Εξαίσια ἀστική μας κοινωνία, του Γιώργου Ιωάννου
Ὁμολογῶ πὼς αἰσθάνομαι πολὺ ἄσχημα, ὅταν τὰ πρωινά, καθὼς τρέχω μὲ τὴν τσάντα κάτω ἀπ᾿ τὴ μασχάλη, διασταυρώνομαι μὲ τὶς παρέες τῶν ἐργατῶν. Κατεβαίνουν ἀπ᾿ τὶς συνοικίες τους βιαστικοί καὶ στραφτεροί, ὅλο ζωντάνια καὶ ἐλεύθερο βάδισμα. Ποιὸς ξέρει σὲ τί κρεβάτια πλάγιασαν κι ἀπόψε κι ἔχουν αὐτὴ τὴ λάμψη. Προσπαθῶ κοιτάζοντας νὰ μὴ σκέφτομαι ἀπ᾿ αὐτά. Οὔτε ἡ ὥρα, οὔτε ὁ τόπος τὸ ἐπιτρέπουν. Πάντως γιὰ περισσότερη καταστολὴ ρίχνω τὸ νοῦ μου στὰ βάσανα καὶ σὲ ὅλα τὰ δυσάρεστα ποὺ ἔχω περάσει.
Σταματῶ στὸ καφενεῖο ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπ᾿ τὰ γραφεῖα μας, μιὰ καὶ πάντα φτάνω πιὸ νωρίς. ᾿Απὸ κάτι τέτοια θεωροῦμαι και λὸς ὑπάλληλος. Ἔτσι ποὺ βλέπω τοὺς διαβάτες νὰ ἔρχονται ἀπὸ μακριά, δὲ διακρίνω βέβαια φυσιογνωμίες. Τοὺς ξεχωρίζω μονάχα ἀπ᾿ τὸ ἄφοβο βάδισμα καὶ ποτὲ δὲν πέφτω ἔξω. Τὸ βάδισμα εἶναι σοβαρό τεκμήριο· δείχνει ἀμέσως τὸν ἄνθρωπο, ὅπως τὸ βλέμμα καὶ ὁ τόνος τῆς φωνῆς. Τὸ μπέρδεμα ἀρχίζει ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ θ᾽ ἀφήσεις κάποιον νὰ σὲ πλησιάσει καὶ νὰ σοῦ μιλήσει πολλά. Τότε, ὅσο κι ἂν πιστεύεις ἀκράδαντα στὴν πρώτη ἐντύπωση, ἀρχίζεις νὰ κλονίζεσαι.
Περνοῦν ἀπὸ μπροστά μου σὰν ἀνεμοστρόβιλος, κι ἀπ’ τὸ ἄπιαστο βλέμμα τους φαίνεται καθαρὰ πὼς ἄλλα πράγματα αὐτοὺς τοὺς ἀπασχολοῦνε. Ἡ μακρινὴ ἐντύπωση ὅμως ἐνισχύεται, παρὰ ποὺ χαλνάει. Εντούτοις φορᾶνε ροῦχα, ποὺ ἂν τὰ φοροῦσα ἐγώ, θὰ πήγαινα κλαίγοντας. Μὰ ἴσια ἴσια αὐτὰ τὰ ροῦχα τοὺς ἀναδει-κνύουν πιὸ πολύ. Τὶς Κυριακὲς μὲ τὰ καλά τους, σχεδὸν χάνονται. Πάντως αὐτοὶ ὅ,τι καὶ νὰ βάλουν, ἀκόμα καὶ παρδαλά, ἀντέχουν.
Πολλοὶ ἀστοὶ καὶ γραφιάδες κάνουν προσπάθειες νὰ ἰσχυροποιηθοῦν κάπως μὲ τὸ ντύσιμό τους, γιατί συνήθως λίγο θέλει νὰ γείρει ἡ ζυγαριά. ᾿Αξιοπρεπέστερο ὅμως εἶναι, νομίζω, νὰ τὸ παίρνει και νεὶς ἀπόφαση καὶ νὰ ντύνεται ὅπως τοῦ ταιριάζει. Οἱ ἐργάτες πά-λι, όταν ντύνονται καλά, συνήθως προσπαθοῦνε νὰ μετριάσουν λίγο τὴν ἀρρενωπότητά τους. Πολλοί μάλιστα γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ξυρί ζουν καὶ τὸ μουστάκι. Εἶναι γνωστὸ ἄλλωστε, ὅτι οἱ ἄνθρωποι που μεγάλωσαν ὑπὸ σκιὰν ἀφορμὴ ζητοῦν γιὰ νὰ τοὺς ἀποκαλέσουν ἀλῆτες. Ἔτσι ἰδίως τοὺς χαρακτηρίζουν, καὶ μάλιστα μὲ κάποια ἀνατριχίλα στη φωνή, οἱ δήθεν μορφωμένες κυρίες, ποὺ ἀπὸ τότε ποὺ ἔβγαλαν τὸ σχολειό, ζήτημα εἶναι ἂν πιάσαν ἄλλο χαρτὶ στὰ χέρια τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τράπουλα καὶ τὸ χαρτί τῆς τουαλέττας -ἂν τὸ πιάνουν βέβαια κι αὐτό. Οἱ ἐργάτες πάντως γι’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις έχουν μιὰ ἄλλη γνωστή λέξη, που καλύπτει ἐπίσης μεγάλη κλίμακα Ιδιοτήτων. Καὶ μᾶλλον ξέρουν αὐτοὶ τί λένε.
᾿Ανεβαίνω στὸ γραφεῖο κι ἀμέσως ζαρώνει ἡ καρδιά μου. Οι ἀγαπητοί μου συνάδελφοι καταφθάνουν λαχανιασμένοι. Κάθε πρωί μελετῶ σχολαστικὰ τὴν καλημέρα τους, τὸ ὕφος τους καὶ τὴ ματια τους. Κάτι θὰ ἔχουν μυριστεῖ αὐτοὶ οἱ τύποι ἀπ᾿ τὶς ἰδέες μου, καὶ ὅπου να ‘ναι, θὰ μοῦ κάνουν πάλι καμιὰ λαχτάρα. Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω πῶς ἔγινε καὶ μαζεύτηκαν ὅλες οἱ μπαγιάτικες φά τσες πάνω στὸ δικό μου το κεφάλι. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ μὲ ἀπελπί ζει περισσότερο εἶναι, πὼς τὸ ἴδιο σχεδὸν συμβαίνει καὶ σὲ ὅλα τὰ ἄλλα γραφεῖα. Αὐτὸ τὸ διεπίστωσα μόνος μου τελευταῖα, ὅταν πάνω στὴν ἀγανάκτησή μου, εἶπα ν’ ἀλλάξω καὶ πάλι δουλειά, γιὰ νὰ μὴν τοὺς βλέπω ὅλη μέρα μπροστά μου. Κατόπι σκέφτη και πὼς θὰ τοὺς ἔχει ἀποξεράνει ἔτσι, σῶμα καὶ καρδιά, τὸ πολὺ διάβασμα, τὸ κλείσιμο ἢ ἡ βαθιά σκέψη. Σηκώθηκα καὶ ξαναπήγα στις διάφορες μεγάλες σχολὲς γιὰ νὰ τοὺς δῶ νεαροὺς καὶ φρέσκους φρέσκους. Χώθηκα βέβαια στὶς αἴθουσες τῶν πρωτοετών. Ἐδῶ, εἶπα, μέσα σ’ αὐτὸ τὸ φυτώριο, θὰ φανεῖ τὸ πράγμα. Καὶ ὅμως ἡ ἐντύπωσή μου ἦταν ἐξίσου ἀποκαρδιωτική· τὸ ἑπόμενο κύ μα, δὲν ἀποκλείεται, νὰ εἶναι χειρότερο. Κι ἂν ὑπάρχει κανείς ζωηρὸς καὶ ἀνοιχτόκαρδος, γρήγορα ἀντιλαμβάνεσαι πὼς θεωρεῖται πνευματικῶς ὅποπτος καὶ βρίσκεται σὲ καραντίνα. Δὲν εἶναι ἐπομένως τὸ διάβασμα αὐτὸ ποὺ φταίει. Ὁ τύπος προϋπάρχει καὶ μάλιστα μὲ τὸ παραπάνω. Κάτι ἄλλο θὰ πρέπει νὰ ξεδιαλέγει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ δω ἡ ἀπὸ κεῖ. Ἐκεῖνο πάντως ποὺ βάζει σὲ σκέψεις εἶναι ὅτι οἱ πιὸ πολλοὶ γραμματισμένοι κατάγονται ἀπ’ τὸ λαό.
Σκέφτομαι μήπως πρέπει ν’ ἀλλάξω ἐπάγγελμα καὶ ὄχι μονάχα γραφεῖο. Τώρα ὅμως εἶναι μᾶλλον ἀργά· οὔτε τέχνη ξέρω, οὔτε γιὰ νὰ πάω μαθητευόμενος ἔχω τὴν ἡλικία καὶ τὸ κουράγιο, ἀλλὰ οὔτε τὰ χαρτιὰ καὶ τὰ κατάστιχα χωνεύω. Θὰ ἤθελα, εἶναι ἀλήθεια, πρὸ πολλοῦ νὰ ἤμουν ἐργάτης· παράλληλα ὅμως νὰ ἔχω αὐτὴ τὴν ἴδια ψυχή, τὶς ἔδιες γνώσεις καὶ τὰ ἴδια μυαλά. Εξάλλου καὶ στὴ σκέψη τῆς ἄλλης ζωῆς, ἢ τῆς μετεμψύχωσης, έτσι χάνω κάθε ένθουσια σμό, ὅταν ἀκούω ὅτι ἐνδέχεται νὰ μὴ θυμᾶμαι ἀπολύτως τίποτε ἀπὸ αὐτὴ ἐδῶ τὴ ζωή μου.
Γιὰ νὰ ἐξακριβώσω περισσότερα έχω, κατ’ ἐπανάληψη τρυπώ σει στοὺς τόπους τῆς δουλειάς τους. Κάθε ἐπάγγελμα ἔχει τοὺς δι κούς του τύπους, ἀλλὰ σὲ ὁρισμένα πλειοψηφοῦν οἱ καλύτεροι. “Ανά-μεσά τους ὑπάρχουν έξυπνα πλάσματα, ποὺ οὔτε νὰ τὰ ὀνειρευτοῦν θὰ μποροῦσαν στὰ γραφεῖα. Εντούτοις μόνοι τους ὁμολογοῦν πὼς δὲ στάθηκε δυνατὸ νὰ προχωρήσουν ἄλλο στὰ γράμματα. Αὐτὸ τὸ λίγο ὅμως που κάνουν τώρα, τὸ κατέχουν καλά, ὅσο οὐδέποτε οἱ μορφωμένοι τὰ δικά τους. ᾿Απὸ δῶ θὰ πηγάζει αὐτὴ ἡ αὐτοπεποί θησή τους καὶ ἡ ψυχική τους ὀμορφιά. Επιπλέον εἶναι καὶ ἡ σκλη ραγωγία. Φυσικά ὑπάρχει καὶ ἕνα κάποιο ποσοστό κουτῶν ἢ κακο μοίρηδων, ποὺ ὅλοι όμως τοὺς ἀνέχονται χωρίς συζήτηση.
Βλέποντάς τους, φαντάζεσαι, ὄχι χωρὶς ζήλεια, τὴν οἰκογενει ακὴ ζωή, τῶν παντρεμένων ἰδίως, σὰν κάτι τὸ ἰδιαίτερα ζωηρὸ καὶ χαρούμενο, ἀπ’ ὅπουθὰ ἀντλοῦν πολλὲς ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς δυνάμεις. Τις περισσότερες φορὲς ὅμως τὰ πράγματα δὲν ἔχουν ἔτσι. Οἱ γυναῖκες ποὺ τοὺς περιβάλλουν στὰ σπίτια τους, ὑστεροῦν δὲν ἔχουν οὔτε τὴ λάμψη, οὔτε τὴν ἐξυπνάδα. Οἱ ἀδελφές, ἰδίως τῶν πιὸ ἐξαιρε τικῶν, εἶναι σὰ σκιές. Οἱ γυναῖκες τους ἄβγαλτες καὶ ἀπληροφό ρητες, σωστὰ ζωντόβολα συνήθως· χάνεις πᾶσα ἰδέα. Οἱ πιὸ πολλοί δὲν τὶς δίνουν λογαριασμὸ γιὰ τίποτε ἢ τὶς κακομεταχειρίζονται. Εἶναι παράδοση ἐδῶ ἡ ἀνεξαρτησία. Σπάνια καὶ ποῦ, νὰ τοὺς διευ θύνουν. Θὰ στρώσουν βέβαια κι αὐτὲς καὶ θὰ γίνουν σεβαστὲς ὅταν γεράσουν καὶ ἀναδειχτοῦν σὲ μάνες.
Εντούτοις οἱ ἐργένηδες ἀπ᾿ τοὺς ἐργάτες ὁμολογοῦν ὅτι οἱ ἐξαι ρετικές εὐκαιρίες εἶναι ποὺ ἀκόμη δὲν τοὺς ἀφήνουν νὰ σηκώσουν κεφάλι. Καὶ πράγματι, ἂν δώσεις λίγη προσοχή, θὰ δεῖς ἀνάμεσα στὶς φιλενάδες τους κορίτσια ἀλλιώτικα ἢ μορφωμένα. Οἱ σχέσεις ὅμως αὐτὲς σπανίως καταλήγουν σε γάμο. Τοὺς λαϊκούς ἀνθρώ πους, που συμβαίνει νὰ εἶναι καὶ ὅμορφοι, ἀπὸ μικροὺς τοὺς κυνη γᾶ ὁλόκληρη ἡ κοινωνία γιὰ ἐρωτικὴ ἀπομύζηση. Μόλις διαγραφούν, ἀρχίζει νὰ τοὺς περικλείει μέσα σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα γεμάτη συγ κατάβαση καὶ ὑστεροβουλία, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει σιγὰ σιγὰ σὲ συνθῆκες ἀσύλληπτης ἐρωτικῆς εὐκολίας, πράγματα ποὺ δὲν εὐνο οὖν φυσικά κανένα συμμάζεμα. Γι’ αὐτὸ κυρίως δὲν προφταίνουν να προοδεύσουν καὶ στὰ γράμματα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ξεφεύγουν μερικοί, μὲ μεγάλες ὅμως ἀπώλειες.
Σχεδὸν ὅλοι οἱ ἄσχημοι ἢ οἱ ἀδιάφοροι ἀφήνονται ήσυχοι καὶ προχωροῦν, καθὼς ἔχουν μάλιστα, σὲ μεγάλο βαθμό, πολλὰ ἀπ᾿ τὰ ἄλλα λαϊκά προσόντα. Αὐτὰ φυσικὰ ἰσχύουν καὶ γιὰ τὶς ἐξαιρέσεις τῆς ἀστικῆς νεολαίας. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι οἱ γυναῖκες τῆς ἀστικῆς τάξης ποθοῦν τοὺς ἐργάτες, ἀλλὰ δὲν ἔχουν τὸ σθένος νὰ τοὺς παν τρευτοῦν. Εἶναι γνωστὸ ἄλλωστε, ὅτι ὁ σύζυγος κατὰ τὴν ἀστικὴ διδασκαλία πρέπει να ‘χει κυρίως ἄλλα προσόντα, καὶ ὄχι νιάτα καὶ ὀμορφιά. Εὐτυχῶς ποὺ ἔχουν ἔτσι τὰ πράγματα, γιατὶ ἀλλιῶς θὰ εἶχε ξεδιαλεχτεῖ στὸ λαὸ μονάχα ἡ ἀσχήμια ἢ μᾶλλον θὰ εἶχε λαπαδιάσει σιγὰ σιγὰ ὁλόκληρη ἡ κοινωνία. Πρὸς τὰ πάνω προω θοῦνται ἀπείρως πιὸ εὔκολα οἱ ἄσχημοι, ποὺ μορφώθηκαν, καθώς καὶ οἱ πολὺ ὡραῖες γυναῖκες. Αὐτὲς μποροῦν νὰ τὶς ἐπιβάλουν κά πως εὐκολότερα στοὺς κύκλους των οἱ ἀστοὶ ποὺ τὶς ἐπιθυμοῦν, παριστάνοντας μάλιστα καὶ τοὺς ὑπεράνω χρημάτων. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πολλοὶ νέοι ἐργάτες λυποῦνται βλέποντας τὴν κατάστα ση, κι όλο πασχίζουν νὰ εἰσχωρήσουν κι αὐτοὶ στοὺς παρφουμαρισμένους κύκλους. Εξάλλου ἔχουν ἀρκετὰ δοκιμάσει τὶς εὐκολίες καὶ τὴν περιποίηση, ποὺ ἔχει ὁ ὄμορφος ἄνθρωπος, ἄντρας ή γυναίκα, μέσα στὸν ἀστικὸ κόσμο.
Ἐγὼ ἀντίθετα λυπᾶμαι ποὺ ἡ ἁμαρτία τῆς μόρφωσης δὲν κρ βεται εὔκολα. ᾿Αλλιῶς θὰ εἶχα ἀναμιχθεῖ τελείως μαζί τους, και θὼς μάλιστα ὑπάρχει στις παρέες τους τόση δίψα γιὰ ἀληθινὴ φι λία καὶ ἐκτίμηση. Εξάλλου έχω καθῆκον νὰ μείνω πιστὸς στὴν καταγωγή μου.
Πάντως, ποτέ μου δὲ θὰ ξεχάσω πόσο χάρηκα, ὅταν κάποτε γυρίζοντας μὲ καράβι ἀπ᾿ τὰ ξένα μὲ ρώτησαν οἱ τελωνειακοί, προ τοῦ δοῦν τὰ χαρτιά μου, ἂν εἶμαι ναυτικός. “Ὥστε μποροῦσα νὰ εἶμαι σὰν αὐτοὺς, ἐφόσον κι αὐτοὶ οἱ πεπειραμένοι γελιοῦνται τόσο.
Λάμψη, ενοχή και απομόνωση: Η υπόγεια κραυγή του αστού στο “Ἐξαίσια ἀστική μας κοινωνία” του Γιώργου Ιωάννου
(μια ανάλυση του Τσακ και του Τσουκ)
Το πεζογράφημα «Ἐξαίσια ἀστική μας κοινωνία» δεν είναι διήγημα με πλοκή, ούτε αμιγώς δοκίμιο· είναι μια εξομολόγηση, ένας εσωτερικός μονόλογος που συνδυάζει την ειρωνεία με την υπαρξιακή αμηχανία και την κοινωνική κριτική. Ο αφηγητής, αστός και μορφωμένος, ζει μια διπλή αποξένωση: από την τάξη του και από τη ζωή την ίδια. Με έναν λόγο πικρό, παρατηρητικό και συχνά αυτοσαρκαστικό, περιγράφει την αποτυχία του να ανήκει — κάπου, σε κάποιον.
Στην αρχή του κειμένου, ο αφηγητής περιγράφει τις πρωινές του διασταυρώσεις με τους εργάτες. Τους βλέπει «ὅλο ζωντάνια καὶ ἐλεύθερο βάδισμα», αστραφτερούς και γεμάτους ενέργεια. Η εικόνα τους τον γοητεύει αλλά και τον φέρνει σε αμηχανία. Υπαινικτικά συνδέει αυτή τη λάμψη με τη σεξουαλική τους ζωή: «Ποιος ξέρει σε τί κρεβάτια πλάγιασαν κι απόψε κι έχουν αυτή τη λάμψη». Η φράση φανερώνει όχι μόνο θαυμασμό, αλλά και φθόνο: εκείνοι ζουν, κι εκείνος παρατηρεί.
Οι εργάτες έχουν σώμα, παρουσία, φυσικότητα. Ο αφηγητής νιώθει ακίνητος, ξεθωριασμένος, αδρανής. Και αυτό που ζητά δεν είναι να γίνει εργάτης γενικά, αλλά «νὰ ἤμουν ἐργάτης, παράλληλα ὅμως νὰ ἔχω τὴν ἴδια ψυχή, τὶς ἴδιες γνώσεις καὶ τὰ ἴδια μυαλά». Εδώ βρίσκεται η βαθύτερη αντίφασή του: επιθυμεί να ανήκει σ’ έναν κόσμο αυθεντικό, άμεσο και σωματικό, χωρίς όμως να απαρνηθεί την πνευματική του καλλιέργεια, τη στοχαστική του συνείδηση, το βλέμμα του παρατηρητή.
Αυτή η αντίφαση έχει δύο όψεις:
Από τη μία πλευρά, η επιθυμία του να είναι εργάτης εκφράζει την ανάγκη του για ένταξη, για απελευθέρωση από την αποστείρωση του αστικού περιβάλλοντος, για μια ζωή με πράξη, σώμα και αλήθεια. Το σώμα του εργάτη γίνεται σύμβολο πληρότητας και ελευθερίας, κάτι που ο αφηγητής στερείται. Η φαντασίωση του να είναι εργάτης είναι φαντασίωση ζωής, σύνδεσης, ταύτισης με μια ολότητα.
Από την άλλη όμως, η απαίτηση να διατηρήσει «τὴν ἴδια ψυχή, τὶς ἴδιες γνώσεις καὶ τὰ ἴδια μυαλά» φανερώνει ότι δεν είναι έτοιμος να απαρνηθεί την ατομική του ιδιαιτερότητα. Δεν θέλει να χάσει τη στοχαστική του ταυτότητα, την ικανότητα ανάλυσης, το πλεονέκτημα της εσωτερικής παρατήρησης. Αυτή η πνευματική του υπόσταση όμως, είναι ακριβώς εκείνη που τον αποξενώνει από τους εργάτες και τον κόσμο που θαυμάζει.
Έτσι, η επιθυμία του είναι καταδικασμένη σε αδιέξοδο. Θέλει να ανήκει χωρίς να χάσει τον εαυτό του· θέλει να γίνει «ένας από αυτούς» χωρίς να πάψει να είναι ο εαυτός του. Αυτή η εσωτερική σχάση είναι που γεννά τη μελαγχολία του κειμένου: ο αφηγητής ξέρει ότι το αίτημά του είναι αδύνατο, αλλά δεν παύει να το επιθυμεί.
Η αντίφαση αυτή οξύνεται όταν αναφέρεται στη μόρφωση. Ο αφηγητής δεν τη βιώνει ως προνόμιο ή λύτρωση, αλλά ως «αμαρτία» — βάρος, στίγμα, αιτία απομόνωσης. «Λυπάμαι που η αμαρτία της μόρφωσης δεν κρύβεται εύκολα», λέει χαρακτηριστικά. Η μόρφωση δεν του δίνει κύρος ούτε χαρά· του αφαιρεί τη δυνατότητα να ανήκει, να συμμετέχει, να συγχρωτίζεται αυθεντικά.
Η αίσθηση απομόνωσης αποκαλύπτεται ακόμη εντονότερα όταν μιλά για τον φόβο απέναντι στους συναδέλφους. «Κάτι θα έχουν μυριστεί απ’ τις ιδέες μου…», σημειώνει. Ο αφηγητής ζει με την αίσθηση ότι παρακολουθείται, ότι δεν μπορεί να μιλήσει ανοιχτά. Οι ιδέες του – η συμπάθεια προς τους εργάτες, η απέχθεια για τη μικροαστική υποκρισία, ίσως και πιο ενδόμυχες επιθυμίες – είναι επικίνδυνες. Νιώθει ότι δεν χωρά πουθενά: δεν ανήκει στους γραφιάδες, δεν εντάσσεται στους εργάτες, δεν αντέχει τον ψυχικό μαρασμό του πνευματικού του περιβάλλοντος.
Παρατηρεί γύρω του μορφωμένους ανθρώπους – συναδέλφους και φοιτητές – που είναι ψυχικά άδειοι, κουρασμένοι, χωρίς ίχνος ζωντάνιας. Ακόμη και στις αίθουσες των πρωτοετών «τὸ ἑπόμενο κύμα δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναι χειρότερο». Αντίθετα, οι εργάτες, με τη λίγη μόρφωση που διαθέτουν, τη ζουν αληθινά, «καλύτερα ἀπ’ ὅ,τι οἱ μορφωμένοι τὰ δικά τους». Η ουσία της παιδείας, λοιπόν, δεν είναι ζήτημα τίτλου, αλλά εσωτερικής συγκρότησης και ταπεινότητας. Ίσως και μιας μακάριας άγνοιας.
Ο αφηγητής στη συνέχεια εστιάζει στην ομορφιά, η οποία μετατρέπεται σε μια κοινωνική παγίδα. Οι όμορφοι εργάτες είναι επιθυμητοί, αλλά όχι αποδεκτοί. Οι αστές γυναίκες τούς επιθυμούν αλλά δεν τολμούν να τους παντρευτούν. Έτσι, οι εργάτες μετατρέπονται σε αντικείμενα μιας κοινωνικής «ερωτικής απομύζησης».
Η έννοια της ερωτικής απομύζησης είναι καθοριστική. Οι εργάτες γίνονται επιθυμητοί ακριβώς επειδή είναι νέοι, ωραίοι, λαϊκοί — δηλαδή «άλλοι». Η επιθυμία των αστών γυναικών (και ενδεχομένως και άλλων κοινωνικών ρόλων) τούς στρέφει προς αυτούς όχι για να ενωθούν, αλλά για να τους καταναλώσουν. Το ερωτικό ενδιαφέρον δεν συνοδεύεται από σεβασμό ή από πρόθεση ουσιαστικής αποδοχής. Αντιθέτως, τους κατατάσσει σε έναν ρόλο προσωρινού αντικειμένου: επιθυμητού αλλά μη κοινωνικά αναγνωρίσιμου.
Αυτό το σχήμα είναι παγίδα: όποιος είναι επιθυμητός με αυτό τον τρόπο, δεν μπορεί να προοδεύσει. Δεν είναι εύκολο για τον όμορφο εργάτη να μορφωθεί, να ανέβει, να ενταχθεί, γιατί η κοινωνία τον έχει ήδη καθηλώσει στον ρόλο του «καταναλώσιμου σώματος». Αντίθετα, «οι άσχημοι» αφήνονται ήσυχοι και συχνά καταφέρνουν να προοδεύσουν. Εδώ, η επιθυμία γίνεται μορφή καταπίεσης — η ερωτική απομύζηση γίνεται κοινωνική καθήλωση.
Ο αφηγητής δεν διεκδικεί την ομορφιά για τον εαυτό του. Δεν λέει ότι είναι άσχημος, αλλά η λάμψη των άλλων τον πνίγει. Αυτό που επιθυμεί είναι κάτι βαθύτερο: μια ομορφιά που να πηγάζει από την πράξη, τη σχέση με τον κόσμο, την αίσθηση πληρότητας. Θέλει να είναι επιθυμητός, όχι ως εικόνα, αλλά ως παρουσία με ουσία.
Η αίσθηση απομόνωσης αποκαλύπτεται κι όταν μιλά για τον φόβο απέναντι στους συναδέλφους.
Ίσως, τελικά, ο αφηγητής να μην ζηλεύει μόνο τους εργάτες. Ζηλεύει και τις γυναίκες που μπορούν να τους πλησιάσουν. Εκείνες που μπορούν να τους κοιτάξουν ερωτικά χωρίς να κατηγορηθούν, που έχουν – έστω και στιγμιαία – πρόσβαση στη λάμψη, στο σώμα, στην αλήθεια που εκείνος μόνο παρατηρεί από απόσταση.
Η ζήλεια του δεν είναι απλώς ταξική· είναι βαθιά σωματική και υπαρξιακή. Ανάμεσα στις επιθυμίες του αναδύεται και ένα αδιόρατο αλλά αισθητό αίσθημα απαξίωσης για τις λαϊκές γυναίκες που περιβάλλουν τους εργάτες. Οι γυναίκες αυτές, σύντροφοι ή σύζυγοι των όμορφων εργατών, περιγράφονται έμμεσα ως άχρωμες, κοινές, σχεδόν ανάξιες για το φως των αντρών που συνοδεύουν. Ο αφηγητής τις κοιτά με έναν τρόπο που φανερώνει όχι απλώς ταξική ή αισθητική απόσταση, αλλά και μια συγκρατημένη περιφρόνηση. Δεν τις ζηλεύει, αλλά τις θεωρεί εμπόδιο — σαν αυτές να έχουν πρόσβαση σε κάτι που δεν τους αναλογεί, κάτι που εκείνος θα ήθελε να πλησιάσει είτε ως θαυμαστής είτε ως «εραστής»
Ο ίδιος, ως άντρας, δεν μπορεί να επιθυμήσει αυτούς τους άντρες χωρίς κοινωνικό κίνδυνο· ως αστός, δεν μπορεί να τους αγγίξει χωρίς ταξικό στίγμα· ως μορφωμένος, δεν μπορεί να τους ανήκει. Έτσι, ζηλεύει εκείνον τον άλλον ρόλο, τον γυναικείο — όχι για να γίνει γυναίκα, αλλά για να βιώσει την επιθυμία ελεύθερα.
Και κάπου εκεί, στη ρωγμή αυτή, γεννιέται η πιο ανθρώπινη του επιθυμία: να ανήκει σ’ έναν κόσμο που να τον βλέπει, να τον ποθεί, να τον δέχεται — χωρίς όρους, χωρίς ρόλους, χωρίς απόσταση.