Αρχείο ετικέτας Μιλτιάδης Κωνσταντίνου

Η “σκάλα” του Θεού. Σχόλιο στα Βιβλικά αναγνώσματα του Δεκαπενταύγουστου: Γεν κη´10-17 και Φιλ 2:5-11

Γράφει ο ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ· Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ – Άρχων Διδάσκαλος του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.

Η γιορτή της Παναγίας είναι αναμφίβολα το πιο διαδεδομένο πανηγύρι του καλοκαιριού σε ολόκληρο τον Ορθόδοξο κόσμο. Σχεδόν δεν υπάρχει περιοχή στην Ελλάδα που να μην έχει την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου κάποιο πανηγύρι προς τιμήν της Παναγίας. Πέρα από το λαογραφικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα πανηγύρια αυτά, από θεολογική άποψη η εξαιρετική τιμή που αποδίδεται στο πρόσωπο της Παναγίας σχετίζεται με τον ιδιαίτερο ρόλο που κατά την Ορθόδοξη θεολογική σκέψη παίζει η Θεοτόκος στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου.

Η κατανόηση του θεολογικού περιεχομένου της γιορτής προϋποθέτει την αποσαφήνιση του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει κανείς την Αγία Γραφή. Όπως σαφώς διακηρύσσει ο απόστολος Παύλος, οι χριστιανοί ως «διάκονοι της Καινής Διαθήκης» αξιώθηκαν από τον Θεό να υπηρετήσουν «όχι το γράμμα του Νόμου αλλά το Πνεύμα του Θεού» (2Κο 3:6), τους δόθηκε, δηλαδή, με τη μεσολάβηση του Χριστού η δυνατότητα για μια άλλη θεόπνευστη κατανόηση της Γραφής στο φως της οποίας το περιεχόμενο των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης αποκτά νέα σημασία και καθιστά τα βιβλικά κείμενα ανοιχτά σε κάθε παρόν (πρβλ., 2Κο 3:12-18).

Αυτή η νέα δυνατότητα νομιμοποιεί και την εφαρμογή από πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας της τυπολογικής ερμηνείας της Βίβλου. Έτσι, η Αγία Γραφή δεν κατανοείται πλέον σαν ένα βιβλίο που περιέχει διδακτικές αφηγήσεις ή ιστορικές πληροφορίες για πρόσωπα και γεγονότα ενός πολύ μακρινού παρελθόντος, αλλά ως μια καταγραφή των εμπειριών της κοινότητας εκείνης η οποία βίωσε την αποκάλυψη του Θεού μέσα στην Ιστορία της και την ερμήνευσε αυθεντικά, ώστε να κατανοήσει για την ίδια και για τις επόμενες γενιές το θέλημα του Θεού και το σχέδιό του για τον κόσμο. Διαβάζοντας, κατά συνέπεια, κανείς τις ιστορίες της Βίβλου ως μια καταγραφή της πορείας των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο, θα διαπιστώσει – ανεπάντεχα ίσως – ότι, αν και η Αγία Γραφή φαίνεται να αφιερώνει ελάχιστους μόνο στίχους για να περιγράψει το ιστορικό πρόσωπο της Μαρίας, η μορφή και ο ρόλος της Παναγίας στην ιστορία της σωτηρίας προβάλλουν γλαφυρά πίσω από κάθε επεισόδιο αυτής της ιστορίας.

Από μια επισκόπηση, λοιπόν, ολόκληρης της ιστορίας των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο, όπως αυτές σκιαγραφούνται μέσα στην Αγία Γραφή και κατανοούνται στο πλαίσιο της Εκκλησίας, θα προκύψει ότι, καθ’ όλη τη μακρά αυτή πορεία των σχέσεων, προκειμένου ο Θεός να σώσει τον άνθρωπο δεν παραβιάζει ποτέ την ελευθερία του, αλλά επιδιώκει πάντοτε τη συνεργασία μαζί του. Πίσω από τις αφηγήσεις, που περιγράφουν διάφορα επεισόδια αυτής της επιδίωξης του Θεού για ανθρώπινη συμμετοχή στο σχέδιό του, είδε η Εκκλησία να σκιαγραφείται ο ρόλος της Παναγίας στο έργο της σωτηρίας. Στο πλαίσιο της νέας προσέγγισης της Παλαιάς Διαθήκης από τη χριστιανική Εκκλησία, όπως αυτή περιγράφτηκε παραπάνω, τα κείμενα που διαβάζονται κατά την ακολουθία του Εσπερινού των αφιερωμένων στην Παναγία γιορτών αποκτούν ένα εντελώς καινούργιο περιεχόμενο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρώτο από τα αναγνώσματα αυτά, το οποίο αναφέρεται σε ένα όνειρο που είδε ο εγγονός του Αβραάμ, ο Ιακώβ, στη Βαιθήλ (Γεν 28:10-17).

Ο Ιακώβ εμφανίζεται στο κείμενο αυτό σε ένα οριακό για τη ζωή του σημείο· δραπετεύει από ένα παρελθόν που είναι απειλητικό για τον ίδιο και πορεύεται προς ένα μέλλον εντελώς αβέβαιο. Έχει εξαπατήσει και τον αδελφό του και τον πατέρα του, και τώρα είναι αναγκασμένος να αυτοεξοριστεί για να αποφύγει τις συνέπειες. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή της απελπισίας, της απόγνωσης, του αδιεξόδου και της έλλειψης προοπτικών, τον συναντάει ο Θεός, για να ανανεώσει μαζί του τη Διαθήκη που είχε κλείσει με τον προπάτορά του, τον Αβραάμ. Η συνάντηση πραγματοποιείται μέσα από ένα όνειρο. Ο Ιακώβ πέφτει να κοιμηθεί και στον ύπνο του βλέπει μια σκάλα να ενώνει τη γη με τον ουρανό και στην κορυφή της τον Θεό να του υπόσχεται ότι θα του δώσει τη χώρα την οποία τώρα ετοιμάζεται να εγκαταλείψει, θα του χαρίσει πλήθος απογόνων και θα του συμπαρασταθεί σε όλες τις επιλογές του. Ο Ιακώβ ξυπνάει και αναγνωρίζει τον τόπο εκείνο ως “οίκο” του Θεού και “πύλη” του ουρανού.

Τόσο η στιγμή της ανανέωσης της Διαθήκης όσο και το πρόσωπο με το οποίο αυτή συνάπτεται θέτουν με τον πιο έντονο τρόπο το ερώτημα για τα κριτήρια των επιλογών του Θεού. Απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να προκύψει από μια επισκόπηση ολόκληρης της ιστορίας των σχέσεων του Θεού με τον λαό του. Ολόκληρη η ιστορία του Ισραήλ, όπως περιγράφεται στη Βίβλο, χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή περιόδων κρίσεων και περιόδων δυναμικής πορείας προς την πραγμάτωση των στόχων του σχεδίου της θείας οικονομίας. Ο Αβραάμ είναι γέρος και άτεκνος, ο Ισαάκ οδηγείται στο θυσιαστήριο, ο Ιακώβ αναγκάζεται σε φυγή στη Μεσοποταμία, ο Ιωσήφ καταλήγει στις φυλακές της Αιγύπτου, ο Μωυσής ρίχνεται στον Νείλο και αργότερα αυτοεξορίζεται στην Μαδιάμ, οι Ισραηλίτες στην έρημο αντιμετωπίζουν πλήθος κινδύνων από πείνα, δίψα, ληστρικές επιδρομές και εσωτερικές επαναστάσεις· οχυρωμένες πόλεις εμφανίζονται σαν ανυπέρβλητα εμπόδια για την κατάκτηση της Χαναάν, η εχθρότητα των γειτονικών φυλών κατά την περίοδο των κριτών απειλεί με αφανισμό τον λαό του Θεού, ο Σαούλ, παρά τη γενναιότητά του, κρίνεται από τον Θεό ακατάλληλος για την εκπλήρωση των στόχων της εκλογής του, ο Δαβίδ αντιμετωπίζει αλλεπάλληλες αρνητικές καταστάσεις εξαιτίας των αμαρτιών του, το βασίλειο που ίδρυσε διασπάται και η διαφθορά της βασιλικής και θρησκευτικής εξουσίας στους επόμενους αιώνες θα φέρουν ως αποτέλεσμα την καταστροφή των βασιλείων, την εξορία του λαού και τη διασπορά του σε ολόκληρη τη γη.

Όλες αυτές οι αρνητικές καταστάσεις φαίνονται ανυπέρβλητες και απειλούν με ματαίωση το σχέδιο της θείας οικονομίας, όμως ο Θεός επεμβαίνει πάντοτε την κατάλληλη στιγμή για να δώσει λύσεις στα αδιέξοδα, εκλέγοντας για τον σκοπό αυτόν τα πρόσωπα εκείνα που αυτός θεωρεί κάθε φορά κατάλληλα. Αυτό που καθιστά ένα πρόσωπο άξιο της θείας εκλογής δεν είναι κάποιες ιδιαίτερες σωματικές ή διανοητικές ικανότητές του, ούτε καν η ηθική του, αλλά η ετοιμότητά του για υπακοή στο θέλημα του Θεού. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα πρόσωπα που επιλέγονται από τον Θεό για την επίτευξη των στόχων του θεωρούνται από τους ανθρώπους εντελώς ακατάλληλα, αλλά όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο απόστολος Παύλος στην Α´ Προς Κορινθίους Επιστολή του (1:27-28): «Αυτούς που ο κόσμος τούς θεωρεί αφελείς, εκείνους διάλεξε ο Θεός για να ντροπιάσει τελικά τους σοφούς· κι αυτούς που ο κόσμος τούς θεωρεί ανίσχυρους, εκείνους διάλεξε ο Θεός για να ντροπιάσει τελικά τους κατά κόσμον ισχυρούς· κι αυτούς που ο κόσμος τούς θεωρεί παρακατιανούς και περιφρονημένους, εκείνους διάλεξε ο Θεός, τα μηδενικά, για να καταργήσει όσους θαρρούν πως είναι κάτι».

Οι εκλεκτοί, κατά συνέπεια, του Θεού δεν είναι αγγελικές υπάρξεις ούτε διαθέτουν κάποια ειδικά προσόντα ή ιδιαίτερες ικανότητες, αλλά είναι άνθρωποι με πάθη και αδυναμίες· όμως η ταπεινή υποταγή και η ανταπόκρισή τους στο θείο θέλημα τούς αξιώνει να γίνουν συνεργάτες του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την εμφάνισή του ο Θεός στο όνειρο του Ιακώβ δεν ασκεί καμιά κριτική για τις προηγούμενες ενέργειές του σε βάρος του πατέρα του και του αδελφού του, αλλά απευθύνεται προς αυτόν με μια σειρά υποσχέσεων χωρίς να θέτει οποιονδήποτε όρο. Έτσι, η παρέμβαση του Θεού στη ζωή του Ιακώβ μετατρέπει έναν ασήμαντο τόπο στη μέση του πουθενά και μια πέτρα σε “οίκο Θεού” και “πύλη του ουρανού”, και αυτό αναγνωρίζεται από έναν εγωκεντρικό και υπολογιστή άνθρωπο, ο οποίος θα μετατραπεί έτσι σε όργανο του Θεού για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας. Μέσα από την αφήγηση για το όνειρο του Ιακώβ προβάλει με ιδιαίτερα εντυπωσιακό τρόπο ο καθοδηγητικός ρόλος του Θεού στην παγκόσμια ιστορία, καθώς ο αποφασιστικός παράγοντας που κινεί την Ιστορία είναι η χάρη και η δύναμη του Πνεύματός του και όχι οι όποιες ικανότητες των πρωταγωνιστών.

Όταν, λοιπόν, ήρθε ο κατάλληλος καιρός, ο Θεός αναζήτησε άλλον έναν άνθρωπο, που και πάλι ελεύθερα και χωρίς καταναγκασμό, θα δεχόταν να συνεργαστεί μαζί του. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι χωρίς αυτήν την απροϋπόθετη συνεργασία της Μαρίας η πραγματοποίηση του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου θα ήταν αδύνατη. Όπως υπενθυμίζει η Εκκλησία με την επιλογή της περικοπής Φιλ 2:5-11 ως αποστολικού αναγνώσματος της γιορτής στους σύγχρονους πιστούς, η Μαρία είχε κατορθώσει να επιτύχει αυτό που παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος στους πιστούς της εποχής του: «Φροντίστε στις μεταξύ σας σχέσεις να σκέφτεστε όπως κι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος ως πραγματικός Θεός που ήταν, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό σαν κάτι ξένο που το άρπαξε, αλλά δέχτηκε να γίνει ένα τίποτα, να μοιάσει με δούλο, καθώς έγινε ίδιος με τους ανθρώπους· και όντας πραγματικός άνθρωπος, δέχτηκε να ταπεινωθεί, υπακούοντας στον Θεό μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού» (Φιλ 2:5-7).

Το παραπάνω κείμενο, μια από τις αρχαιότερες ομολογίες πίστεως της Εκκλησίας, περιγράφει μια επαναστατική για τις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο αλήθεια. Μόνον αυτό που κατέχει κανείς πραγματικά μπορεί να το μοιραστεί με τους άλλους· αντίθετα, εκείνο που δεν του ανήκει και το αποκτά δι’ αρπαγής το κρατάει για τον εαυτό του, στερούμενος έτσι της χαράς του μοιράσματος και της σχέσης με τον άλλον. Ο Χριστός ως πραγματικός Θεός θέλει και προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα μετοχής στη θεότητά του, για να το κάνει όμως αυτό χρειάζεται να σαρκωθεί. Και η Μαρία προσφέρει στον Θεό αυτό ακριβώς που δεν έχει, τη σάρκα, για να το κάνει όμως αυτό χρειάζεται να υποτάξει το δικό της θέλημα στο θέλημα του Θεού. Έτσι, η Μαρία κατόρθωσε να μιμηθεί τον Χριστό, όπως παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος, πριν ακόμη γεννηθεί ο Χριστός. Και αφού ήταν ένας κοινός άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, έγινε το σύμβολο της ανθρώπινης συμμετοχής στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου.

Αυτός είναι ο λόγος που το πρώτο ανάγνωσμα του Εσπερινού της γιορτής του Κοιμήσεως της Θεοτόκου αναφέρεται στο όνειρο του Ιακώβ και από αυτήν τη σκηνή είναι επηρεασμένη και η εικονογραφία των ορθόδοξων εκκλησιών. Το αρχιτεκτονικό τμήμα της εκκλησίας που συνδέει το δάπεδο, σύμβολο της γης, με την οροφή, σύμβολο του ουρανού, είναι η κόγχη του ιερού και γι’ αυτό στο συγκεκριμένο σημείο εικονογραφείται αυτή που σαν άλλη σκάλα του Ιακώβ ένωσε τη γη με τον ουρανό.

Η τοποθέτηση, λοιπόν, από την ορθόδοξη παράδοση μιας γiορτής της Παναγίας στην αρχή και στο τέλος κάθε εκκλησιαστικού έτους, σηματοδοτεί την ανανέωση της δέσμευσης των χριστιανών προς τον Θεό να είναι πάντοτε έτοιμοι -μιμούμενοι την ετοιμότητα της Μαρίας, και αναγνωρίζοντας το μερίδιο της δικής τους ευθύνης για τη σωτηρία του κόσμου- να συνεργαστούν μαζί του, ώστε «κάθε γλώσσα να ομολογήσει ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός» (Φιλ 2:11).

ΠΗΓΗ

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ INFO

Η αγάπη ως υπέρβαση της δικαιοσύνης. Σχόλιο στα Βιβλικά Αναγνώσματα: 1Κο 6:12-20 και Λου 15:11-32

Του ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ· Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ και Άρχοντος Διδασκάλου του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας

Οι σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο και οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους αποτελούν το κεντρικό θέμα της παραβολής που περιέχεται στο Λου 15:11-32. Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η συγκεκριμένη περικοπή συνοψίζει το περιεχόμενο ολόκληρης της Αγίας Γραφής, αφού όλα όσα περιέχονται σ’ αυτήν στο ίδιο θέμα αναφέρονται.

Οι ιστορίες, οι αφηγήσεις, οι θρύλοι και οι παραδόσεις, τα νομικά κείμενα, τα ποιήματα και τα τραγούδια, οι προφητείες, οι παραβολές και τα οράματα, όλα αρμονικά συνταγμένα σε ένα ενιαίο έργο, αποσκοπούν στο να φωτίσουν επιμέρους πλευρές αυτής της μακράς ιστορίας σχέσεων, που αρχίζει από τη δημιουργία του κόσμου και φτάνει μέχρι τα έσχατα. Και είναι γνωστό ότι οι σχέσεις αυτές καθορίζονται από την αρχή ως το τέλος από τους όρους της Διαθήκης. Μέσα στη μακραίωνη ιστορία των σχέσεών του με τους ανθρώπους ο Θεός δεσμεύεται με διάφορες υποσχέσεις απέναντί τους, θέτει όμως ως προϋπόθεση για την εκπλήρωσή τους και τη δέσμευση των ανθρώπων απέναντί του ότι θα τηρήσουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Διαθήκη που έχουν συνυπογράψει.

Οι υποσχέσεις, που ακολουθούν κάθε πρόσκληση των ανθρώπων από τον Θεό για συνεργασία, δεν έχουν την έννοια της προσφοράς ανταλλαγμάτων, αλλά αποτελούν απόδειξη της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο και του συνεχούς ενδιαφέροντός του γι’ αυτόν. Η πλήρωση των υποσχέσεων προς τους πατριάρχες του Ισραήλ, με την εγκατάσταση στη Χαναάν μετά την έξοδο από την Αίγυπτο, αποτελεί απόδειξη της πιστότητας του Θεού και εγγύηση για την τελική εκπλήρωση όλων των υποσχέσεων που δόθηκαν στους προφήτες. Και στο σημείο αυτό βρίσκεται η ανθρώπινη ευθύνη. Ο Θεός δεν διστάζει να προκαλέσει τους ανθρώπους με το στόμα του προφήτη Ησαΐα: «Ελάτε να κριθούμε μεταξύ μας» (Ησα 1:16). Ο Θεός δέχεται να θέσει όλες του τις ενέργειες υπό τον ανθρώπινο έλεγχο, ενώ είναι προφανές ότι ουδείς άνθρωπος θα τολμούσε ποτέ να προκαλέσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τον Θεό.

Παρ’ όλα αυτά ο Θεός δεν εγκαταλείπει τους ανθρώπους. Όταν θα νιώσει εγκαταλελειμμένος από τον λαό του, θα αναλάβει νέα πρωτοβουλία. Θα εξαγγείλει με το στόμα του προφήτη Ιερεμία τη σύναψη μιας νέας συμφωνίας: «Έρχονται μέρες που θα συνάψω καινούργια διαθήκη με τον λαό του Ισραήλ και του Ιούδα· δεν θα ’ναι όμοια με τη διαθήκη που είχα συνάψει με τους προγόνους τους… επειδή εκείνοι δεν τήρησαν τη διαθήκη μου κι εγώ τους παραμέλησα… Θα βάλω τους νόμους στη συνείδησή τους και θα τους γράψω στην καρδιά τους. Θα είμαι ο Θεός τους κι αυτοί θα είναι ο λαός μου. Δεν θα διδάσκει πια ο καθένας τον συμπολίτη του ή τον συγγενή του προτρέποντάς τον: “Γνώρισε τον Κύριο”· γιατί όλοι τους θα με γνωρίζουν, από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο, γιατί θα συγχωρήσω τις αδικίες τους και δεν θα θυμηθώ πια τις αμαρτίες τους» (Ιερ 38:31-34).

Ο Θεός τήρησε και αυτή την υπόσχεσή του. Η νέα συμφωνία υπογράφτηκε μέσω του Ιησού Χριστού με τους μαθητές του. Τις καρδιές των χριστιανών χρησιμοποίησε αυτή τη φορά αντί για πέτρινες πλάκες, προκειμένου να γράψει τους όρους της συμφωνίας και τις αμαρτίες των χριστιανών συγχώρησε. Το ερώτημα όμως είναι αν πράγματι οι χριστιανοί ανταποκρίθηκαν στους όρους της νέας συμφωνίας, αν πράγματι γνώρισαν τον Θεό.
Όπως είναι γνωστό, πολύ συχνά ο Ιησούς, προκειμένου να κάνει το μήνυμά του κατανοητό στους απλούς ανθρώπους, μιλούσε με παραβολές. Έλεγε, δηλαδή, μια ιστορία, από το περιεχόμενο της οποίας μπορούσε να αντλήσει κανείς πολύτιμα ηθικά συμπεράσματα και υψηλές θεολογικές αλήθειες. Συμβαίνει όμως συχνά, επειδή οι ιστορίες αυτές περιέχουν εντυπωσιακές εικόνες, να μένει κανείς στις εξωτερικές περιγραφές και να χάνει από τα μάτια του το βαθύτερο νόημά τους.

Η πολύ γνωστή ““Παραβολή του Ασώτου” είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της παρεξήγησης. Περιεχόμενο της παραβολής είναι η παράλληλη ιστορία δύο αδελφών, από τους οποίους ο μικρότερος πήρε το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογούσε και το κατασπατάλησε, ενώ ο μεγαλύτερος έμεινε κοντά στον πατέρα του. Όταν ο άσωτος γιος βρέθηκε σε δύσκολη θέση, ξαναγύρισε μετανοιωμένος στον πατέρα του, ο οποίος όχι μόνο δεν τον έδιωξε, αλλά και τον καλοδέχτηκε, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του άλλου γιου του.

Αν και το πρόσωπο που φαίνεται να πρωταγωνιστεί στην ιστορία είναι ο άσωτος, στόχος της παραβολής είναι να διδάξει τις συνέπειες που έχει για τη ζωή των χριστιανών η αναγνώριση ότι ο Θεός είναι ο πατέρας τους. Προσεκτικότερη ανάγνωση της παραβολής θα δείξει ότι η μορφή που στην πραγματικότητα κυριαρχεί και στα δύο μέρη της είναι αυτή του σπλαχνικού πατέρα. Αυτός δίνει χωρίς αντίρρηση το μερίδιο στον γιο του που του το ζητάει, σεβόμενος την ελεύθερη επιλογή του. Αυτός είναι που καθημερινά περιμένει να γυρίσει ο γιος του και γι’ αυτό τον διακρίνει από μακριά. Αυτός είναι που δεν έχει την υπομονή να περιμένει να έρθει ο γιος του και να ζητήσει συγγνώμη, αλλά τρέχει πρώτος να τον προϋπαντήσει και να τον σφίξει στην αγκαλιά του χωρίς μνησικακία.

Ούτε για μια στιγμή δεν συζητάει ο πατέρας το αίτημα του γιου του να τον προσλάβει ως υπάλληλό του, αλλά τον αποκαθιστά αμέσως στην αρχική του θέση. Ακόμη και στους στίχους που αναφέρονται στην ασωτία και στη μετάνοια του μικρότερου γιου, στο υπόβαθρό τους βρίσκεται η μορφή του πατέρα. Αν δεν γνώριζε ο άσωτος την απροϋπόθετη αγάπη του πατέρα του, δεν θα αποφάσιζε ποτέ να επιστρέψει. Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο μέρος της παραβολής τελειώνει με τη φράση: “ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε” που υπογραμμίζει την απέραντη χαρά του πατέρα. Και στο δεύτερο μέρος της παραβολής πάλι ο πατέρας είναι αυτός που βγαίνει για άλλη μια φορά από το σπίτι του για να παρακαλέσει τον μεγαλύτερο γιο του να συμμετάσχει στη χαρά της επιστροφής του αδελφού του. Έτσι, θα ήταν ορθότερο να ονομάζεται η σχετική περικοπή όχι “Παραβολή του Ασώτου” αλλά “Παραβολή του Σπλαχνικού Πατέρα”.

Δεν είναι όμως μόνον οι ζωηρές εικόνες και η εντύπωση που προκαλεί η ιστορία οι αιτίες που συχνά περνά απαρατήρητο το βαθύτερο νόημά της. Επειδή οι ιστορίες αυτές είναι πολύ γνωστές, συνήθως τις προσπερνά κανείς γρήγορα, χωρίς να δίνει χρόνο στον εαυτό του για περισσότερες σκέψεις. Αποκαλώντας καθημερινά οι χριστιανοί στις προσευχές τους, καθώς λένε το “Πάτερ ημών”, τον Θεό “πατέρα” τους, θεωρούν σχεδόν αυτονόητη την αλήθεια αυτήν και σπάνια σκέφτονται τι πραγματικά σημαίνει αυτό για τη ζωή τους.

Και όμως, μια πιο προσεκτική μελέτη της Αγίας Γραφής θα δείξει ότι για να φτάσει η ανθρωπότητα σ’ αυτήν την τόσο αυτονόητη για τους σύγχρονους πιστούς αλήθεια χρειάστηκε να περάσει από πολλές περιπέτειες για πάρα πολλούς αιώνες. Οι αρχαίοι λαοί φαντάστηκαν και περιέγραψαν τους θεούς τους ως τρομερούς και φοβερούς, ως παντοδύναμους κυρίαρχους και ακατανίκητους πολεμιστές και απέδωσαν σ’ αυτούς απεριόριστες αγαθές ή καταστροφικές δυνάμεις. Ακόμη και ο Ισραήλ, παρά τη ζωντανή εμπειρία της παρουσίας του Θεού του στην ιστορία του, παρά την πεποίθησή του ότι έχει τον Θεό συμπαραστάτη και προστάτη του σε όλες τις δύσκολες στιγμές του, ποτέ δεν τον αισθάνθηκε τόσο οικείο, ώστε να τον αποκαλέσει “πατέρα”. Μόνο μετά την τρομερή καταστροφή του 587 π.Χ., όταν τα βαβυλωνιακά στρατεύματα θα ερημώσουν τη χώρα του, όταν η Ιερουσαλήμ θα μεταβληθεί σε ένα σωρό καμένων ερειπίων και ο λαός θα οδηγηθεί αιχμάλωτος στην Μεσοποταμία, τότε θα εμφανιστεί και πάλι ο Θεός στον προφήτη Ιερεμία, για να του αποκαλύψει μια νέα αλήθεια.

Οι λανθασμένες αντιλήψεις του λαού για τη σχέση του με τον Θεό τον οδήγησαν στην καταστροφή. Τώρα ο Θεός τους δίνει μια νέα ευκαιρία, αποκαλύπτοντας μέσω του προφήτη του ότι η καταστροφή δεν ήταν το τέλος, αλλά μια παιδαγωγική τιμωρία του Θεού-πατέρα προς τα παραστρατημένα παιδιά του. Ο μετανοιωμένος λαός, που γνώρισε τον Θεό ως τιμωρό, θα τον γνωρίσει τώρα ως στοργικό πατέρα που ξέρει να συγχωρεί και να κρατά πάντα ανοιχτή την αγκαλιά του περιμένοντας την επιστροφή των παιδιών του. Ο ίδιος ο Θεός προτρέπει με το στόμα του προφήτη τον λαό του: «Χαρείτε και αγαλλιάστε… διαλαλείστε και ψάλτε· διακηρύξτε: “Ο Κύριος τον λαό του έσωσε᾽᾽… Θα τους φέρω από τις χώρες του βορρά και από τα πέρατα της γης θα τους συνάξω… Έφυγαν κλαίγοντας από τη χώρα τους, μα θα τους παρηγορήσω επαναφέροντάς τους… γιατί έγινα πατέρας για τους Ισραηλίτες…» (Ιερ 38:7-9).

Το ίδιο παρήγορο μήνυμα θα εξαγγείλει λίγα χρόνια αργότερα εξ ονόματος του Θεού και ένας άλλος προφήτης που έζησε μαζί με τους αιχμαλώτους στην Βαβυλώνα: «Εγώ είμαι μαζί σου, μη φοβάσαι· από την Ανατολή θα φέρω πίσω τους απογόνους σου και από τη Δύση θα σας συναθροίσω. Και στον Βορρά θα πω “Δώσε τους πίσω”· θα πω στον Νότο “Πια μη τους κρατάς”. Φέρτε τους γιους μου από τη μακρινή τη χώρα, τις θυγατέρες μου από τα πέρατα της γης…». (Ησα 43:5-6).

Αυτό που οι αρχαίοι εκείνοι προφήτες οραματίστηκαν ως μελλοντική προοπτική για τον λαό του Ισραήλ έρχεται ο Ιησούς με την παραβολή του να το εξαγγείλει ως βέβαιη πραγματικότητα για όλους τους ανθρώπους. Αυτό που θέλει να τονίσει ο Χριστός με την παραβολή του είναι ότι η αγάπη του Θεού, όπως άλλωστε και κάθε πατέρα, δεν γνωρίζει όρια. Ό,τι και να κάνουν τα παιδιά του, όσο και να τον πικράνουν, πάντα κρατάει μια σπίθα αγάπης γι’ αυτά και είναι έτοιμος να τα συγχωρέσει και να τα συμπαρασταθεί μόλις του το ζητήσουν.

Στο σημείο όμως αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή γιατί η παρεξήγηση είναι εύκολη. Όπως διαβεβαιώνει ο απόστολος Παύλος στο αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας από την Α´ Προς Κορινθίους Επιστολή του: «Όλα μου επιτρέπονται, αλλά δεν είναι όλα προς το συμφέρον μου. Όλα μου επιτρέπονται, εγώ όμως δεν θα αφήσω τίποτε να με κυριέψει» (6:12). Ο Θεός, όπως και ο πατέρας της παραβολής, δεν βάζει όρους, δεν θέτει κανέναν περιορισμό στα παιδιά του. Τα πάντα επιτρέπονται, όλες οι δυνατότητες είναι ανοιχτές μπροστά στον άνθρωπο. Γνώμονας όμως για τις επιλογές του χριστιανού είναι η υπόμνηση, με την οποία τελειώνει η αποστολική περικοπή: «Δεν ανήκετε στον εαυτό σας. σας αγόρασε ο Θεός και πλήρωσε το τίμημα. Αυτόν, λοιπόν, να δοξάζετε με το σώμα σας και με το πνεύμα σας που ανήκουν στον Θεό» (6:19-20). Ό,τι έχουν οι άνθρωποι προέρχεται από τον Θεό και ανήκει σ’ αυτόν. Ο άνθρωπος, επομένως, είναι διαχειριστής των αγαθών που του δίνει ο Θεός, και ως διαχειριστής οφείλει να κάνει τις επιλογές του· να δοξάσει τον Θεό, χρησιμοποιώντας τα αγαθά που του προσφέρει ή να κυριευτεί από αυτά και να χάσει τον προσανατολισμό του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα απώλειας του προσανατολισμού είναι η αντίδραση του μεγαλύτερου γιου της παραβολής, την οποία ίσως και να συμμερίζονται πολλοί ευσεβείς χριστιανοί. Δεν είναι λίγοι οι πιστοί εκείνοι που θεωρούν ότι ο Θεός πρέπει να είναι ακριβοδίκαιος, τιμωρώντας τον αμαρτωλό όπως του αξίζει και αμείβοντας τον ενάρετο. Αυτός είναι προφανώς ο λόγος που η συγκεκριμένη παραβολή διαβάζεται, σύμφωνα με τη λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αμέσως μετά την Παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου. Γιατί τονίζει ότι η δικαιοσύνη του Θεού δεν εξαντλείται στην ικανοποίηση ενός αισθήματος δικαίου, αλλά εκδηλώνεται πρωτίστως ως αγάπη που προτρέπει κάθε αμαρτωλό άνθρωπο σε μετάνοια και επιστροφή στην πατρική οικία. Τονίζει ακόμα ότι η επιστροφή αυτή, ενώ σημαίνει την πλήρη αποκατάσταση εκείνου που καταφεύγει στη θεία προστασία, δεν στερεί τίποτε από εκείνον που βρίσκεται συνεχώς κάτω από αυτήν. Από τη στιγμή που αναγνωρίζει κανείς τον Θεό ως πατέρα του, αναγνωρίζει και όλους τους ανθρώπους ως αδέλφια του. Και από τη στιγμή που διαπιστώνει πόσο απλόχερα προσφέρει ο Θεός-πατέρας τα αγαθά του, κατανοεί ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τα αγαθά αυτά για την ατομική του προβολή και καταξίωση.

Η Παραβολή του Σπλαχνικού Πατέρα θέτει τον χριστιανό απέναντι σε μια σειρά από ερωτήματα, στα οποία επείγει να δώσει αμέσως μια απάντηση. Η συμπεριφορά του χριστιανού δεν μπορεί να ταυτίζεται ούτε με την ασωτία του ενός γιου ούτε με τη μικροψυχία του άλλου. Η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που έρχεται, είναι η καταλληλότερη για περισυλλογή και αυτοέλεγχο. Ό,τι και να προκύψει από τον αυτοέλεγχο αυτόν, ο Χριστός βεβαιώνει ότι ο πλούτος του πατέρα όλων των ανθρώπων είναι ανεξάντλητος και ότι η πόρτα του σπιτιού του παραμένει πάντα ανοιχτή.

ΠΗΓΗ:

ORTHODOXIA INFO

Ο ρόλος του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο σχέδιο του Θεού για τον κόσμο. Σχόλιο στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Μαρ 1:1-8

Το Πνεύμα του Θεού στην Ιστορία

Του ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ· Καθηγητού Θεολογικής Σχολή ΑΠΘ – Άρχοντος Διδασκάλου του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας

Η περικοπή Ιωη 3:23 – 4:5 είναι, σύμφωνα με την ανατολική λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας, το δεύτερο ανάγνωσμα από την Παλαιά Διαθήκη του Εσπερινού της γιορτής της Πεντηκοστής. Ο λόγος της επιλογής είναι προφανής, καθώς, σύμφωνα με το βιβλίο Πράξεις των Αποστόλων (2:16-21), ο ίδιος ο απόστολος Πέτρος, κατά την ημέρα της ιουδαϊκής γιορτής της Πεντηκοστής, εξηγεί στο πλήθος που συγκεντρώθηκε έξω από το σπίτι όπου ήταν μαζεμένοι οι μαθητές του Χριστού, ότι η βοή που ακούστηκε είναι εκπλήρωση της σχετικής προφητείας του Ιωήλ, η οποία αναφέρεται στην εκδήλωση του ελέους του Θεού προς τον λαό του και την πλούσια χορήγηση προς αυτόν του Πνεύματός του.

Για τον προφήτη Ιωήλ, το όνομα του οποίου συνιστά κάτι σαν ομολογία πίστης (Ο Κύριος είναι ο Θεός), ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία είναι γνωστά, καθώς η μοναδική πηγή πληροφοριών γι’ αυτόν είναι το ομώνυμο σύντομο, συγκροτούμενο από τέσσερα μόνον κεφάλαια, βιβλίο της συλλογής “Δωδεκαπρόφητον”. Ο πατέρας του προφήτη ονομαζόταν Βαθουήλ, και το προφητικό του κήρυγμα, που έχει ως θέμα την ημέρα της κρίσης του Κυρίου, σχετίζεται με την Ιερουσαλήμ. Από τη συνάφεια και το περιεχόμενο των προφητειών του Ιωήλ εικάζεται με σχετική βεβαιότητα ότι έδρασε κατά την μετά την επιστροφή των Ιουδαίων (538 π.Χ.) από τη βαβυλώνια αιχμαλωσία περίοδο.

Διαβάστε τη συνέχεια του ενδιαφέροντος αυτού άρθρου [εδώ