Σήμερα παίξαμε πολύ , μερικά από τα παιχνίδια μας παρακάτω
- Ομαδικό παιχνίδι στην αυλή “τρέξε τρέξε ποντικάκι “
- κίνηση στο χώρο κινητικοί αυτοσχεδιασμοί (πηδήματα, καθίσματα, αργή γρήγορη κίνηση μελών του σώματος, ποδήλατο , κινήσεις ελέγχου συντονισμού, ισορροπίας.
- παιχνίδια ρυθμού και συντονισμού χεριών ποδιών .
Η κίνηση είναι ένα θεμελιώδες συστατικό της ανθρώπινης ζωής και η ικανότητα να
πραγματοποιούνται ακριβείς ελεγχόμενες κινήσεις αποτελεί μεγάλο και σημαντικό κομμάτι
της καθημερινότητας. Η απόκτηση κινητικών δεξιοτήτων είναι μια σημαντική προϋπόθεση για
την ανάπτυξη στην παιδική ηλικία. Η προσχολική ηλικία είναι γνωστή ως η «χρυσή εποχή»
της κινητικής ανάπτυξης, καθώς οι περισσότερες από τις βασικές αδρές και λεπτές κινητικές
δεξιότητες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια αυτών των ετών (Gallahue, 1982, Figueroa & An,
2017, Keogh & Sugden, 1985, Malina, 2004). Υπάρχουν τρία στάδια ανάπτυξης των βασικών
κινητικών δεξιοτήτων. Η περίοδος από 2 έως 7 ετών θεωρείται ως η ιδανική ηλικία, ώστε τα
παιδιά να αποκτήσουν τον έλεγχο των βασικών δεξιοτήτων ισορροπίας, μετακίνησης, και
χειρισμού. Αυτές οι δεξιότητες μπορούν να θεωρηθούν ότι αναπτύσσονται με μια συνέχεια και
προοδεύουν από το αρχικό, στο στοιχειώδες και τελικά στο ώριμο στάδιο. Το στοιχειώδες
στάδιο για παιδιά 3 έως 5 ετών, είναι η μεταβατική περίοδος ανάμεσα στο αρχικό και στο ώριμο
στάδιο. Η συναρμογή και η ρυθμική εκτέλεση βελτιώνονται με αποτέλεσμα τα παιδιά να
επιτυγχάνουν καλύτερο κινητικό έλεγχο.
Κινητικός Συντονισμός
Η έννοια του κινητικού συντονισμού έχει αποδοθεί ποικιλοτρόπως. Ορισμένοι ερευνητές
ορίζουν ως κινητικό συντονισμό την αρμονική σχέση μεταξύ του κεντρικού νευρικού
συστήματος και του μυοσκελετικού συστήματος για την παραγωγή στοχευμένης κίνησης
(Hollmann & Hettinger, 1976, Μουντάκης, 1992), που χαρακτηρίζεται από ταχύτητα, ακρίβεια
και ισορροπία (Corbin et al., 2000, Lopes et al., 2012). Άλλοι πάλι αναφέρονται στον κινητικό
συντονισμό ως την ικανότητα συνδυασμού διαφορετικών κινητικών και αισθητηριακών
συστημάτων για τη δημιουργία μιας αποτελεσματικής σειράς κινήσεων (Gallahue, 1982). Όσο
πιο περίπλοκη γίνεται η κίνηση, τόσο υψηλότερο το επίπεδο συντονισμού που απαιτείται για
καλύτερη κινητική απόδοση (Kiphard, 1972).
Ο κινητικός συντονισμός αποτελεί το υπόβαθρο για την ανάπτυξη των βασικών
κινητικών δεξιοτήτων (Laukkanen, Pesola, Lyyra, Saakslahti, & Finni, 2014). Σε νεαρή ηλικία,
οι αδρές κινητκές δεξιότητες είναι απαραίτητες για τη μετακίνηση, την ισορροπία, και τον
έλεγχο του σώματος και των αντικειμένων κατά την εξερεύνηση του περιβάλλοντος. Οι λεπτές
κινητικές δεξιότητες είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη βασικών δεξιοτήτων αυτοφροντίδας,
αλλά και για την ακαδημαϊκή και γνωστική ανάπτυξη (Cools, De Martelaer, Vandaele, Samaey,
& Andries, 2009). Η πρώιμη ανάπτυξη λεπτών και αδρών κινητικών δεξιοτήτων έχει βρεθεί
ότι προβλέπει τη μεταγενέστερη γνωστική ανάπτυξη (Hill, 2010) και σχετίζεται με την
εμπλοκή στη σωματική δραστηριότητα (Stodden et al., 2008) και την αντιληπτή ικανότητα
(Robinson 2011). Επομένως, η επαρκής ή ανεπαρκής ανάπτυξη των δεξιοτήτων αυτών μπορεί
να επηρεάσει τη συμμετοχή ενός παιδιού στη σωματική δραστηριότητα, το παιχνίδι και τον
αθλητισμό, καθώς και την ανάπτυξη κοινωνικών, γνωστικών και ψυχολογικών δεξιοτήτων
αργότερα στη ζωή (Brown 2010, Draper et al., 2012, Kirk & Rhodes 2011, Wang 2004). Θα
πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η απόκτηση αυτών των θεμελιωδών κινητικών δεξιοτήτων δεν
είναι κάτι που αναπτύσσεται φυσικά με την ηλικία και το χρόνο, αλλά απαιτεί εκπαίδευση,
κίνητρο και ενθάρρυνση (Bardid et al., 2013, Wang 2004).
Η ανάπτυξη των συναρμοστικών ικανοτήτων, είναι συνυφασμένη με τη διαδικασία
εκμάθησης κινητικών ικανοτήτων, και καθορίζει την αποτελεσματικότητά τους (Kampas,
Amoutzas, Makri, Gourgoulis, & Antoniou, 2002). Οι συναρμοστικές ικανότητες αποτελούνται
από 5 επιμέρους θεμελιώδεις ικανότητες, της κιναισθητικής διαφοροποίησης, του
προσανατολισμού στον χώρο, της ισορροπίας, της σύνθετης ικανότητας αντίδρασης, και του
ρυθμού (Hirtz, 1985).
Όπως έχει διαπιστωθεί, οι δραστηριότητες που δίνουν έμφαση στον συντονισμό,
θεωρούνται πολύ σημαντικές για την ανάπτυξη του εγκεφάλου (Cotman & Berchtold, 2002).
Επίσης, έχει υποστηριχθεί ότι ο συντονισμός αποτελεί προϋπόθεση όχι μόνο για την εκμάθηση,
τη βελτίωση, τη σταθεροποίηση και την εκτέλεση αθλητικών δεξιοτήτων, αλλά και για την
επαρκή απόδοση στις φυσικές ικανότητες (Martin, 1988), και η εκπαίδευσή τους σε παιδιά
προσχολικής ηλικίας έχει αποδειχθεί ότι έχει μεγάλη σημασία (Diem, Lehr, Olbrich &
Undeutsch, 1980, Hirtz, 1985). Δεδομένου ότι ο κινητικός συντονισμός είναι η ικανότητα
ελέγχου των κινήσεων σε όλο ή μεταξύ μελών του σώματος, είναι υψίστης σημασίας να
σχηματιστεί μια καλύτερη κινητική βάση για τα παιδιά της πρώιμης παιδική ηλικίας (Krneta et
al., 2014).
Ο συντονισμός μεταξύ των πλευρών του σώματος ορίζεται ως αμφίπλευρος συντονισμός,
και η ανάπτυξή του είναι απαραίτητη για πολλές δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Ο
αμφίπλευρος συντονισμός περιλαμβάνει κυρίως κινήσεις που απαιτούν διαδοχική και
ταυτόχρονη χρήση και των δύο πλευρών του σώματος με ρυθμικό τρόπο, και διακρίνεται
συνήθως σε συντονισμό μεταξύ των χεριών ή μεταξύ χεριών και ποδιών. Ο αμφίπλευρος
συντονισμός διακρίνεται συνήθως σε δύο κατηγορίες: συντονισμό μεταξύ των χεριών και
συντονισμό μεταξύ χεριών και ποδιών (Swinnen & Carson, 2002). Στην πρώτη κατηγορία,
απαιτείται ο συντονισμός των χεριών σε μια αμφίπλευρη κίνηση. Στη δεύτερη κατηγορία, ο
συντονισμός αφορά στην ταυτόχρονη κίνηση άνω και κάτω άκρων. Τέτοιες ενέργειες
πραγματοποιούνται με τα άνω και κάτω άκρα ομόπλευρα ή ετερόπλευρα. Γενικά, ο ρυθμικός
συντονισμός των μη ομόλογων άκρων (π.χ. το χέρι και το πόδι) είναι ακόμη πιο δύσκολος να
εκτελεστεί από τις αμφίπλευρες κινήσεις λόγω των μηχανικών διαφορών μεταξύ των άκρων.
Ο αμφίπλευρος συντονισμός μπορεί να έιναι είτε συμμετρικός, όπου μια κίνηση
ολοκληρώνεται και με τα δύο άκρα, ή ασύμμετρος, όπου το ένα άκρο εκτελεί την κίνηση και
το άλλο σταθεροποιείται (Shumway-Cook & Woollacott, 2007). Αυτές οι δεξιότητες είναι
απαραίτητες για τις περισσότερες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής και το παιχνίδι
(Brambring, 2007). Παραδείγματα τέτοιων δραστηριοτήτων αποτελούν η ρίψη και υποδοχή
μιας μπάλας, η χρήση ψαλιδιού, η γραφή, το δέσιμο των κορδονιών κτλ. Οι μελέτες αναφέρουν
μια περίοδο σημαντικής βελτίωσης του αμφίπλευτου συντονισμού μεταξύ των 4 και 10 ετών
(Cavallari, Cerri, & Baldissera, 2001, Getchell & Whitall, 2003).

