Διαλογισμός στο Lagunitas

 

robert_hass.jpg

Ολόκληρη η νέα σκέψη μιλάει για την απώλεια.
Σ? αυτό μοιάζει με όλη την παλιά σκέψη.
Η ιδέα για παράδειγμα πως κάθε μερικότητα απαλείφει
την λαμπρή καθαρότητα του προτύπου. Πως ένας τρυποκάρυδος
με μουτσούνα κλόουν που τρυπάει το γλυπτό νεκρό κορμό
εκείνης της μαύρης σημύδας συνιστά, δια της παρουσίας του,
κάποια τραγική πτώση από έναν πρωταρχικό κόσμο
αδιάσπαστου φωτός. Ή εκείνη η άλλη αντίληψη ότι,
επειδή δεν υπάρχει στον κόσμο άλλο πράγμα
αντίστοιχο μιας βάτου με βατόμουρα,
κάθε λέξη είναι μια ελεγεία εκείνου που σημαίνει.
Μιλούσαμε για όλα αυτά χτες βράδυ αργά και στη φωνή
του φίλου μου, υπήρχε ένα λεπτό σύρμα θλίψης,
ένας τόνος σχεδόν μεμψίμοιρος. Μετά από λίγο κατάλαβα πως,
μιλώντας μ? αυτό τον τρόπο, καθετί διαλύεται: δικαιοσύνη,
 πεύκο, μαλλιά, γυναίκα, εσύ κι εγώ. Υπήρχε μια γυναίκα
που έκανα έρωτα μαζί της, και θυμάμαι πως, κρατώντας
τους μικρούς της ώμους στις παλάμες μου καμιά φορά,
αισθανόμουν μια βίαιη κατάπληξη για την παρουσία της
σαν μια δίψα για αλάτι, για τον ποταμό των παιδικών μου χρόνων
με τις υδροχαρείς ιτιές του, ανόητη μουσική από το πλοιάριο αναψυχής,
γούβες με λάσπη όπου πιάναμε τα μικρά ασημιά και πορτοκαλί ψάρια
που τα ?λέγαν κολοκυθόσπορους. Δεν είχε καν σχέση μαζί της.
Λαχτάρα, λέμε, γιατί η επιθυμία είναι γεμάτη
ατελείωτες αποστάσεις. Κι εγώ το ίδιο θα ήμουν γι? αυτήν.
Αλλά θυμάμαι τόσο καλά, τον τρόπο που τα χέρια της έσπαζαν το ψωμί,
εκείνο το πράγμα που είπε ο πατέρας της και την πλήγωσε,
τα όνειρά της. Υπάρχουν στιγμές που το σώμα είναι άυλο
όπως οι λέξεις, μέρες που είναι προέκταση της σάρκας.
Τόση τρυφερότητα, εκείνα τα απογεύματα και βράδια,
λέγοντας, βατόμουρο, βατόμουρο, βατόμουρο.

Robert Hass