Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρούλης βοσκός που είχε ένα κοπάδι με αρκετά πρόβατα και ένα μαντρί έξω από το χωριό του. Κάθε πρωί, οδηγούσε τα πρόβατα σε ένα καταπράσινο λόφο κοντά στο μαντρί και τα άφηνε να βοσκήσουν με την ησυχία τους μέχρι να χορτάσουν. Συνήθως περνούσε την ώρα του παίζοντας με την φλογέρα του, αλλά μια μέρα την ξέχασε στο μαντρί. Μη έχοντας τι να κάνει, λοιπόν, σκέφτηκε να σκαρώσει μια φάρσα στους συγχωριανούς του. Ανέβηκε σε ένα βράχο και άρχισε να φωνάζει προς την κατεύθυνση του χωριού. “Βοήθεια συγχωριανοί, λύκος! Ελάτε να με σώσετε! Τρέξτε. Βοήθεια!”
Οι άντρες του χωριού άρπαξαν τσουγκράνες και ξύλα και έτρεξαν να βοηθήσουν το μικρό αγόρι από τον κακό λύκο. “Xα χα χα! Χι χι! Για αστείο φώναξα! Δεν υπάρχει κανένας λύκος εδώ πέρα!” τους είπε ο μικρός βοσκός, μόλις έφθασαν κοντά του αναστατωμένοι. “Σκέφτηκα να σας κάνω να γελάσετε κι εσείς, έτσι για να περάσει η ώρα”. “Πρόσεξε καλά, μικρέ! Μην τολμήσεις και ξανακάνεις κάτι τέτοιο χωρίς λόγο!” του είπαν θυμωμένα οι χωρικοί και επέστρεψαν στο χωρίο τους.
Ο βοσκός, όπως φαίνεται, βρήκε πολύ αστείο αυτό που έκανε, αφού μετά από λίγες μέρες που άρχισε πάλι να βαριέται, επανέλαβε το κόλπο του. “Τρέξτε! Βοήθεια! Ένας μαύρος, κατάμαυρος λύκος είναι έτοιμος να με φάει! Αλήθεια σας λέω!” Οι χωρικοί έτρεξαν για άλλη μια φορά να τον σώσουν με ότι βρήκαν στα χέρια τους αλλά ανακάλυψαν πως πάλι τους έλεγε ψέματα. Έφυγαν πολύ θυμωμένοι μαζί του, χωρίς να του πουν κουβέντα αυτή τη φορά. Να όμως που μια μέρα, μια αγέλη πεινασμένων λύκων όρμισαν στο κοπάδι του βοσκού και άρχισαν να το ξεκληρίζουν. Τρομαγμένος ο βοσκός έβαλε τις φωνές και καλούσε σε βοήθεια:
“Βοήθεια συγχωριανοί. Λύκοι τρώνε τα πρόβατά μου. Τρέξτε. Βοήθεια!” Κανείς όμως δεν πήγε να τον βοηθήσει αφού όλοι νομίζανε οτι για άλλη μια φορά ήθελε να γελάσει μαζί τους. Εκείνη την φορά οι μόνοι που γέλασαν ήταν οι λύκοι. Βρήκαν πρώτης τάξεως φαγητό και το έφαγαν με την ησυχία τους. Μόνο ένας άνθρωπος εκεί κοντά κάτι φώναζε αλλά όπως είναι γνωστό οι λύκοι δεν γνωρίζουν την ανθρώπινη γλώσσα για να καταλάβουν τι έλεγε και έτσι συνέχισαν ανενόχλητοι το φαί τους.
Αυτά παθαίνει λοιπόν, όποιος λέει ψέματα!
●Τα ψέματα