Σχολεία, θεολόγοι, διοίκηση της Εκκλησίας, κατήχηση…

Του π. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΜΑΡΤΖΟΥΧΟΥ

Εισαγωγικά

Σάλαγος λοιπόν και πάλι στον γκιαούρ οντά για το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία! Κατήχηση θα είναι το μάθημα ή διδασκαλία της πολιτιστικής υποδομής του τόπου; Το κράτος ή η διοίκηση της εκκλησίας ρυθμίζει το θέμα; Συζητάμε ή μονομερώς αποφασίζουμε; Είμαστε συναποφασίζοντες ή απλώς το κράτος λαμβάνει υπ’ όψιν τις παρατηρήσεις της Εκκλησίας, που είναι η επικρατούσα θρησκεία στον τόπο;

Ας δούμε το θέμα ως παρελθόν, κι ας σκεφθούμε με ψυχραιμία το τώρα και το μέλλον.

Όλοι οι Έλληνες που έχουν περάσει από το παλαιό εξατάξιο Γυμνάσιο ή την συνέχειά του, το Γυμνάσιο και το Λύκειο, όλοι ανεξαιρέτως, ανάμεσα στις αναμνήσεις που κουβαλάμε από εκείνες τις ηλικίες ως μαθητές, οι δυσκολότερες και πλέον ιδιόρρυθμες, είναι αυτές που έχουμε από τους θεολόγους καθηγητές. Ατυχώς μόνο η μειονότητα των θεολόγων ήταν άνθρωποι, που δεν αισθανόντουσαν δύσκολα με το μάθημα τους. Που ήξεραν τι πίστευαν αυτοί πρώτα και μετά τι έλεγαν. Που είχαν τρόπο, ήθος και μέθοδο, πρόσφορη για επαγωγική και αποδοτική διδασκαλία, ώστε να δημιουργούν μια γοητευτική εικόνα χριστιανού, στις συνειδήσεις των εφήβων.

Οι θεολόγοι ήταν ουσιαστικά χωρισμένοι σε δύο συνομοταξίες. Στους στενόκαρδους και στενόμυαλους φανατικούς καλβινίζοντες, που είχαν μονίμως αγωνία να είναι ευπρεπής η ενδυμασία και να υπάρχει εκ μέρους των μαθητών ευγενική συμπεριφορά και “φυσικά” συνέπεια στις θρησκευτικές υποχρεώσεις! Και στους αδιάφορους και χαλαρούς, που εξαντλούσαν κάθε σχέση, στην απαγγελία του μαθήματος του βιβλίου, και απαιτούσαν απλώς την γνώση του μαθήματος. Οι πρώτοι ήταν δολοφονικά ανιαροί και ενοχλητικοί και είχαν όλα τα φόντα να γίνονται απεχθείς και, κατά συνέπεια, απευκταίο παράδειγμα. Οι δεύτεροι “κραύγαζαν” τον κυνισμό του αδιάφορου προσπεράσματος: Δεν τρέχει τίποτα! Και άρα, μάλλον δεν υπάρχει τίποτα…! Μια μειοψηφία ανάμεσα σ’ αυτές τις συμπληγάδες ήταν ο … ένας κούκος που δεν φέρνει την άνοιξη!

Α. Το παρελθόν

Η ανάθεση απ’ τον κατακτητή Σουλτάνο της πολιτικής ευθύνης της ύπαρξης και διοίκησης του Γκιαούρ-Μιλλέτ (του γένους των απίστων) στον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως, αποτέλεσε ιστορική σωτηρία για το γένος. Μιλάμε εμείς σήμερα για μας, και όχι όπως οι ιστορικοί για τους Αζτέκους… Συγχρόνως αυτό το γεγονός πλέον αποτελεί στο τώρα “δικαιολογημένη” αφορμή συγχύσεως των ρόλων ανάμεσα στην Πολιτεία και στην Διοίκηση της Εκκλησίας. Γίνεται αφορμή αμφισβητήσεως αμφθοτέροθεν, αναλόγως των πολιτικοφιλοσοφικών τοποθετήσεων, κάθε μονομερούς αρμοδιότητας, ανάμεσα στην ελεύθερη πλέον Πολιτεία και στην Διοίκηση της Εκκλησίας, η οποία επικαλείται… αρμοδιότητες (!) από την θυσιαστική προσφορά της κατά το παρελθόν.

Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας πλην των διοικητικών αρμοδιοτήτων (Δικαστήρια – Ανάληψη ευθύνης και εκπροσώπησης για το γένος των Ρωμαίων) η Διοίκηση της Εκκλησίας είχε και την εκπαίδευση ως αρμοδιότητα. Πάμπολλες σχολές σ’ όλα τα πλάτη της Ρωμαίικης παρουσίας (Ιάσιο – Κωνσταντινούπολη – Θεσσαλονίκη – Ιωάννινα – Άγραφα – Αθήνα – Δημητσάνα – Πάτμος – Κυδωνίες – Χίος – Αθωνιάδα – Ευαγγελική Σχολή) διακονούσαν με την συμπαράσταση των κατά τόπους Κοινοτήτων και των Μοναστηριών την μόρφωση των Ελλήνων. Ήταν αυτονόητη για όλο τον λαό η προσφυγή και η αναφορά στην Εκκλησία. Αποτελούσε συστατικό και ταυτοτικό στοιχείο. Βάση ύπαρξης και λόγο περιεχομένου.

Β. Το παρόν

Σήμερα πλέον, δόξᾳ τω Θεώ, υπάρχει συντεταγμένη ελεύθερη Πολιτεία, που πρέπει όμως να το ομολογήσουμε, από την στιγμή της ύπαρξής της, αποδέχτηκε (η Πολιτεία) η Εκκλησία να υπηρετήσει το γενικότερο εθνικό καλό και να διακονήσει πολλές φορές στην διάδοση αντιλήψεων.

Η πρώτη πανεπιστημιακή σχολή που σύστησε το αρτιγέννητο ελληνικό κράτος στο… Αθήνησι Πανεπιστήμιον, ήταν η Θεολογική Σχολή (1837)! Είμαστε στην εποχή των φώτων και τα πανεπιστήμια ήταν οι κατεξοχήν εκπομπείς φωτός! Οι άνθρωποι, εγγράμματοι και αγράμματοι, είχαν “καταπιεί” αυτήν την παγκόσμια τοποθέτηση-“καραμέλα”, όχι μόνον στο ποσοστό που ήταν σωστή και αληθής, αλλά την περίμεναν και με την λογική της πανάκειας. Ότι δηλαδή, μόλις ο άνθρωπος μορφωθεί και πάψει να είναι «ξύλο απελέκητο», τότε όλα λύνονται, γεμίζουν φως και η κοινωνία ευπλοεί, αφού οι άνθρωποι γίνονται… καλοί άνθρωποι!! Δεχόντουσαν όλοι την αφελή ρομαντική τοποθέτηση του Β. Ουγκώ: «Ανοίγοντας ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή». Τότε υπήρχαν μόνον φυλακές! Τώρα άνοιξαν και πολλά σχολεία και ατυχώς, αντί να κλείσουν οι φυλακές, απλώς σχολεία και φυλακές… συναυξάνονται!

Δεν θα κρίνουμε εδώ, αυτή την, πλέον για μας, κατάδηλη αυταπάτη, αλλά γράφουμε τούτα για να γίνει κατανοητή η προσδοκία της ελληνικής κοινωνίας, από την Θεολογική Σχολή (Μετά το 1942, τις Θεολογικές. Αφού συνεστήθη και δεύτερη ανάλογη στην Θεσσαλονίκη) που θα συνδύαζε την εκκλησιαστική διδασκαλία με την πανεπιστημιακή σοφία. Οι σχολές απαρτίσθηκαν, όσον αφορά το πρόγραμμα σπουδών, τους στόχους, και την νοοτροπία διδασκαλίας ήθους και πνευματικότητας, κατά τα πρότυπα των Ευρωπαϊκών δεδομένων και μάλιστα των Προτεσταντικών. Η παγκόσμια αυταπάτη για την γνώση, στον δικό μας ελληνικό χώρο είχε αποκτήσει και την συμπλεγματική απόφυση του «φτωχού συγγενούς», που έπρεπε να μιμηθεί και να μοιάσει στα πεφωτισμένα έθνη! Έτσι, «αμ’ έπος, αμ’ έργον».

Δάσκαλοι στα σχολεία θα διδάξουν, μαζί με την αριθμητική, την γλώσσα και την ζωολογία, και την χριστιανική πίστη. Οι εκ του παρελθόντος αυταπάτες (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) αναβίωσαν κουφωμένες, ως προς την σαφήνεια, του ποια ήταν στην πραγματικότητα η ζωή στο Βυζάντιο, αλλά όμως με θεριεμένη την αυταπάτη για τον (υποτιθέμενο) αλληλοσύνδεσμο Κράτους-Εκκλησίας ως σιαμαίων αδελφών! Έτσι λοιπόν με την απελευθέρωση το Κράτος προστατεύει την Εκκλησία και “περιφρουρεί” την πίστη, απαγορεύοντας διά νόμου την ύπαρξη άλλων πιστευμάτων ακόμη και χριστιανικών.

Με χαρά και γεμάτοι αυταπάτες οι νομικά και διοικητικά υπεύθυνοι αρχιερείς της θεσμικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αναθέτουν στο δημόσιο σχολείο την θρησκευτική διαπαιδαγώγηση και κατήχηση των ελληνοπαίδων. Στους αποφοίτους δηλαδή καθηγητές των Θεολογικών Σχολών, τους οποίους το Δημόσιο προσλαμβάνει και μισθοδοτεί. Έτσι η ανέκαθεν προβληματική κατάσταση του νηπιοβαπτισμού αποκτά θεωρητική λύση και τεχνική ρύθμιση, ώστε να φαίνεται (χωρίς να είναι…) λιγότερο παράλογη η αντιστροφή της θεολογικής τάξεως, πρώτα να κατηχούμε και φυσικά κατόπιν να βαπτίζουμε! Πλέον υπάρχει η λογικοφανής αυταπάτη, ότι κατήχηση θα γίνει ούτως ή άλλως στο σχολείο. Έτσι, βαπτίζοντάς τους όλους … μετράμε 97% Ορθοδόξους Χριστιανούς στην Ελλάδα. «Συμφέρουσες αυταπάτες».

Η Διοίκηση της Εκκλησίας φαντάζεται τον εαυτό της ως alter ego της Πολιτείας και πιστεύει ότι μπορεί να ρυθμίσει μ’ αυτό τον τρόπο, τόσο μεγάλα θέματα! Εκχωρεί τα συστατικά (ή δεν είναι συστατικά στοιχεία το πώς γίνεται κάποιος μέλος της Εκκλησίας…! Εκτός και αν φτάσαμε σε τέτοια παραφθορά ώστε να πιστεύουμε στα σοβαρά ότι… φτάνει και γίνεται, μόνον δια της διαβάσεως εκ των υδάτων της κολυμβήθρας…!!!) της αυτοσυνειδησίας και ιδιοπροσωπίας της Εκκλησίας στον… καίσαρα και δεν αντιλαμβάνεται την αιχμαλωσία στην οποία αυτοπροαιρέτως παραδίδεται, ούτε την αυτοκτονική διαδρομή που ανοίγεται μπροστά της.

Χαϊδεύει δαιμονικά την θεσμική διοίκηση της Εκκλησίας η… ισχύς και η ευπρέπεια!! Δεν θέλει να παραιτηθεί η διοίκηση από… δικαιώματα (πού τα απέκτησε; ποιος τα εκχώρησε; και πώς;). Δεν θέλει να δει τον κόσμο του σήμερα. Δεν “διαβάζει” πίσω από λόγια και ενέργειές της, την ορατή της επιθυμία, της αντιστροφής του αποστολικού «… ου γαρ κατακυριεύομεν της συνειδήσεως τινός…»! Δεν συνειδητοποιεί την αυτοαναίρεση της όταν επιμένει ότι το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να είναι κατήχηση! Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων… “διαφωνεί” και κάνει κατηχήσεις σε κατηχουμένους και βαπτισθέντες απλά… γιατί αυτή είναι η δουλειά του κάθε επισκόπου! Ο επίσκοπος είναι ο δάσκαλος των χριστιανών. Ας μη συζητήσουμε για την… διδασκαλία των επισκόπων σήμερα! Εθνικοπολιτικά θέματα, κοινωνικές παρατηρήσεις για συμπεριφορικές αλλαγές των ανθρώπων, αυταπάτη αρμοδιότητας περί πάντων καί άλλων τινών ή βαθυστόχαστες θεολογίες… θεωτικές ακατανόητες και αναιρούμενες de facto. Και γενικώς, λόγος που δεν “συγκινεί” ούτε χριστιανούς ούτε μη χριστιανούς.

Έτσι, κουτσοπορευόμενοι οι δύο θεσμικοί φορείς φτάσανε μέσα από διακυμάνσεις-κόντρες-συνεννοήσεις-αντιθέσεις-καυγάδες («να χωρίσουμε τα τσανάκια μας» απειλούσε “μεγαλώνυμος” παλαιότερος πολιτικός) στην σημερινή, αδιάφορη για το Κράτος, κατάσταση. Το Κράτος σήμερα κουβαλάει την Εκκλησία στην πλάτη του, σαν το πτώμα στην ταινία «Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα». Μια υπόθεση δηλαδή… “σκουληκιασμένη” και απεχθή. Οι σημερινοί φιλοσοφικοαδιάφοροι άνεμοι με χαρά σπρώχνουν την Εκκλησία στο κοινωνικό περιθώριο, που βαφτίζεται (το “περιθώριο”) προσωπικές απόψεις και παρουσιάζεται αυτός ο αποκλεισμός, ως ανάγκη και αίτημα πλουραλισμού και δημοκρατίας.

O tempora o mores, κραυγάζουν όσοι δεν μπορούν να διακρίνουν ότι είναι… μωροί, αφού δεν αφουγκράζονται τον λόγο του Χριστού: «… οψίας γενομένης λέγετε ευδία πυρράζει γαρ ο ουρανός και πρωί σήμερον χειμών πυρράζει γαρ στυγνάζων ο ουρανός. Υποκριταί το μεν πρόσωπον του ουρανοῦ γινώσκετε διακρίνειν, τα δε σημεία των καιρών ου δύνασθε;» (Ματθ. 16, 2-3).

Γ. Και από δω και μπρος, τι κάνουμε;

Και είμαστε στο τώρα και στο σήμερα. Οι… σιαμαίοι έχουν χωρίσει de facto και ο ένας (η διοίκηση της Eκκλησίας) διαμαρτύρεται παριστάνοντας τον… «ανήξερο έκπληκτο» για τον χωρισμό επικαλούμενος τα πάλαι ποτέ de jure “δικαιώματα”!

Συγχρόνως η Διοίκηση της Εκκλησίας δεν θέλει να δει κατάματα τα θέματα κι αντί να προκαλέσει μια συμφωνία σχέσεων με το κράτος (concordato) που το καλύτερο θα είναι και να επικαιροποιείται στο πρώτο έτος κάθε δεκαετίας, «κρύβεται» πίσω απ’ την προ τεσσαρακονταετίας Συνταγματική πρόβλεψη – «προστασία», της νόμω επικρατούσης θρησκείας, μη θέλοντας να δει το πόσο αυτοαναιρετικό είναι κάτι τέτοιο, για το μυστήριο της Εκκλησίας, το οποίο έχει ανατρέψει στο Κολοσσαίο και στις Κατακόμβες την ανθρώπινη λογική της ισχύος και του κύρους.

Χωρίς να θέλει να σκεφτεί ότι αυτό που πρέπει να κομίζει σαν μήνυμα σ’ αυτόν τον χαοτικό κόσμο είναι, όχι η διεκδίκηση και τα δικαιώματα, αλλά η θυσία, και η “εμπράγματος” διδασκαλία, ότι δεν νικούν οι λύκοι, αλλά τα πρόβατα του Χριστού, που στέλνονται ανάμεσα στους λύκους και τους αλλάζουν! Ότι «η Βασιλεία των ουρανών βρίσκεται στο μέσο των εχθρών σας. Και όποιος δεν το αντέχει αυτό, δεν επιθυμεί να ανήκει στη Βασιλεία του Χριστού. Θέλει να είναι μεταξύ φίλων, να κάθεται μες στα τριαντάφυλλα και τους κρίνει, όχι μαζί με τους κακούς, αλά μαζί με τους αφιερωμένους στον Θεό. Αν ο Χριστός είχε κάνει κάτι τέτοιο (που θέλετε σεις τώρα) ποιός θα είχε σωθεί»; Ότι, αν έχει πρόταση ζωής η Εκκλησία για τον κόσμο, αυτή η πρόταση είναι ακριβώς, το ότι αποτελεί Μυστήριο αλλαγής των ανθρώπων, από προηγμένα θηλαστικά σε πρόσωπα. Ότι «ο Θεός δεν είναι Θεός συναισθηματικών συγκινησιακών καταστάσεων αλλά Θεός Αλήθειας. Εκείνη η κοινωνία των πιστών που επιμένει να διατηρεί τις ψευδαισθήσεις της αντί να τις γκρεμίζει, την ίδια ακριβώς στιγμή χάνει πέρα για πέρα την υπόσχεση του Θού για μιά κοινωνία πιστών» (DBonhoeffer).

«Ποιο καλύτερο λιμάνι απ’ το λιμάνι της Εκκλησίας; Στην Εκκλησία δεν επικρατεί η βιολογική αναγκαιότητα, αλλά τιμάται υπερβολικά η ελευθερία της επιλογής. Η Εκκλησία παίρνει κάποιον που είναι “λύκος” και τον μεταμορφώνει σε “πρόβατο” όχι αλλοιώνοντας την φύση του, αλλά αλλάζοντας την προαίρεσή του. Γι’ αυτό δεν σφάλλει όποιος λέει ότι η Εκκλησία είναι πολύ καλύτερη απ’ την κιβωτό του Νώε. Η κιβωτός υποδεχόταν ζώα και διατηρούσε τα ζώα. Η Εκκλησία παραλαμβάνει… ζώα και τα μεταβάλλει. Δηλαδή, τότε εκεί (στην κιβωτό) μπήκε ένα γεράκι και βγήκε γεράκι, μπήκε λύκος και βγήκε λύκος. Στην Εκκλησία μπήκε γεράκι και βγαίνει περιστέρι, μπήκε λύκος και βγαίνει πρόβατο, μπαίνει φίδι και βγαίνει αρνί όχι επειδή άλλαξε η φύση, αλλά επειδή απορρίφθηκε η κακία» (Aγ. Ιω. Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας, λόγος η’).

Δ. Λοιπόν, τι πρόταση έχουμε;

Ότι, δεν γίνεται να αναθέσει η Εκκλησία την κατήχηση στον… Καίσαρα! Ότι, είναι αφύσικο και ανώμαλο κάτι τέτοιο! Ότι, είναι αυτοκτονικό. Επιτέλους, θα πρέπει να σκεφτούμε ότι τα θρησκευτικά διδάσκονται στο σχολείο με τη μορφή κατήχησης επί πολλές δεκαετίες και όμως, οι απόφοιτοι πολύ λίγο μπορούν να ισχυριστούν ότι είναι χριστιανοί. Εκτός και αν κάτι τέτοιο (να είσαι χριστιανός) θεωρείται αυτονόητη προϋπόθεση του Έλληνα! Σήμερα όμως πλέον και αυτό… στασιάζεται!

Αν η Εκκλησία έχει προβλήματα με την κατήχηση των μελών της θα πρέπει θα πρέπει να τα λύσει μόνη της και στο εσωτερικό της. Το κύριο και καίριο πρόβλημα της Εκκλησίας είναι ο απαρτισμός της Κοινότητας – Ενορίας κατά τόπους. Χωρίς σαφήνεια για το πώς, από ποιους και με τι προϋποθέσεις απαρτίζεται κάθε κοινότητα, χωρίς προσδιορισμό όρων και ορίων και δικαιωμάτων, οι ενορίες δεν θα γίνουν ποτέ εκφράσεις του Σώματος του Χριστού, αλλά… τεκέδες (συγχωρήστε μου την έκφραση) ικανοποίησης θρησκευτικών αναγκών. Χώροι εκτόνωσης φοβιών, αγωνιών, θρησκοληψιών… τελικώς ειδωλολατρικά τεμένη.

Αντί λοιπόν να αντιδικούμε με το κράτος ας το αφήσουμε στην πορεία μόρφωσης των πολιτών του με γενικές γνώσεις (ανάμεσα στις οποίες είναι και οι θρησκευτικές) και ας ανασκουμπωθούμε να αποσαφηνίσουμε και να θεραπεύσουμε τις δικές μας εσωτερικές εκκρεμότητες και πληγές.

Η κατήχηση γίνεται πρώτα με την ποιότητα του τρόπου ζωής των Χριστιανών και μετά με τα λόγια. Πρώτα με το ήθος και μετά με τα κηρύγματα. Πρώτα με το περιεχόμενο της ζωής και μετά με διακηρύξεις. Πρώτα με τη θυσία μας και μετά με προτροπές προς άλλους… Άλλωστε, από την εποχή του Χριστού οι άνθρωποι έχουν στα χείλη τη διάγνωση-αντίρρηση: Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν!

Αν η αγωνία και η έκφραση της Εκκλησίας σήμερα είναι να έχει κύρος, ισχύ, αξιοπρέπεια, επιβολή, δύναμη, εξουσία… τότε «αυτή η Εκκλησία» δεν έχει καμμία σχέση με την Εκκλησία του Χριστού, απλώς αγωνίζεται να διατηρήσει «ολόκληρο» ένα πτώμα σε φορμόλη.

Ας βγούμε λοιπόν από αντιδικίες. Ας αναγνωρίσουμε τα τωρινά και τα παρελθόντα λάθη μας εμείς οι χριστιανοί. Ατυχώς, ακόμη και σήμερα, όχι μόνο δεν έχουμε βγάλει κιχ για το πελώριο λάθος σύμπλευσης με την Χούντα αλλά, λέμε και ανόητες δικαιολογίες … «άλλα λόγια».

Ας προσπαθήσουμε με αλήθεια ζωής και ειλικρίνεια σχέσεων να στήσουμε τον Οίκο του Θεού (το Πανδοχείο του Καλού Σαμαρείτη) για τους πεζοπόρους της ζωής και να απαρτίσουμε το Λιμάνι της Βασιλείας του Θεού για τους «θαλασσοπόρους»! Ας αφήσουμε, τέλος, τον κάθε άνθρωπο να διαλέξει το λιμάνι του και ας νοιαστούμε να μη ναυαγούν μέσα στο δικό μας λιμάνι τα “πλοία” που αποφάσισαν να το επιλέξουν!

Των φρονίμων ολίγα.

ΠΗΓΗ

Ενοριακό