Μαθηματικά και …άλλα πολλά! Και όχι μόνον!
Ενώ τα ζητήματα του εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης παραμένουν επίκαιρα σε παγκόσμιο επίπεδο και στη χώρα μας οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν να κάνουν περισσότερα με όλο και λιγότερα, μια νέα μελέτη έρχεται σαν κερασάκι στην τούρτα να προσθέσει ένα καινούργιο στοιχείο στο σύνολο των προβλημάτων και δυσλειτουργιών του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Η μελέτη τεκμηριώνει ότι δεν πρέπει να επικεντρωνόμαστε μόνο στο τι γίνεται μέσα στην τάξη μεταξύ του διδάσκοντος και του διδασκομένου αλλά και στο πώς σχεδιάζονται και διαμορφώνονται οι χώροι της εκπαίδευσης. Το άρθρο, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Building and the Environment, το υπογράφει μια ερευνητική ομάδα από την αρχιτεκτονική σχολή του Πανεπιστημίου του Salford στο Μάντσεστερ σε συνεργασία με ένα αρχιτεκτονικό γραφείο. Το συμπέρασμα της μελέτης δείχνει ότι ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός (design) μιας τάξης επηρεάζει κατά 25%, είτε θετικά είτε αρνητικά, την πρόοδο του μαθητή κατά τη διάρκεια ενός ακαδημαϊκού έτους. Αυτό έρχεται να συμπληρώσει τις άλλες τρεις παραμέτρους που αφορούν στη μάθηση και που είναι οι δυνατότητες του παιδιού, ο ρόλος της οικογενείας και του εκπαιδευτικού. Η διαφορά μεταξύ των δυο ακραίων περιπτώσεων -δηλαδή μεταξύ της αίθουσας με τις βέλτιστες προδιαγραφές και αυτής με τις χειρότερες- αντιστοιχεί στην δυνητική ακαδημαϊκή πρόοδο σε τρία μαθήματα ενός εκπαιδευτικού έτους.
Είναι γνωστό ότι η αρχιτεκτονική και το design ενός χώρου επηρεάζουν με πολλαπλούς τρόπους τους ανθρώπους, είτε αυτοί είναι μέσα σ’αυτόν είτε είναι έξω απ” αυτόν. Είναι όμως, όπως τονίζουν οι αρθρογράφοι, η πρώτη φορά που συσχετίζονται με τις μαθησιακές επιδόσεις και μάλιστα με ποσοτικό τρόπο. Ο αντίκτυπος είναι μάλιστα πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που περίμεναν.
Η μελέτη έγινε κατά τη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτος 2011-12 και περιλαμβάνει 751 μαθητές 34 τάξεων, διανεμημένους σε 7 δημοτικά σχολεία στην περιοχή του Blackpool της Αγγλίας. Αφού συνέλεξαν στοιχεία για την πρόοδο των μαθητών κατά τη διάρκεια του έτους, οι ερευνητές βαθμολόγησαν κάθε εμπλεκόμενη τάξη από το 1 έως το 5 και με 10 διαφορετικές παραμέτρους και υπο-παραμέτρους.
Είναι το φως (συμπεριλαμβάνεται η έκθεση στο φυσικό φως και η δυνατότητα του εκπαιδευτικού να ρυθμίζει τον φωτισμό), ο θόρυβος, η θερμοκρασία, η ποιότητα του αέρα, η δυνατότητα “επιλογής” που έχει να κάνει με την ποιότητα των επίπλων της τάξης και την εργονομία τους. Είναι επίσης οι δυνατότητες (choice) και η ευλυγισία (flexibility) του χώρου (κατά πόσον οι μαθητές μιας τάξης είναι στριμωγμένοι ή όχι και ποιες είναι οι δυνατότητες να μετακινηθούν τα έπιπλα ακολουθώντας τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες). Ακολουθούν τα κριτήρια “διασύνδεσης”(connection), “συνθετικότητας”(complexity) και “χρώματος” και “υφής” (texture). Τα τελευταία σχετίζονται με στις δυνατότητες οπτικής διέγερσης των μαθητών στη τάξη.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τελικά έξι παράμετροι είναι ουσιαστικά σημαντικές: το χρώμα, οι δυνατότητες του χώρου, η συνθετικότητα, η ευλυγισία, οι δυνατότητες διασύνδεσης και το φως. Οι συγγραφείς τονίζουν επίσης ότι το στατιστικό μοντέλο που ακολούθησαν για να αξιολογήσουν τα δεδομένα και να συσχετίσουν τις παραμέτρους με την πρόοδο των μαθητών αντισταθμίζει την επίδραση του δασκάλου στη μαθησιακή διαδικασία.
Η μελέτη θα συνεχιστεί σε άλλες 20 τάξεις της Βρετανίας.
Προβληματισμοί άλλων ανθρώπων, μιας άλλης κοινωνίας με άλλες προτεραιότητες και στόχους; Πηγή
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.