Δύο, σχεδόν, μήνες έχουν περάσει από την «ημιεθιμοτυπική» (όπως ο ίδιος ο Υπουργός τη χαρακτήρισε) συνάντηση τον εκπαιδευτικών ομοσπονδιών με τη νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Οι «θεματικές» συναντήσεις όπου θα συζητούνταν αναλυτικά τα τεράστια προβλήματα της εκπαίδευσης που ανακοίνωσε τότε ο νέος Υπουργός (με άμεση έναρξη είχε πει) δεν άρχισαν, φυσικά, ποτέ. Αντίθετα, το Υπουργείο Παιδείας συνεχίζει να υλοποιεί τις ήδη ειλημμένες αποφάσεις της κυβέρνησης για την Παιδεία και τη ριζική αναδιάρθρωση της δομής του Δημόσιου Σχολείου.
Η γενίκευση του νέου ενιαίου τύπου Ολοήμερου Δημοτικού Σχολείου και Νηπιαγωγείου που έχει ήδη οδηγήσει σε απόλυση χιλιάδων αναπληρωτών εκπαιδευτικών και σε σχεδιασμούς για συρρίκνωση και οργανικών θέσεων, προχωρά δίχως η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να λαμβάνει υπόψη την πλήρη αντίθεση του Κλάδου που εκδηλώθηκε με σειρά κινητοποιήσεων (ακόμη και σε νομικό επίπεδο με αιτήσεις ακύρωσής τους στο ΣτΕ – εκ των οποίων αυτή της προσχολικής αγωγής «μυστηριωδώς» δεν εκδικάστηκε στις 13/1/2017 όπως ήταν προγραμματισμένο).
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και η αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων δρομολογούνται (όπως δήλωσε ο Υπουργός Παιδείας αν και καμία συζήτηση δεν έγινε επ’ αυτών) δρομολογούνται όπως και το σύνολο των νομοθετικών ρυθμίσεων, με βάση τα πορίσματα του Εθνικού διαλόγου (αυτονομία της Σχολικής Μονάδας, ριζικές αλλαγές στα αναλυτικά προγράμματα και αλλαγές στις υπηρεσιακές μεταβολές και στα Π. Δ. 50 και 100).
Ταυτόχρονα, αν και στην συνάντηση γνωριμίας με τα Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε. και της Ο.Λ.Μ.Ε., ο κ. Γαβρόγλου, σαφέστατα είπε ότι οι 20.000 διορισμοί για τους οποίους μιλούσε η προηγούμενη πολιτική ηγεσία δεν πρόκειται να γίνουν για να προχωρήσει, στη συνέχεια, ακόμη πιο πέρα και να ξεκαθαρίσει ότι τα όποια κονδύλια για διορισμούς συνδέονται άμεσα με την εφαρμογή της αξιολόγησης, προσφάτως «θυμήθηκε» το διαγωνισμό του ΑΣΕΠ και μάλιστα εντός του 2017, αν και όλοι γνωρίζουμε ότι μόνιμοι διορισμοί δεν πρόκειται να γίνουν, αφού πέρα από την «απαγόρευση» μέχρι το τέλος του 2017 η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση είναι η πιστή εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών της αδιοριστίας και της ελαστικής εργασίας και της συρρίκνωσης των οργανικών θέσεων ενώ η συζήτηση για τον τρόπο πρόσληψης έχει ως σκοπό να δημιουργήσεις τεχνητές αντιπαραθέσεις σε τμήματα του κλάδου. Στο ίδιο πλαίσιο, παρά το θετικό στοιχείο της έναρξης της συζήτησης για την αναμοριοδότηση των σχολικών μονάδων κάτι που είναι αποτέλεσμα της πίεσης της Δ.Ο.Ε. στην επιτροπή υπηρεσιακών μεταβολών του Υπουργείου, η όλη συζήτηση έντεχνα αποκρύπτει την ουσία, ότι δηλαδή με την ακολουθούμενη πολιτική δεν θα υπάρχει καμία δυνατότητα για την πραγματοποίηση της όποιας μετάθεσης (ιδιαίτερα βόρεια της Αττικής).
Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί και η δημοσιοποίηση σε αυτό το χρονικό σημείο της έκθεσης του Σ.Ε.Δ.Δ. (η οποία υπάρχει από την άνοιξη του 2016) σύμφωνα με την οποία οι «υποχρεωτικές» μετατάξεις των εκπαιδευτικών που πραγματοποιήθηκαν το 2013 από τη Β/θμια στην Α/θμια εκπαίδευση, ήταν παράνομες και με την οποία το Σ.Ε.Δ.Δ. εισηγείται την ανάκλησή τους. Η έκθεση δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επιβεβαιώσει τα όσα, μάταια, έλεγε τότε η Δ.Ο.Ε. μόνο που το πράττει έπειτα από 3 και πλέον χρόνια και αντί να έρχεται να αποκαταστήσει τις, τότε, αδικίες, δημιουργεί νέες. Πόσο τυχαίο μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός της δημοσιοποίησης της έκθεσης σε χρόνο που η απόδοση οργανικών θέσεων θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει;
Είναι σαφές ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας δεν έχει λάβει υπόψη του τα αιτήματα του εκπαιδευτικού κινήματος. Το μόνο που επιδιώκει είναι η συναίνεση των εκπαιδευτικών και της κοινωνίας στις αντιεκπαιδευτικές της πολιτικές, για την προώθηση των επιλογών της κυβέρνησης με “μεταρρυθμίσεις” που υλοποιούν δεσμεύσεις του 3ου μνημονίου και κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ. Η κατεύθυνση για «ορθολογική» διαχείριση υλικών και ανθρώπινων πόρων είναι επίσημη κυβερνητική πολιτική και μεταφράζεται σε λειτουργία των σχολείων σε καθεστώς οικονομικής ασφυξίας, με μείωση προσωπικού και εργασιακή ευελιξία, ένταση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, υποβάθμιση των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών, κακοπληρωμένους, εξαντλημένους και τρομοκρατημένους εκπαιδευτικούς.
Όλα τα παραπάνω γίνονται εν μέσω των «διαπραγματεύσεων» της κυβέρνησης με τους «θεσμούς» για νέα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα, για «κόφτη» διαρκείας και μετά το 2018, για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% που θα σημαίνει ακόμα μεγαλύτερη αφαίμαξη του ήδη πενιχρού εισοδήματος των εργαζομένων.
Σε αυτήν την κρίσιμη κατάσταση για τη δημόσια εκπαίδευση και τους εργαζόμενους συνολικά επιβάλλεται η διαμόρφωση ενός πανεκπαιδευτικού συντονισμού καθώς κι ενός διευρυμένου μετώπου για την προστασία των κοινωνικών αγαθών, για τις ανάγκες και τα δικαιώματα των εργαζομένων και των ανέργων και την ανατροπή των αντιεκπαιδευτικών και μνημονιακών πολιτικών με έμφαση, από την πλευρά μας, στη Δημόσια Δωρεάν Παιδεία.
Οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης υπερασπιζόμαστε το δημόσιο σχολείο με αγώνα για την ποιοτική του αναβάθμιση, χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις για τους μαθητές και με σταθερή και μόνιμη εργασία για τους εκπαιδευτικούς.
Το Δ. Σ. της Δ. Ο. Ε. καλεί σ’ αυτή τη φάση τους Συλλόγους Εκπαιδευτικών να ορίσουν Γενικές Συνελεύσεις μέσα στον Φεβρουάριο όπου θα συζητηθούν όλα τα παραπάνω και θα οργανωθεί η πάλη και ο αγώνας του κλάδου για τη συνέχεια, με βασικές αιχμές:
- Τη συμμετοχή σε δράσεις που θα οργανωθούν με την ανακοίνωση από την πλευρά της κυβέρνησης της μεσοπρόθεσμης έκθεσης του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση στο πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου και των μέτρων της δεύτερης αξιολόγησης που θα αποφασιστούν στο Eurogroup.
- Δράσεις στις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης και στις Περιφερειακές Διευθύνσεις από τους κατά τόπους συλλόγους για τα θέματα των κενών, του ολοήμερου, της σίτισης κλπ.
- Πρωτοβουλίες στήριξης των σχολείων εκείνων που θα υποδεχθούν προσφυγόπουλα το επόμενο διάστημα, ενάντια στο ρατσισμό και την ξενοφοβία, ενάντια στις φασιστικές επιθέσεις που δέχονται το τελευταίο διάστημα εκπαιδευτικοί και γονείς.