Η αγάπη ως υπέρβαση της δικαιοσύνης. Σχόλιο στα Βιβλικά Αναγνώσματα: 1Κο 6:12-20 και Λου 15:11-32

Του ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ· Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ και Άρχοντος Διδασκάλου του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας

Οι σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο και οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους αποτελούν το κεντρικό θέμα της παραβολής που περιέχεται στο Λου 15:11-32. Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η συγκεκριμένη περικοπή συνοψίζει το περιεχόμενο ολόκληρης της Αγίας Γραφής, αφού όλα όσα περιέχονται σ’ αυτήν στο ίδιο θέμα αναφέρονται.

Οι ιστορίες, οι αφηγήσεις, οι θρύλοι και οι παραδόσεις, τα νομικά κείμενα, τα ποιήματα και τα τραγούδια, οι προφητείες, οι παραβολές και τα οράματα, όλα αρμονικά συνταγμένα σε ένα ενιαίο έργο, αποσκοπούν στο να φωτίσουν επιμέρους πλευρές αυτής της μακράς ιστορίας σχέσεων, που αρχίζει από τη δημιουργία του κόσμου και φτάνει μέχρι τα έσχατα. Και είναι γνωστό ότι οι σχέσεις αυτές καθορίζονται από την αρχή ως το τέλος από τους όρους της Διαθήκης. Μέσα στη μακραίωνη ιστορία των σχέσεών του με τους ανθρώπους ο Θεός δεσμεύεται με διάφορες υποσχέσεις απέναντί τους, θέτει όμως ως προϋπόθεση για την εκπλήρωσή τους και τη δέσμευση των ανθρώπων απέναντί του ότι θα τηρήσουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Διαθήκη που έχουν συνυπογράψει.

Οι υποσχέσεις, που ακολουθούν κάθε πρόσκληση των ανθρώπων από τον Θεό για συνεργασία, δεν έχουν την έννοια της προσφοράς ανταλλαγμάτων, αλλά αποτελούν απόδειξη της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο και του συνεχούς ενδιαφέροντός του γι’ αυτόν. Η πλήρωση των υποσχέσεων προς τους πατριάρχες του Ισραήλ, με την εγκατάσταση στη Χαναάν μετά την έξοδο από την Αίγυπτο, αποτελεί απόδειξη της πιστότητας του Θεού και εγγύηση για την τελική εκπλήρωση όλων των υποσχέσεων που δόθηκαν στους προφήτες. Και στο σημείο αυτό βρίσκεται η ανθρώπινη ευθύνη. Ο Θεός δεν διστάζει να προκαλέσει τους ανθρώπους με το στόμα του προφήτη Ησαΐα: «Ελάτε να κριθούμε μεταξύ μας» (Ησα 1:16). Ο Θεός δέχεται να θέσει όλες του τις ενέργειες υπό τον ανθρώπινο έλεγχο, ενώ είναι προφανές ότι ουδείς άνθρωπος θα τολμούσε ποτέ να προκαλέσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τον Θεό.

Παρ’ όλα αυτά ο Θεός δεν εγκαταλείπει τους ανθρώπους. Όταν θα νιώσει εγκαταλελειμμένος από τον λαό του, θα αναλάβει νέα πρωτοβουλία. Θα εξαγγείλει με το στόμα του προφήτη Ιερεμία τη σύναψη μιας νέας συμφωνίας: «Έρχονται μέρες που θα συνάψω καινούργια διαθήκη με τον λαό του Ισραήλ και του Ιούδα· δεν θα ’ναι όμοια με τη διαθήκη που είχα συνάψει με τους προγόνους τους… επειδή εκείνοι δεν τήρησαν τη διαθήκη μου κι εγώ τους παραμέλησα… Θα βάλω τους νόμους στη συνείδησή τους και θα τους γράψω στην καρδιά τους. Θα είμαι ο Θεός τους κι αυτοί θα είναι ο λαός μου. Δεν θα διδάσκει πια ο καθένας τον συμπολίτη του ή τον συγγενή του προτρέποντάς τον: “Γνώρισε τον Κύριο”· γιατί όλοι τους θα με γνωρίζουν, από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο, γιατί θα συγχωρήσω τις αδικίες τους και δεν θα θυμηθώ πια τις αμαρτίες τους» (Ιερ 38:31-34).

Ο Θεός τήρησε και αυτή την υπόσχεσή του. Η νέα συμφωνία υπογράφτηκε μέσω του Ιησού Χριστού με τους μαθητές του. Τις καρδιές των χριστιανών χρησιμοποίησε αυτή τη φορά αντί για πέτρινες πλάκες, προκειμένου να γράψει τους όρους της συμφωνίας και τις αμαρτίες των χριστιανών συγχώρησε. Το ερώτημα όμως είναι αν πράγματι οι χριστιανοί ανταποκρίθηκαν στους όρους της νέας συμφωνίας, αν πράγματι γνώρισαν τον Θεό.
Όπως είναι γνωστό, πολύ συχνά ο Ιησούς, προκειμένου να κάνει το μήνυμά του κατανοητό στους απλούς ανθρώπους, μιλούσε με παραβολές. Έλεγε, δηλαδή, μια ιστορία, από το περιεχόμενο της οποίας μπορούσε να αντλήσει κανείς πολύτιμα ηθικά συμπεράσματα και υψηλές θεολογικές αλήθειες. Συμβαίνει όμως συχνά, επειδή οι ιστορίες αυτές περιέχουν εντυπωσιακές εικόνες, να μένει κανείς στις εξωτερικές περιγραφές και να χάνει από τα μάτια του το βαθύτερο νόημά τους.

Η πολύ γνωστή ““Παραβολή του Ασώτου” είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της παρεξήγησης. Περιεχόμενο της παραβολής είναι η παράλληλη ιστορία δύο αδελφών, από τους οποίους ο μικρότερος πήρε το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογούσε και το κατασπατάλησε, ενώ ο μεγαλύτερος έμεινε κοντά στον πατέρα του. Όταν ο άσωτος γιος βρέθηκε σε δύσκολη θέση, ξαναγύρισε μετανοιωμένος στον πατέρα του, ο οποίος όχι μόνο δεν τον έδιωξε, αλλά και τον καλοδέχτηκε, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του άλλου γιου του.

Αν και το πρόσωπο που φαίνεται να πρωταγωνιστεί στην ιστορία είναι ο άσωτος, στόχος της παραβολής είναι να διδάξει τις συνέπειες που έχει για τη ζωή των χριστιανών η αναγνώριση ότι ο Θεός είναι ο πατέρας τους. Προσεκτικότερη ανάγνωση της παραβολής θα δείξει ότι η μορφή που στην πραγματικότητα κυριαρχεί και στα δύο μέρη της είναι αυτή του σπλαχνικού πατέρα. Αυτός δίνει χωρίς αντίρρηση το μερίδιο στον γιο του που του το ζητάει, σεβόμενος την ελεύθερη επιλογή του. Αυτός είναι που καθημερινά περιμένει να γυρίσει ο γιος του και γι’ αυτό τον διακρίνει από μακριά. Αυτός είναι που δεν έχει την υπομονή να περιμένει να έρθει ο γιος του και να ζητήσει συγγνώμη, αλλά τρέχει πρώτος να τον προϋπαντήσει και να τον σφίξει στην αγκαλιά του χωρίς μνησικακία.

Ούτε για μια στιγμή δεν συζητάει ο πατέρας το αίτημα του γιου του να τον προσλάβει ως υπάλληλό του, αλλά τον αποκαθιστά αμέσως στην αρχική του θέση. Ακόμη και στους στίχους που αναφέρονται στην ασωτία και στη μετάνοια του μικρότερου γιου, στο υπόβαθρό τους βρίσκεται η μορφή του πατέρα. Αν δεν γνώριζε ο άσωτος την απροϋπόθετη αγάπη του πατέρα του, δεν θα αποφάσιζε ποτέ να επιστρέψει. Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο μέρος της παραβολής τελειώνει με τη φράση: “ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε” που υπογραμμίζει την απέραντη χαρά του πατέρα. Και στο δεύτερο μέρος της παραβολής πάλι ο πατέρας είναι αυτός που βγαίνει για άλλη μια φορά από το σπίτι του για να παρακαλέσει τον μεγαλύτερο γιο του να συμμετάσχει στη χαρά της επιστροφής του αδελφού του. Έτσι, θα ήταν ορθότερο να ονομάζεται η σχετική περικοπή όχι “Παραβολή του Ασώτου” αλλά “Παραβολή του Σπλαχνικού Πατέρα”.

Δεν είναι όμως μόνον οι ζωηρές εικόνες και η εντύπωση που προκαλεί η ιστορία οι αιτίες που συχνά περνά απαρατήρητο το βαθύτερο νόημά της. Επειδή οι ιστορίες αυτές είναι πολύ γνωστές, συνήθως τις προσπερνά κανείς γρήγορα, χωρίς να δίνει χρόνο στον εαυτό του για περισσότερες σκέψεις. Αποκαλώντας καθημερινά οι χριστιανοί στις προσευχές τους, καθώς λένε το “Πάτερ ημών”, τον Θεό “πατέρα” τους, θεωρούν σχεδόν αυτονόητη την αλήθεια αυτήν και σπάνια σκέφτονται τι πραγματικά σημαίνει αυτό για τη ζωή τους.

Και όμως, μια πιο προσεκτική μελέτη της Αγίας Γραφής θα δείξει ότι για να φτάσει η ανθρωπότητα σ’ αυτήν την τόσο αυτονόητη για τους σύγχρονους πιστούς αλήθεια χρειάστηκε να περάσει από πολλές περιπέτειες για πάρα πολλούς αιώνες. Οι αρχαίοι λαοί φαντάστηκαν και περιέγραψαν τους θεούς τους ως τρομερούς και φοβερούς, ως παντοδύναμους κυρίαρχους και ακατανίκητους πολεμιστές και απέδωσαν σ’ αυτούς απεριόριστες αγαθές ή καταστροφικές δυνάμεις. Ακόμη και ο Ισραήλ, παρά τη ζωντανή εμπειρία της παρουσίας του Θεού του στην ιστορία του, παρά την πεποίθησή του ότι έχει τον Θεό συμπαραστάτη και προστάτη του σε όλες τις δύσκολες στιγμές του, ποτέ δεν τον αισθάνθηκε τόσο οικείο, ώστε να τον αποκαλέσει “πατέρα”. Μόνο μετά την τρομερή καταστροφή του 587 π.Χ., όταν τα βαβυλωνιακά στρατεύματα θα ερημώσουν τη χώρα του, όταν η Ιερουσαλήμ θα μεταβληθεί σε ένα σωρό καμένων ερειπίων και ο λαός θα οδηγηθεί αιχμάλωτος στην Μεσοποταμία, τότε θα εμφανιστεί και πάλι ο Θεός στον προφήτη Ιερεμία, για να του αποκαλύψει μια νέα αλήθεια.

Οι λανθασμένες αντιλήψεις του λαού για τη σχέση του με τον Θεό τον οδήγησαν στην καταστροφή. Τώρα ο Θεός τους δίνει μια νέα ευκαιρία, αποκαλύπτοντας μέσω του προφήτη του ότι η καταστροφή δεν ήταν το τέλος, αλλά μια παιδαγωγική τιμωρία του Θεού-πατέρα προς τα παραστρατημένα παιδιά του. Ο μετανοιωμένος λαός, που γνώρισε τον Θεό ως τιμωρό, θα τον γνωρίσει τώρα ως στοργικό πατέρα που ξέρει να συγχωρεί και να κρατά πάντα ανοιχτή την αγκαλιά του περιμένοντας την επιστροφή των παιδιών του. Ο ίδιος ο Θεός προτρέπει με το στόμα του προφήτη τον λαό του: «Χαρείτε και αγαλλιάστε… διαλαλείστε και ψάλτε· διακηρύξτε: “Ο Κύριος τον λαό του έσωσε᾽᾽… Θα τους φέρω από τις χώρες του βορρά και από τα πέρατα της γης θα τους συνάξω… Έφυγαν κλαίγοντας από τη χώρα τους, μα θα τους παρηγορήσω επαναφέροντάς τους… γιατί έγινα πατέρας για τους Ισραηλίτες…» (Ιερ 38:7-9).

Το ίδιο παρήγορο μήνυμα θα εξαγγείλει λίγα χρόνια αργότερα εξ ονόματος του Θεού και ένας άλλος προφήτης που έζησε μαζί με τους αιχμαλώτους στην Βαβυλώνα: «Εγώ είμαι μαζί σου, μη φοβάσαι· από την Ανατολή θα φέρω πίσω τους απογόνους σου και από τη Δύση θα σας συναθροίσω. Και στον Βορρά θα πω “Δώσε τους πίσω”· θα πω στον Νότο “Πια μη τους κρατάς”. Φέρτε τους γιους μου από τη μακρινή τη χώρα, τις θυγατέρες μου από τα πέρατα της γης…». (Ησα 43:5-6).

Αυτό που οι αρχαίοι εκείνοι προφήτες οραματίστηκαν ως μελλοντική προοπτική για τον λαό του Ισραήλ έρχεται ο Ιησούς με την παραβολή του να το εξαγγείλει ως βέβαιη πραγματικότητα για όλους τους ανθρώπους. Αυτό που θέλει να τονίσει ο Χριστός με την παραβολή του είναι ότι η αγάπη του Θεού, όπως άλλωστε και κάθε πατέρα, δεν γνωρίζει όρια. Ό,τι και να κάνουν τα παιδιά του, όσο και να τον πικράνουν, πάντα κρατάει μια σπίθα αγάπης γι’ αυτά και είναι έτοιμος να τα συγχωρέσει και να τα συμπαρασταθεί μόλις του το ζητήσουν.

Στο σημείο όμως αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή γιατί η παρεξήγηση είναι εύκολη. Όπως διαβεβαιώνει ο απόστολος Παύλος στο αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας από την Α´ Προς Κορινθίους Επιστολή του: «Όλα μου επιτρέπονται, αλλά δεν είναι όλα προς το συμφέρον μου. Όλα μου επιτρέπονται, εγώ όμως δεν θα αφήσω τίποτε να με κυριέψει» (6:12). Ο Θεός, όπως και ο πατέρας της παραβολής, δεν βάζει όρους, δεν θέτει κανέναν περιορισμό στα παιδιά του. Τα πάντα επιτρέπονται, όλες οι δυνατότητες είναι ανοιχτές μπροστά στον άνθρωπο. Γνώμονας όμως για τις επιλογές του χριστιανού είναι η υπόμνηση, με την οποία τελειώνει η αποστολική περικοπή: «Δεν ανήκετε στον εαυτό σας. σας αγόρασε ο Θεός και πλήρωσε το τίμημα. Αυτόν, λοιπόν, να δοξάζετε με το σώμα σας και με το πνεύμα σας που ανήκουν στον Θεό» (6:19-20). Ό,τι έχουν οι άνθρωποι προέρχεται από τον Θεό και ανήκει σ’ αυτόν. Ο άνθρωπος, επομένως, είναι διαχειριστής των αγαθών που του δίνει ο Θεός, και ως διαχειριστής οφείλει να κάνει τις επιλογές του· να δοξάσει τον Θεό, χρησιμοποιώντας τα αγαθά που του προσφέρει ή να κυριευτεί από αυτά και να χάσει τον προσανατολισμό του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα απώλειας του προσανατολισμού είναι η αντίδραση του μεγαλύτερου γιου της παραβολής, την οποία ίσως και να συμμερίζονται πολλοί ευσεβείς χριστιανοί. Δεν είναι λίγοι οι πιστοί εκείνοι που θεωρούν ότι ο Θεός πρέπει να είναι ακριβοδίκαιος, τιμωρώντας τον αμαρτωλό όπως του αξίζει και αμείβοντας τον ενάρετο. Αυτός είναι προφανώς ο λόγος που η συγκεκριμένη παραβολή διαβάζεται, σύμφωνα με τη λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αμέσως μετά την Παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου. Γιατί τονίζει ότι η δικαιοσύνη του Θεού δεν εξαντλείται στην ικανοποίηση ενός αισθήματος δικαίου, αλλά εκδηλώνεται πρωτίστως ως αγάπη που προτρέπει κάθε αμαρτωλό άνθρωπο σε μετάνοια και επιστροφή στην πατρική οικία. Τονίζει ακόμα ότι η επιστροφή αυτή, ενώ σημαίνει την πλήρη αποκατάσταση εκείνου που καταφεύγει στη θεία προστασία, δεν στερεί τίποτε από εκείνον που βρίσκεται συνεχώς κάτω από αυτήν. Από τη στιγμή που αναγνωρίζει κανείς τον Θεό ως πατέρα του, αναγνωρίζει και όλους τους ανθρώπους ως αδέλφια του. Και από τη στιγμή που διαπιστώνει πόσο απλόχερα προσφέρει ο Θεός-πατέρας τα αγαθά του, κατανοεί ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τα αγαθά αυτά για την ατομική του προβολή και καταξίωση.

Η Παραβολή του Σπλαχνικού Πατέρα θέτει τον χριστιανό απέναντι σε μια σειρά από ερωτήματα, στα οποία επείγει να δώσει αμέσως μια απάντηση. Η συμπεριφορά του χριστιανού δεν μπορεί να ταυτίζεται ούτε με την ασωτία του ενός γιου ούτε με τη μικροψυχία του άλλου. Η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που έρχεται, είναι η καταλληλότερη για περισυλλογή και αυτοέλεγχο. Ό,τι και να προκύψει από τον αυτοέλεγχο αυτόν, ο Χριστός βεβαιώνει ότι ο πλούτος του πατέρα όλων των ανθρώπων είναι ανεξάντλητος και ότι η πόρτα του σπιτιού του παραμένει πάντα ανοιχτή.

ΠΗΓΗ:

ORTHODOXIA INFO