«Έναν μύθο θα σας πω…»:
Μύθοι και παραμύθια
που ακόμη εμπνέουν!…
Ελένη Α. Ηλία
«Και της γιαγιάς η Κοκκινοσκουφίτσα ήταν όμορφη! Μονάχα… αυτό, μονάχα που ήταν… αλλιώτικη». Το απόσπασμα, που προέρχεται από το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη Αιολική Γη (εκδ. Εστία, σ. 70), αναφέρεται στον ενθουσιασμό των μικρών ηρώων οι οποίοι ακούν το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας άλλοτε από τη γιαγιά και άλλοτε από τον παππού τους, καθώς στις αφηγήσεις των δύο γερόντων διαφοροποιούνται πλήρως η αφηγηματική πλοκή, ο τόπος δράσης αλλά και τα χαρακτηριστικά των προσώπων του παραμυθιού. Συγκεκριμένα, η γιαγιά στην αφήγησή της δίνει έμφαση στην υποταγή των προσώπων του παραμυθιού στο πεπρωμένο. Ο δε παππούς μεταφέρει τη δράση τους στα Κιμιντένια, γεγονός από το οποίο απορρέει ο δεσμός του με τον τόπο του. Μέσα από τις διαφορετικές θεωρήσεις της Κοκκινοσκουφίτσας και του λύκου από τους δυο γέροντες προκύπτουν οι αντιθέσεις στην προσωπικότητα των τελευταίων. (Περισσότερα γι’ αυτή την αξιοσημείωτη αφηγηματική πρωτοτυπία του Βενέζη, βλ. στο βιβλίο μου Ο αναγνώστης και η Λογοτεχνική δημιουργία του Ηλία Βενέζη, εκδ. Αστήρ, 2000, σ. 149-150). Αντίστοιχα, στο κείμενο που ακολουθεί, περιλαμβάνονται μερικά από τα πιο δημοφιλή κλασικά παραμύθια και μύθοι, όπως τα έχουν αναπλάσει μαθητές μας στο Νηπιαγωγείο.
Οι αφηγήσεις τους εκτυλίχθηκαν στο πλαίσιο εμψυχωτικής εκπαιδευτικής δραστηριότητας που πραγματοποιήσαμε, προκειμένου το σύνολο της τάξης να ενθαρρυνθεί να εκφράσει τις αναγνωστικές εντυπώσεις, προσδοκίες κι επιθυμίες του1. Κατά τη δραστηριότητα αυτή τοποθετούμε σε κεντρικό σημείο της σχολικής αίθουσας πολλά, διαφορετικά, πολύχρωμα υφάσματα. Στο συγκεκριμένο χώρο, τον οποίο αποκαλούμε «Ωκεανό της Φαντασίας», κάθε παιδί κάνει διαδοχικά τη βουτιά του, ώστε ν’ αναφερθεί από εκεί στην προσωπική του εκδοχή για ένα δεδομένο παραμύθι, θα ήταν σκόπιμο να σημειώσω ότι οι παιδικές ιστορίες προέκυψαν ως απαντήσεις σε γενικές ή ειδικότερες, διευκρινιστικές ερωτήσεις που απευθύναμε με αφορμή προηγούμενες αποκρίσεις. Σε περιπτώσεις που διατύπωναν ασαφή νοήματα, επιμέναμε ώσπου να αποσαφηνίσουν πλήρως τις σκέψεις τους. Όταν εντοπίζαμε αντιφάσεις, τις επισημαίναμε προκειμένου να αποφασίσουν τι τελικά θα επιλέξουν και τι θα απορρίψουν. Επιπλέον, σχετικά με τις αδόκιμες εκφράσεις τους, προτείναμε εναλλακτικούς τρόπους διατύπωσης του συγκεκριμένου νοήματος, για να καταλήξουν τα ίδια στον προσφορότερο. Από την πρώτη στιγμή μάς εντυπωσίασε η υπευθυνότητα με την οποία αντιμετώπισαν αυτή τη δραστηριότητα. Τα ενδιέφερε να αποδοθούν με απόλυτη ακρίβεια οι όποιες σκέψεις τους. Πιθανόν αυτό να οφειλόταν στο γεγονός ότι καταγράφονταν οι απαντήσεις τους και στη συνέχεια διαβάζονταν χωρίς την παραμικρή απόκλιση. Ίσως ακόμη να οφειλόταν στην προοπτική της δημοσίευσης τους, την οποία είχαμε γνωστοποιήσει. Από την παραπάνω εμπειρία συμπερασματικά θα τόνιζα τον καθοριστικό ρόλο του δασκάλου στην επιτυχία σχετικών εγχειρημάτων. Με τη στάση του μπορεί να εμπνεύσει τα παιδιά και να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, ώστε αβίαστα και ειλικρινά να αποκαλύψουν τον εσωτερικό τους κόσμο2.
Η συμπαράθεση των δύο αφηγήσεων της Κοκκινοσκουφίτσας στην Αιολική Γη αναδεικνύει με πρωτοτυπία και αποτελεσματικότητα την αντίθεση ανάμεσα στις προσωπικότητες της γιαγιάς και του παππού. Ομοίως, η έκφραση του εσωτερικού κόσμου των μικρών μαθητών μας κατά την ανταπόκριση τους στα διάφορα παραμύθια και μύθους3 συμβάλλει στην ουσιαστική γνωριμία τους και, κατά συνέπεια, στη βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των μελών της σχολικής τάξης.
Οι παιδικές αφηγήσεις που παρατίθενται εδώ συμπεριλήφθηκαν στη μαθητική θεατρική παράσταση με τον τίτλο «Ταξίδια στον Ωκεανό της Φαντασίας με… μύθους και παραμύθια», που πραγματοποιήθηκε κατά τη λήξη της σχολικής χρονιάς. Καθώς τα παιδιά υποδύθηκαν εκεί τους ίδιους τους ήρωες των μύθων και των παραμυθιών, τα κείμενα τους είχαν μεταφερθεί στο α’ ενικό πρόσωπο, αποδόθηκαν δε είτε με μορφή μονολόγου είτε διαλογικά.
Στο σημείο αυτό ας ξεκινήσουμε με ορισμένες από τις αφηγήσεις που αναφέρονται στην Αρχαία Ελληνική Μυθολογία.
Στο μύθο του Δαίδαλου και του Ίκαρου4 η μικρή μαθήτρια διαφοροποίησε το τραγικό του τέλος, εμφανίζοντας τον πρώτο να προβλέπει και να προλαμβάνει τις πιθανές δυσάρεστες συνέπειες του νεανικού ενθουσιασμού και της επιπολαιότητας του γιου του: Ο Δαίδαλος έφτιαξε τέσσερις φτερούγες με πούπουλα πουλιών που μάζεψε ο γιος του ο Ίκαρος. Τις φόρεσαν και πέταξαν ως την Αθήνα. Ο Δαίδαλος είχε μεγάλη αγωνία γι’ αυτό το ταξίδι, γιατί στις πρόβες ο Ίκαρος τον παράκουγε. Έτσι πετούσαν μόνο τη νύχτα, που ο ήλιος κοιμόταν και δεν έλιωσαν οι φτερούγες τους. Τώρα πια, που έφτασαν σπίτι τους, δεν θα ξαναπετάξουν μέχρι ο Ίκαρος να μεγαλώσει. Τότε θα προσέχει περισσότερο.
Όσο για το επεισόδιο της Οδύσσειας που διαδραματίζεται στη χώρα των Κυκλώπων, ο πεντάχρονος μαθητής προτίμησε να αντικαταστήσει τις βίαιες σκηνές του με άλλες ηπιότερες και επέλεξε τελικά τη συμφιλίωση και την αρμονική συγκατοίκηση του Οδυσσέα με τον Πολύφημο: Ο Οδυσσέας ήρθε στο νησί μου και ήθελε να κλέψει τα πρόβατα μου. .Τον κυνήγησα μέχρι τη θάλασσα. Μπήκε στο καράβι του κι εγώ του πέταξα μια πέτρα. Δεν τον χτύπησα όμως. Τότε κολύμπησα και τον πρόφτασα. Έσπασα το καράβι του με τις γροθιές μου κι έσωσα τον Οδυσσέα. Όταν έφτασα σπίτι μου, ο πατέρας μου, ο Ποσειδώνας, μου έφερε στεγνά ρούχα να αλλάξω. Μετά που ξεθύμωσα, πήγα τον Οδυσσέα στην Ιθάκη με το δικό μου καράβι. Έγινε τρικυμία και βραχήκαμε κι οι δύο. Στο ταξίδι γίναμε φίλοι και θα μείνουμε μαζί στο νησί του για πάντα.
Συνεχίζουμε με το μύθο του Λα Φοντέν «Η αλεπού που έχασε την ουρά της», όπου δύο αγόρια νήπια ανέτρεψαν το διδακτικό στόχο του. Θυμίζουμε σχετικά ότι ο παιδευτικός χαρακτήρας των κλασικών μύθων συνίσταται στη διακωμώδηση της συμπεριφοράς διαφόρων ζώων που χρησιμοποιούνται ως σύμβολα ανθρώπινων τύπων (ιδιαίτερα κατατοπιστική είναι η σχετική μελέτη του Μ.Γ. Μερακλή με τίτλο «Οι μύθοι του Αισώπου» στο τχ, 167 του περιοδικού Διαβάζω, 6-5-1987, σσ. 23-29). Οι δύο μαθητές, αν και έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη δυσαρέσκεια που προκάλεσε στην αλεπού το ατύχημά της, επειδή ακριβώς την διαφοροποιούσε από τις άλλες αλεπούδες, ωστόσο τη θεώρησαν ωφελημένη από αυτό. Τα δυο αγόρια επεσήμαναν επίσης ότι η ωφέλεια της κολοβής αλεπούς αναγνωρίσθηκε τελικά έμπρακτα από τις υπόλοιπες, οι οποίες αποφάσισαν να μιμηθούν την πρωτοποριακή εμφάνιση της: « Η αλεπού κρυβόταν, γιατί ντρεπόταν που έγινε κολοβή. Ο λύκος πήγε στο σπίτι της και της είπε να μη στενοχωριέται. Δεν του άρεσε η ουρά της όταν ήταν μακριά, επειδή λερωνόταν με σκόνη, λάσπες και ξερά χορτάρια. Όταν η αλεπού άρχισε να ξαναβγαίνει, κατάλαβε ότι ο λύκος είχε δίκιο. Το κατάλαβαν και οι άλλες αλεπούδες, και έτσι έκοψαν όλες τις ουρές τους».
Για το μύθο του Σαμανιέχο «Το λιοντάρι και το ποντίκι» η μαθήτρια ανέφερε πως, αφού τo ποντικάκι ανταπέδωσε στο λιοντάρι προηγούμενη ευεργεσία του, η φιλική τους σχέση εξελίχθηκε σε συγγενικό δεσμό. Αρχικά το λιοντάρι περνούσε κάθε πρωί από το σπίτι του ποντικιού, για να το συνοδεύσει στο σχολείο του. Έτσι γνώρισε τη μαμά του, που ήταν χωρισμένη. Άρεσαν ο ένας στον άλλο και αποφάσισαν να παντρευτούν.
Ένας ακόμη μύθος του Σαμανιέχο που παρουσιάστηκε στα παιδιά ήταν «Ο ποντικός της εξοχής και ο ποντικός της πόλης». Αναπλάθοντας τον, ο μαθητής αφηγήθηκε ότι ένας ποντικός που ζούσε στην εξοχή, έλαβε μια πρόσκληση από τον ξάδερφο του, ο οποίος ήταν κάτοικος της πόλης, για να γιορτάσουν μαζί τα γενέθλια του. Πήγε στην πόλη, όπου έβρισκαν πολύ ωραίες τούρτες, αλλά δεν προλάβαιναν να τις φάνε, γιατί τούς κυνηγούσαν συνέχεια οι γάτες. Έτσι τα δύο ξαδέρφια εγκατέλειψαν την πόλη και εγκαταστάθηκαν στο χωριό, όπου θα μείνουν για πάντα, επειδή τους αρέσει περισσότερο.
Ακολουθούν πέντε κλασικά ή νεότερα παραμύθια που επίσης τα έχουν αναπλάσει νήπια, βουτώντας στον «Ωκεανό της Φαντασίας». Για τον δημοφιλή παιδικό ήρωα του Τζ. Μ. Μπάρι, Πίτερ Παν, παρουσιάζουμε την αφηγηματική εκδοχή ενός αγοριού και ενός κοριτσιού: Ο Πίτερ Παν πετάει συχνά για ας ανάγκες της δουλειάς του, που είναι να κυνηγάει πειρατές. Έχει παλέψει με τον κάπτεν Χουκ και τον έριξε στους κροκόδειλους, για να ελευθερώσει όλα τα χαμένα παιδιά που ο πειρατής κρατούσε φυλακισμένα στο καράβι του. “Υστερα ο Πίτερ Παν ξεκίνησε ένα ταξίδι στη χώρα του Ποτέ μαζί με τη Γουέντι και τ’ αδερφάκια της. Αυτοί πετούσαν με το αεροπλάνο κι ο ήρωας πετούσε δίπλα στο παράθυρο τους. Όμως δεν έφτασαν ποτέ σ’ αυτή τη χώρα, γιατί δεν υπάρχει. Τα παιδιά γύρισαν σπίτι τους οι ο Λονδίνο κι ο Πίτερ Παν έφυγε για τον τόπο του, που είναι ο Βόρειος Πόλος.
Στο παραμύθι του Άντερσεν «Το ασχημόπαπο». κύριος ήρωας είναι ένα πανάσχημο πουλάκι, που εξαιτίας της εμφάνισης του κανένας δεν το αντιμετωπίζει με αγάπη και τρυφερότητα. Η μαθήτρια ωστόσο, αναπλάθοντας το γνωστό παραμύθι, φροντίζει να μετριάσει τη δυστυχία του μικρού κύκνου, που την αποδίδει στη συνειδητοποίηση της ασχήμιας του, εμφανίζοντας τον περίγυρο του εξαιρετικά φιλικό μαζί του. Αναλυτικότερα, το κοριτσάκι αναφέρεται στις αδιάκοπες προσπάθειες της μητέρας πάπιας και των θηλυκών παιδιών της αφενός να κάνουν το ασχημόπαπο ομορφότερο με τις περιποιήσεις τους κι αφετέρου να το εμποδίσουν να αντιληφθεί τη δυσάρεστη αλήθεια για την εμφάνιση του. Όταν δε ο ήρωας εξελίσσεται σ’ έναν πανέμορφο κύκνο, είναι η ίδια του η μητέρα που τον πηγαίνει για πρώτη φορά στην κοντινή λίμνη, προκειμένου να καθρεφτιστεί, ώστε να γίνει ευτυχισμένος. Από τότε ο ήρωας επισκέπτεται συχνά τη συγκεκριμένη λίμνη, επειδή του αρέσει να κάνει παρέα με τους άλλους κύκνους που επίσης συχνάζουν εκεί.
Αντίστοιχα, στο παραμύθι των Γκριμ «Ο Κοντορεβιθούλης», η πεντάχρονη μαθήτρια αποφεύγει να αποδώσει την περιπέτεια του μικρού ομώνυμου ήρωα και των αδερφών του στην επιλογή του πατέρα τους να τούς εγκαταλείψει στο δάσος. Επιπλέον, ένας τετράχρονος μαθητής, με την εκδοχή του για μεταστροφή της στάσης του γίγαντα, απαλλάσσει για πάντα τα παιδικά αφηγηματικά πρόσωπα του παραμυθιού από κάθε φόβο και κίνδυνο: Κάποτε ο Κοντορεβιθούλης έκανε ένα ταξίδι στην Αγγλία μαζί με τη μαμά και το μπαμπά του. Όταν επέστρεψαν, βρήκαν την πόρτα της καλύβας τους σπασμένη και τ’ αδερφάκια του δεν ήταν εκεί. Ο Κοντορεβιθούλης κατάλαβε ότι θα τα είχε πάρει ο γίγαντας. Δεν τον είχε συναντήσει ποτέ, αλλά είχε δει τις πατημασιές του κι έτσι ήξερε ότι υπάρχει. Πήγε στο σπίτι του γίγαντα και ζήτησε από τη γυναίκα του να βοηθήσει. Εκείνη έβγαλε τα παιδάκια έξω χωρίς να την καταλάβει ο άντρας της. Τα έριξε σε μια σακούλα και είπε ότι πηγαίνει να πετάξει τα σκουπίδια. Τα παιδιά γύρισαν σπίτι τους κι από τότε ζουν ευτυχισμένα. Ο γίγαντας πήγε στον πατέρα τους και του έδωσε χρήματα, για να μπορέσει να ζήσει την οικογένεια του. Έγινε καλός με τον Κοντορεβιθούλη και τους δικούς ιου, επειδή του το ζήτησε η γυναίκα του.
Περνάμε στο παραμύθι της «Κοκκινοσκουφίτσας·, με την αναφορά στο οποίο ξεκινήσαμε αυτό το άρθρο. Ο λύκος που παρουσίασαν τρία νήπια, αναπλάθοντας την εκδοχή του Περό που τους αφηγηθήκαμε, δεν είναι ανθρωποφάγος. Προκειμένου όμως να επιβιώσει, να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του ή ακόμη και να διασκεδάσει, γίνεται σε αρκετές περιπτώσεις ενοχλητικός για τη μικρή ηρωίδα και την οικογένειά της. Η Κοκκινοσκουφίτσα με τη μαμά και τη γιαγιά της βγήκαν στο δάσος για να μαζέψουν πεταλούδες. Όταν γύρισαν σπίτι, κάποιοι είχαν κλέψει όλα τους τα χρήματα. Είχαν πάει και στο σπίτι της γιαγιάς κι έκλεψαν. Ο μπαμπάς είπε ότι το έκανε ο λύκος. Μια μέρα που η Κοκκινοσκουφίτσα συνάντησε το λύκο, αυτός την κυνήγησε και την έριξε στη λίμνη. Όταν το κοριτσάκι γύρισε βρεγμένο στους γονείς του, ο μπαμπάς θύμωσε πολύ με το λύκο και πήγε να τον βρει. Ο λύκος ήταν στο σπίτι της γιαγιάς. Την είχε κλειδώσει στη ντουλάπα και κοιμόταν αυτός στο κρεβάτι της. Ο μπαμπάς της Κοκκινοσκουφίτσας άνοιξε την κοιλιά του λύκου κι έβαλε μέσα μια κοτρόνα. Είπε στην κόρη του ότι ο λύκος θα βουλιάξει μες στη λίμνη όταν πάει για νερό. Η Κοκκινοσκουφίτσα όμως πιστεύει ότι ο λύκος είναι καλά. Δεν την έχει ενοχλήσει πάλι, γιατί στο δάσος άνοιξε ένα εστιατόριο για λύκους. Εκεί πηγαίνει και τρώει χωρίς να πληρώνει κι έτσι δεν χρειάζεται να κλέβει πια.
Ολοκληρώνουμε με το πρόσφατο παραμύθι του Geoffroy de Pennart «Ο καλόκαρδος λύκος» (εκδ. Παπαδόπουλος). Σε αυτό κυριαρχούν οι διακειμενικές αναφορές στα κλασικά παραμύθια «Τα εφτά κατσικάκια», «Η Κοκκινοσκουφίτσα», «Τα τρία γουρουνάκια», «Ο Πέτρος και ο λύκος», και «Ο Κοντορεβιθούλης», τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με τo λύκο, το κύριο αφηγηματικό πρόσωπο αυτού του βιβλίου, που δυσκολεύεται να επιβιώσει, επειδή είναι συναισθηματικός και δεν τρώει τους αγαπημένους μας ήρωες. Τελικά ο λύκος τρώει το γίγαντα που κρατούσε φυλακισμένο τον Κοντορεβιθούλη με τα αδερφάκια του, τα οποία και ελευθερώνονται. Στο κείμενο που ακολουθεί, τέσσερα νήπια παρεμβαίνουν στον αρχικό μύθο μέσα από τον Ωκεανό της Φαντασίας: Ένα μεσημέρι που ο λύκος ήταν πολύ πεινασμένος, συνάντησε τη μαμά–κατσίκα με τα εφτά κατσικάκια της. Λυπήθηκε να τους φάει όλους κι έφαγε μόνο το πιο μικρό κατσικάκι, που ήταν και το πιο όμορφο. Σκεφτόταν πως οι γονείς του θα τον μάλωναν, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έπρεπε οπωσδήποτε να φάει κάτι. Μετά από μερικές μέρες που πεινούσε ξανά πάρα πολύ, έφαγε ια τρία γουρουνάκια. Φύλαξε όμως τις κιθάρες χους, για να πάει κάποτε στη Βρέμη, να σπουδάσει μουσική. Μια άλλη φορά που τριγυρνούσε πεινασμένος, συνάντησε τον Πέτρο, ένα μικρό αγόρι, που τον έψαχνε για να τον σκοτώσει. Το παιδί ήθελε να γλιτώσει τους ήρωες των παραμυθιών από το λύκο. Ο λύκος, μόλις είδε το όπλο του Πέτρου, το έβαλε στα πόδια. Έφτασε σ‘ ένα μεγάλο σπίτι και χτύπησε την πόρτα, για να τον κρύψουν. Άνοιξε ένας γίγαντας που τον έδιωξε. Ο λύκος θύμωσε πάρα πολύ. Έσπασε την πόρτα, νίκησε το γίγαντα και τον έφαγε. Ύστερα ελευθέρωσε ένα καναρίνι που ήταν στο κλουβί. Επειδή έφαγε ολόκληρο το γίγαντα, έγινε ο πιο μεγάλος λύκος του κόσμου κι όλοι οι άλλοι λύκοι τον θαύμαζαν. Όμως αυτός γύρισε πίσω στους γονείς του και τούς είπε ότι δεν θα ξαναφύγει ποτέ. Δεν ήθελε να λυπάται για τα ζώα που έτρωγε και να κινδυνεύει από τους κυνηγούς. Είναι αξιοσημείωτο ότι και οι υπόλοιποι μαθητές εμφάνισαν το λύκο να τρώει πρόβατα ή λαχανικά των χωρικών και όχι την Κοκκινοσκουφίτσα ή άλλον άνθρωπο. Η κατά κάποιο τρόπο αμφισβήτηση της εικόνας του κακού λύκου από τα συγκεκριμένα νήπια, με ερέθισμα το συγκεκριμένο λογοτεχνικό έργο, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα αποτελέσματα έρευνας που παρουσιάζεται στο άρθρο της Αγγελικής Γιαννικοπούλου «Ποιος φοβάται το μεγάλο λύκο; Τα μικρά παιδιά απέναντι στο λογοτεχνικό του στερεότυπο». Διαδρομές, τχ. 5, Άνοιξη 2002, σσ. 9-16), απ’ όπου προκύπτει ότι το στερεότυπο του «κακού λύκου» είναι ιδιαίτερα ισχυρό και οι μικροί αναγνώστες δεν μπορούν αδικαιολόγητα να δεχθούν διαφοροποίηση του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Με δεδομένο ότι κατά την ανάγνωση κάθε λογοτεχνικού έργου αναδημιουργούμε το νόημα του, το προσαρμόζουμε στα προσωπικά μας ενδιαφέροντα και το γνωστικό μας υπόβαθρο, όπως ο Northop Frye επισημαίνει σε συνέντευξη του στο περιοδικό Language Arts, τ. 57, τχ. 2, Φεβρουάριος 1980, σο. 199-206, η λογοτεχνική διδασκαλία θα πρέπει να επιτρέπει την ελεύθερη διαπραγμάτευση της υποκειμενικότητας του αναγνώστη (Nodelman P., The Pleasures of Children‘s Literature, εκδ. Longman, Λονδίνο 1992, σσ. 138-139).
2, Αναφορικά με τη συμβολή του δασκάλου κατά τη διδασκαλία της λογοτεχνίας, προτείνεται από τους Β. Αποστολίδου, Γ. Πασχαλίδη και Ε. Χοντολίδου να περιορίζεται στο συντονισμό της με ίσους όρους συνομιλίας του με τους μαθητές του (βλ. το άρθρο τους «Η Λογοτεχνία στην Εκπαίδευση: Προϋποθέσεις για ένα νέο πρόγραμμα διδασκαλίας» στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, τ. 57, 1995, σσ. 78-89). Μεγάλο ενδιαφέρον για το ρόλο ειδικότερα του νηπιαγωγού στη δημιουργία αφηγηματικών και άλλων κειμένων από τα νήπια παρουσιάζει η σχετική έρευνα των Marina Pascucci και Franca Rossi που έχει δημοσιευτεί με τον τίτλο «Όχι μόνο γραφέας» στο περιοδικό Γέφυρες, τχ. 6, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2002, σσ. 16-23.
- Κατά τη λογοτεχνική ανάγνωση έχουμε την ευχέρεια να παρατηρούμε τον εαυτό μας ως δρων υποκείμενο (W. Iser, The Act of Reading. A Theory of Aesthetic Response, Baltimore and London, The Johns Hopkins University Press, 1991, σσ. 128, 134). Συνεπώς, η επαφή με τη λογοτεχνία προωθεί την αυτογνωσία.
- Οι μύθοι και τα παραμύθια στα οποία αναφερόμαστε εδώ παρουσιάστηκαν στα νήπια με τη μορφή εικονογραφημένων βιβλίων από τις σειρές «Μύθοι και Θρύλοι» και «Κλασικά Παραμύθια» των εκδόσεων Κέδρος.