Με την ποίηση πολεμάμε τον ρατσισμό

img28301_288026045de4f4f3e86bf44542a78ef7

Η 21η Μαρτίου έχει ορισθεί ως Διεθνής Ημέρα για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων και του ρατσισμού. Ταυτόχρονα έχει ορισθεί και ως Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.

Η ποίηση μπορεί να συμπυκνώσει με τρόπο μοναδικό αξίες όπως η ισότητα, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η κοινωνική δικαιοσύνη.

Ποίημα ανώνυμου παιδιού από την Αφρική (προτάθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ως το καλύτερο ποίημα του 2006)

Όταν γεννιέμαι, είμαι μαύρος
Όταν μεγαλώσω, είμαι μαύρος
Όταν κάθομαι στον ήλιο, είμαι μαύρος
Όταν φοβάμαι, είμαι μαύρος
Όταν αρρωσταίνω, είμαι μαύρος
Κι όταν πεθαίνω, ακόμα είμαι μαύρος
Κι εσύ λευκέ άνθρωπε
Όταν γεννιέσαι, είσαι ροζ
Όταν μεγαλώνεις, γίνεσαι λευκός
Όταν κάθεσαι στον ήλιο, γίνεσαι κόκκινος
Όταν κρυώνεις, γίνεσαι μπλε
Όταν φοβάσαι, γίνεσαι κίτρινος
Όταν αρρωσταίνεις, γίνεσαι πράσινος
Κι όταν πεθαίνεις, γίνεσαι γκρι

Και αποκαλείς εμένα έγχρωμο…

 

Ποίημα του Γερμανού ιερέα Martin Niemöller

Όταν οι Ναζί έπαιρναν τους κομμουνιστές   σιώπησα,
δεν ήμουν δα κομμουνιστής.
Όταν φυλάκιζαν τους σοσιαλδημοκράτες   σιώπησα,
δεν ήμουν δα σοσιαλδημοκράτης.
Όταν έπαιρναν τους συνδικαλιστές   σιώπησα,
δεν ήμουν δα συνδικαλιστής.
Όταν έπαιρναν εμένα,
δεν είχε μείνει κανείς  να διαμαρτυρηθεί.

 

Από τις “Γειτονιές του κόσμου” του Γιάννη Ρίτσου

Είναι μεγάλος τούτος ο άνεμος
είναι πελώριος τούτος ο άνεμος
είναι χαρούμενος, χαρούμενος, χαρούμενος,
ρίχνει τα τείχη που ύψωσαν ανάμεσα στους λαούς
ρίχνει τα τείχη του θανάτου
ρίχνει τα τείχη ανάμεσα στο νου και στην καρδιά
τα τείχη ανάμεσα σε σένα και σε μένα
κι ανοίγει διάπλατα, πάνου απ’ τον κόσμο, του ήλιου παράθυρο.
Ακούστε πώς σφυρίζει τούτος ο άνεμος
μέσα στις ματωμένες γειτονιές του κόσμου.

 

Καλλίγραμμα του Γκιγιόμ Απολινέρ

screen_shot_2016-03-18_at_6.45.00_am

“Γράμματα Χωρίς Παραλήπτη”

To  Σχολείο μας παρακολούθησε στις 17/03/2015 και ώρα 12:30 στο Ι.ΤΗ.Π. την προβολή του ιστορικού ντοκιμαντέρ του Ελληνικού  Ιδρύματος  Ιστορικών Μελετών (ΙΔ.ΙΣ.ΜΕ.)  “Γράμματα Χωρίς Παραλήπτη” σε σκηνοθεσία Ηλία Δημητρίου και πρωτότυπη μουσική Ευανθίας Ρεμπούτσικα. Το θέμα του ντοκιμαντέρ παρουσίασε η Δρ. Ειρήνη  Σαρίογλου, από τα ιδρυτικά μέλη του παραπάνω Ιδρύματος (ΙΔ.ΙΣ.ΜΕ.)
Το ντοκιμαντέρ  “Γράμματα Χωρίς Παραλήπτη” είναι βασισμένο στο  βιβλίο «Χρονικό των Δέκα Ημερών» της Αγάπης Μολυβιάτη-Βενέζη,  αδελφής του συγγραφέα Ηλία Βενέζη. Το Χρονικό αυτό είναι το έπος ενός ήρωα, του Kemalettin, που δε δίστασε να διακινδυνεύσει ζωή και καριέρα, προσπαθώντας να απεγκλωβίσει τον αδελφό της Αγάπης, Ηλία Βενέζη, από τη θανατηφόρο αποστολή στα κάτεργα εργασίας μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922. Η βιωματική περιπέτεια της Αγάπης και του Kemalettin καταδεικνύουν ότι και μέσα στις πιο τραγικές στιγμές της Ιστορίας μπορεί να λάμπουν πράξεις ανθρωπιάς και αλληλεγγύης.

Πληροφορίες για το Ελληνικό  Ίδρυμα  Ιστορικών Μελετών (ΙΔ.ΙΣ.ΜΕ.) στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.idisme.gr/

 

Μετανάστευση

Έλληνες μετανάστες στην Αμερική

Μη με στέλνεις, μάνα, στην Αμερική

Εφημερίδα “Καθημερινή”  30.12.2012

Tου Nίκου Γ. Ξυδάκη

Στο τέταρτο ταξίδι μου στη Νέα Υόρκη, αξιώθηκα να επισκεφθώ το Ελις Αϊλαντ. Στο πλοίο, Γιαπωνέζες ντυμένες χάι-τεκ Μπάρμπι φωτογραφίζονταν αδιάκοπα. Περιπλανηθήκαμε με δέος στις απέραντες αίθουσες και στα φωτογραφικά τεκμήρια, φουστανελάδες με μουστάκες, Εβραίοι χασιδίτες, μαντιλοδεμένες Βαλκάνιες με σαλβάρια. Κάθισα στον υπολογιστή να βρω στα αρχεία τα ίχνη του παππού μου, που είχε φτάσει εδώ έναν αιώνα πριν από μένα, μετανάστης και όχι περιηγητής. Τον βρήκα.

***

Τη 14η Μαρτίου 1911, ο παππούς μου Γεώργιος (Γιώρης) Ξυδάκης αποβιβάστηκε από το υπερωκεάνιο «Πατρίς», της Εθνικής Ατμοπλοΐας της Ελλάδος, στο Ελις Αϊλαντ της Νέας Υόρκης. Ηταν 29 ετών. Τον παρέλαβε ο αδελφός του Νικηφόρος και αναχώρησαν για το Spokane, Washington, στο βορειοδυτικό άκρο της αμερικανικής ηπείρου. Μου τύπωσαν τη σχετική σελίδα από το κατάστιχο.

Spokane, Washington. Τι να έκανε εκεί το 1911; Τόπος για κυνηγούς και χρυσοθήρες. Πού δούλεψε, πώς ζούσε; Ορυχεία, υλοτομία, σιδηρόδρομοι; Λίγο απ’ όλα.

Δύο χρόνια αργότερα, ο Γεώργιος επέστρεψε στη γενέτειρά του Μύκονο. Παντρεύτηκε την Κατερίνα Γαλάτη, καταγόμενη από οικογένεια μαστόρων του Αϊβαλιού, τάζοντάς της ότι θα την πάρει στην Αμερική. Αντ’ αυτού, ο Γ.Ξ. αφοσιώθηκε στην καλλιέργεια των μυκονιάτικων αμπελιών, πατρογονικών από τον 17ο αιώνα, και στην αγροκτηνοτροφία στις Μεγάλες Δήλες (Ρήνεια).

Θεοσεβής και πράος, έχων στην έρημο Ρήνεια ως απογευματινή συντροφιά ένα εξημερωμένο γεράκι (τον «Ζουγανέλο»), έκανε έξι παιδιά, δεκάδες εγγόνια και δισέγγονα, κι έφτασε τα ενενήντα τρία, πίνοντας μαύρο κρασί και καπνίζοντας μισαδάκια Εθνος άφιλτρο σε καλαμένια πίπα.

Πολλές δεκαετίες μετά το μόνον της ζωής του ταξίδιον, έλεγε στα εγγόνια του ότι όπου να ’ναι θα ξαναπάει στην Αμερική, υπαινισσόμενος τον Αλλο Κόσμο. Τέτοια, σκοτεινή, ήταν η Νέα Γη στην εμπειρία του. Ο αδελφός του Νικηφόρος δεν επέστρεψε ποτέ ούτε έμαθαν πότε πέθανε. Η γιαγιά μου η γαλανομάτα μέχρι που απόθανε, στα ενενήντα εφτά της, έλεγε: Ο κύρης σας με εγέλασε και αντί να με πάει στην Αμερική, μ’ έκλεισε στο χωριό.

***

Eνας αιώνας από το πρώτο κύμα μετανάστευσης· μισός αιώνα από το δεύτερο. Η ξενιτιά έχει περιοδικότητα μισού αιώνα. Τώρα άρχισε το τρίτο κύμα. Στα δικά μας χρόνια, για δύο γενιές περίπου, η ξενιτιά έστεκε μισοαπολιθωμένη στα δημοτικά τραγούδια, στα ρεμπέτικα του μετανάστη Κατσαρού τον Μεσοπόλεμο, και στα λαϊκά του 1960. «Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο / η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ’χω τον καημό σου / Τα ξένα τρων τα νιάτα σου, τρώνε την λεβεντιά σου», και «Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική / θε να μαραζώσω, να πεθάνω εκεί».

Την είχαμε απωθήσει. Μάλιστα ως μοντέρνοι και κοσμοπολίτες, χλευάζαμε τη νοσταλγία των αποδήμων, τον παλαιάς κοπής πατριωτισμό τους, το kitsch των μπρούκληδων, τα γκρίκλις της Αστόριας και της Μελβούρνης. Τους θεωρούσαμε καθυστερημένους, κολλημένους στα χρόνια της φτωχής πικρής Ελλάδας, όπως την άφησαν όταν μίσεψαν για να επιζήσουν. Διότι εν τω μεταξύ η χώρα αναπτύχθηκε, τόσο που οι Ελλαδίτες της ευμάρειας να πηγαίνουν στη Νέα Υόρκη για ψώνια και να τα βρίσκουν όλα φτηνά με το ισχυρό ευρώ τους. Εως πρόσφατα.

Αυτά τα πρόσφατα χρόνια οι Ελλαδίτες υποδέχονταν άλλους φτωχούς αναγκεμένους, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, για τις βαριές δουλειές, χωρίς πράσινη κάρτα, χωρίς χαρτιά. Παράνομοι μα χρήσιμοι, όπως ο σχεδόν μυθιστορηματικός Ανδρέας Κορδοπάτης, που απεπέμφθη στα λιμάνια εισόδου, δούλεψε, απελάθηκε και ξαναπροσπαθούσε αδιάκοπα να πάει στην Αμερική. «Ταξίδευα τριάμισι μερόνυχτα. Χωρίς φίλους, χωρίς Ελληνες να κουβεντιάζω, μόνος μου σαν σακί δεμένο» (Θανάσης Βαλτινός, «Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη»). Φοβισμένοι και σκοτεινοί, όπως ο Τσερκεζής στο Λος Αντζελες: «Οι φίλοι μου με ηρώτων τι είχα και διατί τόσον σκεπτικός, αφού άλλοτε όταν ευρισκόμεθα εις τας Αθήνας ήμην πάντοτε εύθυμος και διασκεδαστικός εις την παρέαν, διατί τώρα μελαγχολώ;» (Σάββας Τσερκεζής, «Ημερολόγιον του βίου μου: Αρχόμενον από του 1886»).

Ανά πενήντα έτη ξεριζωμός και ξαναρίζωμα. Ο φίλος ποιητής Νίκος μου απαγγέλλει Λόρκα καθώς νυχτοπερπατάμε στο Μπάτερι, και Νικόλα Κάλα στην Αστόρια· ο Στέλιος μου δείχνει πού ήταν τα ελληνικά ανθοπωλεία και τα tenements, οι εργατικές πολυκατοικίες του πρώτου κύματος· ο Βαγγέλης μου αποκαλύπτει τις ενορίες και τους μπίζνεσμεν της Φιλαντέλφια. Ριζώματα σε ντάινες και Ivy League πανεπιστήμια: το τρίτο κύμα είναι γιατροί, μηχανικοί, υπερπροσοντούχοι επήλυδες και ικέτες. Κάθε πενήντα χρόνια, η Πατρίς ξεβράζει ένα κύμα νοσταλγών.

ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ  

Για ένα παιδί που κοιμάται

         Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του εικοστού αιώνα, μετά την κατάρρευση των καθεστώτων των ανατολικών χωρών, μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους μετακινήθηκε σε ευρωπαϊκές χώρες, με σκοπό την εξεύρεση εργασίας. Από την εποχή αυτή και ως τις μέρες μας ζουν και βιοπαλεύουν στη χώρα μας χιλιάδες οικονομικοί μετανάστες, όπως το παιδί του ποιήματος, που κερδίζει το ψωμί του στα φανάρια της λεωφόρου και κοιμάται στο μηχανοστάσιο του εργοστασίου. Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Το κυπαρίσσι των εργατικών (1995).

Νύχτα. Η κίνηση αραιή στη λεωφόρο.
Μες στο κλειστό, το φωτισμένο εργοστάσιο,
Οι μηχανές, αποσταμένες* μα άγρυπνες,
Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες
Τον ύπνο του μικρού. Στριμωγμένος
Κοντά στη σκάρα του ατμού,*
Με του αδερφού του το παλτό σκεπασμένος
Ξεκουράζεται.
Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια*
Σκουπίζει τζάμια βιαστικά με το κόκκινο.
Εισπράττει κέρματα ή την εύλογη* αγανάκτηση. Περιμένει το επόμενο φανάρι.
Τίμια κερδίζει έτσι το ψωμί
Και το μερίδιο του νυχτοφύλακα,
Που τον αφήνει να κοιμάται εκεί μέσα.

Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του,
Τα χέρια της μάνας του που τύλιγαν γύρω του
Γυναίκειο μαντίλι για το κρύο,
Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα
Μόλις θυμάται.
Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του,
Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα.
Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας,
Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου
Ενός ανίκητου στρατηλάτη,*
Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη,

Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη.
Καμιά φορά πιο εγκάρδια
Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας,
Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό.

Δ. Χ. Χριστοδούλου, Το κυπαρίσσι
των εργατικών
, Καστανιώτης


* αποσταμένες: κουρασμένες * σκάρα του ατμού: τεχνική κατασκευή σε σχήμα σχάρας, απ’ όπου βγαίνουν οι θερμοί ατμοί των μηχανών * φανάρια: φωτεινοί σηματοδότες * εύλογη: δικαιολογημένη, αναμενόμενη * στρατηλάτης: ο αρχηγός του στρατού, ίσως έμμεση αναφορά στο Μ. Αλέξανδρο