Αρχείο ετικέτας Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (1453-1821)

ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ. Η μαρτυρία τριών αγίων

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Πλήρης χάριτος ο θησαυρός της εκκλησιαστικής μας παράδοσης αποτελεί σπάνια παρακαταθήκη, ακόμη και για το σημερινό αδιάφορο θεολογικά άνθρωπο. Οι περιπτώσεις είναι πολλές. Στέκομαι μόνο σε μια, επίκαιρη μιας και συνδέεται με τη μνήμη του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου (14 Ιουλίου).

Όποιος μελετά την πορεία της Εκκλησίας μέσα στους αιώνες, δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσει ότι αυτή, στη μακρά διάρκεια της ιστορίας της, στηριγμένη στην εμπειρία των αγίων, διέσωσε την πνευματική υπόσταση και την ιστορική μαρτυρία της, χωρίς να υποτάσσεται σε καμιά θρησκευτικότητα και εκκοσμίκευση. Αυτή η ασυμβατότητα, την έκαμε πολλές φορές να κρατά μια κριτική στάση απέναντι στα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα, τα οποία πάντοτε προσπαθούσαν να μεταβάλλουν την ασκητική σοφία της, σ’ ένα ουδετεροποιημένο αντικείμενο και να την περιορίσουν μόνο στην περιοχή της γνώσης. Φέρνω ως παράδειγμα την ησυχαστική παράδοση του 14ου και την αναγέννηση αυτής με την κολλυβαδική του 18ου αιώνα. Και στις δύο περιπτώσεις, είναι σαφές ότι συγκρούσθηκαν δύο σαφώς αντιτιθέμενοι κόσμοι, η υπερβατική Ανατολή με την ενδοκοσμική Δύση, με αποτέλεσμα χάρη στην πρώτη, να διαφυλαχθούν απαραχάρακτες οι θεολογικές προϋποθέσεις, που πάντοτε καθιστούσαν την Εκκλησία αληθινή κιβωτό σωτηρίας. Αυτό το χαρακτηριστικό την έκαμε να θέσει στο περιθώριο κάθε εξωτερικό σχήμα και η ίδια με βάση την ευχαριστιακή της ζωή, σε καιρούς ιδιαίτερα χαλεπούς, όπως λόγου χάριν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, να είναι «καινός τρόπος», πραγματώνοντας έτσι τη σωτηρία των υπόδουλων Ελλήνων από λογής – λογής παραχαράξεις της πίστης. Τούτο επαληθεύεται από το γεγονός ότι πολλοί λόγιοι διδάσκαλοι του Γένους, κληρικοί οι περισσότεροι, προσπάθησαν να αναχαιτίσουν το ρεύμα κάθε αιρετικής απόκλισης και αλλαξοπιστίας ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, με ειδικές συγγραφές, που σκοπό είχαν να καταδείξουν τη διάσωση της ελληνορθόδοξης παράδοσης.

Έχει ιδιαίτερη σημασία να κατανοήσει κανείς ότι οι δυνάμεις που στους χρόνους της δουλείας ενήργησαν και υπέσκαψαν καταλυτικά τα πνευματικά θεμέλια της ελληνορθόδοξης Ανατολής, ήταν ο Σχολαστικισμός και ο Διαφωτισμός. Γεγονός είναι ότι και τα δύο αυτά μεγέθη, ποικιλότροπα επηρέασαν πολλούς ορθόδοξους διδασκάλους λογίους που έζησαν και έδρασαν στην Ευρώπη. Ο Σχολαστικισμός, όπως αυτός δοκιμάστηκε στον Ρωμαιοκαθολικισμό με τον θωμιστικό αριστοτελισμό και αργότερα με τον πιετισμό, δικαιώθηκε τόσο στην Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, όσο και στην Αντιμεταρρύθμιση, αλλοτρίωσε τις βιωματικές ρίζες της ελληνορθόδοξης παράδοσης. Ο Διαφωτισμός από την άλλη πλευρά, όσο κι αν υπήρξε φορέας καινούριων δημιουργικών ιδεών, που κυρίως αφορούσαν τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, θέτοντας με τον τρόπο αυτό στο περιθώριο κάθε μεσαιωνική δεισιδαιμονία και πολιτισμική αποτελμάτωση, τελικά εσήμανε τον αφελληνισμό του Γένους και την αποστασία από την ελληνορθόδοξη παράδοση. Γι’ αυτό και η επιρροή των δύο αυτών ρευμάτων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, υπήρξε καίρια και σε πολλές περιπτώσεις έγινε αποδεκτή, παρότι έτυχε ισχυρών κριτικών αντιστάσεων, οι οποίες όπως ήταν λογικό προήλθαν εξ ολοκλήρου από την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία.

Έχοντας, λοιπόν, αυτό το σκηνικό υπ’ όψη, είναι ευτύχημα το γεγονός που κατά την τελευταία εικοσαετία, έχει ήδη αρχίσει να γίνεται πράξη μια διαφορετική ανάγνωση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Μια ανάγνωση υπό το πρίσμα των κριτηρίων της ορθόδοξης παράδοσης. Αυτή η διαφορετική αποτίμηση μας πηγαίνει κατευθείαν σε πρόσωπα που αντιστάθηκαν στο ρήγμα που προκάλεσε το κίνημα αυτό στη νεοελληνική συνείδηση. Ομιλώ, εδώ, για την ιδεολογία του Αντιδιαφωτισμού, η οποία στάθηκε αντίθετη στη μετακένωση στην καθ’ ημάς Ανατολή των φιλοσοφικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικοπολιτικών ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και εκφράστηκε από λογίους κληρικούς και διδασκάλους, όπως η τριανδρία των Αγίων Αθανάσιου Παρίου, Νικοδήμου Αγιορείτου, Μακαρίου Νοταρά, γνωστοί ως Κολλυβάδες Πατέρες. Οι πνευματικοί καρποί της κίνησης αυτής, που προσφυώς από τον π. Αμφιλόχιο Ράντοβιτς ονομάσθηκε «φιλοκαλική αναγέννηση», μπορούν να συνοψισθούν ως εξής. Πρώτον, αποκάλυπτε μια απροσδόκητη για την εποχή της θεολογική εγρήγορση, τροφοδοτώντας το Γένος με όλα εκείνα τα στοιχεία για πνευματική αυτάρκεια. Δεύτερον, και οι τρεις Άγιοι, Αθανάσιος ο Πάριος, Νικόδημος ο Αγιορείτης, Μακάριος ο Νοταράς, υπήρξαν ενσυνείδητοι εκφραστές της πατερικής αυθεντίας και συμπύκνωσαν στο έργο τους όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά για την επαναφορά των λειτουργικών πράξεων της αρχαίας εκκλησιαστικής παράδοσης. Εξ’ ου και η επιμονή τους για συχνή Θεία Μετάληψη και για τέλεση των μνημοσύνων το Σάββατο κι όχι την Κυριακή. Τρίτον, η αναφορά τους στη διδασκαλία των «θεοφόρων διδασκάλων της Εκκλησίας», λειτούργησε ως η θεμελιώδης αφετηρία για προβολή της ορθόδοξης πνευματικότητας, προσδιορισμένης ως πολιτισμική αντιπρόταση, προς τη διαδικασία μετάβασης προς νέες μορφές παιδευτικών αξιών που πρωτίστως προωθούσε ο Διαφωτισμός. Και τέταρτον, επέτυχε την τροφοδότηση το υπόδουλου Γένους με μια σειρά κειμένων πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, με κορυφαίο αυτό της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών Πατέρων (Βενετία 1782), όπου το ασκητικό ιδεώδες της Ορθοδοξίας, προερχόμενο για μια ακόμη φορά μέσα από το μοναχισμό, έδινε στην υπόδουλη ρωμηοσύνη λόγο υπαρκτικής αφύπνισης στις ουσιώδεις πνευματικές ανάγκες που τότε είχε.

ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Αυτές οι διαπιστώσεις, για αντίσταση της αγιότητας έναντι κοσμικών και διανοητικών σχημάτων στο Σώμα του Ζώντος Χριστού, ως μυστηριακή κοινότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ολάκερου δηλαδή του σώματος του λαού της, «συν όλη τη Εκκλησία», καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος, κατά τη γνώμη μου εδραιώνουν την άποψη και πρόταση προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, για κοινό εορτασμό των παραπάνω τριών Αγίων, στα πρότυπα του εορτασμού των Τριών Ιεραρχών, με κύριο στόχο τη διαρκή προβολή της φιλοκαλικής αναγέννησης στον πολυπολιτισμικό 21ο αιώνα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ (ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ)

Πέραν των πολλών επιστημονικών συνεδρίων που κατά την τελευταία εικοσαετία έχουν γίνει προς τιμήν και μνήμη των τριών αγίων Κολλυβάδων Πατέρων, η βιβλιογραφία έχει εμπλουτισθεί και με αρκετές μελέτες. Η παρακάτω παράθεση σχετικής βιβλιογραφίας είναι ενδεικτική.

ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ Κ., Το κολλυβαδικό κίνημα. Η τελευταία φιλοκαλική αναγέννηση, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 2001.

ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ, (μοναχός), Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ο βίος και τα έργα του 1749-1809, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1959.

ΖΗΣΗΣ Θ., (πρωτοπρ.), Κολλυβαδικά. Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης. Άγιος Αθανάσιος Πάριος, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2004.

ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ Α., «Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και η ορθόδοξη πνευματικότητα. Μικρό σχόλιο», Παριανά, τχ. 73(Απρίλιος – Ιούνιος 1999)133-136, [και Εκκλησιαστική Αλήθεια, (16 Ιουνίου 1999)7].

Ο ίδιος, «Ορθόδοξη Εκκλησία και Νεοελληνικός Διαφωτισμός», Manifesto, τχ. 17(Άνοιξη 2009)61-63.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΟΣ Ι., «Η κίνηση της Εκκλησίας εκτός του κόσμου τούτου», Επίγνωση, τχ. 71(1999).

ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ Α., «Ο άγιος Αθανάσιος Πάριος και ο ορθόδοξος φωτισμός», Θεολογία, 70(1999)158-170.

ΚΑΡΑΪΣΑΡΙΔΗΣ Κ., (πρωτοπρ.), Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και το λειτουργικό του έργο, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1998.

MARNELLOS G., Saint Nicodeme l’ Hagiorite (1749-1809), εκδ. Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 2002.

ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ Γ., (πρωτοπρ.), «Η δυναμική του Διαφωτισμού στη δράση των Κολλυβάδων», Ο Ερανιστής, 21(1997)189-200.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Σ., Άγιος Μακάριος Κορίνθου. Ο γενάρχης του φιλοκαλισμού, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2000.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ Σ., Το υμναγιολογικό έργο των Κολλυβάδων. Συμβολή στη μελέτη της αγιολογικής γραμματείας κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2007.

ΠΑΣΧΟΣ Π., Εν ασκήσει και μαρτυρίω, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1996.

ΡΑΝΤΟΒΙΤΣ Α., (Αρχιμανδρ.), Η φιλοκαλική αναγέννηση του XVIII και XIX αιώνα και οι πνευματικοί καρποί της, εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, Αθήνα 1984.

ΣΚΡΕΤΤΑΣ Ν., (Αρχιμανδρ.), Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη διδασκαλία των Κολλυβάδων, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2008.

Ο συγγραφέας Γιώργος Καραμπελιάς στο Πειραματικό ΓΕ. Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ / ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

 Το Πειραματικό Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, στο πλαίσιο εορτασμού της Ελληνικής Επανάστασης 1821 και της συμπλήρωσης των 195 χρόνων απ’ αυτήν, οργανώνει εκδήλωση μνήμης, με ομιλητή τον συγγραφέα και πολιτικό αναλυτή ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ και θέμα: «1821: Η δυναμική της Παλιγγενεσίας και οι αποδομητές της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού».

Η εκδήλωση θα γίνει την Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, ώρα 19:30, στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Πειραματικού ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης.

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

ΙΑΝΟΣ ΛΑΣΚΑΡΙΣ  (1445-1534). Έλλην λόγιος και διπλωμάτης των χρόνων της Αναγέννησης

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Του Πανεπιστημιακού Διδασκάλου μου Αθανασίου Ε. Καραθανάση οφειλή, για τα αξέχαστα χρόνια των μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών μου κοντά του… 

 ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΙΟΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Κατά την περίοδο πριν και μετά την Άλωση της Πόλης (1453) είναι γνωστή η μετοίκηση πολλών Ελλήνων λογίων στην Εσπερία. Για τη συμβολή τους στην Αναγέννηση, στην ιστορική έρευνα, παλαιότερα κυρίαρχη ήταν η άποψη ότι αυτή υπήρξε ιδιαίτερα αποφασιστική. Αλλά και το αντίστροφο, καθόλου δεν έλλειψε και η άποψη ότι οι Έλληνες λόγιοι αν και κατέκλυσαν πολλές πόλεις της Δύσης, κυρίως της Ιταλίας, δεν συνέβαλαν αποφασιστικά στην Αναγέννηση. Και οι δύο αυτές απόψεις, νομίζω, ότι είναι γενικευμένες και απλουστευμένες. Ούτε το ένα μπορούμε άκριτα να υποστηρίξουμε, ούτε το άλλο. Ειδικότερη ιστορική θέαση των ιστορικών γεγονότων της περιόδου από τον 14ο αιώνα μέχρι και  τα μέσα του 17ου αιώνα, καταδεικνύει ότι οι Έλληνες λόγιοι της διασποράς, θετικά συνέβαλλαν στην άνθιση των αρχαιοελληνικών γραμμάτων αφενός και στην ανάπτυξη των τεχνών αφετέρου[1]. Κύριο χαρακτηριστικό της συμβολής τους αυτής ήταν η τόνωση του ενδιαφέροντος των ευρωπαίων λογίων για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, πλατωνική και αριστοτελική[2], χωρίς όμως αποκλειστικά αυτοί να διαμορφώσουν ολάκερο το πολιτισμικό περιβάλλον της Αναγέννησης, μιας και αυτή υπήρξε αυτόνομο φαινόμενο που αναπτύχθηκε κυρίως στην Ιταλία. Ουσιαστική, λοιπόν, και όχι αποκλειστική υπήρξε η συμβολή των Ελλήνων λογίων στη μεθοδική μελέτη, έκδοση και αναλυτικό σχολιασμό των αρχαιοελληνικών κειμένων[3], τα οποία σε μεγάλο βαθμό κυκλοφορούσαν κατά την περίοδο της Αναγέννησης στη Δύση.

Ο ΣΟΦΩΤΑΤΟΣ ΙΑΝΟΣ ΛΑΣΚΑΡΙΣ

Από τις αξιολογότερες μορφές των Ελλήνων λογίων του δεύτερου μισού του 15ου και του πρώτου μισού του 16ου αιώνα υπήρξε ο Ιάνος Λάσκαρις. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1445 από γονείς που καταγόταν από την Προποντίδα. Μετά την Άλωση κατέφυγε στην Κρήτη[4], όπου μαζί με άλλους ονομαστούς λογίους, όπως ο Μιχαήλ Αποστόλης και ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, απογυμνωμένοι από κάθε περιουσιακό στοιχείο, αναγκάζονταν να έχουν ως κύρια ασχολία τη διδασκαλία και την αντιγραφή χειρογράφων[5]. Οι σπουδές του γόνιμες: με την οικονομική βοήθεια του καρδινάλιου Βησσαρίωνα στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας με διδάσκαλο και προστάτη τον Δημήτριο Χαλκοκονδύλη, κορυφαίο κι αυτόν ουμανιστή. Η συνέχεια υπήρξε ακόμη πιο δυναμική. Στη Φλωρεντία ξανά με τη βοήθεια του Χαλκοκονδύλη γνώρισε τον κορυφαίο Ιταλό μαικήνα των γραμμάτων και των τεχνών Lorenzo de’ Medici και διορίστηκε βιβλιοθηκάριός του. Υπό την επίβλεψή του θα κάμει δύο ταξίδια σε πολλές ελληνικές πόλεις (Κέρκυρα, Άρτα, Μετέωρα, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Αδριανούπολη, Σωζόπολη, Σέρρες, Άγιον Όρος, Κρήτη) αναζητώντας ελληνικά χειρόγραφα[6]. Η περιοδεία του αυτή υπήρξε ιδιαίτερα καρποφόρα. Διακόσια περίπου πολύτιμα χειρόγραφα αγοράστηκαν εκ μέρους του Lorenzo de’ Medici και εμπλούτισαν την περίφημη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας. Παράλληλα τα κοπιαστικά αυτά ταξίδια του μεταξύ των ετών 1489-1493, είχαν και διπλωματικό θα ‘λεγα χαρακτήρα. Στόχος του μέντορά του Lorenzo de’ Medici ήταν η διερεύνηση της υπάρχουσα πολιτικής κατάστασης στην υπόδουλη ανατολική χριστιανοσύνη για τη δυνατότητα ανανέωσης παλαιών σχεδίων για σταυροφορία.

Εκείνο, ωστόσο, που με έμφαση οφείλω να τονίσω, είναι το γεγονός ότι στη Φλωρεντία ο Ιάνος Λάσκαρις δίδαξε φιλοσοφία και λογοτεχνία, έχοντας ως μαθητές πολλούς Έλληνες, μεταξύ των οποίων κυρίαρχη ήταν η μορφή του Μάρκου Μουσούρου (1470-1517), Κρητικού λογίου ουμανιστή, με αξιοζήλευτη φιλολογική και διδακτική δράση στην Πάδοβα, τη  Βενετία και την Ρώμη, οργανωτή της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης[7] και βέβαια, εκδότη στο τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου.

Στην τροχιά της μεγάλης συνεισφοράς του Λάσκαρι για την αναζωογόνηση των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία, εγγράφεται και η τεράστια βοήθειά του στην ίδρυση του περίφημου Ελληνικού Γυμνασίου της Ρώμης. Σκοπός του νέου αυτού εκπαιδευτηρίου, με πρώτο διδάσκαλο τον Ζαχαρία Καλλιέργη, λαμπρό λόγιο και τυπογράφο της περιόδου αυτής[8], ήταν η καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων και η μόρφωση ελληνοπαίδων από τις φραγκοκρατούμενες κυρίως περιοχές, έτσι ώστε όταν αυτοί επέστρεφαν στις πατρίδες τους να αναλάμβαναν το δύσκολο έργο της πνευματικής αφύπνισης των συμπατριωτών τους. Εδώ, αξίζει να τονισθεί, ότι όσοι νέοι Έλληνες – κι αυτοί υπήρξαν πάρα πολλοί – καλούνταν να σπουδάσουν στο Ελληνικό Γυμνάσιο, δεν αναλάμβαναν καμία δέσμευση απέναντι στην Αγία Έδρα όσον αφορά σε ζητήματα πίστης, μιας και ο χαρακτήρας του Γυμνασίου ήταν ανθρωπιστικός, μολονότι προγενέστερες και μεταγενέστερες παρόμοιες επιδιώξεις της Λατινικής Εκκλησίας τοποθετούνταν στο πλαίσιο προσηλυτισμού της ορθόδοξων πληθυσμών της Ανατολής[9].

Αντίστοιχα οράματα του Λάσκαρι για ίδρυση ελληνικών κολεγίων στο Παρίσι, το Μιλάνο και τη Φλωρεντία, αλλά και διπλωματικές του προσπάθειες προς τους ηγεμόνες για απελευθέρωσης της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό[10], εντάσσονται στο έντονο κλίμα των πνευματικών ζυμώσεων του 16ου αιώνα στην Εσπερία και στον τιτάνιο αγώνα του να μη χαθεί η κλασική κληρονομιά των Αρχαίων Ελλήνων[11]. Τα τελευταία χρόνια του βίου του ο Λάσκαρις τα πέρασε στο Παρίσι και τη Ρώμη, όπου και πέθανε στις 7 Δεκεμβρίου 1534. Ενταφιάστηκε στο ναό της Sant’ Agata di Goti, τιμώμενος ως πατριάρχης των ελληνικών γραμμάτων. Ένα μεγάλο μέρος της πλούσια βιβλιοθήκης του βρίσκεται σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Το συγγραφικό έργο του Λάσκαρι υπήρξε πλουσιότατο, σε συνδυασμό βέβαια με την ενασχόλησή του και με την τυπογραφία. Ως εξέχων μέλος της Ακαδημίας του Άλδου Μανούτιου που ιδρύθηκε το 15οο στη Βενετία, ως διευθυντής του τυπογραφείου που ο ίδιος ίδρυσε στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης και ως συνεργάτης του τυπογραφείου του Ιταλού τυπογράφου Lorenzo di Lopa στη Φλωρεντία, συνεισέφερε τα μέγιστα στην εκλογή και έκδοση αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Λόγω ότι ο Μανούτιος και άλλοι Ιταλοί και Έλληνες τυπογράφοι, ενδιαφερόταν πολύ για την άριστη επιμέλεια και εκδοτική ακρίβεια των κειμένων αυτών, ο Λάσκαρις διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην έκδοση βιβλίων που στη γλώσσα της ελληνικής βιβλιογραφίας ονομάζονται αρχέτυπα[12]. Ειδικότερα στο τυπογραφείο του Ελληνικού Γυμνασίου της Ρώμης τρία από τα βιβλία που τύπωσε συμπεριλαμβάνουν έργα που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Λάσκαρις, όπως τα Σχόλια…εις την Ιλιάδα του Ομήρου (1517), τα Ομηρικά Ζητήματα του Πορφυρίου (1518) και τα Σχόλια… εις τα σωζομένας του Σοφοκλέους τραγωδιών (1518)[13]. Ωστόσο, πριν τα ταξίδια και τη δράση του στη Ρώμη και τη Βενετία, η πρώτη του εκδοτική προσπάθεια στη Φλωρεντία, τον κατέστησε πρωτεργάτη της εκδοτικής κίνησης στην πόλη των Μεδίκων. Τον Αύγουστο του 1494 στο τυπογραφείο του Lorenzo di Lopa επιμελήθηκε την Ανθολογία διαφόρων επιγραμμάτων. Κύριο χαρακτηριστικό της έκδοσης αυτής ήταν ότι τα τυπογραφικά στοιχεία τα δημιούργησε ο ίδιος. Πρόκειται για τα περίφημα superb uncial majuscules, τα γνωστά «καπιταλάκια». Στην ίδιο ακριβώς εκδοτικό πρόγραμμα, λίγους μήνες αργότερα ακολούθησαν οι Ύμνοι του Καλλιμάχου, τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου και η Ηρώ και Λέανδρος του Μουσαίου[14].

ΜΙΚΡΟ ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Απ’ όσα ελάχιστα παραπάνω παρέθεσα για τον Ιάνο Λάσκαρι, γίνεται φανερό οι Έλληνες λόγιοι που πριν και μετά την Άλωση της Πόλης μετοίκησαν στην Εσπερία, μετέφεραν μαζί τους πολλά χειρόγραφα της κλασικής και ελληνοβυζαντινής κληρονομιάς. Η τεράστια συμβολή τους στην παράλληλη έκδοσής τους, η συνεργασία τους με λογίους των ουμανιστικών κύκλων πρώτα της Ιταλίας και μετέπειτα ολόκληρης της Ευρώπης, φαίνεται ότι επηρέασε καθοριστικά την Αναγέννηση.

[1] Καίρια είναι εδώ η επισήμανση του κορυφαίου ιστορικού του 20ου αιώνα Α. Ε. Βακαλόπουλου: «τα γνωστά όμως ως σήμερα στοιχεία μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε τη θετική γνώμη, ότι με τις προσπάθειες των Ελλήνων λογίων, κυρίως του 15ου αιώνα, διασώζεται η μεγάλη κληρονομιά του ελληνοβυζαντινού πολιτισμού και μεταφυτεύεται στην Δύση στην κατάλληλη στιγμή, στην εποχή δηλαδή που είχε αρχίσει η κίνηση ιδεών, που προμηνούσε την Αναγέννηση. Αυτήν ακριβώς την κίνηση έρχεται να γονιμοποιήσει, να καλλιεργήσει και να φέρει ως την τελείωση η ελληνική σκέψη, η σοφία του αρχαίου ελληνικού κόσμου με φορείς τους Έλληνες λογίους. Αναμφίβολο λοιπόν πρέπει να θεωρηθεί ότι η Αναγέννηση ήταν μια πνευματική κίνηση, που είχε τις ρίζες της στην Ιταλία και στις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ότι αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε οργανικά στο έδαφός της και ότι θα εκδηλωνόταν και χωρίς την Άλωση, αλλά δεν θα είχε την μορφή ενός ολοκληρωμένου και καθολικού πνευματικού κινήματος». Βλ. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Αρχές και διαμόρφωσή του, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1961, 408.

[2] Κέντρο του Πλατωνισμού ήταν η Φλωρεντία και του Αριστοτελισμού η Πάδοβα. Λόγιοι όπως ο πλατωνιστής Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων από τη μια, και οι αριστοτελικοί Γεώργιος Τραπεζούντιος και Γεώργιος – Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος από την άλλη, πρωταγωνίστησαν σε Ανατολή και Δύση στη σημαντικότερη φιλοσοφική συζήτηση του 15ου αιώνα για  την «περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» έριδα, που στους μετέπειτα αιώνες της Τουρκοκρατίας έγειρε υπέρ του Αριστοτέλη, με κορυφαίο μεγάλο λόγιο εκπρόσωπο τον Θεόφιλο Κορυδαλέα. Βλ. Α. ΑΓΓΕΛΟΥ, Πλάτωνος τύχαι. Η λόγια παράδοση στην Τουρκοκρατία, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985, 28-46. Ν. ΨΗΜΜΕΝΟΣ, Η ελληνική φιλοσοφία από το 1453 ως το 1821. Η κυριαρχία του Αριστοτελισμού. Προκορυδαλική και κορυδαλική περίοδος, τ. Α΄, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988, 35-42. Πρβλ. Β. Ν. ΤΑΤΑΚΗΣ, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, μτφρ. Εύα Καλπουρτζή, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1977, 261-284.

[3] Για μεταλαμπάδευση των ελληνικών σπουδών στη Δύση κάμει λόγο ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, επισημαίνοντας ότι στο εγχείρημα αυτό συνέβαλλαν κορυφαίοι Έλληνες λόγιοι, όπως ο Δημήτριος Κυδώνης, ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, ο Καρδινάλιος Βησσαρίων, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Ιάνος Λάσκαρις, κ. ά. Βλ. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Α΄, 376-404. Για μια ειδικότερη ερμηνεία επί του θέματος βλ. N. G. WILSON, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση. Ελληνικές σπουδές στην Ιταλική Αναγέννηση, μτφρ. Φωτεινή Πρεβεδούρου – Γεωργίνη, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1994 και C. WELLS, Σαλπάροντας απ’ το Βυζάντιο. Πως μια χαμένη αυτοκρατορία διαμόρφωσε τον κόσμο, μτφρ. Κ. Αντύπας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006, 1-138.

[4] Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Κρήτη κατά την εποχή της Αναγέννησης υπήρξε ενδιάμεσος σταθμός μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Βλ. Κ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Βυζάντιο και Δύση. Η αλληλεπίδραση των αμφιθαλών πολιτισμών στον Μεσαίωνα και στην Ιταλική Αναγέννηση (330-1600), μτφρ. Έφη Βαρουξάκη, εκδ. Εστία, Αθήνα 1985, 296-314.

[5] Κ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Έλληνες λόγιοι εις την Βενετίαν, μτφρ. Χ. Πατρινέλλης, εκδ. Φέξη, Αθήναι 1963, 53. Ο ΙΔΙΟΣ, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση. Δύο κόσμοι της Χριστιανοσύνης στο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση, μτφρ. Κ. Κυριαζής, εκδ. Εστία, Αθήνα 1966, 210.

[6] Α. Ε. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Α΄, 400-401.

[7] Για τη μαθητεία του Μουσούρου πλησίον του Λάσκαρι βλ. Κ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Έλληνες λόγιοι εις την Βενετίαν, 106-107.

[8] Αυτόθι, 249-251.

[9] Ζ. Ν. ΤΣΙΡΠΑΝΛΗΣ, Το Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης και οι μαθητές του 1576-1700, εκδ. ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη 1980, 27. Για τους πρώτους μαθητές του βλ. Μ. ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ, «Η παρουσίαση από τον Ιάνο Λάσκαρι των πρώτων μαθητών του Ελληνικού Γυμνασίου της Ρώμης στον Πάπα Λέοντα I΄ (15 Φεβρουαρίου 1514)», Ο Ερανιστής, 1(1963)161-172, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

[10] Μ. ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ, Εκκλήσεις (1453-1535) των Ελλήνων λογίων της Αναγεννήσεως προς τους ηγεμόνες της Ευρώπης για την απελευθέρωση της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη 1965.

[11] Α. Ε. ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ, Η Φλαγγίνειος Σχολή της Βενετίας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1975, 24.

[12] Ενδεικτικά βλ. Μ. ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ – Κ. ΣΤΑΪΚΟΣ, Τα ελληνικά αρχέτυπα που εκδόθηκαν στη Φλωρεντία (π. 1475-1500), εκδ. Υπουργείο Εξωτερικών Ελλάδας, Αθήνα 1998.

[13] ΑΙΚ. ΚΟΥΜΑΡΙΑΝΟΥ – Λ. ΔΡΟΥΛΙΑ – Ε. LAYTON, Το Ελληνικό Βιβλίο 1476-1830, εκδ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1986, 272.

[14] Αυτόθι, 54. Καταγραφή τους και βιβλιοθήκες όπου απόκεινται αντίτυπα των παραπάνω εκδόσεων βλ. αντίτυπα βλ. ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Ελληνική Βιβλιογραφία (1466ci-1800), Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, ττ. Α΄ – Β΄, Αθήναι 1984, 1986.

Δημοσιεύθηκε στο περ. Ο Ποιμήν, OH (2013) 200-204.

ΕΘΝΟΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Ο τρώσας και ιάσεται

Του Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Από τη Μυθολογία και την εποχή του Τρωικού Πολέμου γνωστή είναι η προφητεία του Απόλλωνα προς τον Τήλεφο, γιό του Ηρακλή και της Αύγης: «ο τρώσας και ιάσεται», πείθοντάς τον ότι για το τραύμα του στο μηρό θα βρει τη γιατρειά του από τον Αχιλλέα, ο οποίος και τον είχε τραυματίσει. Ως απόφθεγμα και μάλιστα προερχόμενο από τη σοφία των Αρχαίων Ελλήνων, είναι αυτονόητο ότι και σήμερα αυτό μπορεί να έχει τη σημασία του, φτάνει εκείνος ή εκείνη που κάμει τη ζημιά να έχει τη διάθεση να την αποκαταστήσει. Συνέχεια

2016· 300 χρόνια από τη γέννηση του Ευγενίου Βυλγάρεως (1716-1806)

Ευγένιος Βούλγαρις. Ο Έλλην λόγιος, ομοτράπεζος του Βολταίρου στην αυλή του Φρειδερίκου στο Βερολίνο, στα 1764-1771, και της Μεγάλης Αικατερίνη στη Μόσχα, μετά το 1771.

Βλ. Γ. Αινιάν, Συλλογή ανεκδότων συγγραμμάτων του αοιδίμου Ευγενίου του Βουλγάρεως, τ. Α΄, [Αθήνα 1838], ιθ΄. Καισάρειος Δαπόντες, “Κατάλογος ιστορικός”, στο: Κ. Ν. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Γ΄, [Βενετία 1872], 111.

 

ΛΟΓΙΟΙ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, Επίσκοπος Εφέσου (1392-1444)

 

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

 

Προλογικό Σημείωμα

 

Την ιστορική Μητρόπολη Εφέσου[1], αποστολική έδρα και σημαντικότατο κέντρο διάδοσης Χριστιανισμού – σ’ αυτήν το 431 έγινε η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος που καταδίκασε τον Νεστοριανισμό – της οποίας πολλοί μητροπολίτες ενεργά αναμείχθηκαν στα εκκλησιαστικά ζητήματα της καθ’ ημάς Ανατολής, εποίμανε ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός από το 1437 μέχρι την κοίμησή του, στις 23 Ιουνίου 1444 (μονή του Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων[2] στην Κωνσταντινούπολη).

Συνέχεια

Με αφορμή τη γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνα του θαυματουργού· 12η Δεκεμβρίου

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ. Ένα άγνωστο έργο του Αγίου Αθανασίου του Παρίου για τον Άγιο Σπυρίδωνα

ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ ήτοι θαύμα φρικτόν και εξαίσιον του θαυματουργικωτάτου θείου Σπυρίδωνος, δι ου τας βουλάς των παρανόμων Παπιστών εματαίωσε, μη συγχωρήσας αυτοίς, να εγείρουν Αλτάριον, ήτοι  θυσιαστήριον, μέσα εις τον εν τη Κέρκυρα άγιον τον Ναόν, συντεθέν, μετά και ιεράς και επινικείου ακολουθίας, εις αυτό, παρά ζηλωτού τινός αδελφού, συν τούτω δε και ο θεοφεγγής βίος του ιερού Κλήμεντος του Βουλγαροκήρυκος και ομολογητού, εκδίδοται ετέρα κρίσις ουρανού, και ούτος ων, κατά των καινοτόμων Παπιστών, συντεθείς μεν, Ελληνιστί υπό του εν αγίοις Θεοφυλάκτου Αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, μετενεχθείς δε,  παρ’ ημών, εις την κοινήν ημών διάλεκτον χάριν των απλουστέρων λαών, δια την εξ αυτού ελπιζομένην κοινήν ωφέλειαν, ων ένεκα νυν δεύτερον πλήρης εκδίδοται, άτε κολοβωθείς τα καίρια παρά τινος,  ο πρότερον εν Βενετία τυπωθείς. Εκδίδονται δε και τα δύω εις εν τεύχος δια δαπάνης τίνων φιλαδέλφων  Χιοπολιτών. Eν Λειψία της Σαξωνίας. Eν τη τυπογραφία του Νάϋμπερτ Αωε’ (1805).

Αν και ανώνυμο το εν λόγω έργο, η μέχρι σήμερα έρευνα ως συγγραφέα του θεωρεί τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο. Με αφορμή ένα θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα το 1718, ο Πάριος βρίσκει εδώ την κατάλληλη στιγμή να επικρίνει έντονα την Δυτική Εκκλησία και την Ευρώπη. Επαναλαμβάνει την πάγια θέση του, έναντι της «κακοδόξου, αιρετικής, δυσεβεστάτης και ακαθάρτου» όπως τη χαρακτηρίζει, Παπικής Εκκλησίας. Ο Άγιος Σπυρίδων κατατάσσεται δίπλα στον Μέγα Φώτιο, που «έγραψε κατά  Λατίνων», στον ιερό Σέργιο «οπού εξήλειψεν από τα δίπτυχα, του Πάπα το μνημόσυνον», στον Μάρκο Εφέσου που «ανέτρεψεν, εκατήργησε και εματαίωσε, τα κατά της Ευαγγελικής αληθείας, της Φλωρεντίας  σαπρομηχανήματα». Επιπλέον, ψέγει τα «έθνη των Λατίνων» γιατί έγιναν «εχθροί, άσπονδοι, της Ανατολικής Εκκλησίας» και τους παροτρύνει να δεχθούν «το ορθόδοξον δόγμα», εκβάλλοντας την προσθήκη από το Σύμβολο Πίστεως του Filioque, απορρίπτοντας τον άζυμο άρτο από τη Θεία Ευχαριστία και αποσιωπώντας το καθαρτήριο πυρ.

Για τον άγιο Αθανάσιο Πάριο, η Ανατολική Εκκλησία είναι ο κατεξοχήν ορθός φορέας έκφρασης των δογμάτων, γι’ αυτό και διαφοροποιείται από τη Δυτική. Χαρακτηριστική η εικόνα της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, η οποία εκπροσωπεί το φως, έναντι της Δυτικής που αντιπροσωπεύει το σκότος: «σήμερον εκ δευτέρου ο Θεός των θαυμασίων, διεχώρισεν ανά μέσον του φωτός της Ανατολικής Εκκλησίας, και ανά μέσον του σκότους της Δυτικάς οχλαγωγίας ανά μέσον δηλαδή της φωτεινότατης αληθείας των ουρανίων δογμάτων, τα οποία, καθώς παρέλαβε ούτε φυλάττει, η Ανατολική εκκλησία, και ανά μέσου του σκοτεινότατου ψεύδους των σατανικών φρονημάτων τα οποία εφεύρε και κρατεί, η Δυτική Εκκλησία».

Ανάλογη είναι και η κριτική του κατά της «αθεωτάτης» Ευρώπης. Συστήνει στους ομογενείς του να αποκηρύττουν τους «χριστομάχους και θεωφωτίστους θεϊστές», να αποφεύγουν την ανάγνωση των βιβλίων τους και τους «παραλογισμούς του Βολταίρ». Αντίθετα στη θέση αυτών συστήνει να μελετούν τον Απόστολο Παύλο, το θείο Σπυρίδωνα, τον ιερό Χρυσόστομο, τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Μέγα Αθανάσιο. Έτσι για άλλη μια φορά ο «βολταιρισμός» χτυπιέται αδυσώπητα θεωρούμενος ως «ρίζα και πηγή παρανόμου πράξεως».

Η έκδοση του έργου θα είχε γίνει σχεδόν μια δεκαετία πιο πριν από το 1805, δηλαδή το 1796, αλλά η καθυστέρηση αυτή οφειλόταν στον Θεοδώρητο Αγιαννανίτη, γνωστό στον κύκλο των Αντικολλυβάδων, τον οποίο ο Πάριος χαρακτηρίζει «φθορέα της κανονικής βίβλου» και σε κάποιον Θεόδωρο που αμέλησαν για την τύπωσή του. Ο Θεοδώρητος φαίνεται ηθελημένα καθυστέρησε την έκδοση, αφού στάθηκε αδιάλλακτος αντίπαλος των Κολλυβάδων.

Στη συνέχεια παραθέτω τη σύνθεση του έργου σε κεφάλαια:

Προμετωπίδα

«Πάσι τοις εντευξομένοις τω παρόντι βιβλιαρίω, εν Χριστώ μοι αδελφοίς, και τέκνοις της αγιωτάτης μητρός ημών Εκκλησίας της Ανατολικής, εγώ ο ταπεινός αυτού συγγραφεύς, εύχομαι, ει και ανάξιος, υγείαν, ειρήνην, και σωτηρίαν αιώνιον», (σσ. 3-6).

«ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ ή φρικτόν του θαυματουργικωτάτου Σπυρίδωνος, δια του οποίου εματαίωσε τας βουλάς των παρανόμων Παπιστών, μη συγχωρήσας αυτοίς να κτίσουν Αλτάριον μέσα εις τον εν Κέρκυρα άγιον του Ναόν», (σσ. 7-38).

«KEΦ. A΄: Tην Διήγησιν του θαύματος περιέχον», (σσ. 11 –16).

«KEΦ. B΄: Ότι ο εμπρησμός της αποθήκης, όντως έργον εστάθη του ουρανού», (σσ. 16-23).

«KEΦ. Γ΄: Ότι η θαυματουργία αύτη του θείου Σπυρίδωνος, είναι κατά αλήθειαν αδέκαστος κρίσις του ουρανού, μεταξύ των δύο Εκκλησιών, Ανατολικής και Δυτικής», (σσ. 23-30).

«KEΦ. Δ΄: Επίλογος παραίνεσιν έχων προς τους ομογενείς», (σσ. 31-33).

«Το σχέδιον».  Πώς, δηλαδή, το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα έφτασε στην Κέρκυρα, (σσ. 34-38).

«Ακολουθία υμνητήριος, ήτις οφείλει ψάλλεσθαι υπό των ορθοδόξων, κατά την δωδεκάτην του Νοεμβρίου μηνός, δια την εν αυτή γενομένην φρικτήν θαυματουργίαν υπό του θείου Σπυρίδωνος δια πυρός και ολέθρου μεγίστου τους παπιστάς κωλύσαντος, του οικοδόμησαι εν τω σεβασμίω αυτού Ναώ Αλτάριον, ήτοι θυσιαστήριον, ως η βουληθήσαν γίνεται ουν, ει ενδέχεται αγρυπνία και εν τω μεγάλω εσπερινώ, μετά το μακάριος ανήρ, τι κύριε εκέκραξα, και ψάλλομεν τα παρόντα προσόμια εις στίχους η΄, ηχ. πλ. δ’, (σσ. 39-63).

«Διήγησις έργου παραδόξου και πανθαυμάστου». Πρόκειται περί διηγήσεως ενδιαφέρουσας ιστορίας, όπου γίνεται λόγος για την άρση απαγορευτικής αποφάσεως του Σουλτάνου Μουσταφά, όσον αφορά τον πανηγυρισμό στις 6 Αυγούστου του Αγιάσματος κοντά στο Σεράι Μπουρνού, (σσ. 64-70).

«Μηνί Νοεμβρίω κβ΄. Βίος Πανθαύμαστος του εν αγίοις Πατρός ημών Κλήμεντος αρχιεπισκόπου Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας του ομολογητού, μεταφρασθείς  εκ  του ελληνικού ιδιώματος άνευ των προοιμίων,  και  μέχρι τινός. Όστις  κολοβωθείς  τα καίρια, και αχρειωθείς  παρά  τινός,  ως  η του παρόντος προς εκείνον παράθεσις, σαφώς δήλοι, ήδη άρτιος και ολόκληρος τύποις εκδίδοται», (σσ. 71-133).

«Ο ζηλωτής  ορθόδοξος, άπασι τοις ευσεβέσι  τέκνοις  της αγίας και θεοδοξάστου  Εκκλησίας  του Χριστού της Ανατολικής, υμίν τον εν Χριστώ ασπασμόν και το χαίρειν», (σσ. 73-82).

Ακολουθούν δύο επιγράμματα:

«Eις την ιεράν Mονήν του Προδρόμου, την έχουσαν την αγίαν κάραν του ιερού Kλήμεντος. Του Προδρόμου τέμενος, του Kλήμεντος θεολήπτον χάρην ον κενεόν πριν φρενός, ήτις έχες.

Tούτου νυν μαθέουσα νόον μέγαν αγγελόμητιν.

Kοινόν,  μητι κυνών, ποίεε τον βίο του».

«Eις την περίφανη Θεσσαλονίκην, την ενέγκουσαν τους θεοφόρους και ισαποστόλους Kήρυκας της Bουλγαρίας, Kύριλλον και Mεθόδιον, στίχοι πολιτικοί.

Oλβιωτάτη πάλαι συ, Πόλις Θεσσαλονίκη.

Πατρίς γαρ χρηματίσασα, των νέων Aποστόλων,

Aπάσας υπερήλασας, τας άλλως υφουμένας

Pάστα δε τούτο δείκνυσιν η νυν αναφανείσα

Iστοριών η θαυμαστή, και ξένων μυστογράφος

Όθεν και χαριστήρια, πάντων Bουγλάρων έθνη

Σοι δια Kύριλλον τον συν κασιγνήτω θύει».

Μεταξύ της σελίδας 82 και των επιγραμμάτων, παρεμβάλλεται ολοσέλιδη εικόνα του Αγίου Κλήμεντος, (σ. 33).

«Βίος και Πολιτεία του εν αγίοις Πατρός ημών Κλήμεντος Αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας του ομολογητού μεταφρασθείς εις την κοινήν φράσιν εκ του ελληνικού, προς κοινήν ωφέλειαν των ορθοδόξων λαών», (σσ. 84-133).

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Πρώτη έκδοση του έργου έγινε στη Λειψία το 1805. Ο Ευλογίας Κουρίλας αναφέρει και δεύτερη το 1807, σε τυπογραφείο της Βενετίας ΑΝΤΙΤΥΠΑ: Αθήνα· Εθνική Θ. 7431. Γεννάδιος· Τ. 2128.1. Θεσσαλονίκη: Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη. Καρπενήσι: Μονή Προυσού 72. Το αντίτυπο αυτό φέρει και την αφιέρωση του Νικοδήμου Αγιορείτου: «Το παρών αφιερώθη εις την ιεράν μονήν του Προυσού, την κειμένην μεν, κατά την επαρχίαν τον αγίου λιτσάς και αγράφων αφιερωμένην δε, εις μνήμην της Κυρίας ημών Θεοτόκου, παρά του Διδασκάλου Κυρίου Νικοδήμου του ναξίου εις μνημόσυνον αυτού τε την των Γονέων τον και ο δε αποξενώσας τούτο ή άλλο βιβλίον εκ της ρηθείσης μονής εχέτω αντίδικον την Kυρίαν Θεοτόκον. αωιθ’ Ιουλίου α’»· (διατηρώ την ορθογραφία του συγγραφέα).

Δεύτερη έκδοση: Αθήνα 1850· ΑΝΕΜΗ· Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών

Λόγιοι της Τουρκοκρατίας (1453 – 1821)

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Τοις αναγινώσκουσι

Τα άρθρα που θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν την κατηγορία, βλέπουν το φως της δημοσιότητας, σε τακτά χρονικά διαστήματα, στο περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Ερεσού και Πλωμαρίου Ο ΠΟΙΜΗΝ. Όπως θα διαπιστώσει ο κάθε ενδιαφερόμενος και η κάθε ενδιαφερόμενη, βιογραφούνται σημαντικοί Λόγιοι της Τουρκοκρατίας. Στόχος των άρθρων είναι να γνωρίσουν οι φίλοι/ες αναγνώστες/τριες πώς ο Νέος Ελληνισμός, στη μακρόσυρτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, με το έργο των Ελλήνων λογίων κυριάρχησε στον ευρύτερο ευρωπαϊκό και μεσογειακό χώρο. Τα άρθρα είναι σύντομα, σε γλώσσα εύληπτη, κατανοητή και θα βασίζονται σε έγκυρα βιβλιογραφικά δεδομένα και τεκμήρια. Ωστόσο, θεωρώ αναγκαίο πριν τη βιογράφηση του πρώτου λογίου να δημοσιεύσω λίγες εισαγωγικές σκέψεις για την εποχή της Τουρκοκρατίας, για το λόγο ότι είναι αδύνατη η κατανόηση της παρουσίας των Ελλήνων λογίων της περιόδου αυτής, αν δεν κατανοήσουμε ότι για τέσσερις περίπου αιώνες, διάφοροι θεσμοί και φορείς διαμόρφωσαν και καθόρισαν τον εθνικό χαρακτήρα των νεώτερων Ελλήνων.

Η εποχή της Τουρκοκρατίας

Αν και η περιοδολόγηση της μακρόχρονης Ιστορίας του Ελληνισμού γίνεται για λόγους μεθοδολογικούς, διδακτικούς, για λόγους τιθάσευσης του τεράστιου προς μελέτη υλικού, εκείνο που πάντα προέχει είναι ο βασικός κανόνας της ιστορικής επιστήμης, η Ηρακλείτεια ρήση «τα πάντα ρει». Τα ιστορικά δηλαδή γεγονότα, στη μακρά διάρκειά τους, διαδέχονται το ένα το άλλο.

Ο κορυφαίος Έλληνας ιστορικός της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού Απόστολος Βακαλόπουλος[1], υποστηρίζει ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης (29 Μαΐου 1453) στους Οθωμανούς, αποτελεί «παράδοξο» πράγματι ιστορικό γεγονός, αφού από τότε για τον Ελληνισμό αρχίζει μια νέα περίοδος της ιστορίας του, αυτή που επικράτησε να λέγεται Τουρκοκρατία. Πρόκειται για την πιο σκληρή περίοδο της Ιστορίας του, η οποία διήρκησε τέσσερις αιώνες, μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Αναμφισβήτητα η τραγική Άλωση της Πόλης των Πόλεων, υπήρξε σημαντικότατος σταθμός της Ιστορίας μας. Δεν σημαίνει όμως ότι από τότε αρχίζει ο Νέος Ελληνισμός. Αντίθετα οι ρίζες του χάνονται πιο πίσω, συγκεκριμένα στους χρόνους της Δ΄ Σταυροφορίας (1204), όταν το βυζαντινό κράτος δέχθηκε το ισχυρότατο πλήγμα της Άλωσης της Πόλης από τους Φράγκους. Από τότε, αργά και σταθερά – μέχρι την Άλωση από τους Τούρκους το 1453 – συντελείται η βαθμιαία μετεξέλιξη από τον βυζαντινό στον νεοελληνικό πολιτισμό, το βαθμιαίο πέρασμα από το εξασθενημένο πολιτικά και στρατιωτικά Βυζάντιο προς τον Νέο Ελληνισμό. Μολονότι η βυζαντινή αυτοκρατορία για δυόμισι περίπου αιώνες (1204-1453) γεωγραφικά συρρικνωνόταν, η συντελούμενη καλλιτεχνική και πνευματική αναγέννηση που κυρίως αναπτύχθηκε στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και τον Μυστρά, στους τομείς της φιλοσοφίας, της θεολογίας, της φιλολογίας, της ναοδομίας και ζωγραφικής, έδωσε και τα πρώτα θα λέγαμε σκιρτήματα εμφάνισης του Νέου Ελληνισμού. Σ’ αυτό ακόμη το χρονικό διάστημα, το όνομα «Έλλην»[2] για πρώτη φορά βρήκε την ιστορική του δικαίωση, αφού δυναμικά από τότε με πλήρη εθνική συνείδηση χρησιμοποιούνταν από πολλούς λογίους της εποχής, όπως λόγου χάριν ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων.

Στα χρόνια λοιπόν της ατέλειωτης σκλαβιάς στον Ασιάτη δυνάστη, ο Ελληνισμός ανέπλασε το παρόν με το παρελθόν του, συντήρησε τη μακραίωνη βυζαντινή παράδοσή του, αφομοίωσε τις νέες ιδέες, όπως αυτές της Αναγέννησης και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, στόχευσε στην Παλιγγενεσία της Επανάστασης του 1821 και ετοίμασε το Νεότερο Ελληνισμό[3].

Οι παράγοντες που  συνέστησαν την πορεία και την ενότητα του υπόδουλου Ελληνισμού

Η Εκκλησία. Πέρα από το θρησκευτικό της ρόλο απέκτησε και ρόλο εθνικό, πολιτικό και διοικητικό. Με κέντρο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, συντήρησε την ελληνορθόδοξη παιδεία και βοήθησε καθοριστικά στην πνευματική αφύπνιση όλων των ομοθρήσκων και ομόδουλων λαών της Ανατολής. Δίκαια έχει υποστηριχθεί, ότι υπήρξε το μεγάλο λαϊκό πανεπιστήμιο[4].

Τα Σχολεία. Από τους δυναμικότερους φορείς που βοήθησαν το Γένος κατά την Τουρκοκρατία. Από τα πρώτα χρόνια της δουλείας, στην Κωνσταντινούπολη λειτούργησε η περιώνυμη Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Πατριαρχική Ακαδημία. Στην ίδια τροχιά αργότερα κι άλλα σχολεία έδωσαν δυναμικό παρόν στη διάπλαση συλλογικής συνείδησης και ιδιοπροσωπίας του Μεταβυζαντινού Ελληνισμού, όπως η Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιον Όρος, η Ευαγγελική Σχολή και το Φιλολογικό Γυμνάσιο στη Σμύρνη, η Πατμιάδα Σχολή στην Πάτμο, το Ελληνομουσείο στη Θεσσαλονίκη, το Γυμνάσιο Χίου, η Ακαδημία Κυδωνιών, η Μαρουτσαία Σχολή στα Γιάννενα, η Φλαγγίνειος Σχολή στη Βενετία, η Αυθεντική Ακαδημία στο Ιάσιο, κ. ά.

Το Κρυφό Σχολείο. Τέτοια λειτούργησαν στα Γιάννενα (Μονή Στρατηγοπούλου), στην Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο (Μονή Φιλοσόφου) κ. α[5].

Ο Ελληνισμός της διασποράς. Με συνεχή οικονομική και εμπορική εξέλιξη από τα μέσα του 17ου αιώνα, πολύπλευρα βοήθησε στην πνευματική αφύπνιση του Ελληνισμού, με την ίδρυση τυπογραφείων και σχολείων, τη χορήγηση υποτροφιών και το σχηματισμό βιβλιοθηκών. Επίσης, οι πολλές ελληνικές κοινότητες που ιδρύθηκαν στο εξωτερικό, συνέβαλαν στη διάδοση της ελληνικής παιδείας στην Ευρώπη. Τέτοιες κοινότητες ήταν της Βενετίας, της Τεργέστης, της Βιέννης, των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών (Ιασίου και Μολδαβίας), της Ρωσίας κ. ά.

Οι Κοινότητες. Ο θεσμός τους αποτέλεσε έναν από τους βασικούς παράγοντες αυτοδιοίκησης του Ελληνισμού. Χάρη σ’ αυτές, ο υπόδουλος Ελληνισμός κατόρθωσε να μετριάσει τα δεινά της τουρκικής κυριαρχίας και δημιούργησε τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της τότε εκπαίδευσης[6].

Οι Φαναριώτες. Πολύγλωσσοι και με εξαιρετικά υψηλό πνευματικό επίπεδο Έλληνες, είχαν ισχυρή επίδραση στα της παιδείας και διοίκησης πράγματα. Ο αιώνας της ακμής του ήταν ο 18ος[7].

Οι Μονές. Συνέβαλλαν στη διατήρηση του «ένδοξου βυζαντινισμού» με τα εργαστήρια αντιγραφής κωδίκων, τα εργαστήρια εκκλησιαστικής ζωγραφικής και τη συγκρότηση πλουσιότατων βιβλιοθηκών[8].

Οι λόγιοι. Οι περισσότεροι υπήρξαν Διδάσκαλοι του Γένους. Η κυριότερη συνεισφορά τους υπήρξε η βελτίωση της πνευματικής κατάστασης του υπόδουλου Ελληνισμού. Πλειάδα τέτοιων λογίων καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι περισσότεροι ήταν σπουδαγμένοι στην Εσπερία, έγιναν οι πνευματικοί ηγέτες του Γένους. Άνθρωποι του βιβλίου και του σπουδαστηρίου[9], διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην κίνηση των ιδεών.

[1] Η πορεία του Γένους. Από το Βυζάντιο στο Νέο Ελληνισμό, εκδ. Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1966. Πρβλ. Διονύσιος Α. Ζακυθηνός, Τουρκοκρατία. Εισαγωγή εις την Νεωτέραν Ιστορίαν του Ελληνισμού, Αθήναι 1955.

[2] Π. Χρήστου, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19934.

[3] Σημαντική για το θέμα αυτό είναι η μελέτη του Α. Ε. Καραθανάση, Η τρίσημη ενότητα του Ελληνισμού. Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 19912.

[4] Steven Runciman, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία. Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως λίγο πριν από την άλωση της Πόλης μέχρι και την Επανάσταση του 1821, μτφρ. Πολυξένη Αντωνοπούλου, εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα 2010. Πρβλ. Δ. Αποστολόπουλος, Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή–Χορν, Αθήνα 1995.

[5] Για το Κρυφό Σχολειό η βιβλιογραφία είναι εκτεταμένη. Ενδεικτικά σημειώνω την πρόσφατη εκδοθείσα σημαντικότατη μελέτη του Γ. Κεκαυμένου, Κρυφό Σχολείο. Το χρονικό μιας ιστορίας, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2012.

[6] Γ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική και πολιτική διοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της Τουρκοκρατίας, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1982.

[7] Δ. Αποστολόπουλος, Για τους Φαναριώτες. Δοκιμές ερμηνείας και μικρά αναλυτικά,  εκδ. ΕΙΕ/ΙΝΕ, Αθήνα 2003.

[8] Κρίτων Χρυσοχοΐδης, «Μοναστηριακές βιβλιοθήκες και αρχεία. Κιβωτοί τεκμηρίων», στον τόμο: Τάσεις του ορθόδοξου μοναχισμού 9ο –20ος αιώνες, Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου: Οι δρόμοι του ορθόδοξου μοναχισμού. Πορευθέντες μάθετε, (Θεσσαλονίκη 28 Σεπτεμβρίου – 2 Οκτωβρίου 1994), εκδ. ΕΙΕ/ ΙΒΕ, Αθήνα 1996, 251-260.

[9] Αθανάσιος Καραθανάσης, Οι Έλληνες λόγιοι στη Βλαχία (1670-1714). Συμβολή στη μελέτη της ελληνικής πνευματικής κίνησης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες κατά την προφαναριώτικη περίοδο, εκδ. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 194, Θεσσαλονίκη 1982, 207.

Η ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ ΚΑΙ Ο ΒΕΝΙΑΜΙΝ Ο ΛΕΣΒΙΟΣ

Η ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ ΚΑΙ Ο ΒΕΝΙΑΜΙΝ Ο ΛΕΣΒΙΟΣ. Το παρόν ως Ιστορία και η Ιστορία ως παρόν

Υπό του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

ΟΛΙΓΑ ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ

Ανέκαθεν η Ιστορία υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλές πεδίο για ένα μέρος λογοτεχνών. Τα αποτελέσματα, βέβαια, ανάλογα την εποχή και το δημιουργό διαφέρουν. Όποιος τουλάχιστον καταπιάνεται με το ζήτημα αυτό, όπως σωστά έχει υποστηριχθεί, οφείλει να κάμει τις «απαραίτητες ταξινομήσεις»[1]· κι αναφέρομαι κυρίως στον ιστορικό όχι μόνο της Λογοτεχνίας, αλλά και στον καθεαυτό ιστορικό. Επιπροσθέτως, λαμβάνοντας υπόψη την παραπάνω θέση, θα ήθελα να καταστήσω σαφή ακόμη μια βασική παράμετρο: οφείλουμε να βλέπουμε και να θεωρούμε την Ιστορία μας, όχι μόνο ως ένα ένδοξο πολλές φορές παρελθόν, αλλά και ως ένα διαρκές παρόν. Φέρνω ως παράδειγμα τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές του βιβλίου της κας. Παπαδριανού, την Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και τον Διδάσκαλο του Γένους Βενιαμίν Λέσβιο, και προτείνω να τους δούμε μέσα από ένα διπλό ή μάλλον έναν πολλαπλό καθρέφτη. Ας υποθέσουμε ότι κάθε κάτοπτρο είναι κι ένα γεγονός από το βίο τους. Υπ’ αυτήν την έννοια, έχω τη γνώμη ότι τίποτε απ’ τα δύο αυτά πρόσωπα και τα γεγονότα της μετεπαναστατικής περιόδου, δεν μπορεί να ολοκληρώσει τη μορφή του, παρά μόνο μέσα από τη σύνθεση δυο τουλάχιστον ειδώλων από εκείνα που προκαλεί. Από το βασικό, δηλαδή, κι ανεπανάληπτο τρόπο με τον οποίο καθρεφτίζονται στη «δική τους εποχή», και κατόπιν από τα «παραλλαγμένα είδωλα μιας άλλης εποχής» ή «εποχών» που τα ανακαλεί στη μνήμη και τα σπουδάζει[2]. Κι ομιλώ για τη δική μας εποχή, τη σημερινή και τον τρόπο που διαβάζουμε βιβλία σαν της κας. Παπαδριανού, τα οποία μας κάμουν να ξαναθυμούμαστε πρόσωπα και γεγονότα που καθόρισαν την ιδιοπροσωπία του Νεότερου Ελληνισμού.

Ωστόσο, εκείνο που οφείλουμε να δούμε για την δεκαπενταετία κατά την οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα του βιβλίου και, βέβαια, τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σ’ αυτά· ενδεικτικά αναφέρω την τραγική καταστροφή του Αϊβαλιού τον Ιούνιο του 1821, την Πανώρια Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και τον γνωστό Βενιαμίν Λέσβιο, είναι γεγονότα και πρόσωπα ενταγμένα στη δική τους εποχή, με τα δικά τους θα ‘λεγα «συστήματα ιδεών», τα οποία εμείς σήμερα, προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε.
Συνέχεια

Τα Μαθηματικά κατά την Τουρκοκρατία (1453-1821)

Εισαγωγικό σημείωμα

Ένας από τους σημαντικότερος λογίους του 18ου αιώνα, ο «κλεινός» διδάσκαλος του Γένους Ευγένιος Βούλγαρις, με απαράμιλλο ζήλο δίδαξε και ανέδειξε τις θετικές επιστήμες. Στα 1805 με την οικονομική χορηγία των Ζωσιμάδων εκδίδει τα Στοιχεία Γεωμετρίας του Andrea Tacquet[1]. Στην αρκετά πολυσέλιδη αυτή μετάφραση, που βασίστηκε από ότι φαίνεται στην πρωτότυπη λατινική έκδοση του έργου που έγινε στην Κανταβριγία το 1710, ο Βούλγαρις κάμει ευρύτατη χρήση γεωμετρικών πινάκων[2]. Εκτιμήσεις και προβληματισμοί, όπως η παραλλαγή της πλατωνικής ρήσης «μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω, τω μη θέλοντι συζυγώσω τας θύρας», που πρώτος ο Βούλγαρις θα χρησιμοποιήσει στα μαθηματικά του έργα και μάλιστα ως επιγραφή θα στήσει στην είσοδο της Αθωνιάδας Ακαδημίας[3] – θα τον ακολουθήσουν βέβαια, τόσον ο Νικηφόρος Θεοτόκης[4], όσο και ο Βενιαμίν Λέσβιος[5] – είχε τη σημασία της αξίας του τεράστιου οικοδομήματος της μαθηματικής επιστήμης και ειδικότερα της Γεωμετρίας, ως τον κατεξοχήν κλάδο της, που μετράει τη φύση και το χώρο, είτε ως γήινο, είτε ως διαστημικό. Μετά από μια ιστορική  αφήγηση «περί της αρχής και προόδου των μαθηματικών επιστημών»[6], με συστηματικό τρόπο παραθέτει σε επτά βιβλία τα στοιχεία της γεωμετρικής επιστήμης του Andrea Tacquet και ακολουθούν τα θεωρήματα του Αρχιμήδη. Ωστόσο, εδώ, τον Βούλγαρι θα τον απασχολήσουν σοβαρά και τα δεδομένα των άλλων θετικών επιστημών και η διασύνδεσή τους με τη Φιλοσοφία. Και αυτό έκδηλα διαφαίνεται σε αρκετά από τα γραφόμενά του: «τον λόγον τη πείρα συνάπτειν» και ότι «η πείρα ουδέν εις επιστήμην ονίσησι, μη υπό του λόγου οδηγούμενη»[7]. Επανειλημμένα τονίζει ότι ο άνθρωπος οφείλει μόνον «τω υγιεί και ορθώ πείθεσθαι λόγω»[8] και ο «φιλεπιστήμων», ο «ελευθέρως φιλοσοφείν», ο «της αληθείας εραστής»[9] να αποδέχεται μόνο «αν ο ορθός λόγος εγκρίνας, σαφώς τε και ειλικρινώς δοκιμάζει»[10]. Τούτη η σύνδεση των  επιστημών με τη φιλοσοφία δείχνει την ιδιαίτερη ευαισθησία του στη διάδοση των επιστημονικών κατακτήσεων στον ελληνόφωνο χώρο της καθ’ ημάς Ανατολής. Το αγκάλιασμα των φυσικών και θετικών επιστημών συνδυαζόμενο άμεσα με τη φιλοσοφία, αποτελούσε για τον ίδιο «το ολικόν και τέλειον σύστημα»[11].

[1] Ο πλήρης τίτλος: Α. Τακουετίου Στοιχεία Γεωμετρίας μετά σημειώσεων του Ουίστωνος εξελληνισθέντα μεν εκ της Λατινίδος φωνής υπό του Πανειερωτάτου Αρχιεπισκόπου κυρίου Ευγενίου του Βουλγάρεως Ιεροδιακόνου έτι όντος, κα σχολαρχούντος εν τε Ιωαννίνοις, και εν τη Αθωνιάδι Ακαδημία, και εν Κωνσταντινουπόλει, προς ακρόασιν των παρά αυτώ μαθητιώντων. Τα νυν δε τύποις εκδοθέντα υπό της Αυταδελφότητος των Ζωσιμάδων Α. και Ν. και Ζ. και Μ. επί τω διανεμηθήναι δωρεάν τοις φιλεπιστήμωσιν Ελλήνων Νεανίσκοις. Εν Βιέννη της Αουστρίας, εν τη Ελληνική Τυπογραφία Γεωργίου Βενδώτη. 1805.

[2] Φτάνουν τους 58.

[3] «Γεωμετρήσων εισίτω, ου κωλύω. Τω, η θέλοντι συζυγώσω τας θύρας». Βλ. Α. Αγγέλου, «Το χρονικό της Αθωνιάδας», σ. 123.

[4] «Μάτην άράγε ο μεν Πλάτων ταις της Ακαδημίας θύραις επεγράψατο το, Ουδείς αγεωμέτρητος εισίτω, ο δε Ξενοκράτης, παντί αγεωμετρήτω τω χάριν παιδείας αυτώ προσιόντι, Πορεύου έλεγε, λαβάς γαρ ουκ έχεις φιλοσοφίας;». Στοιχεία Μαθηματικών εκ παλαιών και νεωτέρων συνερανισθέντων, [Μόσχα 1798], σ. ια΄.

[5] «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω, επέγραψε προ των πυλώνων της Ακαδημίας  Πλάτων, εμφανίζων δια τούτου το αδύνατον της παρεισδύσεως εις τα μυστήρια της φύσεως άνευ της γνώσεως της γεωμετρίας», Γεωμετρίας Ευκλείδου Στοιχεία, τ. Β, [Βιέννη 1820], σ. 5. Και σε άλλο έργο του θα γράψει τα εξής:   «Αφαίρεσον τα μαθηματικά από της Γης, και θέλεις ιδεί τον άνθρωπον ερπύζοντα επί της Γης, χωρίς να δυνηθή να υψωθή από της γηίνης επιφανείας, ούτε να εξέλθη, εκ της πατρίδος αυτού. Και είναι τοσούτον αναγκαία τα μαθηματικά εις την παιδαγωγίαν του ανθρώπου, ώστε τούτων απόντων μένει άπορον εις τι ήθελε παιδαγωγηθή ο άνθρωπος, και πολύ πλέον πως ήθελε παρεισδύσοι εις τα της φύσεως μυστήρια, όθεν και ο Πλάτων επί της θύρας της Ακαδημίας επέγραψε το, «μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω». Στοιχεία Αριθμητικής, τ. Α΄, [Βιέννη 1818], σ. ι΄.

[6] Εκτείνεται στις σελίδες iii-xviii.

[7] Τα αρέσκοντα τοις φιλοσόφοις, [Βιέννη 1805], σ. 5.

[8] Η Λογική, [Λειψία 1766], σ. 44.

[9] Αυτόθι, σσ. 60-61.

[10] Αυτόθι, σ. 102.

[11] Αυτόθι, σ. 3.

Σχεδίασμα· Τα Μαθηματικά κατά την Τουρκοκρατία (1453-1821):

ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ