Tου Nίκου Γ. Ξυδάκη
Στο τέταρτο ταξίδι μου στη Νέα Υόρκη, αξιώθηκα να επισκεφθώ το Ελις Αϊλαντ. Στο πλοίο, Γιαπωνέζες ντυμένες χάι-τεκ Μπάρμπι φωτογραφίζονταν αδιάκοπα. Περιπλανηθήκαμε με δέος στις απέραντες αίθουσες και στα φωτογραφικά τεκμήρια, φουστανελάδες με μουστάκες, Εβραίοι χασιδίτες, μαντιλοδεμένες Βαλκάνιες με σαλβάρια. Κάθισα στον υπολογιστή να βρω στα αρχεία τα ίχνη του παππού μου, που είχε φτάσει εδώ έναν αιώνα πριν από μένα, μετανάστης και όχι περιηγητής. Τον βρήκα.
***
Τη 14η Μαρτίου 1911, ο παππούς μου Γεώργιος (Γιώρης) Ξυδάκης αποβιβάστηκε από το υπερωκεάνιο «Πατρίς», της Εθνικής Ατμοπλοΐας της Ελλάδος, στο Ελις Αϊλαντ της Νέας Υόρκης. Ηταν 29 ετών. Τον παρέλαβε ο αδελφός του Νικηφόρος και αναχώρησαν για το Spokane, Washington, στο βορειοδυτικό άκρο της αμερικανικής ηπείρου. Μου τύπωσαν τη σχετική σελίδα από το κατάστιχο.
Spokane, Washington. Τι να έκανε εκεί το 1911; Τόπος για κυνηγούς και χρυσοθήρες. Πού δούλεψε, πώς ζούσε; Ορυχεία, υλοτομία, σιδηρόδρομοι; Λίγο απ όλα.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Γεώργιος επέστρεψε στη γενέτειρά του Μύκονο. Παντρεύτηκε την Κατερίνα Γαλάτη, καταγόμενη από οικογένεια μαστόρων του Αϊβαλιού, τάζοντάς της ότι θα την πάρει στην Αμερική. Αντ αυτού, ο Γ.Ξ. αφοσιώθηκε στην καλλιέργεια των μυκονιάτικων αμπελιών, πατρογονικών από τον 17ο αιώνα, και στην αγροκτηνοτροφία στις Μεγάλες Δήλες (Ρήνεια).
Θεοσεβής και πράος, έχων στην έρημο Ρήνεια ως απογευματινή συντροφιά ένα εξημερωμένο γεράκι (τον «Ζουγανέλο»), έκανε έξι παιδιά, δεκάδες εγγόνια και δισέγγονα, κι έφτασε τα ενενήντα τρία, πίνοντας μαύρο κρασί και καπνίζοντας μισαδάκια Εθνος άφιλτρο σε καλαμένια πίπα.
Πολλές δεκαετίες μετά το μόνον της ζωής του ταξίδιον, έλεγε στα εγγόνια του ότι όπου να ναι θα ξαναπάει στην Αμερική, υπαινισσόμενος τον Αλλο Κόσμο. Τέτοια, σκοτεινή, ήταν η Νέα Γη στην εμπειρία του. Ο αδελφός του Νικηφόρος δεν επέστρεψε ποτέ ούτε έμαθαν πότε πέθανε. Η γιαγιά μου η γαλανομάτα μέχρι που απόθανε, στα ενενήντα εφτά της, έλεγε: Ο κύρης σας με εγέλασε και αντί να με πάει στην Αμερική, μ έκλεισε στο χωριό.
***
Eνας αιώνας από το πρώτο κύμα μετανάστευσης· μισός αιώνα από το δεύτερο. Η ξενιτιά έχει περιοδικότητα μισού αιώνα. Τώρα άρχισε το τρίτο κύμα. Στα δικά μας χρόνια, για δύο γενιές περίπου, η ξενιτιά έστεκε μισοαπολιθωμένη στα δημοτικά τραγούδια, στα ρεμπέτικα του μετανάστη Κατσαρού τον Μεσοπόλεμο, και στα λαϊκά του 1960. «Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο / η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ χω τον καημό σου / Τα ξένα τρων τα νιάτα σου, τρώνε την λεβεντιά σου», και «Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική / θε να μαραζώσω, να πεθάνω εκεί».
Την είχαμε απωθήσει. Μάλιστα ως μοντέρνοι και κοσμοπολίτες, χλευάζαμε τη νοσταλγία των αποδήμων, τον παλαιάς κοπής πατριωτισμό τους, το kitsch των μπρούκληδων, τα γκρίκλις της Αστόριας και της Μελβούρνης. Τους θεωρούσαμε καθυστερημένους, κολλημένους στα χρόνια της φτωχής πικρής Ελλάδας, όπως την άφησαν όταν μίσεψαν για να επιζήσουν. Διότι εν τω μεταξύ η χώρα αναπτύχθηκε, τόσο που οι Ελλαδίτες της ευμάρειας να πηγαίνουν στη Νέα Υόρκη για ψώνια και να τα βρίσκουν όλα φτηνά με το ισχυρό ευρώ τους. Εως πρόσφατα.
Αυτά τα πρόσφατα χρόνια οι Ελλαδίτες υποδέχονταν άλλους φτωχούς αναγκεμένους, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, για τις βαριές δουλειές, χωρίς πράσινη κάρτα, χωρίς χαρτιά. Παράνομοι μα χρήσιμοι, όπως ο σχεδόν μυθιστορηματικός Ανδρέας Κορδοπάτης, που απεπέμφθη στα λιμάνια εισόδου, δούλεψε, απελάθηκε και ξαναπροσπαθούσε αδιάκοπα να πάει στην Αμερική. «Ταξίδευα τριάμισι μερόνυχτα. Χωρίς φίλους, χωρίς Ελληνες να κουβεντιάζω, μόνος μου σαν σακί δεμένο» (Θανάσης Βαλτινός, «Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη»). Φοβισμένοι και σκοτεινοί, όπως ο Τσερκεζής στο Λος Αντζελες: «Οι φίλοι μου με ηρώτων τι είχα και διατί τόσον σκεπτικός, αφού άλλοτε όταν ευρισκόμεθα εις τας Αθήνας ήμην πάντοτε εύθυμος και διασκεδαστικός εις την παρέαν, διατί τώρα μελαγχολώ;» (Σάββας Τσερκεζής, «Ημερολόγιον του βίου μου: Αρχόμενον από του 1886»).
Ανά πενήντα έτη ξεριζωμός και ξαναρίζωμα. Ο φίλος ποιητής Νίκος μου απαγγέλλει Λόρκα καθώς νυχτοπερπατάμε στο Μπάτερι, και Νικόλα Κάλα στην Αστόρια· ο Στέλιος μου δείχνει πού ήταν τα ελληνικά ανθοπωλεία και τα tenements, οι εργατικές πολυκατοικίες του πρώτου κύματος· ο Βαγγέλης μου αποκαλύπτει τις ενορίες και τους μπίζνεσμεν της Φιλαντέλφια. Ριζώματα σε ντάινες και Ivy League πανεπιστήμια: το τρίτο κύμα είναι γιατροί, μηχανικοί, υπερπροσοντούχοι επήλυδες και ικέτες. Κάθε πενήντα χρόνια, η Πατρίς ξεβράζει ένα κύμα νοσταλγών.