Ελένη Α. Ηλία, δρ. Νεοελληνικήε Λογοτεχνίας Ε.Κ.Π.Α.
Το πρόγραμμα Η «Αιολική Γη» πάει… Νηπιαγωγείο! υλοποιήθηκε το 2010-2011.
(Στοιχεία και παιδικά κείμενα από το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα περιλαμβάνονται:
α) Στην εισήγησή μου με τίτλο «Συνεντεύξεις με ήρωες της νεοελληνικής πεζογραφίας στο Νηπιαγωγείο», η οποία παρουσιάστηκε στο 4ο διεθνές συνέδριο για την εκπαιδευτική καινοτομία, της Ε.Ε.Π.Ε.Κ. (Λάρισα, Οκτώβριος 2018).
Πρακτικά συνεδρίου https://drive.google.com/open?id=1g0DOpzqz4vadC8w3eM8m-eM5P8nfi84y τόμος Β΄-Πλήρη άρθρα, ISSN (ηλεκτρονικών τόμων)2529-15-80, ISBN SET: 978-618-84206-0-1, ISBN τόμου Β: 978-618-84206-2-5, Λάρισα, 2019, σσ. 1015-1021.
β) Στην εισήγησή μου με τίτλο Προϋποθέσεις και προτάσεις για τη θετική ανταπόκριση των νηπίων στη διδασκαλία της λογοτεχνίας, με αναφορές σε εφαρμοσμένα εκπαιδευτικά προγράμματα, η οποία παρουσιάστηκε στο συνέδριο «Εκπαίδευση στον εικοστό πρώτο αιώνα: Θεωρία και πράξη. Αναζητώντας το ελκυστικό και αποτελεσματικό σχολείο», 19-21 Μαΐου 2017. Περιλαμβάνεται στον α΄ τόμο των πρακτικών (σελ. 443-451), http://www.ekedisy.gr/praktika-2ou-paneliniou-synedriou Έτος έκδοσης: 2017 ISBN: 978-618-83517-0-7
γ) Στο άρθρο μου «ΚΑΙΝΟΤΟΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΙΑΣ», που έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Διαδρομές, τχ. 110, Καλοκαίρι 2013, σελ. 19-38).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Στις μέρες μας το «παιδικό βιβλίο» γνωρίζει μεγάλη άνθηση. Οι ενήλικοι προετοιμάζουν με προορισμό τα παιδιά έναν τεράστιο όγκο βιβλίων από τον οποίο οι ίδιοι ή τα παιδιά επιλέγουν εκείνα που θα διαβάσουν. Αυτό που ιδιαίτερα φροντίζουν είναι να δώσουν στα βιβλία ελκυστική μορφή και ταυτότητα «παιδικού βιβλίου», ώστε οι ενδιαφερόμενοι να τα επιλέξουν.
Στο πλαίσιο του προβληματισμού και των πειραματισμών μας σχετικά με την καταλληλότητα για παιδιά αξιόλογων λογοτεχνικών έργων, που δεν έχουν ωστόσο αξιοποιηθεί εκδοτικά προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, επιλέξαμε για λογοτεχνική διδασκαλία στα νήπια την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη. Στο βιβλίο ένα αγόρι αφηγείται τη ζωή του στη μικρασιατική ύπαιθρο την περίοδο έως τους διωγμούς του ’14. Στο διάστημα μέχρι τα Χριστούγεννα ολοκληρώθηκε η διδασκαλία του πρώτου κεφαλαίου, με τίτλο «Κιμιντένια» και του τρίτου, με τον τίτλο «Τα πεινασμένα τσακάλια». Από τα συγκεκριμένα κεφάλαια διαβάστηκαν αποσπάσματα. Μετά από την ανάγνωση κάθε αποσπάσματος, τα παιδιά το εικονογραφούσαν. Στη συνέχεια επέλεγαν μία από τις ζωγραφιές των συμμαθητών τους και ανέπτυσσαν την αφήγησή τους για το αντίστοιχο απόσπασμα, με σημείο αναφοράς τη ζωγραφιά που είχαν επιλέξει.
Έτσι ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη παρεμβαλλόταν ο «άλλος» αναγνώστης, ο διάλογός μας με το λογοτεχνικό κείμενο διευρυνόταν. Το σύνολο των παιδιών είχαν συνεπώς ουσιαστικό κίνητρο να παρακολουθήσουν προσεκτικά την ανάγνωση του κειμένου και κατά συνέπεια την ευκαιρία να το απολαύσουν, καθώς στη συνέχεια θα παρουσίαζαν την αναγνωστική τους ανταπόκριση στην ομάδα ανάγνωσης, που ήταν η σχολική τάξη. Επίσης τα νήπια επιμελούνταν ιδιαίτερα τις ζωγραφιές τους, ώστε αυτές να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των συμμαθητών τους και να χρησιμοποιηθούν στις αφηγήσεις τους.
Στη συνέχεια παρατίθενται τα σχετικά αποσπάσματα και ακολουθούν ορισμένες από τις αφηγήσεις και τις ζωγραφιές που αναφέρονται σε αυτά.
Κ Ι Μ Ι Ν Τ Ε Ν Ι Α
Α) Οι πρόγονοί μου δουλέψανε σκληρά τη γη που είναι κάτω απ’ τα Κιμιντένια.Όταν εγώ γεννήθηκα, ένα μεγάλο μέρος της περιοχής το όριζε η φαμίλια μας.Το χειμώνα μέναμε στην πόλη, αλλά μόλις τα χιόνια φεύγανε από τα Κιμιντένια κι η γη πρασίνιζε μας έπαιρνε η μητέρα μας, όλα τα’ αδέρφια μου, την Ανθίππη, την Αγάπη, την Άρτεμη, τη Λένα, εμένα, και πηγαίναμε να ζήσουμε τους μήνες του Καλοκαιριού στο κτήμα, κοντά στον παππού και στη γιαγιά μας.
Η θάλασσα ήταν μακριά από κει, κι αυτό στην αρχή ήταν μεγάλη λύπη για μένα επειδή γεννήθηκα κοντά της. Στην ησυχία της γης θυμόμουν τα κύματα, τα κοχύλια και τις μέδουσες, τη μυρουδιά του σάπιου φυκιού και τα πανιά που ταξιδεύαν (σ. 30)
1. Το παιδάκι με τη μαμά του δεν έχουν φύγει για το κτήμα του παππού, γιατί δεν έχουν ακόμη λιώσει τα χιόνια στα Κιμιντένια. Όσο μένει στην πόλη, μαζεύει κοχύλια, για να κάνει κατασκευές όταν θα είναι στο κτήμα. Έτσι περνάει τον καιρό του στην εξοχή και όταν επιστρέφει στην πόλη, πουλά τις κατασκευές του στους φίλους του. Τα χρήματα που κερδίζει, τα δίνει στον παππού, για ν’ αγοράζει εργαλεία για το κτήμα (Γιάννης)
2. Τα Καλοκαίρια το παιδάκι μένει στο κτήμα του παππού. Σκάβουν μαζί με τον παππού το χώμα και βρίσκουν θησαυρούς, βραχιόλια και κολιέ, αντρικά και κοριτσίστικα παπούτσια. Αυτούς τους θησαυρούς τους έχει αφήσει ένας γίγαντας που έχει το παλάτι του ψηλά στα Κιμιντένια. Ο παππούς με το παιδάκι πηγαίνουν τους θησαυρούς στη γιαγιά. Ο γίγαντας είχε κι άλλους πολύτιμους θησαυρούς σ’ ένα μπαούλο στο παλάτι του. Κάποτε όμως μπήκαν άνθρωποι και τους έκλεψαν. Ο γίγαντας δεν μπόρεσε να τους εμποδίσει, γιατί κρατούσαν όπλα (Σοφία)
3. Τα Καλοκαίρια το παιδάκι με τον παππού μένουν κάτω απ’ τα Κιμιντένια. Ανεβαίνουν συχνά στο βουνό και βρίσκουν σπηλιές, που είναι γεμάτες νυχτερίδες. Σ’ αυτές μένουν ήρεμοι γίγαντες. Ανάμεσά τους υπάρχει και κάποιος, που ενώ είναι κακός, κάνει τον καλό. Θέλει να φάει το παιδάκι σούπα αλλά δεν θα τα καταφέρει, γιατί ο παππούς που είναι κυνηγός, παίρνει πάντα μαζί του ντουφέκι (Χριστίνα)
4. Στα παιδιά αρέσει πολύ το σπίτι του παππού, γιατί έχει όμορφα χρώματα. Συχνά πηγαίνει και παίρνει από εκεί τα παιδιά ένας πειρατής. Τα βάζει στο καράβι του και ταξιδεύουν σ’ ένα ελληνικό νησί. Ο πειρατής δεν είναι άγριος, δεν αρπάζει θησαυρούς και δεν τον φοβάται κανένας. Έχει αυτό το καράβι, για να πηγαίνει τους ανθρώπους για μπάνιο. Επειδή είναι φίλος του παππού, όταν πηγαίνει το σπίτι του, του έχουν δικό του δωμάτιο και τον φιλοξενούν (Ορέστης)
Β) Γυρίζω στο μικρό κρεβάτι μου και κουκουλώνουμαι με το σεντόνι. Μα την ίδια στιγμή ένας καθαρός, καθαρότατος θόρυβος, ένα τικ τικ, έρχεται μες στη νύχτα απ’ το μέρος του Κίτρινου.
-Τ’ άκουσες επιτέλους;.. ψιθυρίζει στα σκοτεινά η φωνή της Άρτεμης, και θαρρώ πως τρέμει. Τ’ άκουσες;
-Αχ, τ’ άκουσα! Μουρμουρίζω κι εγώ με ταραχή. Τι να ‘ναι;
-Τα σπαθιά ξυπνούνε…, λέει εκείνη.
Μα τότε ξυπνά κι η Ανθίππη. Είναι η μεγαλύτερη αδερφή μας, είναι ως δώδεκα χρονών κι είναι η δεύτερη μητέρα μας. Πάντα της λέγαμε τα μυστικά μας.
-Τι έχετε εσείς εκεί; Ρωτά σιγανά.
-Ανθίππη, άκου!…λέει η Άρτεμη, κι είναι η φωνή της σαν να γυρεύει βοήθεια. Τα σπαθιά ξυπνήσαν στο Κίτρινο!..
Η Ανθίππη ακούει κι ύστερα λέει ατάραχη:
-Ποντίκια είναι, μην κάνετε έτσι. Κοιμηθείτε! (σ. 34-35).
1. Τα σπαθιά ξυπνούν, για να πολεμήσουν τους κακούς, που έχουν φτάσει έξω από το σπίτι του παππού. Ο παππούς θα τους νικήσει, οι κακοί όμως θα ξαναγυρίσουν και θα είναι περισσότεροι. Έτσι θα νικήσουν τον παππού και θα μπουν στο σπίτι. Θα τους πάρουν όλους, επειδή θέλουν τα χρήματά τους. Μετά από είκοσι μέρες, θα σκοτώσουν τον παππού και τη γιαγιά και θα αφήσουν τα παιδιά ελεύθερα (Γιάννης)
2. Έχει ανεμοστρόβιλο και ο παππούς με τη γιαγιά δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι. Σε ένα ειδικό μέρος, σε ψηλές ντουλάπες έχουν σπαθιά, για να προστατεύονται από τους κλέφτες. Μέσα στον ανεμοστρόβιλο μπαίνουν κλέφτες κρυφά στο σπίτι, παίρνουν τα χρήματα και φεύγουν μακριά. Ο παππούς και η γιαγιά θα καταλάβουν ότι τα σπαθιά δεν μπορούν να τους προστατέψουν. Θα βάλουν κάμερες και από τότε δεν θα τους κλέβει κανείς (Νίκος)
Α) Έρχονταν άλλες νύχτες, κι αυτές ήταν οι πιο πολλές, που ο Μεγάλος Δράκος, αποκάνοντας να φιλεύει και να κοιμίζει τα τσακάλια, τα’ άφηνε να ξεχυθούν στον κάμπο, στην οργωμένη γη, να φάνε και να χορτάσουν. Την άνοιξη, όταν οι καρποί ακόμα δεν είχαν γίνει, η επιδρομή τους ήταν ακίνδυνη, και κανένας στο κτήμα δε νοιαζόταν γι’ αυτή. Ακούγαμε τ’ άγρια ουρλιαχτά τους μακριά στο βάθος, αδύνατα στην αρχή, και τα περιμέναμε με αγωνία και φόβο.
-Θα ‘ρθουν άραγες ίσαμε δω;.. (σ. 51-52)
1. Τα παιδιά παίζουν έξω από το σπιτάκι του παππού. Όταν βραδιάζει, ακούν τα τσακάλια να ουρλιάζουν. Τα παιδιά μπαίνουν στο σπίτι, για να κοιμηθούν. Τα τσακάλια συνεχίζουν να ουρλιάζουν μέχρι να τα ακούσει ο Μεγάλος Δράκος και να πάει να τα ταϊσει. Ο Δράκος καμιά φορά κοιμάται και δεν τα ακούει. Τα τσακάλια ουρλιάζουν για να τον ξυπνήσουν. Τότε πηγαίνει δίπλα στο σπίτι των παιδιών και δίνει στα τσακάλια τροφή. Τα παιδιά όποτε βλέπουν το Δράκο, τρομάζουν (Παύλος)
2. Το παιδάκι έφαγε μακαρόνια και πήγε στο δωμάτιό του να κοιμηθεί. Ονειρεύτηκε το Μεγάλο Δράκο να μπαίνει στο σπίτι τους. Ξύπνησε τρομαγμένο και χώθηκε κάτω απ’ το κρεβάτι του, για να μην το βρει ο Δράκος. Εκεί το ξαναπήρε ο ύπνος. Όταν ξημέρωσε, τα είχε όλα ξεχάσει και δεν φοβόταν πια (Εύα)
Β) Ερχόταν όμως ο καιρός που ωριμάζαν οι καρποί, και τα μισογινωμένα τσαμπιά κρέμονταν απ’ τα κλήματα. Τότες το να μας ριχτούνε τα τσακάλια δεν ήταν χωρίς κίνδυνο όπως την άνοιξη. Αν τόσο μεγάλα κοπάδια πεινασμένα αγρίμια μπαίναν για μία μονάχα νύχτα μες στο κτήμα, την άλλη μέρα δεν θα βρισκόταν πια καρπός.
Γι’ αυτό οι άνθρωποι κοιτάζαν πώς να πολεμήσουνε το κακό και ν’ αντισταθούνε. Όλοι όσοι δουλεύανε στο υποστατικό, γυναίκες κι άντρες, χωρίζονταν σε τρεις βάρδιες. Η πρώτη ίσαμε τις δέκα τη νύχτα, η άλλη ίσαμε τα μεσάνυχτα,κι η τρίτη ως τις πρωινές ώρες. Περιμέναμε και, μόλις τα τσακάλια έρχονταν κοντά, χύνονταν όλοι κατά τα σύνορα του υποστατικού, βγάζοντας άγριες φωνές και χτυπώντας ντενεκέδες ή τούμπανα. Αν η νύχτα ήταν σκοτεινή, πολλοί βαστούσανε αναμμένες σκίζες δαδιά στα χέρια. Τ’ αγρίμια τρομαγμένα τραβιόνταν πίσω, λυσσασμένα ουρλιάζοντας, και χιμούσαν σ’ άλλα γειτονικά υποστατικά (σ. 54)
1. Η Άρτεμη είναι στο σπίτι του παππού και ζωγραφίζει τα τσακάλια. Ύστερα κολλά τη ζωγραφιά στον τοίχο και φωνάζει τον παππού και τη γιαγιά να τους την δείξει. Ο παππούς προειδοποιεί την Άρτεμη να μην πλησιάσει ποτέ τα τσακάλια, γιατί θα της κάνουν κακό. Η Άρτεμη δεν το πιστεύει αυτό. Πηγαίνει σε μια σπηλιά, για να δει τα τσακάλια από κοντά. Ένα τσακάλι είναι πεινασμένο και την δαγκώνει. Όμως επειδή είναι παιδάκι, τα τσακάλια την αφήνουν να φύγει. Τώρα πια η Άρτεμη είναι σίγουρη πως τα τσακάλια είναι καλά και θα το πει στα αδέρφια της (Σοφία)
2. Τα παιδιά παίζουν με τα καραβάκια που έχουν φτιάξει από πεύκο. Όταν νυστάζουν, πηγαίνουν για ύπνο. Το πρωί βρίσκουν στην αυλή τενεκέδες και τύμπανα και παίζουν μουσική. Ο παππούς με τη γιαγιά που πίνουν αυτήν την ώρα καφέ, ενοχλούνται από το θόρυβο και φωνάζουν τα παιδιά μέσα στο σπίτι. Τα παιδιά ρωτάνε πώς βρέθηκαν όλα αυτά στην αυλή και ο παππούς τους λέει για τον πόλεμο με τα τσακάλια, που νίκησαν οι άνθρωποι. Τα παιδιά στεναχωριούνται, γιατί θα ήθελαν να είχαν νικήσει τα πεινασμένα τσακάλια (Παναγιώτης)
3. Το παιδάκι βλέπει από το παράθυρό του τα τσακάλια, που τρώνε καρπούς από τα δέντρα. Ύστερα ο παππούς βγαίνει έξω, για να τους ρίξει κόκαλα από το φαγητό που μαγείρεψαν εχθές, επειδή τα τσακάλια δεν έχουν χορτάσει. Το παιδάκι βγαίνει μαζί του. Ο παππούς τού έχει μάθει να μην φοβάται να ταϊζει τα τσακάλια. Τα ζώα χόρτασαν και έφυγαν και τότε ο παππούς στόλισε το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ύστερα σήκωσε το παιδάκι στην αγκαλιά του κι εκείνο έβαλε το αστέρι στην κορφή του δέντρου. Κι όλοι μαζί τραγούδησαν το τραγούδι «Αστεράκι μου λαμπρό» (Ιωάννα)
4. Τα κοριτσάκια παίζουν έξω με τις κούκλες τους. Όταν βλέπουν από μακριά τα τσακάλια να πλησιάζουν, τρέχουν μέσα στο σπίτι. Τα τσακάλια ψάχνουν στο κτήμα του παππού, για να βρουν τροφή. Έχουν κατέβει από το βουνό, επειδή εκεί δεν υπάρχει τίποτα να φάνε. Ευτυχώς στο κτήμα του παππού βρίσκουν πολλά κόκαλα. Ο παππούς ήξερε ότι τα τσακάλια θα έρθουν και το είχε πει στο παιδάκι. Έτσι εκείνο σκόρπισε κόκαλα, για να φάνε τα τσακάλια. Τα κορίτσια που τα είδαν όλα αυτά απ’ το παράθυρο, πήγαν και βρήκαν τον αδερφό τους στο δωμάτιό του κι έκαναν όλοι μαζί μια αγκαλιά (Σοφία)