίνουν. Το χαμπιόλι είναι ένα λεπτό καλάμι, και το μέγεθός του είναι τόσο όσο η απόσταση μεταξύ δύο κόμπων, δηλαδή δύο κοντύλων, όπως λέγονται από τους Κρητικούς. Η μαντινάδα, όπως ξέρουμε αποτελείται από ένα 15σύλλαβο στίχο και η μελωδία της κινείται πάνω στις πέντε τρύπες του κόντυλα. Αυτός είναι ο λόγος που η μελωδία λέγεται κοντυλιά ή κοντυλιές.

Σφυροχάμπιολο

ΤΟ ΣΦΥΡΟΧΑΜΠΙΟΛΟ

Το σφυροχάμπιολο είναι κανονική φλογέρα. Το εσωτερικό άνοιγμα και το μάκρος του καλαμιού δίνουν ανάλογα με το ύψος ή τη βαρύτητα του τόνου. Το επιστόμιο είναι όμοιο με την κοινή σφυρίχτρα, γι αυτό το σφυροχάμπιολο μοιάζει με τη γερμανική φλογέρα. Εχει 7 συμμετρικές τρύπες. Η μία είναι στο πίσω μέρος του καλαμιού, και οι υπόλοιπες έξι στην ορθή όψη, κατά μήκος. Είναι όργανο με μια πλήρη οκτάβα και παίζει, εκτός από κοντυλιές και σκοπούς πηδηχτούς, συρτούς και άλλες κατηγορίες χορευτικών μελωδιών με μεγαλύτερη σε έκταση μουσική κλίμακα. Ο παίκτης με το αριστερό χέρι καλύπτει 4 τρύπες: τη μια που είναι στο πίσω μέρος του καλαμιού με τον αντίχειρα, και τις δύο πρώτες στην ορθή όψη με τον δείκτη και τον παράμεσο. Οι υπόλοιπες τρεις καλύπτονται με τα δάκτυλα του δεξιού χεριού: δείκτη, μέσω και παράμεσο.

Ασκομαντούρα

Η ΑΣΚΟΜΑΝΤΟΥΡΑ

ο πρώτο συνθετικό είναι ο ασκός, από δέρμα αρνιού ή κατσικιού, ή και από πιο μεγάλο ζώο, ανάλογα με το μέγεθος που θέλει ο κατασκευαστής. Αφού κόψει ένα μέρος από τις τρίχες του δέρματος, και όταν αυτό μετά από ειδική επεξεργασία λιαστή στον ήλιο και ξεραθεί, δένεται σφιχτά ο λαιμός και το πίσω μέρος του δέρματος. Στη συνέχεια γυρίζει το δέρμα ανάποδα, με το τριχωτό στο εσωτερικό του ασκού. Στο ένα μπροστινό πόδι προσαρμόζεται ένα μικρό καλαμάκι, περίπου 7 εκατοστά, η φυσικτίρα, το επιστόμιο όπου φυσάει ο παίκτης γεμίζοντας τον ασκό με αέρα. Στο άλλο πόδι προσαρμόζεται η μαντούρα. Η μαντούρα είναι μια ξύλινη βάση που καταλήγει σε ένα ξύλινο μονοκόμματο χωνί απ’ όπου εξέρχεται ο ήχος. Μέσα σ’ αυτή τη βάση τοποθετούνται δύο παράπλευρα καλάμια, ισομεγέθη χαμπιόλια με 5 συμμετρικές τρύπες το καθένα, χωρίς τη γνωστή γλωττίδα. Και οι 5 τρύπες πρέπει να είναι παράλληλες, στην ίδια ευθεία και με την ίδια τονικότητα. Πράγμα δύσκολο για τους λαϊκούς κατασκευαστές, γι αυτό δεν έχουμε ταυτοφωνία. Τονικά η ασκομαντούρα είναι φάλτσα. Στη κορυφή, στο κάθε χαμπιόλι εισέρχεται ένα μικρότερο σε πάχος και μήκος καλαμάκι, περίπου 5 εκατοστά. Αυτά τα δύο καλαμάκια λέγονται χαμπιολάκια. Το καθένα από αυτά έχει μια μικρή γλωττίδα, όπως και το χαμπιόλι. Τα δυο χαμπιολάκια μαζί με τη γλωττίδα εισέρχονται στον ασκό και δένονται σφιχτά.Τρόπος παιξίματος

Ο παίκτης φυσά τον ασκό, κι αφού φουσκώσει, ό αέρας πιέζει τα χαμπιολάκια μέσω των γλωττίδων και παράγεται ο ήχος, ο οποίος διοχετεύεται στα δύο ίσα παράπλευρα χαμπιόλια με τις πέντε τρύπες. Ο παίκτης, με το άνοιγμα και το κλείσιμο των παράλληλων οπών με τα δάκτυλα του παράγει τη μελωδία, της οποίας ο ήχος εξέρχεται από το χωνί της μαντούρας. Βλέπε τις σχετικές φωτογραφίες. Τα χαμπιολάκια δεν φαίνονται γιατί είναι μέσα στον ασκό, αυτό που βλέπουμε καθαρά είναι τα δύο χαμπιόλια με τις πέντε τρύπες, που είναι τοποθετημένα στον αύλακα της μαντούρας.




Το ΚΡΗΤΙΚΟ ΜΑΧΑΙΡΙ

Κρητικά μαχαίρια

Το Κρητικό μαχαίρι με τη μορφή την οποία διατήρησε μέχρι την εποχή μας, γεννήθηκε κατά τα τέλη του 18ου αιώνα κι έχει σχήμα που θυμίζει “σαΐτα”. Το χαρακτηριστικό του σχήμα υιοθετήθηκε μ’ ενθουσιασμό από τους Κρητικούς και αντιστάθηκε στο πέρασμα του χρόνου.

Φωτιά, αμόνι, ατσάλι, σφυρί, πένσες με μακρύς βραχίονες και η δεξιοτεχνία του μαχαιροποιού είναι τα απαραίτητα στοιχεία για την κατασκευή του Κρητικού μαχαιριού. Η ατσάλινη λεπίδα του είναι γεροδεμένη κι έχει μία μόνο κόψη, ενώ η αντίθετη προς την κόψη πλευρά, η “ράχη” του μαχαιριού, είναι επίπεδη, ισχυροποιημένη προς τη βάση της και λεπταίνει σταδιακά όσο πλησιάζει προς την άκρη για να καταλήξει σε μία οξύτατη αιχμή.

Το σχήμα της λεπίδας είναι ευθύ, η πλευρά της κόψης λίγο πριν το τέλος της λεπίδας γίνεται έντονα κυρτή και καταλήγει στην αιχμή, η οποία έχει μια ελαφριά κλίση προς τα επάνω. Το μήκος της λεπίδας ποικίλει. Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα οι Κρητικοί μαχαιροποιοί κατασκεύαζαν υπερμεγέθη μαχαίρια, το μήκος των οποίων έφτανε μέχρι και τα 0,80 εκ. του μέτρου. Οι τεράστιες αυτές μαχαίρες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως σπάθες.

Η κατασκευαστική ιδιομορφία της αιχμής του Κρητικού μαχαιριού, έχει ως αποτέλεσμα να του προσδίνει μεγάλη διατρητική ικανότητα.

Η λαβή του Κρητικού μαχαιριού ονομάζεται “μανίκα”. Το σχήμα της είναι ποικιλόμορφο. Τρεις όμως είναι οι επικρατέστεροι τύποι. Στον έναν το τελείωμα της λαβής θυμίζει ράμφος πουλιού, στον άλλον η λαβή έχει το τελείωμα που είχαν τα ναυτικά γιαταγάνια το 18ο και 19ο αιώνα και στον τρίτο, τον κλασικό Κρητικό τύπο, το τελείωμα της λαβής σχηματίζει ” V “.  Αυτό το σχήμα ” V ” της λαβής είναι το πλέον διαδεδομένο κι εμφανίζεται μόνο στα Κρητικά μαχαίρια, χαρίζοντας τους τυπολογικά μια σχηματική μοναδικότητα, αφού σε κανέναν άλλον τόπο πάνω στον πλανήτη δεν κατασκευάζουν μαχαίρια με τέτοια λαβή.

Η ιδιόμορφη αυτή λαβή είναι κατασκευασμένη πάντοτε από ζωική ύλη, κέρατο ή κόκαλο, ενώ στα πολυτελέστερα από τα Κρητικά μαχαίρια είναι κατασκευασμένη από ελεφαντόδοντο. Όσες λαβές δεν είναι φιλοτεχνημένες από το πολύτιμο αυτό υλικό, είναι κατασκευασμένες από λευκό κόκαλο, προερχόμενο κυρίως από βοδινά πόδια, το οποίο οι μαχαιροποιοί και σήμερα ακόμη, βράζουν με νερό, στάχτη και ασβέστη για πέντε περίπου ώρες, ακριβώς όπως έκαναν και πριν δύο αιώνες, για ν’ αποκτήσει μία λαμπερή λευκότητα κι ύστερα το λειαίνουν πριν το χρησιμοποιήσουν.

Σπανιότερα όμως τα μαχαίρια είχαν σκουρόχρωμες λαβές, κατασκευασμένες από κέρατο. Τα πολυάριθμα κοπάδια αιγοπροβάτων της Κρήτης και τα γεροδεμένα κέρατα των βουβαλιών της, προσφέρουν ακόμη και σήμερα άφθονη την πρώτη ύλη για τις κεράτινες λαβές των μαχαιριών, ενώ σπανιότερα συναντώνται λαβές ακόμη και από τα κέρατα των αγριοκάτσικων του νησιού

Τα πλέον γερά και ανθεκτικά για λαβές κέρατα, είναι εκείνα του κριαριού και του τράγου. Από τα κριαρίσια προτιμούν τα “χρυσαφένια με νερά”, ενώ τα βουβαλίσια κέρατα είναι περισσότερο στιλπνά και λαμπερά, αλλά υπόκεινται σε φθορά ταχύτερα απ’ ότι τα τραγίσια κέρατα.

Τα μαχαίρια με τις σκουρόχρωμες κεράτινες λαβές ονομάζονται “μαυρομάνικα”. Κάθε ένα κόκαλο ή κέρατο αρκεί για   μία μόνο λαβή.

Μεγάλη αισθητκή αξία παρουσιάζουν τα αργυρά “φουκάρια”, οι θήκες των “ασημωτών” μαχαιριών. Τα αντικείμενα αυτά συγκεντρώνουν επάνω τους τη ξεχωριστή αρτιότητα της τέχνης των Κρητικών αργυροχόων, καθώς και την ιδιόμορφη καλλιτεχνική τους έκφραση, η οποία εκδηλώνεται έντονα και εκφραστικά πάνω στις κυλινδρικές επιφάνειες των αργυρών θηκών των μαχαιριών.

Κρήτη γεννήτρα τσ΄ αρχοντιάς, τση λευτεριάς δασκάλα,

χωρίς εσένα δε χτυπά της λςυτεριάς καμπάνα.

Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ

Η Παραδοσιακή φορεσιά της Κρήτης

Ο Κρητικός με την παραδοσιακή φορεσιά

Παραδοσιακή φορεσιά 2
Παραδοσιακή φορεσιά 2




Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ

Οι Κρητικοί μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Βενετούς, και για δυο περίπου αιώνες, συνεχίζουν να φορούν το βυζαντινό ένδυμα, όπως αυτό μας παρουσιάζεται από εκθέσεις Βενετών Προβλεπτών, κρητικά κείμενα και, κυρίως, από τοιχογραφημένες βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες.

Το βυζαντινό «στιχάριο» (μακρύ ριχτό ρούχο μέχρι τους αστράγαλους σχεδόν) κυριαρχεί, ενώ οι νεότεροι στην ηλικία φορούν ρούχο πάνω από το γόνατο με ζώνη στη μέση και τη χαρακτηριστική κάλτσα από κάτω. Τα ρούχα της περιόδου αυτής χαρακτηρίζονται από έντονα και ποικίλα χρώματα.

Με την πάροδο του χρόνου οι Κρήτες, ακολουθώντας το νέο ρεύμα ή και κατόπιν διαταγών, ντύνονται σύμφωνα με τη βενετσιάνικη μόδα ανάλογα με την τάξη που ανήκουν και το επάγγελμα που εξασκούν.

Αυτά, βέβαια, όσον αφορά στους εύπορους και τους αξιωματούχους, γιατί οι αγρότες και γενικά οι κάτοικοι της υπαίθρου που έπασχαν οικονομικά από την αφαίμαξη των Βενετών είχαν καταντήσει κουρελήδες και ο καθένας ντυνόταν με ό,τι έβρισκε ίσα για να καλύψει τη γύμνια του.

Αυτή ήταν η κρητική ενδυμασία μέχρι το μισό περίπου του 16ου αιώνα.

Τότε κάνει την εμφάνισή της η βράκα , που έμελλε να διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας σχεδόν και με κάποιες διαφοροποιήσεις, να αποτελέσει το επίσημο ένδυμα του Κρητικού για τους επόμενους αιώνες.

Από πού όμως ήρθε η βράκα;

Τον 16ο αιώνα, οι Μπαρμπαρέζοι πειρατές που λυμαίνονταν τη Μεσόγειο φορούσαν ένα είδος βράκας που συνοδευόταν από γιλέκο, φέσι με ή χωρίς σαρίκι, φαρδιά ζώνη και χαμηλές μπότες.

Οι Κρήτες ναυτικοί, σαν ιδιώτες ή σαν αγκαρευόμενοι στα βενετσιάνικα πλοία αναγκάζονταν πολλές φορές να φορούν ρούχα όμοια με των πειρατών ώστε αυτοί να τους μπερδεύουν και ωσότου να γίνει αντιληπτό το τέχνασμα οι ναυτικοί να έχουν απομακρυνθεί από τους πειρατές.

Είναι λογικό σε εποχές μεγάλης οικονομικής δυστυχίας για τους φτωχούς χωρικούς της Κρήτης, αυτοί να συνεχίζουν να φοράνε το ναυτικό αυτό ένδυμα και μετά την αποστράτευσή τους από τα καράβια, μην έχοντας άλλα ρούχα και με τη σιωπηρή ανοχή των Βενετών. Έτσι καθιερώθηκε η βράκα σαν επίσημο ένδυμα των Κρητικών.

Το ένδυμα αυτό συνεχίστηκε να φοριέται από όλους τους Κρήτες μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.

Τότε, με το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες (για να πάει κανείς εκεί έπρεπε να αποβάλλει τη βράκα) και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Κρητικοί άρχισαν σιγά σιγά να αντικαθιστούν τη βράκα με την κυλότα , της οποίας η επίδραση προέρχεται από τους ιππείς των ευρωπαϊκών στρατευμάτων.

Μπαίνει μέσα στα στιβάνια (ψηλή μπότα) και συνδυάζεται με πουκάμισο, γελέκο και μεϊτάνι , πλατιά υφαντή ζώνη και μαύρο μαντήλι στο κεφάλι.

Αυτόν τον τύπο φορεσιάς έβαλε και ο Ελ. Βενιζέλος κατά το κίνημα του Θερίσου το 1905.

Απλοποίηση του τύπου αυτού αποτελεί ο συνδυασμός κυλότα, πουκάμισο, μαύρο μαντήλι και στιβάνια, ενδυμασία που φορέθηκε πολύ την περίοδο της εθνικής αντίστασης και που σώζεται ακόμα σε μερικά, ορεινά κυρίως, χωριά της Κρήτης .

Ακόμα, την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, το Σώμα της Χωροφυλακής καθώς και οι Καβάσηδες, η προσωπική δηλαδή φρουρά του πρίγκιπα Γεωργίου, ήταν ντυμένοι με την παραδοσιακή φορεσιά.

Σήμερα, η κρητική παραδοσιακή φορεσιά λόγω κόστους, αλλά κυρίως λόγω μόδας τείνει να γίνει μουσειακό είδος. Οι μόνοι που τη φορούν ακόμη είναι οι χορευτές των παραδοσιακών συγκροτημάτων στους χορούς και στις παρελάσεις.

Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι μετά το 1913 που έγινε η επίσημη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα η παραδοσιακή κρητική φορεσιά της κρητικής Χωροφυλακής καθιερώθηκε ως η δεύτερη επίσημη ενδυμασία της ανακτορικής φρουράς. Έτσι, μέχρι σήμερα η μισή προεδρική φρουρά φοράει τη φουστανέλα και η άλλη μισή τη βράκα, το εσωτερικό δε του προεδρικού μεγάρου φρουρούν βρακοφόροι.

Η Φορεσιά που βλέπουμε σήμερα

Η ανδρική φορεσιά αποτελείται από διάφορα τμήματα, τα οποία φορεμένα μας δίνουν την εικόνα του κρητικού που όλοι γνωρίζουμε. Αυτά ράβονται από ειδικούς τεχνίτες τους επονομαζόμενους «τερζήδες» .

Πρώτα ο Κρητικός φοράει το πουκάμισο . Το λευκό φοριόταν στους γάμους στις χαρές και στα πανηγύρια, ενώ το μαύρο ήταν δείγμα πένθους. Οι Κρήτες, μετά το θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1936 φόρεσαν μόνιμα μαύρο πουκάμισο σε ένδειξη διαχρονικού πένθους και το βγάζουν μόνο στις χαρές.

Στη συνέχεια, πάνω από το πουκάμισο φοριέται το γελέκι . Είναι αχειρίδωτο (χωρίς μανίκια) και φτιάχνεται από τσόχα καλής ποιότητας χρώματος βαθύ μπλε. Διακρίνεται σε ίσιο ή ανοιχτό που αφήνει να φαίνεται το πουκάμισο και σε σταυρωτό που σταυρώνει με τα δυο πέτα του στο στήθος και κλείνει τελείως εμπρός και κουμπώνει στα πλάγια, με θελιές και κουμπάκια. Στα πέτα του γίνεται διακόσμηση με πολλαπλές σειρές από μεταξωτά σειρήτια χρώματος μαύρου ή βαθύ μπλε που ονομάζονται χάρτζα.

Κατόπιν ο κρητικός φοράει τη βράκα , που έχει τις ρίζες της στους πειρατές της Μπαρμπαριάς. Φτιάχνεται κι αυτή από τσόχινο ύφασμα χρώματος βαθύ κυανού και κεντιέται με μαύρο γαϊτάνι στις ραφές και στις ποδαρές.

Τη βράκα συμπληρώνουν οι κάλτσες , που παλιότερα αποτελούσαν ξεχωριστό τμήμα της φορεσιάς, ενώ αργότερα άρχισαν να ράβονται πάνω στη βράκα, στα δύο μπατζάκια της.

Στη συνέχεια φοριούνται τα υποδήματα ή στιβάνια , χρώματος άσπρου ή μαύρου ανάλογα με την περίσταση και μετά αρχίζει να τυλίγει τη ζώνη του μοιρασμένη πάνω από τη βράκα και το γελέκι. Η ζώνη, που είναι υφαντή από λεπτό μαλλί ή καθαρό μετάξι, έχει χρώμα μπλε ή κόκκινο, το μήκος της είναι περίπου 8 μ. και το πλάτος της 50εκ. Ταυτόχρονα περνάει σε αυτή και το μαχαίρι με μαύρη λαβή (μαυρομάνικο) ή ανοιχτόχρωμη, που η μορφή της σε σχήμα V είναι μοναδική σε όλο τον κόσμο. Η θήκη του, από ακριβό, συνήθως μέταλλο (ασήμι), είναι διακοσμημένη με πλούσια ανάγλυφα σχέδια.

Στη συνέχεια κρεμιέται από το λαιμό η καδένα , το μοναδικό κόσμημα της φορεσιάς, που στο τελειώμά της συνδέεται το ρολόι το οποίο μπαίνει στο τσεπάκι του γελέκου.

Στο κεφάλι βάζει ο Κρητικός το τσακιστό φέσι που αργότερα αντικαταστάθηκε από μαύρο μαντήλι με πυκνά κρόσσια που μοιάζουν με δάκρυα και συμβολίζουν τη θλίψη των Κρητικών για τους συμπατριώτες τους που ολοκαυτώθηκαν στο Αρκάδι.

Η ένδυση ολοκληρώνεται με το μεϊτάνι που μπαίνει πάνω από το γελέκι. Είναι ρούχο με μανίκια, μεσάτο και τελείως ανοιχτό μπροστά. Είναι φτιαγμένο από ύφασμα ίδια ποιότητας και χρώματος με το γελέκι και τη βράκα και κοσμείται με χάρτζα μαύρου χρώματος σε διάφορα σημεία του.

Τις κρύες μέρες ο Κρητικός φοράει αναρριχτό (όχι από τα μανίκια) το καπότο . Αυτό είναι μια κοντή κάπα με κουκούλα φτιαγμένη από το ίδιο τσόχινο ύφασμα όπως και τα υπόλοιπα ρούχα. Έχει και αυτό πλούσια κεντήματα στους ώμους, τους αγκώνες στην πλάτη και στα δυο πέτα, ενώ εσωτερικά είναι επενδυμένο με κόκκινη τσόχα που και σε αυτή την πλευρά υπάρχουν εντυπωσιακά κεντήματα.

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ

Προφήτης Ηλίας, Ηράκλειο


Η γυναίκα της Κρήτης συνεχίζει να φορά το βυζαντινό ένδυμα και μετά την κατάληψη του νησιού από τους Βενετούς και μέχρι περίπου την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.
Αυτό αποτελείται από δύο ιμάτια με μανδύα και τυμπάνιον στο κεφάλι.

Οι απλές γυναίκες της υπαίθρου φορούσαν τα ίδια ρούχα, κατώτερης όμως ποιότητας και στη μέση μια ποδιά, το προσέργιον.

Σύνηθες ήταν ακόμα και το σακοφίστανο (ζακέτα και φούστα), που μαζί με την ποδιά, φοριέται ακόμα και σήμερα από τις υπερήλικες γυναίκες στα χωριά μας.

Από το τέλος του 15ου αιώνα το ρεύμα σπρώχνει προς την ιταλική μόδα και η εύπορη χωρική της Κρήτης ακολουθεί τη μόδα της Κρητικής αστής που ντύνεται σύμφωνα με τη μόδα της Βενετίας.

Η είσοδος της ανδρικής βράκας στην Κρήτη, επηρέασε και τη γυναικεία φορεσιά. Οι νέες κοπέλες δανείστηκαν από τους άνδρες το «μεϊτάνι» και το ονόμασαν ζιπόνι το οποίο κέντησαν με χρυσές κλωστές και ονομάστηκε και χρυσοζίπονο.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί η καταπληκτική ομοιότητα του ζιπονιού, που αφήνει το στήθος ανοικτό, με το περικόρμιο των γυναικών της Κνωσού.

Το ζιπόνι στην αρχή ήταν κοντό και φορέθηκε πάνω από το φόρεμα. Αργότερα, το 17ο αιώνα, το φόρεμα χωρίστηκε σε επανωκόρμι και φούστα .

Το επανωκόρμι σιγά σιγά αποσύρεται και αντικαθίσταται από κεντημένο πουκάμισο .

Αργότερα η φορεσιά συμπληρώνεται με τη διακοσμητική μπροσποδιά, κατάλοιπο της βυζαντινής εποχής.

Η Φορεσιά που βλέπουμε σήμερα

Σήμερα, σώζονται τρεις χαρακτηριστικές γυναικείες κρητικές φορεσιές, που η καθεμιά πρωτοφορέθηκε σε διαφορετικό σημείο του νησιού, αλλά με την πάροδο του χρόνου εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Κρήτη.
Η σφακιανή φορεσιά, η ανωγειανή ή «σάρτζα» και η φορεσιά της Κριτσάς ή «κούδα».

Η σφακιανή είναι η γιορτινή ή νυφική φορεσιά της περιοχής των Σφακίων και φορέθηκε σε ολόκληρη τη δυτική Κρήτη.

Είναι η φορεσιά με τα παλιότερα στοιχεία από όλους τους τύπους ενδυμασιών που παραλάβαμε στις αρχές του 20ου αιώνα.

Αποτελείται από πολύπτυχη φούστα σε χρώμα βυσινί ή καφέ συνήθως.
Στο κάτω μέρος έχει φάσα από δυο φαρδιά χρυσαφένια σιρίτια .

Το πουκάμισο της φορεσιάς είναι λευκό υφαντό, μεταξωτό ή βαμβακερό και στις άκρες των μανικιών μπορεί να έχει πλούσια κεντήματα ή προσραπτόμενη δαντέλα.

Πάνω από το πουκάμισο μπαίνει το μεσάτο ζιπόνι , του οποίου τα μανίκια μπορεί να είναι αποσπώμενα. Το ζιπόνι είναι χρώματος μαύρου, καφέ ή βυσσινί, φτιαγμένο από τσόχα ή βελούδινο ύφασμα καλής ποιότητας. Είναι χρυσοκέντητο και μπροστά έχει άνοιγμα σε σχήμα V και κλείνει στο κάτω μέρος του σε ένα σημείο.

Το μαντήλι μπορεί να έχει χρώμα κόκκινο ή βυσσινί και να δένεται στο κεφάλι ή άσπρο ριχτό.
Στη στολή μπορεί να προστεθεί και υφαντή λευκή ποδιά , διακοσμημένη με πλούσια κεντήματα.

Η σάρτζα ή ανωγειανή φορεσιά πήρε το όνομά της από ένα βασικό κομμάτι της στολής που έχει σχήμα ποδιάς και λέγεται σάρτζα . Φορέθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη αλλά ιδιαίτερα στα Ανώγεια από όπου και πήρε το όνομά της.

Η στολή αποτελείται από μια φαρδιά παντελόνα φουφουλωτή στα κάτω άκρα.

Από πάνω μπαίνει μια μακριά πουκαμίσα χρώματος κρεμ , που έχει το ρόλο του φορέματος αφού είναι τόσο μακριά όσο να φαίνεται το κάτω μέρος από τις μπατζάκες του παντελονιού.

Η ποδιά της φορεσιάς είναι η κλασική κρητική ποδιά με τα πλούσια κεντήματα. Η σάρτζα , που έχει κόκκινο χρώμα , είναι μια ποδιά που δένεται πίσω και οι δυο της άκρες πιασμένες μπαίνουν στην αριστερή πλευρά της ζώνης, η οποία είναι και αυτή κόκκινη υφαντή.

Το ζιπόνι φτιάχνεται από τσόχα σε διάφορα χρώματα, με επικρατέστερο το μαύρο, κι είναι πλούσια χρυσοκεντημένο. Αφήνει μπροστά ένα μεγάλο ημικυκλικό άνοιγμα με συνέπεια να μην καλύπτει το στήθος.

Το κεφαλομάντηλο είναι κόκκινο ή βυσσινί με χρυσό ή κίτρινο κρόσσι .

Η Κούδα ή φορεσιά της Κριτσάς πήρε το όνομά της από ένα εξάρτημα σε σχήμα φούστας, χρώματος κόκκινου που ονομάζεται κούδα (στα ιταλικά σημαίνει ουρά ). Από τον τρόπο που φοριέται και πιάνεται στο πίσω μέρος σχηματίζει μια ιδιότυπη διακόσμηση σε σχήμα ουράς.

Η φορεσιά αυτή έχει πολλές ομοιότητες με την Ανωγειανή φορεσιά, αφού και αυτή περιλαμβάνει παντελόνα , και μακριά πουκαμίσα . Η διαφορά είναι ότι η παντελόνα έχει φαρδύ κέντημα στα μπατζάκια ίδιο με αυτό της ποδιάς.

Το ζιπόνι της φορεσιάς έχει ίδιο χρώμα με την κούδα, και είναι πιο μακρύ καλύπτοντας τους γοφούς.

Ιδιαίτερο είναι το κεφαλομάντηλο της φορεσιάς. Είναι λευκό , πολύ μακρύ και έχει ιδιαίτερο δέσιμο .

Ξεχωριστή θέση στη γυναικεία ενδυματολογία κατέχουν τα κοσμήματα της κεφαλής , που η παρουσία τους, εκτός από διακοσμητική, ήταν και φυλακτική.

Τα κοσμήματα του στήθους, του λαιμού, της μέσης μαρτυρούν την οικονομική και κοινωνική θέση της Κρητικιάς.

Ξεχωριστή θέση σε αυτά καταλαμβάνει το σύμβολο-κόσμημα, ο σταυρός .

Η γυναίκα της Κρήτης φοράει βραχιόλια, δαχτυλίδια και νομίσματα , ραμμένα πάνω στη μαντήλι, στο στήθος και στη μέση.

Την γυναικεία φορεσιά συμπληρώνει το αργυρομπουνιαλάκι , το γυναικείο μαχαίρι, που είναι ίδιο με το ανδρικό αλλά μικρότερων διαστάσεων και περνιέται στη ζώνη της Κρητικοπούλας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΒΛΑΣΤΟΣ Π. –Σημειώσεις_ (1992). Η κρητική ενδυμασία το 19ο αιώνα. Επιμέλεια: Λ. Καούνη. Ημερολόγιο. Έκδ. Λυκείου Ελληνίδων Ρεθύμνης. Ρέθυμνο.

ΠΡΟΒΑΤΑΚΗΣ Θ. (1990). Κρήτη. Λαϊκή τέχνη και ζωή. Αθήνα.

ΤΣΟΥΧΛΑΡΑΚΗΣ Ι.-Θ. (1997). Η ιστορία και η λαογραφία της κρητικής φορεσιάς. Κλασικές εκδόσεις.

ΦΡΑΓΚΑΚΙ ΕΥ. (1960). Η λαϊκή τέχνη της Κρήτης, αντρική φορεσιά. Αθήνα.

ΦΡΑΓΚΑΚΙ ΕΥ. (1960). Η λαϊκή τέχνη της Κρήτης, γυναικεία φορεσιά. Αθήνα.

GEROLA G. (1993). Βενετικά μνημεία της Κρήτης-Εκκλησίες. Μετάφραση: Σπανάκης Στ. Εκδ. Σύνδεσμος Τ.Ε.Δ.Κ. Κρήτης. Ηράκλειο

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση