200 χρόνια από το 1821…
Λογοτεχνικά έργα για την επαναστατική δράση των Ελλήνων κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας
Ελένη Α. Ηλία
Εισαγωγή
Τα ιστορικά λογοτεχνικά έργα, σε όποιες ηλικίες αναγνωστών κι αν απευθύνονται, θα πρέπει να διαπνέονται από σεβασμό στην ιστορική αλήθεια (Γιάκος, 1993). Ο συγγραφέας του ιστορικού μυθιστορήματος επιδιώκει να αποδώσει με λογοτεχνικό τρόπο συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, χαρακτηριστικά των προσώπων που συνδέονται με αυτά, καθώς και την ατμόσφαιρα της αντίστοιχης περιόδου, ευρισκόμενος ο ίδιος σε χρονική απόσταση (Σαχίνης, 1957). Η επιτυχία του έργου του έγκειται στην πρόσμειξη του πραγματικού με το φανταστικό, προϋποθέτει αφενός την ιστορική γνώση και αφετέρου την αφηγηματική δεξιοτεχνία. Όταν η γοητεία του παραμυθιού διακατέχει το ιστορικό μυθιστόρημα, εκμηδενίζεται κάθε εσωτερική αντίσταση του αναγνώστη, καθώς αυτός μεταφέρεται στον αφηγηματικό κόσμο. (Καλλέργης, 1995). Οι αφηγηματικοί χειρισμοί που έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπλαση μιας ολόκληρης εποχής (Νικολοπούλου, 1990), μας επιτρέπουν να μετακινηθούμε στο χρόνο και να ξεφύγουμε από τη σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από την ταύτιση με πρόσωπα που έζησαν στο παρελθόν (Χατζηθεοδώρου,1990). Προκειμένου ο αναγνώστης να συμμετέχει με ψυχική έξαψη στην υπόθεση, το ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει τελικά να εξαίρει την αναλλοίωτη ανθρώπινη ψυχή, τα ήθη και τα αισθήματα που είναι κοινά στις διαφορετικές εποχές (Σαχίνης, 1957). Το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, συντελεί στην πνευματική, κοινωνική και ψυχική μας ωρίμαση, παρέχοντας αλλεπάλληλες ευκαιρίες για χωροχρονικές συγκρίσεις. Καθώς διδάσκει τα δεινά του πολέμου, την ειρήνη ως μέγα αγαθό της ζωής και την ελευθερία ως λογική αναγκαιότητα για την κατάκτηση της ευτυχίας (Αναγνωστόπουλος, 1987), παράλληλα με την εθνική, καλλιεργεί και την οικουμενική συνείδηση του αναγνώστη (Καλλέργης, 1995).
Το ιστορικό μυθιστόρημα αναφέρεται ενδεικτικά ότι συνιστά το ισχυρότερο ρεύμα στην Παιδική Λογοτεχνία της δεκαετίας 1970-1980 (Αναγνωστόπουλος, 1987), ειδικότερα μάλιστα για την εποχή της Τουρκοκρατίας και την Εθνεγερσία (Καλλέργης, 1995). Έτσι ο εκπαιδευτικός έχει πλήθος επιλογών από λογοτεχνικά έργα αναφορικά με τη συγκεκριμένη ιστορική εποχή, εφόσον επιδιώκει όχι απλώς τη μετάδοση πληροφοριών αλλά την κατανόηση από τους μαθητές των συνθηκών στις οποίες τα ιστορικά γεγονότα διαδραματίστηκαν, τις συνέπειές τους στους ανθρώπους που τα βίωσαν. Προκειμένου οι μαθητές να ερμηνεύσουν τη δράση των ηρώων, να συσχετίσουν περιστατικά με ιστορικές μορφές που τα υπέστησαν ή τα δημιούργησαν ή ενεπλάκησαν σε αυτά, στη συνέχεια επικεντρωνόμαστε σε δύο κατηγορίες κειμένων. Πρόκειται αφενός για λογοτεχνικές βιογραφίες Ελλήνων ηρώων αυτής της εποχής και αφετέρου για έργα όπου πρωταγωνιστούν μυθοπλαστικά αφηγηματικά πρόσωπα, συνηθέστερα παιδικής και εφηβικής ηλικίας, με τα οποία οι μαθητές-αναγνώστες ευκολότερα θα ταυτίζονταν.
Λογοτεχνικές βιογραφίες Ελλήνων ηρώων
ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ : Το βιβλίο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη (εικ.: Άννας Μενδρινού, εκδ. Δαμασκός, 1971) αναφέρεται σε εφτά ιστορικές προσωπικότητες που συνετέλεσαν σημαντικά στην καλλιέργεια στους υπόδουλους Έλληνες του πόθου της απελευθέρωσης απ’ τους Τούρκους κατακτητές και συνέβαλαν με τους αγώνες τους στην προετοιμασία της επανάστασης του 1821. Πρόκειται για τον Κοσμά τον Αιτωλό, καλόγερο, γιατρό και κήρυκα, τον Νικόλαο Σκουφά, συνιδρυτή της Φιλικής Εταιρείας, τον οπλαρχηγό Νικοτσάρα, που πρωτοστάτησε στο συμμαχικό αγώνα Ελλήνων και Ρώσων κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος ηγήθηκε της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, την ηρωική Σουλιώτισσα Μόσχω, τον Ελβετό φιλέλληνα Ιωάννη-Ιάκωβο Μάγερ, που σκοτώθηκε κατά την έξοδο του Μεσολογγίου και τον λόγιο Αδαμάντιο Κοραή. Σε κάθε κεφάλαιο περιλαμβάνονται ενότητες που αντιστοιχούν στις πλέον χαρακτηριστικές στιγμές της ζωής των ηρώων. Οι δραματουργικές εξελίξεις που αφορούν στα ιστορικά αυτά πρόσωπα εκτός από την τριτοπρόσωπη αφήγηση, συχνά παρουσιάζονται μέσα από διαλόγους αλλά και από την παράθεση δημοτικών στίχων όπου εξυμνούνται τα χαρακτηριστικά και η δράση τους. Ο αφηγητής εστιάζεται συχνά στον εσωτερικό κόσμο των κυρίων ηρώων και η δική τους οπτική ταυτίζεται με των αναγνωστών σε κρίσιμες για τη ζωή των ηρώων στιγμές, με αποτέλεσμα να βιώνουμε πλήρως την αγωνία τους. Στο βιβλίο παρέχονται τέλος διάφορες ενδείξεις για την έκβαση της αφηγηματικής υπόθεσης, οξύνοντας το αναγνωστικό ενδιαφέρον και ενισχύοντας την εμπλοκή μας. Η αφήγηση στέκεται ιδιαίτερα στο μαρτυρικό τέλος των εφτά αγωνιστών. Άλλοτε παρουσιάζει την ψυχή τους να συναναστρέφεται με τις προσωποποιημένες ιδέες τους για τις οποίες και θυσιάστηκαν. Άλλοτε πάλι ο ίδιος ο φυσικός κόσμος εμπλέκεται στο θάνατό τους, με αποτέλεσμα να προσλαμβάνουν στην αφήγηση διαστάσεις μυθικών ηρώων.
ΘΥΣΙΑ ΚΑΙ ΔΟΞΑ : Το βιβλίο της Γιολάντας Πατεράκη (εικ. Άννας μενδρινού, εκδ. Δαμασκός, 1981) αναφέρεται στη ζωή του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, ξεκινώντας από τα παιδικά του χρόνια στη Δημητσάνα συνεχίζοντας με την περίοδο των σπουδών του στη Σμύρνη και στην Πατμιάδα Σχολή, τη θητεία του στη μητρόπολη Σμύρνης και αυτήν στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τα διαστήματα που εξορίστηκε κατά τη διάρκειά της και καταλήγοντας με τον απαγχονισμό του από τους Τούρκους. Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο ενικό πρόσωπο, συχνά δε εστιάζεται στον εσωτερικό κόσμο του κύριου ήρωα, προκειμένου να αναδειχθούν τα κίνητρα και τα αίτια που υπαγορεύουν την επιφυλακτικότητά του απέναντι σε κάθε μορφή ένοπλου αγώνα των υπόδουλων Ελλήνων κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι ιστορικές εξελίξεις, η θέση και η στάση του Πατριάρχη απέναντι σε αυτές και ο τρόπος που ο ίδιος ως αφηγηματικό πρόσωπο την ερμηνεύει, αποδίδονται μέσα από τη συναναστροφή του με ένα συνομήλικό του μυθοπλαστικό πρόσωπο. Οι μεταξύ τους διάλογοι από τα παιδικά του χρόνια στην αρκαδική ύπαιθρο, καθώς και η αλληλογραφία τους σε κατοπινές φάσεις της ζωής του Γρηγορίου, είναι το άκρως επιτυχημένο αφηγηματικό τέχνασμα, ώστε ο αναγνώστης να ταυτιστεί μαζί του. Η αφήγηση ολοκληρώνεται αισιόδοξα, αφού παρά την οδυνηρή θυσία του Πατριάρχη και τη βάναυση κακοποίηση του νεκρού του σώματος, επικεντρώνεται στη σημαντική επίδραση του θανάτου του στην απελευθέρωση του γένους, καθώς αφενός ευαισθητοποίησε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και αφετέρου τόνωσε το αγωνιστικό φρόνημα των υπόδουλων Ελλήνων.
ΤΟ ΤΣΟΠΑΝΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΣΑΝΑΣ : Το κείμενο του Ζήσιμου Βιρβίλη (εικ. Ελευθ. Λουκουκουδάκης, εκδ. Παιδικοί Ορίζοντες, 1981) αναφέρεται στο Γιώργη Αγγελόπουλο ή Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ , ξεκινώντας από τα παιδικά του χρόνια στη Δημητσάνα και τα νεανικά στη Σμύρνη και συνεχίζοντας με τη θητεία του ως κληρικού, με αποκορύφωμα τη μαρτυρική θυσία του ως Πατριάρχη, τη μεταφορά του λειψάνου του στην Οδησσό και αργότερα στο μητροπολιτικό ναό της Αθήνας και τα αποκαλυπτήρια του αδριάντα του μπροστά στο Πανεπιστήμιο. Στις λογοτεχνικές σελίδες του έργου, διότι υπάρχουν και άλλες, όπου έχουμε καταγραφή ιστορικών γεγονότων ή παράθεση σχετικών επιστολών, κυριαρχεί η χαρισματική προσωπικότητα του Γρηγορίου. Αυτή διαφαίνεται μάλιστα από τα παιδικά του χρόνια, μέσα από τουν ενθουσιασμό που εκφράζει στους γονείς του για τα χαρίσματά του ο γέροντας Δανιήλ, μέσα από το όνειρο που αφηγείται η μητέρα του με θέμα το γιο της, και μέσα από την εκτίμηση των συνομιλητών του που ετοιμάζουν στη Δημητσάνα φυσέκια για τον αγώνα. Στα τελευταία λεπτά της ζωής του Γρηγορίου η αφήγηση εστιάζεται στον εσωτερικό του κόσμο. Ο αναγνώστης μοιράζεται τη δική του οπτική, καθώς συσχετίζει τη θηλιά που ο δήμιος ετοιμάζεται να περάσει στο λαιμό του με το φωτοστέφανο που είχε ονειρευτεί όταν ήταν μικρό αγόρι. Αυτή του η προσωπική θεώρηση που γίνεται γνωστή στον αναγνώστη, αιτιολογεί τη γαλήνη στην έκφρασή του, που αποδίδεται σε αντίθεση με το μίσος και το φανατισμό των Τούρκων διωκτών του. Η αναγνώριση του πτώματος του Πατριάρχη που επιπλέει στη θάλασσα, αποδίδεται με ανάλογη αφηγηματική δεξιοτεχνία. Προηγείται η περιγραφή του μέσα από την οπτική των επιβατών του κεφαλλονίτικου πλοίου που το περισυνέλεξε, και ακολουθεί η αποκάλυψη της ταυτότητάς του, ταυτόχρονα για αφηγηματικά πρόσωπα και αναγνώστες, από τον αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο που επιβαίνει σε αυτό. Τέλος αξιοσημείωτη είναι η επιλογή από το συγγραφέα του Ενεστώτα στην αφήγηση κατά τη στιγμή της σύλληψης, της θανάτωσης και της κήδευσης του λειψάνου του Πατριάρχη, που έχει ως συνέπεια την αμεσότητα, τη ζωντάνια στην απόδοση των παραπάνω περιστατικών.
ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΟΠΟΥΛΟ : Το βιβλίο της Καλλιόπης Σφαέλλου (εκδ. Εστία), που βραβεύτηκε από τη Γ. Λ. Σ. το 1965, αναφέρεται στα παιδικά χρόνια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Στο Α΄ μέρος περιγράφεται ο τρόπος ζωής του στον οικογενειακό τους πύργο στην Καστάνιτσα, η πολιοιρκία τους από τουρκικά στρατεύματα, το γιουρούσι που επιχείρησαν, η θανάτωση μελών της οικογένειάς του, μεταξύ των οποίων και του πατέρα του Κωνσταντή, η αρπαγή των αδερφών του και τέλος η επανασύνδεση της οικογένειας. Στο Β΄ μέρος παρουσιάζεται η ζωή του στην Αλωνίσταινα, κοντά στη μητέρα του Ζαμπία, που εργάζεται σκληρά για να αναθρέψει μόνη τους γιους της. Ο μικρός Θοδωράκης συνιστά ένα εξαιρετικά ελκυστικό αφηγηματικό πρόσωπο, που διακρίνεται για τη γενναιότητα, τη λογική του, το σταθερό προσανατολισμό του στην αξία της ελευθερίας και τη συστηματική προετοιμασία του, ώστε να πολεμήσει για την απελευθέρωση του γένους. Η αναγνωστική συμπάθεια στο πρόσωπό του απορρέει από την εστίαση της αφήγησης στον εσωτερικό του κόσμο σε κάθε περίπτωση που η ζωή του κινδυνεύει. Επίσης από το θαυμασμό και την εμπιστοσύνη των λογοτεχνικών προσώπων κάθε ηλικίας που τον περιστοιχίζουν. Στα αφηγηματικά χαρακτηριστικά του βιβλίου περιλαμβάνονται η εναλλαγή της αναγνωστικής οπτικής αλλά και η παρουσία ενδείξεων που καλλιεργούν διάφορες αναγνωστικές προσδοκίες για τις εξελίξεις.
Ο ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΣ : Το βιβλίο του Νίκου Αρβανίτη (εικ. Ελευθ. Λουκουκουδάκης, εκδ. Παιδικοί Ορίζοντες, 1973) επικεντρώνεται στην οικογένεια Κολοκοτρώνη και κυρίως στο Θεόδωρο κατά την παιδική και νεανική του ηλικία. Παρακολουθούμε την επανασύνδεση των μελών της οικογένειας που επέζησαν στο γιουρούσι του 1780, όταν οι Κολοκοτρωναίοι επιχείρησαν να φύγουν από τον πολιορκημένο πύργο τους στην Καστάνιτσα, τη διαμονή τους στη Μηλιά της Μάνης, όπου κατέφυγαν για να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους, την κατοπινή εγκατάστασή τους στην Αλωνίσταινα , τόπο καταγωγής της μητέρας του Ζαμπέτας, καθώς και τα πρώτα βήματα του Θεόδωρου στην ένοπλη δράση κατά των Τούρκων. Κύριο άξονα της αφήγησης συνιστά η συμβολή της οικογένειας των Κολοκοτρωναίων στην απελευθέρωση του ελληνικού γένους. Η πικρία των σκλαβωμένων Ελλήνων για τη θανάτωση του πατέρα του Θεόδωρου Κωνσταντή, αιτιολογείται από την πεποίθησή τους ότι θα ήταν κατάλληλος να ηγηθεί σ’ ένα νικηφόρο απελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων. Αυτή δε η πικρία μεταβάλλεται σε καθολική ελπίδα στην περίπτωση που κάποιοι από τους απογόνους του έχουν διασωθεί. Τα αφηγηματικά περιστατικά εξιστορούνται σε γ΄ πρόσωπο, ο δε αφηγητής κατά περίπτωση αναφέρεται στον εσωτερικό κόσμο διαφόρων ηρώων, ενισχύοντας τη συμπάθεια ή και ταύτιση του αναγνώστη. Έτσι «ακούμε» για παράδειγμα το μικρό Θεόδωρο να προσεύχεται μπροστά στο εικόνισμα των Αγίων Θεοδώρων στο ομώνυμο μοναστήρι ή να ορκίζεται στον Αϊ-Θανάση ότι δεν θα ξαναπάει στην Τρίπολη παρά μόνο για να πολεμήσει και να την απελευθερώσει, βαθιά πληγωμένος από τη στάση κάποιου Τούρκου που τον είχε χτυπήσει, επειδή τόλμησε να περάσει με το γάιδαρό του από την κεντρική πλατεία της. Ομοίως, μοιραζόμαστε τις μύχιες σκέψεις του Αναγνώστη Κολοκοτρώνη, ο οποίος υπόσχεται στο σκοτωμένο αδερφό του ότι θα φροντίσει τα ορφανά του μέχρι να μεγαλώσουν και να ηγηθούν της επανάστασης.. Κάποτε στον αφηγηματικό λόγο παρεμβάλλονται διαλογικά μέρη, συχνά μακροσκελή, που επιτελούν πλήθος λειτουργιών, όπως η ενημέρωση του αναγνώστη για τις ιστορικές εξελίξεις κατά τη χρονική περίοδο που καλύπτει η αφήγηση, καθώς και για την πνευματική και κοινωνική ζωή της Δημητσάνας ή το περιεχόμενο διαφόρων ιστορικών βιβλίων, από τα οποία ο Θεόδωρος αντλεί τα πρότυπά του.
Μυθιστορήματα με ήρωες μυθοπλαστικά πρόσωπα
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ : Το βιβλίο της Νίτσας Τζώρτζογλου (εικ. Β. Κερεκλίδου, α΄ έκδοση Εστία 1972 και β΄ έκδοση Ψυχογιός 1989) αναφέρεται στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας και στην εξέλιξή της μέχρι την έναρξη της ελληνικής επανάστασης στην περιοχή της Μολδοβλαχίας. Τα αφηγηματικά περιστατικά αποδίδονται μέσα από την οπτική του κύριου ήρωα του βιβλίου, του έφηβου Παντελή, ο οποίος είναι πρόσφατα εγκαταστημένος στην Οδησσό, στο σπίτι του συγγενή του Αθανασίου Τσακάλωφ. Εκεί, μαζί με την εντεκάχρονη κόρη του Τσακάλωφ Μαρούσκα, έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν τη συνωμοτική δράση της οργάνωσης και τους στόχους της, καθώς και να συνειδητοποιήσουν τον άμεσο κίνδυνο που διατρέχει η ζωή των μελών της. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τα δύο παιδιά να κατορθώνουν να αποκρυπτογραφήσουν τα σημειώματα των εταίρων, να συγκινούνται έντονα στο άκουσμα του όρκου των Φιλικών και να αυτοδεσμεύονται ότι θα υπηρετήσουν με τις όποιες δυνάμεις τους την Εταιρεία, χωρίς από τα γύρω τους πρόσωπα να έχει γίνει αυτό αντιληπτό. Ως αποτέλεσμα της ταύτισης του αναγνώστη με τον Παντελή, που πάντα βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων, στην Οδησσό, στην Πόλη, στο Δραγατσάνι κ.λπ., βιώνουμε την ατμόσφαιρα μυστηρίου και το ηρωικό πνεύμα που κυριαρχούν στην αφήγηση. Καθώς μάλιστα σε αλλεπάλληλες περιπτώσεις απειλείται η ζωή του Παντελή, όπως, όταν για παράδειγμα αφηνιάζουν τα άλογά του στο δρόμο για το Κισνόβι, όπου πρέπει να φτάσει το ταχύτερο για να παραδώσει στον Υψηλάντη το γράμμα που θα σημάνει την έναρξη του ένοπλου αγώνα, η αγωνία μας για τις εξελίξεις κορυφώνεται.
ΙΕΡΟΣ ΛΟΧΟΣ : Στο έργο της Βάσας Σολωμού (εκδ. Εστία, 1968) παρακολουθούμε το μικρό Άνθιμο με τον παππού του Αλέξανδρο Μουρούζη, που ταξιδεύουν στις ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας. Εκεί κατοικεί και η δεκαπεντάχρονη Μαντώ αφότου διέφυγε από την Πάργα, κυνηγημένη από τους Τούρκους. Μαζί με τον αρραβωνιαστικό της Λάμπρο Σέκερη εργάζονται για τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας. Η Μαντώ γνωρίζεται με τον Κυριάκο Καμαριώτη, του οποίου ο πατέρας προδίδει στους Τούρκους τους Φιλικούς. Αυτό απομακρύνει τους δύο νέους. Όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κηρύσσει την έναρξη της επανάστασης στις παραδουνάβειες ηγεμονίες, ο Άνθιμος στρατεύεται στον Ιερό Λόχο, ο Λάμπρος κατατάσσεται στο ιππικό και ο Κυριάκος ενισχύει οικονομικά τον επαναστατικό αγώνα. Οι δύο πρώτοι σκοτώνονται στη μάχη στο Δραγατσάνι ενώ ο τελευταίος επιστρέφει μαζί με τη Μαντώ στην Ελλάδα, για να συνεχίσουν την επαναστατική δράση τους. Η αφήγηση του κειμένου γίνεται σε τρίτο ενικό πρόσωπο και ο αφηγητής παρουσιάζει και τον εσωτερικό κόσμο των διαφόρων ηρώων, οπότε ο αναγνώστης συμμετέχει στις συγκινήσεις τους. Το αναγνωστικό ενδιαφέρον κορυφώνεται, καθώς κατά τη διάρκεια της αφήγησης προκύπτουν ερωτηματικά για πλήθος θεμάτων, όπως η ταυτότητα του παππού του Άνθιμου, την οποία ο ίδιος δεν αποκαλύπτει στους συνταξιδιώτες του, που επιδιώκουν επίμονα να την ανακαλύψουν, εικάζοντας ότι πρόκειται για τον πρώην ηγεμόνα της Μολδαβίας. Μυστήριο επίσης καλύπτει το ρόλο του εμπόρου Καμαριώτη, που από την πρώτη στιγμή φαίνεται ύποπτος στους γύρω του αλλά και την εμφάνιση μιας τρελής γυναίκας, που τα αφηγηματικά πρόσωπα θεωρούν κατάσκοπο των Τούρκων ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για τη μητέρα του Άνθιμου. Ορισμένα ιστορικά γεγονότα αποδίδονται από τον αφηγητή ενώ άλλα παρουσιάζονται μέσα από διαλόγους. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα με την άρνηση του τσάρου να βοηθήσει την επανάσταση, την προδοσία από το Βλαδιμηρέσκου, την εκτέλεση του τελευταίου κ.λπ. Το τέλος του έργου υπερβαίνει τις διαστάσεις του εθνικού, χαρακτηρίζεται από οικουμενικότητα, διαχρονικότητα.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΄Η ΘΑΝΑΤΟΣ : Στο βιβλίο της Αγγελικής Νικολοπούλου (εικ. Νίκος Καστρινάκης, εκδ. Άγκυρα, 1971) ο μικρός Φώτης φεύγει από το χωριό του, τη Λάστα της Αρκαδίας, συνοδευόμενος από τον πατέρα του, για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Βυτίνα, κοντά στον παπα-Παρθένη. Στη διαδρομή οι Τούρκοι σκοτώνουν τον πατέρα του και το αγόρι φτάνει στον προορισμό του μόνο και τρομοκρατημένο. Μετά από λίγο καιρό ο δάσκαλός του, τού αναθέτει να οδηγήσει έναν άγνωστο άνδρα στο μοναστήρι του Φιλοσόφου στη Δημητσάνα. Στη διαδρομή ο άγνωστος σκοτώνει έναν Τούρκο αξιωματούχο που συναντούν τυχαία. Μετά την άφιξή τους στο μοναστήρι, καταφτάνουν εκεί Τούρκοι στρατιώτες, για να τους συλλάβουν. Ο Φώτης κατορθώνει να διαφύγει με τη βοήθεια των μοναχών. Ζει πλέον κυνηγημένος, αναλαμβάνοντας αλλεπάλληλες αποστολές της Φιλικής Εταιρείας στην Πελοπόννησο και τα Εφτάνησα, τις οποίες ολοκληρώνει πάντοτε επιτυχώς. Σε μερικές περιπτώσεις τραυματίζεται, σε αρκετές διακινδυνεύει τη ζωή του, ωστόσο ο ηρωισμός και η αποτελεσματικότητά του εμφανίζονται αναμφισβήτητα. Στο τέλος της αφήγησης ο Φώτης είναι παρών στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας κατά την κήρυξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Ο Φώτης ευρισκόμενος σταθερά στο επίκεντρο της δράσης, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στις αφηγηματικές εξελίξεις. Επιπλέον, εμφανίζεται ως το πρόσωπο στο οποίο οφείλεται η έναρξη της επανάστασης τη συγκεκριμένη στιγμή, εφόσον μεταφέρει στον επίσκοπο της Πάτρας Γερμανό, το σχέδιο δράσης και το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την οικονομική ενίσχυσή της, όταν του τα εμπιστεύεται μετά τον τραυματισμό του ο Απόστολος της Εταιρείας. Όταν εμφανίζονται στο έργο άλλα πρόσωπα όπως ο Απόστολος ή ο Αλής ο Αρβανίτης, προηγείται πάντα η περιγραφή των χαρακτηριστικών τους, οπότε δίνεται στον αναγνώστη η δυνατότητα να τους αναγνωρίσει, με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη εμπλοκή του στα αφηγηματικά δρώμενα. Καθώς μάλιστα κάποτε η παρουσία του Αλή δεν γίνεται αντιληπτή από τα αφηγηματικά πρόσωπα, δημιουργούνται συνέχεια αναγνωστικές προσδοκίες για δυσάρεστες εξελίξεις, οι οποίες τελικά δεν επαληθεύονται. Σε ορισμένες περιπτώσεις αντίθετα, που η οπτική μας ταυτίζεται με αυτήν του Φώτη και των συντρόφων του, όπως όταν κατευθύνεται τραυματισμένος στη Δημητσάνα, για να ειδοποιήσει για τους μπαρουτόμυλους, συμμεριζόμαστε πλήρως την αγωνία του ήρωα, για την έκβαση της αποστολής του. Σημαντικά στοιχεία για τις ιστορικές προσωπικότητες που συμμετέχουν στην αφηγηματική υπόθεση, αντλούμε από διαλόγους ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου. Αρκετοί πάλι διάλογοι αναφέρονται στις ιστορικές και αφηγηματικές εξελίξεις ενώ υπάρχουν και κάποιοι που περιγράφουν το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον των ηρώων.
ΟΙ ΜΠΑΡΟΥΤΟΜΥΛΟΙ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΣΑΝΑΣ : Στο βιβλίο αυτό της Γαλάτειας Σαράντη (εικ.: Μάριος Αγγελόπουλος, εκδ. Εστία, 1971) ένα δωδεκάχρονο, ορφανό αγόρι, ο Κωνσταντής, στις αρχές του 1821, συμβάλλει καθοριστικά στην αποτροπή της καταστροιφής της Δημητσάνας που ετοιμάζουν οι Τούρκοι. Αιτία του τουρκικού σχεδίου είναι η πληροφορία ότι οι κάτοικοι της αρκαδικής κωμόπολης φυλάσσουν στις αποθήκες τους μπαρούτη, προκειμένου να την χρησιμοποιήσουν σε επανάσταση που οργανώνουν οι Έλληνες για τη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας τους. Συγκεκριμένα, το αγόρι ενεργώντας με εξαιρετική γενναιότητα προλαβαίνει να ειδοποιήσει τους κατοίκους της Δημητσάνας πριν από την άφιξη των Τούρκων. Οι κάτοικοι τους παραπλανούν και τους παρασύρουν σε γλέντι, οπότε η καταστροφή ματαιώνεται. Στη ζωή του Κωνσταντή σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ο Βασίλης, ένας μικρός μαθητής από τη Σχολή της Δημητσάνας, κοντά στον οποίο ο ήρωας ανακαλύπτει την πολυτιμότητα των γνώσεων τη γοητεία της σοφίας. Στις αρετές της ωριμότητας, του πατριωτισμού και του θάρρους που διακρίνουν τον Κωνσταντή, προστίθεται και αυτή της μόρφωσης, καθώς στη συνέχεια φοιτεί και ο ίδιος στη φημισμένη σχολή.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ : Στο βιβλίο αυτό της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη (εικ. Ε. Σπυρίδωνος, εκδ. Εστία, 1963) η αφηγηματική δράση εκτυλίσσεται επίσης κατά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης κατά της Τουρκοκρατίας. Κύριος ήρωας είναι ένα αγόρι με το συμβολικό όνομα Λευτέρης, ο οποίος συμμετέχει αρχικά ως μούτσος στον υδραίικο στόλο, για να καταλήξει στην εφηβεία του κυβερνήτης σε μπουρλότο. Η απελευθέρωση τον βρίσκει ανάπηρο, το γεγονός αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να σπουδάσει στην Ευρώπη και να εργαστεί στη συνέχεια ως δάσκαλος στο νησί του, την Ύδρα. Η αφήγηση εστιάζεται συχνά στον εσωτερικό κόσμο του ήρωα, όπως όταν αποφασίζει να αγωνιστεί για την ελευθερία της πατρίδας του με οποιοδήποτε τίμημα, συγκλονισμένος από την είδηση για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη ή όταν διαβάζει κατασυγκινημένος σ’ ένα τυπογραφείο στο Μεσολόγγι για πρώτη φορά τον «Ύμνο εις την Ελευθερία». Έτσι ο αναγνώστης ταυτίζεται μαζί του, όπως άλλωστε συμβαίνει και ως αποτέλεσμα της κοινής οπτικής αναγνώστη και Λευτέρη σε μια σειρά κρίσιμων αφηγηματικών επεισοδίων. Τέτοια είναι η μάχη των Ελλήνων για να ανακαταλάβουν τα Ψαρά ύστερα από την ολοσχερή καταστροφή τους. Ο ήρωας παραμένει στη ναυαρχίδα, από όπου προβαίνει σε συνεχείς εικασίες για την έκβαση μέχρι που αντικρίζει την ψαριανή σημαία να υψώνεται στο κάστρο του νησιού στη θέση της τουρκικής. Αντίστοιχα, όταν ο Λευτέρης που έχει τραυματιστεί σε ναυμαχία κοντά στο Μεσολόγγι, ανακτά τις αισθήσεις του και αναρωτιέται αν βρίσκεται αιχμάλωτος την Τούρκων, οι ομιλίες στην ελληνική γλώσσα που ακούγονται γύρω του, φανερώνουν ταυτόχρονα στον ίδιο και στον αναγνώστη ότι παραμένει ελεύθερος. Τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα καθώς και η γενικότερη ατμόσφαιρα της εποχής αποδίδονται με αμεσότητα χάρη στην απόδοση των λεπτομερειών τους. Για παράδειγμα, παρακολουθούμε τις οδηγίες για την ύφανση της υδραίικης σημαίας της επανάστασης, που δίνει στην κυρά Λένη, μητέρα του Λευτέρη, η γυναίκα του Κουντουριώτη. Επίσης, η διαδικασία της πυρπόλησης εξηγείται αναλυτικά στο Λευτέρη από τον έμπειρο ναυτικό Πατατούκο και οι πολεμικές εξελίξεις παρουσιάζονται με ακρίβεια, καθώς ο Μιαούλης τις υπαγορεύει στο αγόρι, που εκτελεί χρέη γραμματέα. Ο χαρμόσυνος τόνος που κυριαρχεί κατά την αναχώρηση του υδραίικου στόλου αναλύεται μέσα σε αλλεπάλληλες ηχητικές εικόνες, όπως οι καμπανοκρουσίες, οι αναστάσιμες ψαλμωδίες, οι κανονιές, οι αλαλαγμοί των πληρωμάτων.
ΔΟΞΑΣΜΕΝΗ ΕΞΟΔΟΣ : Το βιβλίο του Τάκη Λάππα (εικ. Ν. Ζωγράφου, εκδ. Ατλαντίς), το οποίο βραβεύτηκε στο διαγωνισμό του 1966, αναφέρεται στην πολιορκία του Μεσολογγίου από τους Τούρκους και στην ηρωική έξοδο που επιχείρησαν οι κάτοικοί του. Η αφήγηση επικεντρώνεται σε μια μεσολογγίτικη οικογένεια, τους αδερφούς Γκόρπα. Ο μεγαλύτερος αδερφός, ο Βασίλης που σπουδάζει στην Ιταλία, εγκαταλείπει την Ιατρική, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη γενέτειρά του, που πολιορκείται από τον Κιουταχή. Θεραπεύει τους πληγωμένους και παράλληλα βοηθά στο τυπογραφείο του φιλέλληνα Μάγερ, όπου εκδίδεται η εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά. Ο αδερφός του Θανάσης σκοτώνεται σ’ ένα μεγάλο γιουρούσι των Μεσολογγιτών ενώ ο Λαμπρινός, ο μικρότερος από τους αδερφούς, χάνεταιστην τελευταία για τους Έλληνες νικηφόρα μάχη, στο νησάκι Κλείσοβα. Όταν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ εισβάλουν στην πόλη μετά την έξοδο των κατοίκων της, δύο ακόμη μέλη της οικογένειας, η Χάιδω και ο τραυματισμένος Γιάννης επιλέγουν να ανατιναχθούν στο σπίτι τους, προκειμένου να μην αιχμαλωτιστούν ενώ ο Ασημάκης και ο Βασίλης σκοτώνονται επιχειρώντας να διαφύγουν. Αν και ο κύριος ήρωας χάνεται όταν όλοι οι δικοί του έχουν ήδη σκοτωθεί, δεν λείπουν στο έργο οι αναφορές στη συνέχιση της ζωής στο Μεσολόγγι για χρόνια μετά την ηρωική έξοδο. Άλλοτε αυτό γίνεται με αφορμή έναν αιωνόβιο φοίνικα που μεταφυτεύτηκε στον κήπο της πόλης και άλλοτε με αφορμή το γεγονός ότι πολλές Μεσολογγίτισσες που συμμετείχαν στην Έξοδο φορώντας ανδρική ενδυμασία, την φύλαξαν έως τα γεράματά τους και κηδεύτηκαν με αυτήν. Σε πλήθος ακόμη περιπτώσεων εξιστορούνται διάφορα επιμέρους επεισόδια από την ιστορία του τόπου, που συμβάλλουν σημαντικά στην απόδοση αυτής της ιστορικής περιόδου ως ζωντανής πραγματικότητας που βιώνει ο αναγνώστης. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν περιγράφεται ο κεντημένος στην Πόλη επιτάφιος που άρπαξε ένας Τούρκος κατά την εγκατάλειψη του Αιτωλικού από τους κατοίκους του ύστερα από τη συνθηκολόγησή τους για να σελώσει το άλογό του, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί αμέσως μόλις δοκίμασε να το ιππεύσει. Συμβαίνει επίσης στην περίπτωση του Γεράσιμου Τζόρνα, ο οποίος προτίμησε να αυτοκτονήσει στην Κλείσοβα, ανατινάζοντας το κανόνι του, που είχε ονομάσει Κοψαχείλα, παρά να το εγκαταλείψει στα χέρια του εχθρού. Συμβαίνει τέλος στην αναφορά στο σφαγιασμό του αλόγου του κυβερνητικού επιτρόπου Παπαδιαμαντόπουλου από πεινασμένους Μεσολογγίτες στρατιώτες αλλά και στο απολαυστικό γεύμα του ίδιου αξιωματούχου, ο οποίος αγνοούσε ότι το νόστιμο πιάτο του προερχόταν από το αγαπημένο του σκυλάκι. Ορισμένες από τις επιμέρους αυτές αφηγήσεις προσδίδουν στο κείμενο έντονα χιουμοριστικό τόνο που βοηθά στην αποφόρτιση του συμπάσχοντος με τους ήρωες αναγνώστη. Αναφέρεται λοιπόν ότι η βόμβα που έσκασε στο σπίτι του Μπότσαρη όταν φιλοξενούσε τον Κανέλλο Δεληγιάννη, κατέστρεψε μόνο τη μαγειρεμένη κότα που ετοιμάζονταν να δοκιμάσουν ενώ θύματα βομβών έπεσαν επίσης ένα γουδί με σκορδαλιά, ένα βαρέλι με νερό, σεντόνια κ. ά. Κάπου περιγράφεται η σύλληψη ενός Αιγύπτιου στρατιώτη του Ιμπραήμ από μια νεαρή Μεσολογγίτισσα, με μοναδικό σκοπό να απαντήσει σε απορίες των ανιψιών της για τη μορφή των καλικαντζάρων. Η δημιουργία προσδοκιών από τον αναγνώστη για την εξέλιξη της αφηγηματικής υπόθεσης συνιστά ένα ακόμη χαρακτηριστικό του έργου. Έτσι, η ομίχλη που καλύπτει το Μεσολόγγι, τα όνειρα του Κίτσου Τζαβέλλα και της Χάιδως, κ. λπ. μας προετοιμάζουν για τη δυσάρεστη τροπή των γεγονότων. Τέλος, αξίζει να επισημάνουμε τη συχνή παράθεση δημοτικών στίχων ή αποσπασμάτων του ποιητικού έργου του Σολωμού, οι οποίοι αναφέρονται στα αφηγούμενα περιστατικά.
… ΚΑΙ ΑΛΕΚΤΩΡ ΔΕΝ ΕΛΑΛΗΣΕ : Στο βιβλίο της Θάλειας Χ. Σαμαρά (Αθήνα, 1971) παρουσιάζεται η ζωή στην Τουρκοκρατούμενη Νάουσα από το Σεπτέμβριο του 1803 μέχρι και το Μάιο του 1832. Οι περιγραφές του φυσικού τοπίου, των αγροτικών δραστηριοτήτων των κατοίκων, των εθίμων τους, της ενδιαφέρουσας αρχιτεκτονικής, καθώς και της πνευματικής και πολιτιστικής ζωής της πόλης, που μαρτυρούν την οικονομική ευημερία της, εναλλάσσονται με τις αναφορές στα ιστορικά γεγονότα που συνδέονται με την περιοχή. Τέτοια γεγονότα είναι η πολιορκία της Νάουσας από τις δυνάμεις του Αλή και η παράδοσή της, η εγκατάσταση εκεί αλβανικής φρουράς, η προνομιακή μεταχείριση των Ναουσαίων από τους Τούρκους, συνέπεια της μεσολάβησης της μητέρας του σουλτάνου, η επανάστασή τους παρά τα προνόμια που απολάμβαναν, η νικηφόρα πρώτη μάχη τους, η επίθεση του τουρκικού στρατεύματος υπό το Λουμπούτ πασά, η ολοσχερής καταστροφή της πόλης κι η ανοικοδόμησή της από τους ελάχιστους επιβιώσαντες κατοίκους της που επέστρεψαν ύστερα από μια δεκαετία. Τα ιστορικά αυτά γεγονότα αποδίδονται στο έργο μέσα από την προσωπική δράση του ηλικιωμένου ήρωα Νόνη, του γιου του Γιάννου, των εγγονών του Δημήτρη, Κωνσταντή και Μαρίας και του αρραβωνιαστικού της Αλέξη. Ο αναγνώστης που μοιράζεται τις χαρές, τις αγωνίες, τα προβλήματα των αφηγηματικών προσώπων, αισθάνεται άμεσα εμπλεκόμενος στα τραγικά ιστορικά γεγονότα τα οποία βιώνουν. Ωστόσο, αν και συγκλονίζεται από τη θανάτωση όλων σχεδόν των μελών της οικογένειας του Νόνη, δεν παύει να αισιοδοξεί, καθώς στις τελευταίες σελίδες εμφανίζονται τα παιδιά του μοναδικού επιζώντα Κωνσταντή, που μάλιστα εμφανίζονται με ιδιαίτερες ομοιότητες με τους νεκρούς συγγενείς τους, των οποίων φέρουν τα ονόματα. Από τα σημεία της αφήγησης που η ζωή των ηρώων κινδυνεύει και στα οποία διατηρείται αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, αναφέρουμε ενδεικτικά αυτό όπου η μικρή Μαρία έρχεται αντιμέτωπη με έναν οπλισμένο Αρβανίτη που έχει εισχωρήσει στην οχυρωμένη πόλη. Επίσης αυτό όπου τα αδέρφια της απομακρύνονται από τα τείχη της Νάουσας επιδιώκοντας να πλησιάσουν στο μέρος που έχουν στρατοπεδεύσει οι Τούρκοι πολιορκητές της, για να ανοίξουν πυρ προς τη σκηνή του Λουμπούτ και κατά την επιστροφή τους δέχονται εχθρικά πυρά. Τέλος, στεκόμαστε εκεί όπου όλοι οι κάτοικοι της Νάουσας συμμετέχουν στη διάνοιξη υπόγειας σήραγγας, προκειμένου να ανακαλύψουν τη νέα πορεία του νερού, που μετά την παρέμβαση των κατακτητών δεν φτάνει πια στα σπίτια τους. Ως αποτέλεσμα της ταύτισης της οπτικής του αναγνώστη με αυτήν των δοκιμαζομένων ηρώων, αφενός συμμετέχουμε πλήρως στην αγωνία τους, βιώνουμε στο έπακρο τις περιπέτειές τους. Αφετέρου η συγκεκριμένη αφηγηματική στρατηγική της περιορισμένης οπτικής μας έχει ως συνέπεια την ατμόσφαιρα μυστηρίου, που κυριαρχεί στο έργο. Αυτό ισχύει για παράδειγμα όταν εμφανίζεται στην πόλη κάποιος άγνωστος άνδρας, ο οποίος επισκέπτεται το δάσκαλο Μπαλαούρδα, που τον υποδέχεται με εξαιρετική θερμότητα και σεβασμό και τον παρουσιάζει στον άρχοντα Ζαφειράκη, ο οποίος επίσης τον αντιμετωπίζει ως εξόχως σημαντικό πρόσωπο. Η ταυτότητα του συγκεκριμένου προσώπου και ακριβέστερα η ιδιότητά του, το ότι πρόκειται δηλαδή για Απόστολο της Φιλικής Εταιρείας, μας αποκαλύπτεται ύστερα από τεσσερισήμισι σελίδες μετά τη στιγμή της εμφάνισής του. Ο αφηγητής του βιβλίου εκτός από τα στοιχεία για τα γεγονότα, συχνότατα μας παρουσιάζει τις σκέψεις και τα συναισθήματα πλήθους ηρώων που συμμετέχουν σε αυτά, ταυτίζοντάς μας μαζί τους. Αναφέρεται λόγου χάριν στον πόνο της Μαρίας για το θάνατο της μητέρας της ή στην απόφασή της να μην απομακρυνθεί από την πόλη για να διασωθεί, επιθυμώντας να παραμείνει κοντά στα αγαπημένα της πρόσωπα που εξακολουθούν να μάχονται. Παρουσιάζει επίσης την πικρία του Νόνη για τις συνθήκες που βιώνουν τα εγγόνια του, τον πόνο του καθώς αντιλαμβάνεται ότι η ολοσχερής καταστροφή της Νάουσας θα είναι αναπόφευκτη μα και τη χαρά του για το πάθος των υπερασπιστών της έως την τελευταία στιγμή. Ο αφηγητής εστιάζεται ωστόσο και στον εσωτερικό κόσμο του Λουμπούτ, καθώς αυτός ανυπομονεί να εκτελέσει τη διαταγή του σουλτάνου του για αφανισμό των κατοίκων της Νάουσας ή απορεί για τις απεριόριστες ικανότητες των αντιπάλων του, που του προκαλούν αμφιβολίες για την επιτυχία του παρά τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή των δικών του δυνάμεων. Εδώ η συγκεκριμένη αφηγηματική επιλογή επιδιώκει να αναδείξει το βαθμό γενναιότητας των Ναουσαίων.
Βιβλιογραφία
-Αναγνωστόπουλος, Β. Δ. (1987). Τάσεις και Εξελίξεις της Παιδικής Λογοτεχνίας στη δεκαετία 1970-1980. Αθήνα: Οι Εκδόσεις των Φίλων.
-Γιάκος, Δ. (1993). Ιστορία της Ελληνικής Παιδικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Παπαδήμας.
-Νικολοπούλου, Α. (1990). Γράφοντας παιδικό ιστορικό βιβλίο, Διαδρομές, τ. 18, 102-105.
-Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Λ. (2001). Το μικρόβιο της ευεξίας, Ο κόσμος της Παιδικής/Νεανικής Λογοτεχνίας, τ. Α’, Η Συγγραφή και η Εικονογράφηση. Αθήνα: Καστανιώτης, 141-149.
-Χατζηθεοδώρου, Α. (1990). Οι διαγωνισμοί της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς και το ιστορικό μυθιστόρημα, Διαδρομές, τ. 18, 106-109.