Αρχείο ετικέτας Εκπαίδευση
3η Πανελλήνια Συνάντηση Θεολόγων
Η 3η Πανελλήνια Συνάντηση Θεολόγων που οργανώσει ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης, με θέμα: “Η Ορθόδοξη Θεολογίας μεταξύ κριτικής σκέψης και ανορθολογισμού”.
Δες τε το πρόγραμμα εδώ
ΘΕΣΕΙΣ, ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ: ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Θ. Ι. ΡΗΓΙΝΙΩΤΗ: «Επιστολή προς τον σκεπτόμενο άθεο»
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΒΗΜΑ· Το περιοδικό του Πειραματικού ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου
ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ… Η μετάδοση της προσφυγικής εμπειρίας στην τρίτη και τέταρτη γενιά. Μαθητές του σχολείου μας απόγονοι Μικρασιατών προσφύγων [2]
ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ… Η μετάδοση της προσφυγικής εμπειρίας στην τρίτη και τέταρτη γενιά. Μαθητές του σχολείου μας απόγονοι Μικρασιατών προσφύγων [1]
Με τους θύτες ή με τα θύματα της Ιστορίας; Κριτική προσέγγιση στο βιβλίο του Ανδρέα Αργυρόπουλου «Ο Θεός, οι Νέοι και άλλες Rock ’n Roll ιστορίες
Του ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΣΕΡΜΕΤΗ
Το νέο βιβλίο του θεολόγου Ανδρέα Αργυρόπουλου ήρθε να ταράξει τα θολά νερά του θεολογικού εφησυχασμού, διότι θέτει καίρια ζητήματα του χριστιανισμού που είναι λησμονημένα στον κοινωνικό και πολιτικό χυλό της εποχής. Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα θεολογικό σχεδίασμα για τη διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία, καθώς αποτελεί απόσταγμα πολυετούς εμπειρίας του συγγραφέα στα σχολεία. Έχω την αίσθηση ότι θα πρέπει να δίνεται ως βοήθημα στους θεολόγους καθηγητές για τον τρόπο προσέγγισης των μαθητών και επικοινωνίας μέσα στην τάξη.
Τo πόνημα του Αργυρόπουλου είναι μια προσωπική εξομολόγηση και ταυτόχρονα μια αυθεντική βιωματική εμπειρία του χριστιανισμού. Το πρώτο ζήτημα που θέτει επιτακτικά είναι η διαλεκτικότητα ως μέθοδος διαλόγου με τους νέους ανθρώπους. Τούτο, όσο απλό και αν ακούγεται στην εφαρμογή του, είναι σχεδόν ακατόρθωτο. Διότι ο διάλογος προϋποθέτει ανοικτότητα, σεμνότητα, ταπεινότητα και φυσικά αγάπη. Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας διατείνεται: «στην ελληνική κοινωνία δεν υπάρχει κουλτούρα διαλόγου. Κανένας δεν μπορεί να συνομιλήσει με κανέναν». Αυτή είναι μια απτή πραγματικότητα που τη συναντούμε τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία. Υπάρχει ένας διάλογος κωφών σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, όπου το μόνο που αφορά είναι η δημιουργία εντυπώσεων για να κερδηθεί η μάχη του εντυπωσιασμού και της εικόνας. Ίσως, τελικά, δεν υφίσταται διάλογος γιατί δεν υπάρχουν ιδέες και σκέψεις και γιατί ο μηδενισμός, εκτός από την έλλειψη αξιών και αρχών, έχει οδηγήσει και σε κενούς περιεχομένου ανθρώπους.
Ο Αργυρόπουλος στο βιβλίο θέτει ένα καίριο ερώτημα και από την απάντηση αυτού του ερωτήματος κρίνεται, εν πολλοίς, η σχέση του καθενός με τον χριστιανισμό. Ταυτόχρονα, δεν μπορεί παρά να είναι και πολιτικό το ερώτημα και για αυτόν τον λόγο, τελικά, ο συγγραφέας αναπόφευκτα γράφει ένα βιβλίο πολιτικής θεολογίας. Είναι γνωστό άλλωστε ότι ο Αργυρόπουλος είναι από εκείνους τους θεολόγους που, μαζί με τον έτερο θεολόγο τον Θανάση Παπαθανασίου, έκαναν γνωστή τη Θεολογία της Απελευθέρωσης στην Ελλάδα. Οπότε, άμεσα με την συγγραφική του πορεία απαντά στο μείζον ερώτημα για το αν ο χριστιανισμός είναι με τους θύτες ή με τα θύματα. Είναι γεγονός ότι από τη θέση που παίρνει κανείς στο καίριο αυτό ερώτημα εκδηλώνει αποφασιστικά και τη σχέση του με τον χριστιανισμό. Αν επιλέγει κανείς να βρίσκεται στην πλευρά των θυτών, τότε εκφεύγει του ευαγγελικού μηνύματος, που είναι η συμπόνοια στους έσχατους και στους ταπεινούς. Σε αυτή την περίπτωση ο χριστιανισμός μεταβάλλεται σε ιδεολογία και δεν σχετίζεται με τη μίμηση Χριστού, που συνιστά τη σωτηριολογική πορεία του κάθε χριστιανού. Αν, επίσης, κάποιος επιλέγει τη χλιαρότητα, θεωρώντας ότι ο χριστιανισμός είναι μόνο πνευματικός και άπτεται μόνο του ιερού, σκεπτόμενος ότι το εφήμερο δεν έχει και πολύ σημασία, αλλά η ατομική σωτηρία είναι το επίδικο, τότε ο χριστιανισμός επικαλύπτεται με ψυχολογικό μανδύα και το οντολογικό περιεχόμενο διαφεύγει της οπτικής. Αυτός ο χριστιανισμός είναι ένας φοβικός και ενοχικός χριστιανισμός, που ευνουχίζει τα συναισθήματα και την ψυχή του ανθρώπου. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να οδηγείται ο χριστιανός στη μνησικακία. Στην πραγματικότητα και στη δεύτερη περίπτωση, που είναι η ουδετερότητα, ένας χριστιανός βρίσκεται στην πλευρά επίσης των θυτών. Αν οι παραπάνω δύο περιπτώσεις που ανέφερα εντάσσονται στο πλευρό των θυτών, τότε υπάρχει και η τρίτη περίπτωση των χριστιανών εκείνων που βρίσκονται στην πλευρά των θυμάτων, κάνοντας πράξη την πορεία του Χριστού στη γη, όντας και ο ίδιος θύμα της εξουσιαστικότητας και της κυριαρχικότητας.
Ο Ανδρέας Αργυρόπουλος καταφέρνει να αναδείξει με έναν άμεσο βιωματικό τρόπο στο βιβλίο του έναν αυθεντικό χριστιανισμό. Έναν χριστιανισμό που βιώθηκε τους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας, έναν χριστιανισμό της αλήθειας, της ελπίδας, της απελευθέρωσης, έναν χριστιανισμό που μεταδίδει την άκαυτη φλόγα της αγάπης. Μονολογεί εσωτερικά, αδιαμεσολάβητα, φωτεινά, για όλα εκείνα που χάνονται μέσα στη χοάνη της κοινωνικής και πολιτικής ανελευθερίας, της αδικίας, της ανισότητας. Είναι ένα βιβλίο κραυγής, υπό την οπτική του βαθιά χριστιανού ανθρώπου, που βλέπει τον μηδενισμό να εξαπλώνεται ταχύτατα και να ροκανίζει σαν αρρώστια το κοινωνικό σώμα. Είναι, εν τέλει, ένα βιβλίο που τα επόμενα χρόνια θα αποτελεί σημείο αναφοράς· και όχι μόνο για τους χριστιανούς.
ΠΗΓΗ
«Ο κινηματογράφος ως μορφή Τέχνης». Project – Ερευνητική Εργασία· ΤΑΞΗ: Β΄ Λυκείου
Σχολεία, θεολόγοι, διοίκηση της Εκκλησίας, κατήχηση…
Του π. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΜΑΡΤΖΟΥΧΟΥ
Εισαγωγικά
Σάλαγος λοιπόν και πάλι στον γκιαούρ οντά για το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία! Κατήχηση θα είναι το μάθημα ή διδασκαλία της πολιτιστικής υποδομής του τόπου; Το κράτος ή η διοίκηση της εκκλησίας ρυθμίζει το θέμα; Συζητάμε ή μονομερώς αποφασίζουμε; Είμαστε συναποφασίζοντες ή απλώς το κράτος λαμβάνει υπ’ όψιν τις παρατηρήσεις της Εκκλησίας, που είναι η επικρατούσα θρησκεία στον τόπο;
Ας δούμε το θέμα ως παρελθόν, κι ας σκεφθούμε με ψυχραιμία το τώρα και το μέλλον.
Όλοι οι Έλληνες που έχουν περάσει από το παλαιό εξατάξιο Γυμνάσιο ή την συνέχειά του, το Γυμνάσιο και το Λύκειο, όλοι ανεξαιρέτως, ανάμεσα στις αναμνήσεις που κουβαλάμε από εκείνες τις ηλικίες ως μαθητές, οι δυσκολότερες και πλέον ιδιόρρυθμες, είναι αυτές που έχουμε από τους θεολόγους καθηγητές. Ατυχώς μόνο η μειονότητα των θεολόγων ήταν άνθρωποι, που δεν αισθανόντουσαν δύσκολα με το μάθημα τους. Που ήξεραν τι πίστευαν αυτοί πρώτα και μετά τι έλεγαν. Που είχαν τρόπο, ήθος και μέθοδο, πρόσφορη για επαγωγική και αποδοτική διδασκαλία, ώστε να δημιουργούν μια γοητευτική εικόνα χριστιανού, στις συνειδήσεις των εφήβων.
Οι θεολόγοι ήταν ουσιαστικά χωρισμένοι σε δύο συνομοταξίες. Στους στενόκαρδους και στενόμυαλους φανατικούς καλβινίζοντες, που είχαν μονίμως αγωνία να είναι ευπρεπής η ενδυμασία και να υπάρχει εκ μέρους των μαθητών ευγενική συμπεριφορά και “φυσικά” συνέπεια στις θρησκευτικές υποχρεώσεις! Και στους αδιάφορους και χαλαρούς, που εξαντλούσαν κάθε σχέση, στην απαγγελία του μαθήματος του βιβλίου, και απαιτούσαν απλώς την γνώση του μαθήματος. Οι πρώτοι ήταν δολοφονικά ανιαροί και ενοχλητικοί και είχαν όλα τα φόντα να γίνονται απεχθείς και, κατά συνέπεια, απευκταίο παράδειγμα. Οι δεύτεροι “κραύγαζαν” τον κυνισμό του αδιάφορου προσπεράσματος: Δεν τρέχει τίποτα! Και άρα, μάλλον δεν υπάρχει τίποτα…! Μια μειοψηφία ανάμεσα σ’ αυτές τις συμπληγάδες ήταν ο … ένας κούκος που δεν φέρνει την άνοιξη!
Α. Το παρελθόν
Η ανάθεση απ’ τον κατακτητή Σουλτάνο της πολιτικής ευθύνης της ύπαρξης και διοίκησης του Γκιαούρ-Μιλλέτ (του γένους των απίστων) στον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως, αποτέλεσε ιστορική σωτηρία για το γένος. Μιλάμε εμείς σήμερα για μας, και όχι όπως οι ιστορικοί για τους Αζτέκους… Συγχρόνως αυτό το γεγονός πλέον αποτελεί στο τώρα “δικαιολογημένη” αφορμή συγχύσεως των ρόλων ανάμεσα στην Πολιτεία και στην Διοίκηση της Εκκλησίας. Γίνεται αφορμή αμφισβητήσεως αμφθοτέροθεν, αναλόγως των πολιτικοφιλοσοφικών τοποθετήσεων, κάθε μονομερούς αρμοδιότητας, ανάμεσα στην ελεύθερη πλέον Πολιτεία και στην Διοίκηση της Εκκλησίας, η οποία επικαλείται… αρμοδιότητες (!) από την θυσιαστική προσφορά της κατά το παρελθόν.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας πλην των διοικητικών αρμοδιοτήτων (Δικαστήρια – Ανάληψη ευθύνης και εκπροσώπησης για το γένος των Ρωμαίων) η Διοίκηση της Εκκλησίας είχε και την εκπαίδευση ως αρμοδιότητα. Πάμπολλες σχολές σ’ όλα τα πλάτη της Ρωμαίικης παρουσίας (Ιάσιο – Κωνσταντινούπολη – Θεσσαλονίκη – Ιωάννινα – Άγραφα – Αθήνα – Δημητσάνα – Πάτμος – Κυδωνίες – Χίος – Αθωνιάδα – Ευαγγελική Σχολή) διακονούσαν με την συμπαράσταση των κατά τόπους Κοινοτήτων και των Μοναστηριών την μόρφωση των Ελλήνων. Ήταν αυτονόητη για όλο τον λαό η προσφυγή και η αναφορά στην Εκκλησία. Αποτελούσε συστατικό και ταυτοτικό στοιχείο. Βάση ύπαρξης και λόγο περιεχομένου.
Β. Το παρόν
Σήμερα πλέον, δόξᾳ τω Θεώ, υπάρχει συντεταγμένη ελεύθερη Πολιτεία, που πρέπει όμως να το ομολογήσουμε, από την στιγμή της ύπαρξής της, αποδέχτηκε (η Πολιτεία) η Εκκλησία να υπηρετήσει το γενικότερο εθνικό καλό και να διακονήσει πολλές φορές στην διάδοση αντιλήψεων.
Η πρώτη πανεπιστημιακή σχολή που σύστησε το αρτιγέννητο ελληνικό κράτος στο… Αθήνησι Πανεπιστήμιον, ήταν η Θεολογική Σχολή (1837)! Είμαστε στην εποχή των φώτων και τα πανεπιστήμια ήταν οι κατεξοχήν εκπομπείς φωτός! Οι άνθρωποι, εγγράμματοι και αγράμματοι, είχαν “καταπιεί” αυτήν την παγκόσμια τοποθέτηση-“καραμέλα”, όχι μόνον στο ποσοστό που ήταν σωστή και αληθής, αλλά την περίμεναν και με την λογική της πανάκειας. Ότι δηλαδή, μόλις ο άνθρωπος μορφωθεί και πάψει να είναι «ξύλο απελέκητο», τότε όλα λύνονται, γεμίζουν φως και η κοινωνία ευπλοεί, αφού οι άνθρωποι γίνονται… καλοί άνθρωποι!! Δεχόντουσαν όλοι την αφελή ρομαντική τοποθέτηση του Β. Ουγκώ: «Ανοίγοντας ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή». Τότε υπήρχαν μόνον φυλακές! Τώρα άνοιξαν και πολλά σχολεία και ατυχώς, αντί να κλείσουν οι φυλακές, απλώς σχολεία και φυλακές… συναυξάνονται!
Δεν θα κρίνουμε εδώ, αυτή την, πλέον για μας, κατάδηλη αυταπάτη, αλλά γράφουμε τούτα για να γίνει κατανοητή η προσδοκία της ελληνικής κοινωνίας, από την Θεολογική Σχολή (Μετά το 1942, τις Θεολογικές. Αφού συνεστήθη και δεύτερη ανάλογη στην Θεσσαλονίκη) που θα συνδύαζε την εκκλησιαστική διδασκαλία με την πανεπιστημιακή σοφία. Οι σχολές απαρτίσθηκαν, όσον αφορά το πρόγραμμα σπουδών, τους στόχους, και την νοοτροπία διδασκαλίας ήθους και πνευματικότητας, κατά τα πρότυπα των Ευρωπαϊκών δεδομένων και μάλιστα των Προτεσταντικών. Η παγκόσμια αυταπάτη για την γνώση, στον δικό μας ελληνικό χώρο είχε αποκτήσει και την συμπλεγματική απόφυση του «φτωχού συγγενούς», που έπρεπε να μιμηθεί και να μοιάσει στα πεφωτισμένα έθνη! Έτσι, «αμ’ έπος, αμ’ έργον».
Δάσκαλοι στα σχολεία θα διδάξουν, μαζί με την αριθμητική, την γλώσσα και την ζωολογία, και την χριστιανική πίστη. Οι εκ του παρελθόντος αυταπάτες (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) αναβίωσαν κουφωμένες, ως προς την σαφήνεια, του ποια ήταν στην πραγματικότητα η ζωή στο Βυζάντιο, αλλά όμως με θεριεμένη την αυταπάτη για τον (υποτιθέμενο) αλληλοσύνδεσμο Κράτους-Εκκλησίας ως σιαμαίων αδελφών! Έτσι λοιπόν με την απελευθέρωση το Κράτος προστατεύει την Εκκλησία και “περιφρουρεί” την πίστη, απαγορεύοντας διά νόμου την ύπαρξη άλλων πιστευμάτων ακόμη και χριστιανικών.
Με χαρά και γεμάτοι αυταπάτες οι νομικά και διοικητικά υπεύθυνοι αρχιερείς της θεσμικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αναθέτουν στο δημόσιο σχολείο την θρησκευτική διαπαιδαγώγηση και κατήχηση των ελληνοπαίδων. Στους αποφοίτους δηλαδή καθηγητές των Θεολογικών Σχολών, τους οποίους το Δημόσιο προσλαμβάνει και μισθοδοτεί. Έτσι η ανέκαθεν προβληματική κατάσταση του νηπιοβαπτισμού αποκτά θεωρητική λύση και τεχνική ρύθμιση, ώστε να φαίνεται (χωρίς να είναι…) λιγότερο παράλογη η αντιστροφή της θεολογικής τάξεως, πρώτα να κατηχούμε και φυσικά κατόπιν να βαπτίζουμε! Πλέον υπάρχει η λογικοφανής αυταπάτη, ότι κατήχηση θα γίνει ούτως ή άλλως στο σχολείο. Έτσι, βαπτίζοντάς τους όλους … μετράμε 97% Ορθοδόξους Χριστιανούς στην Ελλάδα. «Συμφέρουσες αυταπάτες».
Η Διοίκηση της Εκκλησίας φαντάζεται τον εαυτό της ως alter ego της Πολιτείας και πιστεύει ότι μπορεί να ρυθμίσει μ’ αυτό τον τρόπο, τόσο μεγάλα θέματα! Εκχωρεί τα συστατικά (ή δεν είναι συστατικά στοιχεία το πώς γίνεται κάποιος μέλος της Εκκλησίας…! Εκτός και αν φτάσαμε σε τέτοια παραφθορά ώστε να πιστεύουμε στα σοβαρά ότι… φτάνει και γίνεται, μόνον δια της διαβάσεως εκ των υδάτων της κολυμβήθρας…!!!) της αυτοσυνειδησίας και ιδιοπροσωπίας της Εκκλησίας στον… καίσαρα και δεν αντιλαμβάνεται την αιχμαλωσία στην οποία αυτοπροαιρέτως παραδίδεται, ούτε την αυτοκτονική διαδρομή που ανοίγεται μπροστά της.
Χαϊδεύει δαιμονικά την θεσμική διοίκηση της Εκκλησίας η… ισχύς και η ευπρέπεια!! Δεν θέλει να παραιτηθεί η διοίκηση από… δικαιώματα (πού τα απέκτησε; ποιος τα εκχώρησε; και πώς;). Δεν θέλει να δει τον κόσμο του σήμερα. Δεν “διαβάζει” πίσω από λόγια και ενέργειές της, την ορατή της επιθυμία, της αντιστροφής του αποστολικού «… ου γαρ κατακυριεύομεν της συνειδήσεως τινός…»! Δεν συνειδητοποιεί την αυτοαναίρεση της όταν επιμένει ότι το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να είναι κατήχηση! Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων… “διαφωνεί” και κάνει κατηχήσεις σε κατηχουμένους και βαπτισθέντες απλά… γιατί αυτή είναι η δουλειά του κάθε επισκόπου! Ο επίσκοπος είναι ο δάσκαλος των χριστιανών. Ας μη συζητήσουμε για την… διδασκαλία των επισκόπων σήμερα! Εθνικοπολιτικά θέματα, κοινωνικές παρατηρήσεις για συμπεριφορικές αλλαγές των ανθρώπων, αυταπάτη αρμοδιότητας περί πάντων καί άλλων τινών ή βαθυστόχαστες θεολογίες… θεωτικές ακατανόητες και αναιρούμενες de facto. Και γενικώς, λόγος που δεν “συγκινεί” ούτε χριστιανούς ούτε μη χριστιανούς.
Έτσι, κουτσοπορευόμενοι οι δύο θεσμικοί φορείς φτάσανε μέσα από διακυμάνσεις-κόντρες-συνεννοήσεις-αντιθέσεις-καυγάδες («να χωρίσουμε τα τσανάκια μας» απειλούσε “μεγαλώνυμος” παλαιότερος πολιτικός) στην σημερινή, αδιάφορη για το Κράτος, κατάσταση. Το Κράτος σήμερα κουβαλάει την Εκκλησία στην πλάτη του, σαν το πτώμα στην ταινία «Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα». Μια υπόθεση δηλαδή… “σκουληκιασμένη” και απεχθή. Οι σημερινοί φιλοσοφικοαδιάφοροι άνεμοι με χαρά σπρώχνουν την Εκκλησία στο κοινωνικό περιθώριο, που βαφτίζεται (το “περιθώριο”) προσωπικές απόψεις και παρουσιάζεται αυτός ο αποκλεισμός, ως ανάγκη και αίτημα πλουραλισμού και δημοκρατίας.
O tempora o mores, κραυγάζουν όσοι δεν μπορούν να διακρίνουν ότι είναι… μωροί, αφού δεν αφουγκράζονται τον λόγο του Χριστού: «… οψίας γενομένης λέγετε ευδία πυρράζει γαρ ο ουρανός και πρωί σήμερον χειμών πυρράζει γαρ στυγνάζων ο ουρανός. Υποκριταί το μεν πρόσωπον του ουρανοῦ γινώσκετε διακρίνειν, τα δε σημεία των καιρών ου δύνασθε;» (Ματθ. 16, 2-3).
Γ. Και από δω και μπρος, τι κάνουμε;
Και είμαστε στο τώρα και στο σήμερα. Οι… σιαμαίοι έχουν χωρίσει de facto και ο ένας (η διοίκηση της Eκκλησίας) διαμαρτύρεται παριστάνοντας τον… «ανήξερο έκπληκτο» για τον χωρισμό επικαλούμενος τα πάλαι ποτέ de jure “δικαιώματα”!
Συγχρόνως η Διοίκηση της Εκκλησίας δεν θέλει να δει κατάματα τα θέματα κι αντί να προκαλέσει μια συμφωνία σχέσεων με το κράτος (concordato) που το καλύτερο θα είναι και να επικαιροποιείται στο πρώτο έτος κάθε δεκαετίας, «κρύβεται» πίσω απ’ την προ τεσσαρακονταετίας Συνταγματική πρόβλεψη – «προστασία», της νόμω επικρατούσης θρησκείας, μη θέλοντας να δει το πόσο αυτοαναιρετικό είναι κάτι τέτοιο, για το μυστήριο της Εκκλησίας, το οποίο έχει ανατρέψει στο Κολοσσαίο και στις Κατακόμβες την ανθρώπινη λογική της ισχύος και του κύρους.
Χωρίς να θέλει να σκεφτεί ότι αυτό που πρέπει να κομίζει σαν μήνυμα σ’ αυτόν τον χαοτικό κόσμο είναι, όχι η διεκδίκηση και τα δικαιώματα, αλλά η θυσία, και η “εμπράγματος” διδασκαλία, ότι δεν νικούν οι λύκοι, αλλά τα πρόβατα του Χριστού, που στέλνονται ανάμεσα στους λύκους και τους αλλάζουν! Ότι «η Βασιλεία των ουρανών βρίσκεται στο μέσο των εχθρών σας. Και όποιος δεν το αντέχει αυτό, δεν επιθυμεί να ανήκει στη Βασιλεία του Χριστού. Θέλει να είναι μεταξύ φίλων, να κάθεται μες στα τριαντάφυλλα και τους κρίνει, όχι μαζί με τους κακούς, αλά μαζί με τους αφιερωμένους στον Θεό. Αν ο Χριστός είχε κάνει κάτι τέτοιο (που θέλετε σεις τώρα) ποιός θα είχε σωθεί»; Ότι, αν έχει πρόταση ζωής η Εκκλησία για τον κόσμο, αυτή η πρόταση είναι ακριβώς, το ότι αποτελεί Μυστήριο αλλαγής των ανθρώπων, από προηγμένα θηλαστικά σε πρόσωπα. Ότι «ο Θεός δεν είναι Θεός συναισθηματικών συγκινησιακών καταστάσεων αλλά Θεός Αλήθειας. Εκείνη η κοινωνία των πιστών που επιμένει να διατηρεί τις ψευδαισθήσεις της αντί να τις γκρεμίζει, την ίδια ακριβώς στιγμή χάνει πέρα για πέρα την υπόσχεση του Θού για μιά κοινωνία πιστών» (D. Bonhoeffer).
«Ποιο καλύτερο λιμάνι απ’ το λιμάνι της Εκκλησίας; Στην Εκκλησία δεν επικρατεί η βιολογική αναγκαιότητα, αλλά τιμάται υπερβολικά η ελευθερία της επιλογής. Η Εκκλησία παίρνει κάποιον που είναι “λύκος” και τον μεταμορφώνει σε “πρόβατο” όχι αλλοιώνοντας την φύση του, αλλά αλλάζοντας την προαίρεσή του. Γι’ αυτό δεν σφάλλει όποιος λέει ότι η Εκκλησία είναι πολύ καλύτερη απ’ την κιβωτό του Νώε. Η κιβωτός υποδεχόταν ζώα και διατηρούσε τα ζώα. Η Εκκλησία παραλαμβάνει… ζώα και τα μεταβάλλει. Δηλαδή, τότε εκεί (στην κιβωτό) μπήκε ένα γεράκι και βγήκε γεράκι, μπήκε λύκος και βγήκε λύκος. Στην Εκκλησία μπήκε γεράκι και βγαίνει περιστέρι, μπήκε λύκος και βγαίνει πρόβατο, μπαίνει φίδι και βγαίνει αρνί όχι επειδή άλλαξε η φύση, αλλά επειδή απορρίφθηκε η κακία» (Aγ. Ιω. Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας, λόγος η’).
Δ. Λοιπόν, τι πρόταση έχουμε;
Ότι, δεν γίνεται να αναθέσει η Εκκλησία την κατήχηση στον… Καίσαρα! Ότι, είναι αφύσικο και ανώμαλο κάτι τέτοιο! Ότι, είναι αυτοκτονικό. Επιτέλους, θα πρέπει να σκεφτούμε ότι τα θρησκευτικά διδάσκονται στο σχολείο με τη μορφή κατήχησης επί πολλές δεκαετίες και όμως, οι απόφοιτοι πολύ λίγο μπορούν να ισχυριστούν ότι είναι χριστιανοί. Εκτός και αν κάτι τέτοιο (να είσαι χριστιανός) θεωρείται αυτονόητη προϋπόθεση του Έλληνα! Σήμερα όμως πλέον και αυτό… στασιάζεται!
Αν η Εκκλησία έχει προβλήματα με την κατήχηση των μελών της θα πρέπει θα πρέπει να τα λύσει μόνη της και στο εσωτερικό της. Το κύριο και καίριο πρόβλημα της Εκκλησίας είναι ο απαρτισμός της Κοινότητας – Ενορίας κατά τόπους. Χωρίς σαφήνεια για το πώς, από ποιους και με τι προϋποθέσεις απαρτίζεται κάθε κοινότητα, χωρίς προσδιορισμό όρων και ορίων και δικαιωμάτων, οι ενορίες δεν θα γίνουν ποτέ εκφράσεις του Σώματος του Χριστού, αλλά… τεκέδες (συγχωρήστε μου την έκφραση) ικανοποίησης θρησκευτικών αναγκών. Χώροι εκτόνωσης φοβιών, αγωνιών, θρησκοληψιών… τελικώς ειδωλολατρικά τεμένη.
Αντί λοιπόν να αντιδικούμε με το κράτος ας το αφήσουμε στην πορεία μόρφωσης των πολιτών του με γενικές γνώσεις (ανάμεσα στις οποίες είναι και οι θρησκευτικές) και ας ανασκουμπωθούμε να αποσαφηνίσουμε και να θεραπεύσουμε τις δικές μας εσωτερικές εκκρεμότητες και πληγές.
Η κατήχηση γίνεται πρώτα με την ποιότητα του τρόπου ζωής των Χριστιανών και μετά με τα λόγια. Πρώτα με το ήθος και μετά με τα κηρύγματα. Πρώτα με το περιεχόμενο της ζωής και μετά με διακηρύξεις. Πρώτα με τη θυσία μας και μετά με προτροπές προς άλλους… Άλλωστε, από την εποχή του Χριστού οι άνθρωποι έχουν στα χείλη τη διάγνωση-αντίρρηση: Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν!
Αν η αγωνία και η έκφραση της Εκκλησίας σήμερα είναι να έχει κύρος, ισχύ, αξιοπρέπεια, επιβολή, δύναμη, εξουσία… τότε «αυτή η Εκκλησία» δεν έχει καμμία σχέση με την Εκκλησία του Χριστού, απλώς αγωνίζεται να διατηρήσει «ολόκληρο» ένα πτώμα σε φορμόλη.
Ας βγούμε λοιπόν από αντιδικίες. Ας αναγνωρίσουμε τα τωρινά και τα παρελθόντα λάθη μας εμείς οι χριστιανοί. Ατυχώς, ακόμη και σήμερα, όχι μόνο δεν έχουμε βγάλει κιχ για το πελώριο λάθος σύμπλευσης με την Χούντα αλλά, λέμε και ανόητες δικαιολογίες … «άλλα λόγια».
Ας προσπαθήσουμε με αλήθεια ζωής και ειλικρίνεια σχέσεων να στήσουμε τον Οίκο του Θεού (το Πανδοχείο του Καλού Σαμαρείτη) για τους πεζοπόρους της ζωής και να απαρτίσουμε το Λιμάνι της Βασιλείας του Θεού για τους «θαλασσοπόρους»! Ας αφήσουμε, τέλος, τον κάθε άνθρωπο να διαλέξει το λιμάνι του και ας νοιαστούμε να μη ναυαγούν μέσα στο δικό μας λιμάνι τα “πλοία” που αποφάσισαν να το επιλέξουν!
Των φρονίμων ολίγα.
ΠΗΓΗ
Γόνιμη συνάντηση θεολόγων καθηγητών
Γράφει ο Α. Ι. Καλαμάτας
Η υπαρξιακή συνάντηση με συναδέλφους θεολόγους, έχω την ταπεινή γνώμη, πως ένα καλό αποτέλεσμα μπορεί να έχει: το μοίρασμα της αγωνίας και της αγάπης που ο καθένας από εμάς έχει για το μάθημα των Θρησκευτικών. Αυτό σήμερα επετεύχθη στη σημερινή επιμορφωτική ημερίδα που οργάνωσε ο νέος Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Θεολόγων Βορείου Αιγαίου κ. Νίκος Ματθαίου, η οποία φιλοξενήθηκε στην αίθουσα διδασκαλίας των πρώην ΠΕΚ Μυτιλήνης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημερίδας, όλοι σχεδόν οι θεολόγοι του νησιού μας που παραβρέθηκαν σ’ αυτήν, κατέθεσαν τις απόψεις τους για την πορεία του Νέου Προγράμματος Σπουδών (ΝΠΣ) στα Θρησκευτικά, επισημαίνοντας ό,τι η εφαρμογή του στις σχολικές αίθουσες έχει θετικότατα αποτελέσματα, παρότι υπάρχουν ακόμη αρκετά πρακτικά προβλήματα που, κυρίως, αφορούν τη διδακτική μεθοδολογία.
Εκείνο που κυριάρχησε στη συζήτηση ήταν το γεγονός πως εμείς οι θεολόγοι καθηγητές μπορούμε να δώσουμε εκτίμηση στους μαθητές μας, μόνο όταν εξερχόμαστε από τον εαυτό μας, δίνοντας απλόχερα την αγάπη και τον έπαινό μας προς αυτούς. Μια τέτοια στάση, άλλωστε, μπορεί να τους βοηθήσει να γίνουν καλύτεροι. Και το μάθημα των Θρησκευτικών με το ΝΠΣ, όπως βέβαια, και παλαιότερα με τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (ΑΠΣ), δείχνει το δρόμο της προσωπικής συνάντησης δασκάλου και μαθητή, αφού πάντοτε ως πρότυπο έχει τον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος ήλθε και μας συνάντησε εκεί που ήμασταν εμείς, για να μας πάει εκεί που αυτός Αυτός είναι.
Όλοι σχεδόν οι συνάδελφοι που βρεθήκαμε σήμερα στην παραπάνω επιμορφωτική συνάντηση θέσαμε τον δάκτυλο μας επί τον τύπο των ήλων, προσδοκώντας να τεθεί τέλος στην παρατεταμένη διχόνοια των θεολόγων καθηγητών, διότι πιστεύουμε πως όλοι ανεξαιρέτως αγαπάμε τον Θεό και το μάθημά μας και αγωνιούμε για το μέλλον του. Κατά πως λέγει κι ο Αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης στα ερμηνευτικά του σχόλια στο Περί Αγάπης έργο του αγίου Μαξίμου Ομολογητή: «αγαπάς το Θεόν: Τουτέστιν, θέλεις να αγαπάς τον Θεόν; Ό,τι δης μια, δυό, τρεις φορές ότι σε δυσκολεύει στην πνευματική ζωή, καλό, κακό, συμφέρον, μη συμφέρον, πνευματικό, υλικό, ό,τι και αν είναι, δος του μια και πέταξέ το μακριά», [(2015). Περί Αγάπης: Ερμηνεία στον Άγιο Μάξιμο. Πρόλογος π. Νικόλαος Λουδοβίκος. Επιμέλεια κειμένου – Σχολιασμός Ιερόν Κοινόβιον Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ορμύλιας. Αθήνα: Ίνδικτος, σ. 77].
Ευχάριστο, πράγματι, γεγονός ήταν και η παρουσία της Χορωδίας Βυζαντινής Μουσικής της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Ερεσού και Πλωμαρίου, η οποία πριν αρχίζει η επιμορφωτική ημερίδα έψαλε βυζαντινούς ύμνους. Ακόμη πιο ευχάριστο ήταν το γεγονός που η ημερίδα έκλεισε με παραδοσιακή μουσική, με τραγούδια που έπαιξαν και τραγούδησαν ο Συντονιστής Θεολόγων Β. Αιγαίου κ. Νίκος Ματθαίου – αξίζει εδώ να σημειωθεί πως εκτός από θεολόγος είναι και μουσικός – και ο καθηγητής μουσικής κ. Μιχάλης Δήσσος.