Θυμάρι
![]() |
Βρεθήκαμε μετά από καιρό στην Ελλάδα, όπου είχε μείνει δύο χρόνια μελετώντας τη σχέση των ανθρώπων με τη φύση. Μαζεύω βότανα, έλεγε σε όσους τη ρωτούσαν. Κάθε άνθος, κάθε ρίζα, κάθε κοτσάνι συνδέεται με μια γυναίκα. Η κοπέλα που δεν πέτυχε στις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο επιστρέφει στο χωριό να δει τη γιαγιά της, που γνωρίζει τις μαγικές ιδιότητες των φυτών, ενώ μια ανύπαντρη γριά θεία που δεν μιλά σε κανέναν βράζει τα σπασμένα κλαδιά σε χωριστά κατσαρόλια.
Μην ξεχνάτε ότι η μνήμη είναι γυναίκα, είχε πει στο σεμινάριο όπου γνωριστήκαμε. Το επανέλαβε και σε ωραία σπασμένα ελληνικά, που μιλούσε πριν φύγει από την Αμερική. Τώρα μεταξύ των φθόγγων θρόιζαν κάποια φύλλα της υπαίθρου και πέταλα άγριων λουλουδιών που προσκαλούσαν ερωτικά τις μέλισσες να τα θυμηθούν.
Θεώρησα υποχρέωση τότε να την φωνάξω να φάμε σπίτι, λέγοντας ότι έχω θυμάρι από τον τόπο που όλοι αναφέρουν χωρίς κανείς να θυμάται ότι συνεχίζει να υπάρχει. Δεν πρόλαβα όμως να μαγειρέψω και έβαλα μικρούς κλώνους από θυμάρι σε ένα άδειο ποτήρι στο τραπέζι δίπλα στο έτοιμο φαγητό.
Δεν ξέρω αν το προέβλεψε, αλλά έκπληκτος είδα να κρατά μια ανθοδέσμη με άγνωστα λουλούδια που είχε μαζέψει η ίδια. Δεν συνδέετε τα ονόματα, είπε. Αυτό είναι αμάρτημα των ποιητών που τους φέρνουν ένα μπουκέτο με τις λέξεις τους και βλέπουν μόνο χρώματα, χωρίς να ενώνουν τις κουκκίδες στο χαρτί με ξεριζωμένους κρόκους που δροσίζονται πριν αυτοκτονήσουν στο δοχείο.
Πρέπει να ήμουν ήδη εκνευρισμένος, νομίζοντας ότι θεωρεί αυτονόητο πως είχε μπει στη ζωή μου, ενώ εγώ δοκίμαζα να ξεφύγω από παλιές συνήθειες, διατηρώντας μια αποκλειστική σχέση. Παρόμοιο επιχείρημα όμως θα ακουγόταν παρωχημένο.
Θυμούμαι σημαίνει θυμώνω, είπα, έτοιμος για κάθε παρετυμολογία. Η μνήμη ξεκινά ως θυμός για όσα έχουμε κάνει και σβήνει στην οργή. Γι’ αυτό κανείς θυμάται όσα δεν έχει κάνει. Θυμάται πρόσωπα που δεν έχει δει να ξυπνούν. Ελάχιστη ανάμνηση είναι το θυμάρι της ευωδίας των καπνών μιας θυσίας, των όσων θυσιάσαμε, των όσων δεν έγιναν. Της δάνεισα ένα λεξικό με ελληνικά ονόματα φυτών και δεν ξαναβρεθήκαμε.
Να σου επιστρέψω το λεξικό που έχω μαζί μου, αμέσως θυμήθηκε, όταν συναντηθήκαμε τυχαία στην Αθήνα. Μένω εδώ κοντά. Φορούσε μια καρφίτσα, ένα μικρό ασημένιο κλαδί που γυάλιζε ανεπαίσθητα καθώς έπεφτε το βράδυ. Λες να είναι θυμάρι, ρώτησε. Κάποιοι νομίζουν ότι ένα κλαδάκι μνήμης νοστιμεύει το παρελθόν. Αμφιβάλλω όμως. Περπατούσαμε προς το σπίτι της σε απόσταση μεταξύ μας.
Δεν θέλω να με θυμάσαι, είπε και πλησίασε.
Γιώργος Χουλιάρας
