Αρχείο ετικέτας Εκκλησία της Ελλάδος

Ο κορωνοϊός ξετινάζει τα κηρύγματα

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Πρέπει να είναι ψυχοφθόρος μαζοχισμός να είσαι αρχιτέκτονας με συνείδηση εργολάβου οικοδομών, γιατρός με συνείδηση κομψού χρηματολάγνου, δάσκαλος αργυρώνητος με καλοστημένα «ιδιαίτερα», πολιτικός υποταγμένος στον υπόκοσμο του άνομου πλούτου και του δημοσιογραφικού αμοραλισμού. Και η δυστυχέστερη από όλες τις άλλες περίπτωση: να είσαι επίσκοπος με συνείδηση κορυφαίου στην υπαλληλία εξυπηρέτησης των «θρησκευτικών αναγκών του λαού».

Να το ξαναπούμε, κι ας είναι χιλιοειπωμένο ή σκόπιμα στρεβλωμένο: Η Εκκλησία βρίσκεται στους αντίποδες της θρησκείας, πρόκειται για αλληλοαναιρούμενες έννοιες. Η θρησκεία είναι ατομοκεντρικό γεγονός, θωρακίζει το εγώ με μεταφυσικές πεποιθήσεις, ναρκισσιστική πειθαρχία σε νομικές διατάξεις, παρέχει ψυχολογική ευεξία προσδοκίας ότι το εγώ θα επιβιώσει σε ατέρμονα γραμμικό χρόνο. Η Εκκλησία είναι αυτό που δηλώνει καταγωγικά η ελληνική της ονομασία: Μια κλήση-σε-σχέση (εκ-καλώ) αγαπητικής ελευθερίας. Όχι να υπάρχεις και επιπλέον να αγαπάς, αλλά να υπάρχεις επειδή αγαπάς, ελεύθερος από τις αναγκαιότητες της ιδιοτέλειας.

Να υπάρχεις με τον τρόπο της Τριαδικής Αιτιώδους Αρχής τού υπάρχειν, η οποία «αγάπη εστί». Τα ονόματα «Πατήρ», «Υιός», «Παράκλητος» δηλώνουν την ύπαρξη ως σχέση, ως ελευθερία αγάπης.

Για την «εκκλησία των πολιτών» στην Αρχαία Ελλάδα «κριτήριον αληθείας», δηλαδή αθανασίας της ύπαρξης, ήταν ο «τρόπος της του παντός διοικήσεως» (Ηράκλειτος): η λογική αρμονία των σχέσεων, η συμπαντική ευταξία και κοσμιότητα. Για τους Χριστιανούς είναι η ελευθερία της αγάπης, το άθλημα αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς.

Η αναζήτηση να πραγματωθεί ο «κατ’ αλήθειαν» τρόπος ύπαρξης και συνύπαρξης γέννησε τον πολιτισμό της Αρχαίας Ελλάδας: την πόλιν και τους θεσμούς της, το θάμβος της αρχιτεκτονικής, την τραγωδία, το «άγαλμα» στη γλυπτική. Η ίδια αναζήτηση αλήθειας των χριστιανών Ελλήνων γέννησε τον πολιτισμό της κοινότητας – ενορίας, την αρχιτεκτονική των «κεκλιμένων ουρανών» (θόλων-ημιθολίων-τόξων), τη συνέχιση της τραγωδίας στην ευχαριστιακή δραματουργία και του αρχαιοελληνικού άσματος στο «βυζαντινό» μέλος.

Για λόγους ιστορικά ευκρινείς και με καταλύτη την κοσμογονική αλλαγή στην πληθυσμική σύνθεση των ευρωπαϊκών περιοχών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από τον 4ο έως και τον 6ο μ.Χ. αιώνα, ανακόπηκε και εξαρθρώθηκε η συναρμογή του ελληνικού και του χριστιανικού «παραδείγματος». Οι βαρβαρικοί εισβολείς «εκχριστιανίστηκαν», δηλαδή προσάρμοσαν το εκκλησιαστικό γεγονός στις δικές τους απαιτήσεις για «θρησκεία». Ο θρησκειοποιημένος Χριστιανισμός στη Δύση έδωσε, στον μεσαίωνα, θαυμαστά δείγματα Τέχνης – τεχνικής με θρησκευτική έμπνευση και μαστορική επιδεξιότητα, αλλά η καισαρική διαφορά της Εκκλησίας από τη θρησκεία είχε πια χαθεί.

Ο Ελληνισμός, όταν, ύστερα από τέσσερις αιώνες τουρκοκρατίας, κατόρθωσε να ελευθερώσει ένα ελάχιστο τμήμα από τις κοιτίδες του πολιτισμού του, επιβίωσε για δώδεκα μόλις χρόνια με μια ανεξαρτησία δραματικά εμφυλιοπολεμική. Η αποτυχία λειτούργησε ταχύτατα ως πρόσχημα, για να καταστεί το κρατίδιο με τον Όθωνα, τοπικό προτεκτοράτο των δυτικοευρωπαϊκών Δυνάμεων, με τους θεσμούς και τις λειτουργίες του παθητικές απομιμήσεις του ευρωπαϊκού πρωτοτύπου. Κατεπειγόντως η Εκκλησία αυτοανακηρύχθηκε «αυτοκέφαλη» σε ρόλο κρατικής θρησκείας, μετασχηματίστηκε σε χρηστικό κρατικό θεσμό, με απόλυτη προτεραιότητα την ηθικιστική ωφελιμοθηρία, το νοησιαρχικό προπαγανδιστικό κήρυγμα.

Έτσι διολισθήσαμε στη θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος, στη ριζική αλλοτρίωσή του. Χάθηκε η συνείδηση μετοχής σε σώμα: ενορίας – κοινότητας. Η πίστη έπαψε να σημαίνει εμπιστοσύνη, σημαίνει ατομικές «πεποιθήσεις» ή (το ευκολότερο) υποταγή στις ντιρεχτίβες μιας «αυθεντίας». Η αρετή είναι ατομικό κατόρθωμα (οπωσδήποτε χρηστικό) και η αλήθεια μια εξουσιαστικά εγγυημένη γνώση. Σήμερα πια, στο ελλαδικό κρατίδιο, η Εκκλησία, μαζί με το ΚΚΕ, είναι οι δυο πανομοιότυποι θεσμοί με την ίδια εμπιστοσύνη στην ιδεολογική πειθαρχία και απόλυτη προτεραιότητα της διάνοιας και της χρηστικής ωφελιμότητας των δογμάτων.

Στην Ελλάδα σήμερα οι επίσκοποι στο σύνολό τους (οι εξαιρέσεις σπάνιες) δείχνουν να καταλαβαίνουν το λειτούργημά τους ως αξίωμα πρωτοκλασάτου προπαγανδιστή – συγγενεύουν περισσότερο με τη λογική των opinion makers και των υπερασπιστών ενός ιδεολογικού «αλαθήτου». Αντιλαμβάνονται την «πατρότητα» που ευαγγελίζεται η Εκκλησία, σαν στοργικό «ύφος», στην κηρυγματική τους φλυαρία, την αφ’ υψηλού παροχή συμβουλών συμπεριφοράς.

Ο μανιώδης πληθωρισμός του κηρύγματος είναι η εξόφθαλμη βεβαίωση του εκπροτεσταντισμού της Εκκλησίας στην Ελλάδα. Κήρυγμα-κήρυγμα-κήρυγμα, καταιγισμός ωφελιμολογίας – όλα αρχίζουν και τελειώνουν στην κατα-νόηση και στο συναίσθημα, ακριβώς όπως και στο ΚΚΕ. Δεν αρκεί η προφορική κενολογία, υπάρχει και η έντυπη (εκατοντάδες χιλιάδες κηρυγματικά φυλλάδια η «Φωνή Κυρίου», κάθε Κυριακή), μαζί και το περιοδικό που απαραίτητα κάθε Μητρόπολη εκδίδει – εκεί τα ιδεολογικά «ψυχωφέλιμα» μοιράζονται τις σελίδες με αναρίθμητες επιδεικτικές φωτογραφικές απαθανατίσεις του τοπικού επισκόπου.

Δυστυχισμένοι άνθρωποι, χωρίς έστω και τη μικροαστική σοβαρότητα. Ποιος κορωνοϊός θα μπορέσει ποτέ να συγκλονίσει την «ηγετική» τους υπεροψία και να τους υποψιάσει για το χάρισμα της πατρότητας;

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

“Θα πρότεινα στον Μακαριώτατο κατά την αυριανή σύνοδο να προτείνει δραστικά μέτρα με βάση την ηθική του Ευαγγελίου”

Του ΠΕΤΡΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ· Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
Διερωτώνται πολλοί φίλοι μου, καλόπιστα οι περισσότεροι, γιατί τόση εμμονή στην ανάγκη για λειτουργική αναγέννηση, και μάλιστα σε περίοδο σοβαρότατης ενδημικής κρίσεως. Πρώτα-πρώτα, γιατί η παρούσα ιώδης πανδημία αγγίζει την πεμπτουσία της Ορθόδοξης χριστιανικής ταυτότητας, την Θεία Ευχαριστία. 
Σε περιόδους, άλλωστε, κρίσεως – όπως π.χ. κατά την μετά το Μεγάλο Σχίσμα – διατήρησε την αυθεντική κατανόηση του μυστηρίου par excellence της Εκκλησίας μας, αρνούμενη να δεχτεί μια μαγική (σακραμενταλιστική) θεώρησή της κατά τις αρχές του μεσαίωνα. Δεν έχει κανείς παρά να συγκρίνει την επιμονή της Ανατολής στο ζήτημα της λειτουργικής “επικλήσεως” στην επίκληση του Αγίου Πνεύματος και όχι στην εκφορά – κατά μαγικό δηλαδή τρόπο – των κυριακών λόγων καθιερώσεως του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας (Λάβετε φάγετε, κ.λπ). Είναι χαρακτηριστική, άλλωστε, και η ενασχόληση με την βαθύτερη σημασία της Θείας Λειτουργίας του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, με τη γνωστή σε όλους διατύπωση: “Η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις (δηλαδή την Ευχαριστία) σημαίνεται”. Και μάλιστα σε εποχή που η αντιπαράθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσεως περιστρεφόταν σε άλλα εξ ίσου σημαντικά ζητήματα (κτιστό-άκτιστο, ουσία-ενέργειες του Θεού κ.λπ). 
Δυστυχώς, στη συνέχεια λόγων των συνθηκών υποδούλωσης, και επομένως και θεολογικής υστέρησης, διολίσθησε και αυτή σε μαγικές θεωρήσεις. Στην νεώτερη, όμως περίοδο η θεολογική ανάκαμψη της Ορθόδοξης θεολογίας (Φλορόφσκυ, Σμέμαν, Μάγεντορφ, Ζηζιούλας κλπ) επανέφερε στο προσκήνιο την αυθεντική κατανόηση της Θ. Ευχαριστίας, το βιβλικό και αρχέγονο χριστιανικό υπόβαθρο της οποίας επιχείρησα κατά την ακαδημαϊκή μου σταδιοδρομία να αναδείξω. Γι’ αυτό και όταν ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Χριστόδουλος με παρακάλεσε να εκπροσωπήσω την Εκκλησία της Ελλάδος στο ιεραποστολικό τμήμα του ΠΣΕ, του αντέτεινα και την δημιουργία φορέα λειτουργικής αναγέννησης, που όχι μόνο αποδέχτηκε, αλλά και ως από παλιά υπέρμαχός της δημιούργησε Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως. 
Θεωρώ, ως εκ τούτου, ιδανική τη συγκυρία – σε περίοδο μάλιστα που κινδυνεύει να διασυρθεί η Εκκλησία ως άκρως οπισθοδρομική και θέτουσα σε δεύτερη μοίρα την ηθική της ευθύνη έναντι του κοινωνικού συνόλου, να προχωρήσει σε ρυθμίσεις που βασίζονται στην αυθεντική – και όχι τη ιστορικά καθιερωμένη, κατά κύριο λόγο την δεύτερη χιλιετία – παράδοση της. 
Παρουσίασα συνοπτικά, μόλις ενέσκηψε και στη χώρα μας η κοροναϊκή κρίση, την ουσία και τον χαρακτήρα της Ορθόδοξης ευχαριστιακής λειτουργίας. Άρχισε ως κοινό δείπνο πρόληψης και αναλαμπής των εσχάτων, της εσχατολογικής τραπέζης, δηλαδή ενός κόσμου διαφορετικού του συμβατικού, ενός κόσμου κοινωνίας, δικαιοσύνης, ειρήνης και θυσιαστικής προσφοράς και αλληλεγγύης. Οι πρώτοι χριστιανοί, ακολουθώντας την ανάμνηση του ιδρυτή τους, περιέφεραν το κοινό ποτήριο ως ένδειξη αδελφικής “κοινωνίας” (όρος που παρέμεινε μέχρι σήμερα, δυστυχώς τις περισσότερες φορές χωρίς τις ηθικές και οντολογικές του προεκτάσεις): “τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εστιν…”
Αν χάσουμε την ουσία και διατηρήσουμε τους τύπους είμαστε ασυνεπείς προς την πίστη μας. Γι’ αυτό και θα πρότεινα στον Μακαριώτατο κατά την αυριανή σύνοδο (με ή χωρίς συνάντηση με τον Πρωθυπουργό της χώρας) να προτείνει δραστικά μέτρα με βάση την ηθική του ευαγγελίου του Χριστού (ουχ ως οι Γραμματείς και Φαρισαίοι της εποχής του). 
Αυτή είναι το βασικό ΔΟΓΜΑ της Εκκλησίας, όπως πολύ επίκαιρα για την σημερινή συγκυρία διακήρυττε απευθυνόμενος προς τον διώκτη των χριστιανών Ρωμαίο αυτοκράτορα ο πρώτος απολογητής της Εκκλησίας Αριστείδης ο Αθηναίος: “ταύτα, ω Βασιλεύ, τα δόγματα αυτών εστιν”, αναφερόμενος όχι σε θεολογικές διατυπώσεις αλλά στην ηθική και κοινωνική τους συμπεριφορά. 
Αυτήν την υπενθύμιση ακολούθησα κι εγώ σήμερα, και με πόνο ψυχής για πρώτη σχεδόν φορά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου δεν μετείχα στην ευχαριστιακή σύναξη της ενορίας μου, και για πρώτη φορά μετά την ολοκλήρωση των πανεπιστημιακών μου σπουδών δεν μετείχα στην ευχαριστιακή τράπεζα της Βασιλείας, παρότι υπέρμαχος της Καθολικής συμμετοχής στο μυστήριο της “ζωής”. Πιστεύω ακράδαντα πως η ηθική ευθύνη έναντι των συνανθρώπων μας προηγείται της προσωπικής θρησκευτικής υποχρέωσης.
ΠΗΓΗ

Ο κορονοϊός και η κοινωνία της ασφάλειας

Του ΜΑΝΩΛΗ Γ. ΒΑΡΔΗ

Είναι σχεδόν μάταιο να προσπαθήσει να πείσει ή να επιχειρηματολογήσει κανείς με ανθρώπους φοβισμένους, στα όρια της υστερίας σε κάθε στιγμή κινδύνου, για την θεολογική σημασία της Θείας Κοινωνίας. Το να προσέρχεται ο πιστός στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι, πέρα από κάθε θεολογική ανάλυση, κοινωνικό γεγονός σωτηρίας: αυτό σημαίνει ότι ο λαός του Θεού καλείται να συμμετέχει, προσφέροντας την φθαρτότητά του στη θέωση της φύσης εν Πνεύματι Αγίω. Οπότε το ζήτημα είναι εάν έχουμε πλέον στην χώρα μας «λαό του Θεού».

Αν προσέξει κανείς τις αντιδράσεις για την Θεία Κοινωνία ως του τρόπου μετάδοσης του κορονοϊού, εύκολα θα διαπιστώσει ότι αυτές προέρχονται από τις γνωστές ομάδες των «φωτισμένων» οπαδών της «αυτονομίας» του ατόμου και των πολλαπλών δικαιωμάτων του. Στις αντιδράσεις τους χρησιμοποιούν ως αυτονόητα επιχειρήματα την κατ’ αυτούς κοινή λογική, πάντα επιστημονική (!), της μετάδοσης του επικίνδυνου ιού μέσω της Μετάληψης. Από την πλευρά τους είναι λογική αυτή η επιχειρηματολογία, διότι για αυτούς ο άρτος και ο οίνος είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ένα τελετουργικό, που δεν έχει να κάνει με καμία μυστηριακή μεταβολή σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Το πολύ πολύ, φθάνουν μέχρι το σημείο να σέβονται απλά το τελετουργικό αυτό, φροντίζοντας βέβαια να το περιχαρακώνουν στα όρια του «δικαιωματισμού» επιμέρους ομάδων πολιτών, που είναι ελεύθεροι να πιστεύουν ό,τι θέλουν, αλλά δεν μπορούν να θέτουν σε κίνδυνο την υγεία του κοινωνικού συνόλου. Είναι, τελικά, η αντίληψη μίας κοινωνίας που δεν υπάρχει ως ενιαία οντότητα, αλλά είναι επιμερισμένη σε πολλές ομάδες και για αυτό καλούνται αυτές οι «κοινωνικές μερίδες» να σέβονται τα όρια της δράσης τους.

Στην ουσία πρόκειται για μία ακόμη εκδοχή ενός ακήρυχτου ιδεολογικού πολέμου ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικές περί κοινωνίας αντιλήψεις. Από τη μία είναι η πίστη σε μία κοινωνία που υπάρχει ενιαία, με τις αξίες και τα πιστεύω της, και από την άλλη η αντίληψη ότι κάτι τέτοιο ενιαίο ή δεν υπάρχει ή είναι καταπιεστικό και, μερικές φορές, «φασιστικό». Η μία πλευρά του ιδεολογικού πολέμου χρεώνεται με την αφέλεια να πιστεύει ότι η κοινωνία του 2020 είναι ίδια με την κοινωνία των προηγούμενων δεκαετιών, η άλλη όμως πλευρά χρεώνεται με μία βαθύτατη υποκρισία: στο όνομα του «κοινού καλού» και της υγείας των πολιτών, με την επίκληση δηλαδή υπερατομικών, συλλογικών αξιών που ούτως ή άλλως δεν πιστεύουν στην πραγματικότητα, παραθεωρούν (δεν τους νοιάζουν) φαινόμενα κοινωνικής και εργασιακής αυθαιρεσίας, που τελικά είναι δυνατόν να προκαλούν πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα στη διάδοση του ιού. Εστιάζουν στην Θεία Κοινωνία, διότι εκεί είναι ο ιδεολογικός τους εχθρός, και όχι η όποια επιχείρηση, εταιρεία, εκδήλωση, εκδρομή, διασκέδαση που μπορεί να αποτελέσει το πλαίσιο της διάδοσης αυτού του κινδύνου. Μάλιστα, αστειεύονται με χώρες και καθεστώτα που είτε δεν αναφέρουν κανένα κρούσμα είτε εφαρμόζουν απάνθρωπες μεθόδους καραντίνας (Β. Κορέα, Κίνα), ουσιαστικά αποφεύγοντας να αντιμετωπίσουν στη δική τους ζωή αυτή την ζοφερή πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα του κορονοϊού είναι οι Εκκλησίες και όχι, ενδεχομένως, οι διασυνοριακές μετακινήσεις, η απόκρυψη στοιχείων, τα ελλιπή μέτρα σε νοσοκομεία και άλλους χώρους, και ό,τι άλλο.

Είναι άνθρωποι που δεν μπορούν να φανταστούν πόσο μεγάλη είναι η κοινωνική και αξιακή παρακμή που παράγουν σε όλα τα επίπεδα. Θυμίζουν τις εκστρατείες για τα πλαστικά και τα καλαμάκια στις ακτές, όταν ολόκληρες βιομηχανίες και λύματα μολύνουν σε απίστευτο βαθμό τις θάλασσες. Η κοινωνική τους ευαισθησία είναι αντιστρόφως ανάλογη της αξίας του μοντέλου ζωής που προβάλλουν. Η κοινωνία της ασφάλειας που επιθυμούν είναι η ψευδαίσθηση που τους επιτρέπει να επιβιώνουν σε κοινωνίες αποσαθρωμένες και ετοιμόρροπες. Για αυτό και ο ενστικτώδης πανικός στην οποιαδήποτε απειλή της υλικής τους υπόστασης, διότι γνωρίζουν κατά βάθος ότι δεν έχουν κάτι για να την υπερβούν, για να κάνουν το άλμα στην άλλη πλευρά της συνείδησης.

Στην περίοδο των εχθρικών περικυκλώσεων και των τρομακτικών λοιμωδών ασθενειών στο Βυζάντιο, ο λαός συγκεντρωνόταν και προσευχόταν στις Εκκλησίες. Δεν γνωρίζω αν έτσι γίνονταν περισσότερο ευάλωτοι στον κίνδυνο, άλλωστε δεν υπήρχαν τότε οι επιστημονικές αναλύσεις της εποχής μας, όμως ως κοινωνίες εν κινδύνω έδειχναν τον τρόπο υπέρβασης της φθαρτότητας και, τελικά, της προσωπικής ασημαντότητας. Άνθρωποι της εποχής μας μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή ή της τηλεόρασης δίνουν «μάχες» εκ του ασφαλούς, μάχες γεμάτες δηλητήριο εχθρότητας προς κάθε αληθινή και γνήσια κοινωνία ζωής και πίστης.

ΠΗΓΗ
http://Αντίφωνο

Oι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επταετίας (1967-1974)

Διάλεξη του Δρος Εκκλησιαστικής Ιστορίας Χάρη  Ανδρεόπουλου στο Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών 

Στο θέμα των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας κατά την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974 αναφέρθηκε ο Δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Θεολόγων Στερεάς Ελλάδος Χάρης Ανδρεόπουλος, σε διδασκαλία – διάλεξή του στους τελειοφοίτους φοιτητές του Τμήματος Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του υποχρεωτικού μαθήματος (Ζ΄ εξαμήνου) της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ελλάδος. 

Ο κ. Ανδρεόπουλος έχει ασχοληθεί με την περίοδο της Επταετίας στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής και είναι συγγραφέας του βιβλίου “Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση” (εκδ. Επίκεντρο, με Πρόλογο του Καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Αθηνών κ. Ιωαν. Μ. Κονιδάρη) το οποίο έχει από διετίας συγκαταλεχθεί στην κατηγορία των επιστημονικών συγγραμμάτων (υπηρεσία διαχείρισης συγγραμμάτων “ΕΥΔΟΞΟΣ” ) ως εγχειρίδιο διδασκαλίας σε ΑΕΙ (στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών / Τμήμα Ιερατικών Σπουδών, ανάμεσα στα επιλεγόμενα συγγράμματα για το μάθημα του 6ου – εαρινού – εξαμήνου «Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος»). Πραγματοποίησε τη δίωρη διδασκαλία του στο Τμήμα Θεολογίας του ΕΚΠΑ μετά από πρόσκληση της διδάσκουσας το μάθημα, επίκουρης καθηγήτριας του Ιστορικού τομέα του Τμήματος κ. Δέσποινας Μιχάλαγα, παρουσιάζοντας τις ποικίλες διαστάσεις και προεκτάσεις που είχε η προβληματική αυτή σχέση στη διοίκηση και στη ζωή της ελλαδικής Εκκλησίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της Επταετίας (1967-1974) και σε αμφότερες τις φάσεις της, ήτοι τόσο επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Κοτσώνη (Μάιος 1967 – Δεκέμβριος 1973), όσο και επί αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ Τίκα (Ιανουάριος 1974 – Ιούλιος 1974, κ.ε.). 

Ο κ. Ανδρεόπουλος ανέλυσε ζητήματα της εν λόγω περιόδου που αφορούσαν την νομοκανονική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας και τον βαθύ τραυματισμό της (σήμερα κατοχυρωμένης) αυτοδιοικήσεώς της ο οποίος εκδηλώθηκε με σωρεία απροκαλύπτων παρεμβάσεων της δικτατορίας στα εσωτερικά της, παρεμβάσεων που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της εκκλησιαστικής διοικήσεως προκειμένου να υπηρετηθούν ιδεολογικές σκοπιμότητες του καθεστώτος. Ως ιδιαίτερης σημασίας ζητήματα αναλύθηκαν στους φοιτητές τα θέματα αφ΄ ενός μεν της διαταραχθείσας κατά το διάστημα της πρώτης φάσης της δικτατορίας (1967 – 1973) νομοκανονικής σχέσεως της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφ΄ ετέρου δε των δώδεκα (12) εκπτώτων – “ιερωνυμικών” λεγομένων – Μητροπολιτών που δημιουργήθηκε στη δεύτερη φάση της δικτατορίας (Ιούνιος – Ιούλιος 1974) και το οποίο – ως απότοκο της Επταετίας πρόβλημα – ταλαιπώρησε τη ζωή της Εκκλησίας μέχρι και τα πρόσφατα χρόνια (1990 – 1996). Επίσης, ο κ. Ανδρεόπουλος αναφέρθηκε και ανέλυσε τις πολιτικές με τις οποίες στα πρώτα κρίσιμα χρόνια της μεταπολιτεύσεως, επί πρωθυπουργίας Κων/νου Καραμανλή (1974 – 1980), αντιμετωπίσθηκε και εξομαλύνθηκε η κρίση στην Εκκλησία, αλλά και θεμελιώθηκε ο εκδημοκρατισμός της με σειρά συνταγματικών διατάξεων και νομοθετημάτων που ρύθμισαν θετικά τόσο την εσωτερική της λειτουργία, όσο και τις σχέσεις της με την Πολιτεία. 

Τέλος, απάντησε σε ερωτήματα και τοποθετήθηκε σε προβληματισμούς που κατέθεσαν οι φοιτητές γύρω από το θέμα τόσο της περιόδου της Επταετίας, όσο και ευρύτερα των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας.

ΠΗΓΗ

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ

«Βδέλυγμα σε τόπο άγιο»

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η  επιφυλλίδα επιτρέπεται να αιθεροβατεί – είναι φιλολογικό είδος, δεν πειθαρχεί στις απαιτήσεις επικαιρότητας της ειδησεογραφίας.

Στην οργάνωση και στη λειτουργία του ελλαδικού κράτους, ποια δεδομένα δεν είναι ελληνικά, δεν τα γέννησε η σοφία της ανάγκης, η εμπειρική παράδοση του Ελληνισμού; Είναι πολλά, ας ξεχωρίσουμε τρία: Ο διακοσμητικός ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δηλαδή το συγκεντρωτικό κράτος. Επίσης, η προτεραιότητα δάνειων ιδεολογημάτων (όχι της επιχώριας ανάγκης) στην άσκηση της πολιτικής. Και η αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού κοινωνικού θησαυρίσματος σε «επικρατούσα θρησκεία».

Η θρησκεία συνήθως είναι θεσμοποιημένη αγοραπωλησία: κάποιοι πουλάνε, κάποιοι αγοράζουν. Πωλούνται χρηστικά ωφελιμοθηρικά προτάγματα, αγοράζονται παρηγορητικές ψευδαισθήσεις. Το κράτος κατοχυρώνει τη συναλλαγή, διότι του εξασφαλίζει λιγότερο φόρτο δουλειάς για την αστυνομία και τα δικαστήρια. Αλλοτριώνει θεσμικά σε θρησκεία (σε ατομοκεντρικό νομικισμό και ηθικοπλαστική προπαγάνδα, δηλαδή σε «κήρυγμα») την ανατροπή της θρησκείας, που είναι ο εκκλησιαστικός γιορτασμός της ζωής. Παραβλέπει το κράτος ότι μπροστάρηδες στη Γιορτή της Εκκλησίας είναι ο ληστής, η πόρνη, ο άσωτος. Στη θέση της τολμηρής απελευθερωτικής ανατροπής, το κράτος αντιτάσσει ένστολους υπαλλήλους της δημόσιας τάξης και του καθωσπρεπισμού.

Οι θρησκευτικοί υπάλληλοι του κράτους διαβαθμίζονται – οι υψηλόβαθμοι είναι ογδόντα δύο (82) «μητροπολίτες». Πώς επιλέγονται; Πρέπει να είναι άγαμοι (όχι έμπειροι μοναστικής άσκησης, απλώς απάντρευτοι). Να έχουν και πτυχίο «πανεπιστημιακής» Θεολογικής Σχολής. Με ποια διαδικασία εκλέγονται; Μόνο με παρασκήνιο – η ψηφοφορία είναι μυστική, οι εκλέκτορες δεν αιτιολογούν την ψήφο τους. Πρόκειται για το απόλυτο της αυθαιρεσίας.

Η μετάβαση από τη βαθμίδα του «πρεσβυτέρου» (ιερέα) στη βαθμίδα του μητροπολίτη επισκόπου συνιστά υπαρκτική μετάλλαξη, κυριολεκτική – από σερνάμενη κάμπια σε χρυσοστολισμένη πεταλούδα. Το ασήμαντο, καλογεροφορεμένο «παπαδάκι» μεταμορφώνεται ακαριαία σε πρίγκηπα, γίνεται αφέντης, δεσπότης, μπορεί και τριανταπεντάρης αλλά σεβασμιότατος, όλοι γονατίζουν μπροστά του και τον προσκυνούν.

Συχνά διαχειρίζεται χρήματα πολλά, αλλά τον άνθρωπο τον αλλάζει κυρίως η δύναμη, η εξουσιαστική ισχύς, το ακαταμάχητο κύρος του αξιώματος. Και μαζί, το αιφνίδιο της ριζικής μεταβολής. Ο φτωχός, χιλιοταπεινωμένος στις σημερινές συνθήκες «παπάς», που τον έχει λιώσει η μοναξιά και η περιθωριοποίηση, «εξαίφνης» γίνεται οικοδεσπότης επισκοπικής έπαυλης, συχνά διώροφης ή τριώροφης, με κήπο, ανθοκομική ποικιλία, υπηρετικό προσωπικό, ένα ή και «στόλο» αυτοκινήτων, με οδηγό ή οδηγούς, μάγειρα, οικονόμο.

Αυτή η ονειρώδης «μεταστοιχείωση» κερδίζεται με ένα πτυχίο Θεολογικής, που το παίρνει πια σήμερα ο πάσα ένας. Το μεγαλωμένο συνήθως στην ένδεια, συμπλεγματικό χωριατόπουλο, χωρίς εμπειρία και εθισμούς στην αστική συμπεριφορά, μεταφυτεύεται σε συνθήκες και όρους άρχοντα. Επίσημα δείπνα, συνεχής συγχρωτισμός με τους σκληροπετσωμένους της εξουσίας, αλισβερίσια μυθικών κονδυλίων, περίγυρος αδίστακτων κερδομανών.

Και όταν «λειτουργεί», τα παραισθησιογόνα κορυφώνονται: Ο χθεσινός «Μήτσος», «Κώτσος» ή «Παναγής» ντύνεται ακέραιη τη στολή τού άλλοτε απόλυτου μονάρχη της «οικουμένης»: Σάκο αυτοκρατορικό και μανδύα με «ουρά», μίτρα και σκήπτρο επίσης του «άρχοντος και δεσπότου βασιλέως», με τον διάκονο να του κρατάει την «ουρά». Αυτά όλα, με καταιγιστικούς τους πολυχρονισμούς και άφθονο το θυμίαμα, όχι στον καθεδρικό, της πρωτεύουσας του κράτους ναό, αλλά και στο τελευταίο κουτσοχώρι όπου ιερουργεί «δεσπότης».

Από όλα αυτά τίποτε δεν είναι ανάγκη να αλλάξει στην ιεροτελεστία, αρκεί να λείψει το ψέμα και η αφόρητη αδικία. Είναι πρόκληση και μάλιστα βάναυση, άνθρωποι τόσο ελάχιστων προσόντων ή και κραυγαλέα ανύπαρκτης σοβαρότητας να έχουν μεταβάλει ένα τεράστιας δυναμικής λειτούργημα σε λαχείο, που μεταμορφώνει θλιβερούς σπιθαμιαίους σε υπερευνοημένους μεγιστάνες. Το μυστικό για να μην χαθεί τίποτα και όλα να μεταμορφωθούν, είναι να προταχθεί η δίψα και ανάγκη για ανθρώπινη ποιότητα.

Ανοίξτε την ετήσια έκδοση «Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος», όπου απογράφονται τα βιογραφικά σημειώματα όλων των μητροπολιτών. Είναι ίλιγγος: για τη συντριπτική πλειονότητα, τα προσόντα εξαντλούνται στο πτυχίο της Θεολογικής και σε θητεία ιεροκήρυκα, δηλαδή αμειβόμενου προπαγανδιστή. Με αυτά τα δύο «εφόδια» γίνεσαι από πληβείος άρχοντας πολυζήλευτος. Ακόμα και υπουργό σήμερα δεν σε κάνουν με ένα πτυχίο και κάποια θητεία προπαγανδιστή. Δεσπότη, αν έχεις αποδείξει ότι είσαι (και θα παραμείνεις) πειθήνιος, σε χειροτονούν.

Μέσα από διαβλητές και εξοργιστικά άδικες διαδικασίες εκλογής, το «σώμα» των επισκόπων-μητροπολιτών στο ελλαδικό κρατίδιο έχει να επιδείξει (αλλά δεν το κάνει) και κάποια δείγματα εξαιρετικής ανθρώπινης ποιότητας. Είναι μια μειονότητα πολύτιμη, αλλά μάλλον ανενεργός συνοδικά. Θα ήταν ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς ποιοι παράγοντες ή ποιοι συντελεστές παγιδεύουν αυτή την ποιότητα στην ατολμία. Είναι πρόβλημα που πιστοποιείται σε πολλούς κομβικής λειτουργίας θεσμούς στο παρακμιακό μας Ελλαδέξ.

Ασυγκρίτως οδυνηρότερη από την πλημμυρίδα της ανικανότητας και φαυλότητας, είναι η παραλυτική ατολμία της ποιότητας.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η Εκκλησία δεν ζει για τον εαυτό της

Ο Πέτρος Βασιλειάδης είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ και διευθυντής προγράμματος του ΙHU. Πρόεδρος της Παγκόσμιας Συνομοσπονδίας Θεολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (WOCATI) και επί τιμή του Κέντρου Οικουμενικών και Ιεραποστολικών Μελετών (CEMES). Mέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Επιστημών της Θρησκείας και εκ των μεταφραστών της Καινής Διαθήκης στη δημοτική. Διετέλεσε ορθόδοξος επίτροπος της Παγκόσμιας Ιεραποστολής του ΠΣΕ. Είναι μέλος του κινήματος Relational Thinking των Ευρωπαίων επιστημόνων. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Μιλήσαμε μαζί του για την Ορθοδοξία και τον ρόλο της στην Ελλάδα.

– Ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας είναι η θρησκεία, συνήθως όμως οι διανοούμενοι στην Ελλάδα την παραμελούν.

– Αν και η πλειονότητα του ελληνικού λαού κάνει ακριβώς το αντίθετο! Εδώ και καιρό η Εκκλησία έχασε την επαφή της με τους διανοούμενους στην Ελλάδα. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες κοινωνία και Εκκλησία βρίσκονται σε διάλογο. Η θεσμική Εκκλησία δεν ενδιαφέρεται για τον διάλογο για να μη χάσει προνόμια, ενώ θα έπρεπε να επαναφέρει τις αξίες της στην κοινωνία. Η Ορθοδοξία από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους σταμάτησε να παράγει πολιτισμό. Από την άλλη πλευρά, η κοσμική διανόηση υποβλέπει το θρησκευτικό περίγραμμα της ελληνικής κοινωνίας θεωρώντας το ξεπερασμένο. Η υποκατάσταση της θρησκείας από την επιστήμη ήταν ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη μετά τον Διαφωτισμό. Σήμερα φαίνεται να ενισχύεται το θρησκευτικό αίσθημα σε όλες τις κοινωνίες, όχι όμως με υγιή τρόπο. Η θεολογία υπεισέρχεται σε δια-θρησκειακό διάλογο, που η θεσμική Εκκλησία υποβλέπει.

– Πιέζεται από κάπου η Εκκλησία να μπει σε διαδικασία διαλόγου;

– Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης διατράνωσε ότι η Εκκλησία δεν ζει για τον εαυτό της. Βγαίνοντας όμως στον κόσμο βγαίνει και από την ασφάλεια. Η πραγματική Εκκλησία είναι αυτή που βρίσκεται διαρκώς σε ιεραποστολή.

– Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων είναι ορθόδοξοι. Από τι ακριβώς νιώθει η Εκκλησία ότι απειλείται;

– Ο κόσμος αισθάνεται την Εκκλησία σαν ένα καταφύγιο και μένει ικανοποιημένος. Πολλοί όμως σοβαροί κληρικοί αισθάνονται ότι χρειάζεται κάτι παραπάνω. Ο κόσμος δεν ζητεί τίποτε πέρα από την κυριακάτικη λειτουργία. Η λειτουργία, όμως, χωρίς τη λεγόμενη μετα-λειτουργία είναι λειψή. Και οι κοσμικοί και οι θρησκευόμενοι αρνούνται τον διάλογο, γιατί αισθάνονται ασφαλείς στον μικρόκοσμό τους.

– Γιατί τότε να υπάρξει αλλαγή;

– Η Εκκλησία δεν είναι καταφύγιο της ψυχικής ηρεμίας του καθενός, αλλά το φως του κόσμου για την αναμόρφωσή του.

– Αν η Χιλιετής Βασιλεία είναι τώρα εδώ, γιατί να υπάρξει αλλαγή;

– Στο Βυζάντιο ήταν παρούσα με διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες εκφράσεις. Η σωστή έκφραση της Εκκλησίας είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά ένα καράβι (ναός από το ναυς) που πορεύεται προς κάτι που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.

– Μα ζούμε σαν να πιστεύουμε ότι έχει ολοκληρωθεί.

– Δεν προσλαμβάνω τέτοια εντύπωση από τους ανθρώπους. Περισσότερο τους βλέπω να βρίσκουν το φάρμακό τους μέσα στην Εκκλησία. Η λειτουργία, όμως, δεν είναι παρά πρόγευση της Βασιλείας. Έχουμε κι άλλες ευθύνες. Αυτές οι αντιλήψεις είναι κακέκτυπα της εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής, επηρεασμένες από έναν περίεργο τύπο ατομικότητας. Η πραγματική έννοια της Εκκλησίας είναι αυτή της κοινωνίας.

– Δηλαδή ως Έλληνες ορθόδοξοι, ζούμε διπλή ζωή.

– Ακριβώς. Από τη μια η κοσμική ζωή που δεν αλλάζει, από την άλλη το «φαρμακείο της ψυχής».

– Υπάρχει περίπτωση να συνδέεται το ορθόδοξο δόγμα με αυτή την κατάσταση;

– Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει δόγμα, αλλά δεν είναι δογματική. Ευθύνη μας είναι να το επικαιροποιήσουμε. Χωρίς αποδοχή από το σώμα των πιστών δεν υπάρχει δόγμα. Ο λαός είναι συλλειτουργός των μυστηρίων και έχει την ίδια ευθύνη με τον κλήρο. Αυτή η συνοδικότητα έχει δυστυχώς εκλείψει σήμερα.

– Όλοι είναι ίσοι;

– Όλοι είναι μέλη του σώματος του Χριστού, και είναι ίσοι απέναντι στην κεφαλή (που είναι ο Χριστός).

– Οι προτεστάντες είναι ίδιοι με τους ορθόδοξους και τους καθολικούς;

– Οι προτεστάντες αντέδρασαν στον καταπιεστικό παπικό θεσμό φτάνοντας στο άλλο άκρο. Δεν έχουν εκκλησιαστική ενότητα, παρά μόνον ατομική σχέση με τον θεό. Δεν είναι Εκκλησία αυτό. Και αισθανόμενοι το έλλειμμα αυτό πρωτοστάτησαν μαζί με το πατριαρχείο στον οικουμενικό διάλογο. Η Ελλαδική Εκκλησία είναι στενά συνδεδεμένη με το κράτος, που εκμεταλλεύεται την Εκκλησία όσο μπορεί. Η Εκκλησία θα γίνει δυνατή αν επαναφέρει το συνοδικό σύστημα σε όλες τις βαθμίδες.

– Οι οργανώσεις όπως η «ΖΩΗ» έπαιξαν ποτέ τέτοιο ρόλο;

– Αυτές ήταν το άλλο άκρο. Απαγκιστρώθηκαν από το σύστημα της Εκκλησίας και δημιούργησαν το δικό τους υποσύστημα. Είχαν καλή πρόθεση να αλλάξουν τα πράγματα. Αλλά είχαν δομή διαφορετική από της Εκκλησίας. Θέλησαν να κυριαρχήσουν στην Εκκλησία, και το κατάφεραν. Ήταν, βέβαια, πρωτοπόροι σε πολλά πράγματα, όπως η επαναφορά του κηρύγματος.

– Γιατί δεν δημιούργησαν ποτέ Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα;

– Ευτυχώς. Η Αριστερά αντέγραψε τα κοινωνικά αφηγήματα της Εκκλησίας, ακόμα και την πρακτική της (τις λιτανείες αντικατέστησαν τα φεστιβάλ) για να συσπειρώσει τον κόσμο. Το βασικό στοιχείο, όμως, του χριστιανισμού είναι η ελευθερία, και αυτήν απέτυχαν να τη εξασφαλίσουν. Η Αριστερά μιλά με όρους κοσμικού χιλιασμού.

– Ο ησυχασμός έπαιξε ρόλο στην «καθήλωση» της Ορθοδοξίας;

– Ο ησυχασμός δεν αντιτίθεται στο νέο (ακόμη και στον λόγο). Πολλοί παρερμηνεύοντάς τον βγάζουν από τη σκέψη τους τον άλλο, με αποτέλεσμα ουσιαστικά να βγάζουν και τον όντως Άλλο, τον Θεό. Ο αυθεντικός ησυχασμός δεν οδηγεί στην άρνηση του λόγου. Συνέβαλε βέβαια στον απομονωτισμό κατά την Αναγέννηση.

– Υπάρχουν πατερικά κείμενα που να μπορούν να μας φέρουν κοντύτερα σε μια ενδοκοσμική σωτηρία; Ή για τους ορθόδοξους η σωτηρία είναι μόνο μεταφυσική;

– Έτσι κατάντησε, εξαιτίας όχι της αυθεντικής ορθόδοξης διδασκαλίας, αλλά του επηρεασμού που διαμορφώθηκε τον Μεσαίωνα. Δυναμική ερμηνεία μπορεί να βρεθεί και στην Καινή Διαθήκη.

– Εμείς, πάντως, δεν έχουμε καλή σχέση με την Αγία Γραφή.

– Άλλο ένα αρνητικό στοιχείο. Η Εκκλησία μας κατάντησε Εκκλησία των Πατέρων και όχι του Χριστού, παρότι οι ίδιοι οι Πατέρες ήταν αυθεντικοί ερμηνευτές της Γραφής. Η προσήλωση στα πατερικά κείμενα συντελέστηκε λόγω μιας αρνητικής ταυτότητας που δημιουργήθηκε εξαιτίας της αμυντικής στάσης της Ανατολικής Εκκλησίας. Είμαστε αυτό που δεν είναι οι άλλοι π.χ. οι προτεστάντες που δίνουν μεγάλη βάση στη Γραφή. Ευτυχώς σήμερα υπάρχουν θεολόγοι που υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να είμαστε το αντίθετο των άλλων, αλλά αυθεντικοί χριστιανοί, που δεν κατάφεραν εκείνοι.

– Μπορεί να υπάρξει εθνικό κράτος χωρίς εθνική Εκκλησία;

– Αυτοκέφαλη ναι, αλλά όχι εθνική. Η εθνοφυλετική ταυτότητα προηγείται σε πολλούς ορθοδόξους, ενώ θα έπρεπε να προηγείται η ορθόδοξη. Η εθνική ταυτότητα ακολουθεί. Αυτοκεφαλία βέβαια είναι μόνο διοικητική, η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να είναι μία. Ο καθολικός κόσμος δεν αντιμετώπισε τέτοιο πρόβλημα, επειδή ο Πάπας είχε πολιτική διοίκηση και παγκόσμια δικαιοδοσία. Το κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να αποδώσει στην Εκκλησία τις αποζημιώσεις που συμφωνήθηκαν. Ήταν ευκαιρία όχι μόνο διακριτών ρόλων αλλά και πλήρους χωρισμού, με την προϋπόθεση η διοίκηση της Εκκλησίας να επανέλθει σε πλήρη συνοδικότητα, με συμμετοχή στη διοίκησή της του κλήρου, των επισκόπων, των μοναχών και των πιστών. Σήμερα η συνοδικότητα εξαντλείται μόνο στο ανώτερο επίπεδο. Οι Εκκλησίες πρέπει να είναι αυτοκέφαλες, χωρισμένες από το κράτος με Προκαθήμενο, που όμως να μην μπορεί να κάνει τίποτα χωρίς τους πολλούς.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ένας θλιβερός «τίτλος τιμής»

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Θα ήταν κρίμα και άδικο να χρειαστεί να κλείσει τα 85 ο πενηνταεπτάχρονος μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος, όπως ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος, για να ανακηρυχθεί επίτιμος πανεπιστημιακός διδάκτωρ. Διπλό το κρίμα και τρίδιπλο το άδικο αν ονομαστεί διδάκτωρ μόνο της Θεολογίας.

Τέτοιον τίτλο θα μπορούσε να τον αξιώσει και ο Καλαβρύτων Αμβρόσιος ή ο Πειραιώς Σεραφείμ. Αντίθετα, ο Κύπριος επίσκοπος, με τις απανωτές επικοινωνιακές εκρήξεις (απίστευτο το πόσο ζαλίζονται πολλοί ποιμένες από τις οθόνες της κοσμικότητας), έχει αποδείξει ότι και στη Γενετική θα μπορούσε να προσφέρει τη σοφία του και στην Εγκληματολογία, στη Σεξουαλική Αγωγή, στην Κοινωνιολογία, στην Ψυχολογία. Εκείνο το του Γκαίτε, στον «Φάουστ» («Αχ, σπούδασα φιλοσοφία, /ιατρική και νομική / και δυστυχώς θεολογία», στη μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη), μοιάζει γραμμένο για την αυτού δεσποτικότητα. Με έμφαση, δυστυχώς, στο «δυστυχώς».

Όσα είπε ο μητροπολίτης Νεόφυτος για τις αιτίες της ομοφυλοφιλίας και την «μπόχα της αρσενοκοιτίας», που την οσμίζονται λέει οι λαγωνικότεροι μοναχοί, του πρόσφεραν αρκετή από τη δόξα του Τουίτερ και του Ίντερνετ, αχρείαστη υποτίθεται για τους πνευματικούς. Ο σάλος μάλιστα υποχρέωσε τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου να δηλώσει ότι ο Μόρφου διατύπωσε «προσωπικές απόψεις». Το ’χουν αυτό οι αρχιεπίσκοποι. Και ο πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος με την ίδια φόρμουλα «καθαρίζει» όσα μισαλλόδοξα εξαπολύουν κάμποσοι ιεράρχες.

Ο Μόρφου, ωστόσο, δεν αρκέστηκε στις περί ομοφυλοφίλων γνωματεύσεις του. Έσπευσε να παράσχει άφεση αμαρτιών στον ρατσιστή σίριαλ κίλερ της Κύπρου. Κατανοώντας ότι η δράση τού και παιδοκτόνου λοχαγού Νίκου Μεταξά, προσανατολισμένη σε αναλώσιμες γυναίκες του Τρίτου Κόσμου, αποκαθηλώνει την ιδεωδώς εύμορφη αυτοπροσωπογραφία που έχει σκαρώσει ο ελληνισμός, κυπριακός και ελλαδικός («εμείς δεν κάνουμε τέτοια πράγματα…»), κατάφερε και βρήκε μέσα σε τόση φρίκη έναν «τίτλο τιμής για την Κύπρο».

«Ξέρω», είπε για τον μακελάρη, «ότι κάλεσε ένα φίλο μας πνευματικό και εξομολογήθηκε. Τούτο είναι κάτι που τιμά την Κύπρο, ότι ακόμα και ο πιο ακραίος δολοφόνος που ακούστηκε μέσα στους τελευταίους αιώνες, έχει τη διάθεση της εξομολόγησης. Δεν επιτρέπεται η Κύπρος να έχει τόσο υψηλό ποσοστό εκτρώσεων και να μαραζώνουμε για τα δύο παιδάκια που σκότωσε ο δολοφόνος». Δεν επιτρέπεται. Όντως. Δεν επιτρέπεται τόση ρηχότητα σκέψης. Θα ’λεγα και ψυχής, γι’ αυτήν όμως γνωρίζει ο ετάζων καρδίας και νεφρούς.  

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Το «παπαδαριό» και οι αμβλώσεις

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ευτυχώς υπάρχει η Ιερά Σύνοδος που δίνει την ευκαιρία στις κοινότητες των προοδευτικών να αποδεικνύουν ότι είναι προοδευτικοί. Τελευταίο σουξέ το θέμα των αμβλώσεων. «Παπαδαριό» τους ανεβάζει και τους κατεβάζει το επαναστατικό Διαδίκτυο, αναθεματίζοντάς τους, εξορίζοντάς τους στον Μεσαίωνα επειδή τόλμησαν να ταχθούν κατά των αμβλώσεων και να κηρύξουν την «ημέρα του αγέννητου παιδιού».

Η Εκκλησία, και όχι μόνον η Εκκλησία της Ελλάδος, είναι από τη φύση της οργανισμός συντηρητικός. Στηρίζει την ύπαρξή της στην υπεράσπιση αξιών που αποτελούν τον κορμό της σκέψης της και της συμπεριφοράς της. Αν δεν ανταποκρίνεται πάντα σε αυτές τις αρχές αυτό είναι άλλο ζήτημα. Την αποτελούν άνθρωποι και αυτοί οι άνθρωποι έχουν αδυναμίες. Όταν πιστεύεις και κηρύσσεις πως η ζωή είναι δώρο του Θεού θα ήταν παράλογο να υποστήριζες πως είσαι υπέρ των αμβλώσεων. Είναι άλλο να διαφωνείς με τη στάση της Εκκλησίας και άλλο να την απαξιώνεις επειδή υπερασπίζεται την πίστη της.

Να υπενθυμίσω στους κήρυκες της προοδευτικής σκέψης πως στη δεκαετία του ’70, όταν η Καθολική Εκκλησία είχε προτείνει δημοψήφισμα για το θέμα, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι είχε ταχθεί κατά της νομιμοποίησης των αμβλώσεων. Οι αριστεροί φίλοι τού είχαν επιτεθεί. Κάποιος ψυχαναλυτής είχε αποφανθεί πως επειδή ήταν ομοφυλόφιλος ταυτιζόταν με το έμβρυο μέσα στη μήτρα. Ποιος είπε ότι η ψυχανάλυση σε απαλλάσσει από τον φόρο της βλακείας; Επικαλούμαι τη στάση του εμβληματικού Παζολίνι επειδή αποδεικνύει ότι το ζήτημα δεν εντάσσεται στον μανιχαϊσμό που χωρίζει το ανθρώπινο σύμπαν σε προοδευτικούς και συντηρητικούς. Είναι ζήτημα πολυπλοκότερο από τη γραβάτα.

Όσο για τον όρο «αγέννητο παιδί» που τους φαίνεται τόσο παράλογος και σκοταδιστικός, παραπέμπω στη συγκίνηση των γονιών όταν στο πρώτο υπερηχογράφημα ακούσουν τους χτύπους της καρδιάς του ασχημάτιστου ακόμη πλάσματος. Δεν έχουν δει το πρόσωπό του, δεν το έχουν πιάσει στα χέρια τους, όμως είναι το παιδί τους.

Έχει ταυτότητα και ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο. Εξάλλου αν ο γυναικολόγος έχει επιστημονική συνείδηση, όσο προοδευτικός κι αν είναι, θα κάνει ό,τι μπορεί για να μεταπείσει τη μητέρα ακόμη κι αν είναι ο ίδιος που θα δεχθεί να πραγματοποιήσει την άμβλωση.

Η στάση της Εκκλησίας αναδεικνύει ένα σοβαρό ζήτημα. Η αποδοχή της άμβλωσης δεν είναι προφανής, όπως θέλει να μας την παρουσιάσει η κυρίαρχη προοδευτική σκέψη. Και η αλήθεια είναι ότι σε έναν κόσμο που θεωρεί προφανή, αν όχι αναγκαία, κάθε υπέρβαση ορίων και αξιών που έχει κληρονομήσει, κάποιοι πρέπει να μας υπενθυμίζουν πως η αλόγιστη κατάργηση των ορίων οδηγεί στη βαρβαρότητα.

Ανήκω στη γενιά της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Ήταν τα ωραία αυτά χρόνια που τα παραδοσιακά αφροδίσια είχαν καταπολεμηθεί από τα αντιβιοτικά και ο τρόμος του AIDS δεν είχε κάνει την εμφάνισή του. Κενό αναστολών. Οι προφυλάξεις θεωρούνταν περιττές, όταν δεν αντιμετωπίζονταν ως ενοχλητικές. Το αποτέλεσμα είναι ότι μια ολονυχτία παρά θίν’ αλός μπορούσε να οδηγήσει τη γυναίκα στο μαιευτήριο δύο μήνες μετά για να «ρίξει» ό,τι περίσσεψε από την απόλαυση. Ο,τι πιο απλό το θεωρούσαμε τότε, ώσπου ήρθε η ώρα να κάνουμε κι εμείς παιδιά και να διαπιστώσουμε ότι δεν ήταν δα και τόσο απλό.

Δεν έχω αντίρρηση ότι ιεράρχες υποτιμούν με τη στάση τους την Εκκλησία. Όπως εκείνος που συνέδεσε την ομοφυλοφιλία με τον πρωκτικό έρωτα κατά τη διάρκεια της κύησης. Δεν εξηγεί βέβαια τη γυναικεία ομοφυλοφιλία, όμως αυτή μάλλον δεν τον απασχολεί. Για περισσότερες πληροφορίες τον παραπέμπω στον λόγο του Αριστοφάνη στο πλατωνικό «Συμπόσιο». Είναι αφελής ο άνθρωπος, είναι πονηρός ή απλώς αγράμματος; Ένα είναι το βέβαιο. Οι ανοησίες τέτοιου τύπου υποβαθμίζουν την Εκκλησία και τη ρίχνουν βορά στη χλεύη του αντικληρικαλισμού.

Ισχυρό ταμπού της γενιάς μου ο αντικληρικαλισμός. Συμβαδίζει με τις υποχρεώσεις που μας επέβαλε η σεξουαλική απελευθέρωση. Ταυτίσαμε το ράσο με το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και το εξορίσαμε σ’ ένα παρελθόν που δεν θέλαμε να ξαναζήσουμε. Όμως η Ελλάδα ευτυχώς ξεπέρασε την εποχή που ο Χριστόδουλος διοργάνωνε συλλαλητήρια για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Ο αντικληρικαλισμός είναι εξίσου παρωχημένος με τους ζηλωτές που κάποτε διαδήλωναν για την προβολή του έργου «Ο τελευταίος πειρασμός». Μας περισσεύουν και οι δύο εκδοχές του φανατισμού.

Πρόπερσι ήταν η διδασκαλία των Θρησκευτικών. Τώρα είναι οι αμβλώσεις. Κάποτε θα πρέπει να αρχίσει να μας απασχολεί η ευκολία με την οποία διαδηλώνουμε την ανωτερότητά μας απέναντι σε μια σοφία που έχει δύο χιλιάδες χρόνια ζωής. Και να πάψουμε να περιφρονούμε την γιαγιούλα που ανάβει κεράκι επειδή φοβάται τον θάνατο.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Επανεκκίνηση και μεγάλη σύνεση

 

Η συνάντηση Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου και η επανεκκίνηση του διαλόγου για θέματα που αφορούν τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας είναι καταρχήν θετική στο μέτρο που γενικά ο διάλογος είναι χρήσιμος για τη λύση προβλημάτων. Ωστόσο, τη διαδικασία αυτή, που ξεκίνησε μ’ αυτή τη μορφή με πρωτοβουλία της προηγούμενης κυβέρνησης, πρέπει να τη διαχειρισθούν και οι δύο πλευρές με μεγάλη σύνεση και αίσθηση των διακριτών ρόλων.

Ο κλήρος σε όλες τις βαθμίδες πρέπει να ζει με εργασιακή ασφάλεια αλλά πρέπει και να λειτουργεί στο νομικό πλαίσιο ενός σύγχρονου κράτους δικαίου (διαφάνεια, λογοδοσία, αναμόρφωση της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης). Αυτό θα πρέπει να πρυτανεύει ως αρχή και στην εκκλησιαστική ιεραρχία και στην κυβέρνηση.

Η εκκλησιαστική περιουσία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν λάφυρο από κανέναν, αλλά ως παρακαταθήκη εμπιστοσύνης γενεών πιστών Χριστιανών που ήθελαν να εξασφαλίσουν την άμυνα της Εκκλησίας απέναντι στην εκκοσμίκευση. Αυτό θα πρέπει να απασχολεί πάντοτε και τις δύο πλευρές σε οποιεσδήποτε προσπάθειες αξιοποίησης ή ανταλλαγών.

Το μάθημα των Θρησκευτικών υφίσταται μια εκτεταμένη αναμόρφωση επί μια δεκαετία (και όχι επί ΣΥΡΙΖΑ, όπως γράφεται συχνά) με στόχο να απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και να αποτρέψει τον κατακερματισμό της τάξης μεταξύ Ορθοδόξων και μη. Συμπύκνωσε την παιδαγωγική αγωνία και την προεργασία πολλών κύκλων θεολόγων εκπαιδευτικών τουλάχιστον από το 2000. Παρά τα όσα διατυμπανίζονται (κυρίως από ακραίους οπαδούς της θεολογίας ως θρησκόληπτης καταστολής), οι αποφάσεις (660/2018 και 926/2018) του ΣτΕ για το πώς πρέπει να διδάσκεται, δεν είναι οριστικές, καθώς αναμένονται νέες αποφάσεις του ΣτΕ για τις υπουργικές αποφάσεις Γαβρόγλου έπειτα από προσφυγές εναντίον τους θεολόγων, της Μητρόπολης Πειραιώς, αλλά και της Ενωσης Αθέων. Αυτές παρουσιάσθηκαν στην Ολομέλεια του Συμβουλίου τον Σεπτέμβριο του 2018 και η εκδίκασή τους ακόμα εκκρεμεί. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει λογικά να περιμένει πρώτα αυτή την απόφαση.

Σε μια πληγωμένη από την κρίση κοινωνία, που ακόμη στοιχειώνουν αντανακλαστικά απομονωτισμού, αισθήματα αγανάκτησης, ή φόβοι απέναντι σε οποιεσδήποτε αλλαγές, ο πειρασμός της καλλιέργειας μια ναρκωτικής θρησκοληψίας για να καμφθούν ενοχλητικές (είτε για την Εκκλησία είτε για την Πολιτεία) αντιδράσεις μπορεί να φέρει κάποια βραχυπρόθεσμα μικροπολιτικά οφέλη, αλλά μακροπρόθεσμα θα υπονομεύσει την οποιαδήποτε ελπίδα σοβαρής αναζήτησης νοήματος στη ζωή κάθε ανθρώπου (Χριστιανού ή μη) με ολέθριες συνέπειες και για το έργο της Εκκλησίας και την επιβίωση της κοινωνίας και της δημοκρατίας. Γι’ αυτό, ο όποιος διάλογος δεν επιτρέπεται με κανέναν τρόπο να εκφυλισθεί σε συναλλαγή εξουσιών.

ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ

Σχολεία, θεολόγοι, διοίκηση της Εκκλησίας, κατήχηση…

Του π. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΜΑΡΤΖΟΥΧΟΥ

Εισαγωγικά

Σάλαγος λοιπόν και πάλι στον γκιαούρ οντά για το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία! Κατήχηση θα είναι το μάθημα ή διδασκαλία της πολιτιστικής υποδομής του τόπου; Το κράτος ή η διοίκηση της εκκλησίας ρυθμίζει το θέμα; Συζητάμε ή μονομερώς αποφασίζουμε; Είμαστε συναποφασίζοντες ή απλώς το κράτος λαμβάνει υπ’ όψιν τις παρατηρήσεις της Εκκλησίας, που είναι η επικρατούσα θρησκεία στον τόπο;

Ας δούμε το θέμα ως παρελθόν, κι ας σκεφθούμε με ψυχραιμία το τώρα και το μέλλον.

Όλοι οι Έλληνες που έχουν περάσει από το παλαιό εξατάξιο Γυμνάσιο ή την συνέχειά του, το Γυμνάσιο και το Λύκειο, όλοι ανεξαιρέτως, ανάμεσα στις αναμνήσεις που κουβαλάμε από εκείνες τις ηλικίες ως μαθητές, οι δυσκολότερες και πλέον ιδιόρρυθμες, είναι αυτές που έχουμε από τους θεολόγους καθηγητές. Ατυχώς μόνο η μειονότητα των θεολόγων ήταν άνθρωποι, που δεν αισθανόντουσαν δύσκολα με το μάθημα τους. Που ήξεραν τι πίστευαν αυτοί πρώτα και μετά τι έλεγαν. Που είχαν τρόπο, ήθος και μέθοδο, πρόσφορη για επαγωγική και αποδοτική διδασκαλία, ώστε να δημιουργούν μια γοητευτική εικόνα χριστιανού, στις συνειδήσεις των εφήβων.

Οι θεολόγοι ήταν ουσιαστικά χωρισμένοι σε δύο συνομοταξίες. Στους στενόκαρδους και στενόμυαλους φανατικούς καλβινίζοντες, που είχαν μονίμως αγωνία να είναι ευπρεπής η ενδυμασία και να υπάρχει εκ μέρους των μαθητών ευγενική συμπεριφορά και “φυσικά” συνέπεια στις θρησκευτικές υποχρεώσεις! Και στους αδιάφορους και χαλαρούς, που εξαντλούσαν κάθε σχέση, στην απαγγελία του μαθήματος του βιβλίου, και απαιτούσαν απλώς την γνώση του μαθήματος. Οι πρώτοι ήταν δολοφονικά ανιαροί και ενοχλητικοί και είχαν όλα τα φόντα να γίνονται απεχθείς και, κατά συνέπεια, απευκταίο παράδειγμα. Οι δεύτεροι “κραύγαζαν” τον κυνισμό του αδιάφορου προσπεράσματος: Δεν τρέχει τίποτα! Και άρα, μάλλον δεν υπάρχει τίποτα…! Μια μειοψηφία ανάμεσα σ’ αυτές τις συμπληγάδες ήταν ο … ένας κούκος που δεν φέρνει την άνοιξη!

Α. Το παρελθόν

Η ανάθεση απ’ τον κατακτητή Σουλτάνο της πολιτικής ευθύνης της ύπαρξης και διοίκησης του Γκιαούρ-Μιλλέτ (του γένους των απίστων) στον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως, αποτέλεσε ιστορική σωτηρία για το γένος. Μιλάμε εμείς σήμερα για μας, και όχι όπως οι ιστορικοί για τους Αζτέκους… Συγχρόνως αυτό το γεγονός πλέον αποτελεί στο τώρα “δικαιολογημένη” αφορμή συγχύσεως των ρόλων ανάμεσα στην Πολιτεία και στην Διοίκηση της Εκκλησίας. Γίνεται αφορμή αμφισβητήσεως αμφθοτέροθεν, αναλόγως των πολιτικοφιλοσοφικών τοποθετήσεων, κάθε μονομερούς αρμοδιότητας, ανάμεσα στην ελεύθερη πλέον Πολιτεία και στην Διοίκηση της Εκκλησίας, η οποία επικαλείται… αρμοδιότητες (!) από την θυσιαστική προσφορά της κατά το παρελθόν.

Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας πλην των διοικητικών αρμοδιοτήτων (Δικαστήρια – Ανάληψη ευθύνης και εκπροσώπησης για το γένος των Ρωμαίων) η Διοίκηση της Εκκλησίας είχε και την εκπαίδευση ως αρμοδιότητα. Πάμπολλες σχολές σ’ όλα τα πλάτη της Ρωμαίικης παρουσίας (Ιάσιο – Κωνσταντινούπολη – Θεσσαλονίκη – Ιωάννινα – Άγραφα – Αθήνα – Δημητσάνα – Πάτμος – Κυδωνίες – Χίος – Αθωνιάδα – Ευαγγελική Σχολή) διακονούσαν με την συμπαράσταση των κατά τόπους Κοινοτήτων και των Μοναστηριών την μόρφωση των Ελλήνων. Ήταν αυτονόητη για όλο τον λαό η προσφυγή και η αναφορά στην Εκκλησία. Αποτελούσε συστατικό και ταυτοτικό στοιχείο. Βάση ύπαρξης και λόγο περιεχομένου.

Β. Το παρόν

Σήμερα πλέον, δόξᾳ τω Θεώ, υπάρχει συντεταγμένη ελεύθερη Πολιτεία, που πρέπει όμως να το ομολογήσουμε, από την στιγμή της ύπαρξής της, αποδέχτηκε (η Πολιτεία) η Εκκλησία να υπηρετήσει το γενικότερο εθνικό καλό και να διακονήσει πολλές φορές στην διάδοση αντιλήψεων.

Η πρώτη πανεπιστημιακή σχολή που σύστησε το αρτιγέννητο ελληνικό κράτος στο… Αθήνησι Πανεπιστήμιον, ήταν η Θεολογική Σχολή (1837)! Είμαστε στην εποχή των φώτων και τα πανεπιστήμια ήταν οι κατεξοχήν εκπομπείς φωτός! Οι άνθρωποι, εγγράμματοι και αγράμματοι, είχαν “καταπιεί” αυτήν την παγκόσμια τοποθέτηση-“καραμέλα”, όχι μόνον στο ποσοστό που ήταν σωστή και αληθής, αλλά την περίμεναν και με την λογική της πανάκειας. Ότι δηλαδή, μόλις ο άνθρωπος μορφωθεί και πάψει να είναι «ξύλο απελέκητο», τότε όλα λύνονται, γεμίζουν φως και η κοινωνία ευπλοεί, αφού οι άνθρωποι γίνονται… καλοί άνθρωποι!! Δεχόντουσαν όλοι την αφελή ρομαντική τοποθέτηση του Β. Ουγκώ: «Ανοίγοντας ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή». Τότε υπήρχαν μόνον φυλακές! Τώρα άνοιξαν και πολλά σχολεία και ατυχώς, αντί να κλείσουν οι φυλακές, απλώς σχολεία και φυλακές… συναυξάνονται!

Δεν θα κρίνουμε εδώ, αυτή την, πλέον για μας, κατάδηλη αυταπάτη, αλλά γράφουμε τούτα για να γίνει κατανοητή η προσδοκία της ελληνικής κοινωνίας, από την Θεολογική Σχολή (Μετά το 1942, τις Θεολογικές. Αφού συνεστήθη και δεύτερη ανάλογη στην Θεσσαλονίκη) που θα συνδύαζε την εκκλησιαστική διδασκαλία με την πανεπιστημιακή σοφία. Οι σχολές απαρτίσθηκαν, όσον αφορά το πρόγραμμα σπουδών, τους στόχους, και την νοοτροπία διδασκαλίας ήθους και πνευματικότητας, κατά τα πρότυπα των Ευρωπαϊκών δεδομένων και μάλιστα των Προτεσταντικών. Η παγκόσμια αυταπάτη για την γνώση, στον δικό μας ελληνικό χώρο είχε αποκτήσει και την συμπλεγματική απόφυση του «φτωχού συγγενούς», που έπρεπε να μιμηθεί και να μοιάσει στα πεφωτισμένα έθνη! Έτσι, «αμ’ έπος, αμ’ έργον».

Δάσκαλοι στα σχολεία θα διδάξουν, μαζί με την αριθμητική, την γλώσσα και την ζωολογία, και την χριστιανική πίστη. Οι εκ του παρελθόντος αυταπάτες (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) αναβίωσαν κουφωμένες, ως προς την σαφήνεια, του ποια ήταν στην πραγματικότητα η ζωή στο Βυζάντιο, αλλά όμως με θεριεμένη την αυταπάτη για τον (υποτιθέμενο) αλληλοσύνδεσμο Κράτους-Εκκλησίας ως σιαμαίων αδελφών! Έτσι λοιπόν με την απελευθέρωση το Κράτος προστατεύει την Εκκλησία και “περιφρουρεί” την πίστη, απαγορεύοντας διά νόμου την ύπαρξη άλλων πιστευμάτων ακόμη και χριστιανικών.

Με χαρά και γεμάτοι αυταπάτες οι νομικά και διοικητικά υπεύθυνοι αρχιερείς της θεσμικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αναθέτουν στο δημόσιο σχολείο την θρησκευτική διαπαιδαγώγηση και κατήχηση των ελληνοπαίδων. Στους αποφοίτους δηλαδή καθηγητές των Θεολογικών Σχολών, τους οποίους το Δημόσιο προσλαμβάνει και μισθοδοτεί. Έτσι η ανέκαθεν προβληματική κατάσταση του νηπιοβαπτισμού αποκτά θεωρητική λύση και τεχνική ρύθμιση, ώστε να φαίνεται (χωρίς να είναι…) λιγότερο παράλογη η αντιστροφή της θεολογικής τάξεως, πρώτα να κατηχούμε και φυσικά κατόπιν να βαπτίζουμε! Πλέον υπάρχει η λογικοφανής αυταπάτη, ότι κατήχηση θα γίνει ούτως ή άλλως στο σχολείο. Έτσι, βαπτίζοντάς τους όλους … μετράμε 97% Ορθοδόξους Χριστιανούς στην Ελλάδα. «Συμφέρουσες αυταπάτες».

Η Διοίκηση της Εκκλησίας φαντάζεται τον εαυτό της ως alter ego της Πολιτείας και πιστεύει ότι μπορεί να ρυθμίσει μ’ αυτό τον τρόπο, τόσο μεγάλα θέματα! Εκχωρεί τα συστατικά (ή δεν είναι συστατικά στοιχεία το πώς γίνεται κάποιος μέλος της Εκκλησίας…! Εκτός και αν φτάσαμε σε τέτοια παραφθορά ώστε να πιστεύουμε στα σοβαρά ότι… φτάνει και γίνεται, μόνον δια της διαβάσεως εκ των υδάτων της κολυμβήθρας…!!!) της αυτοσυνειδησίας και ιδιοπροσωπίας της Εκκλησίας στον… καίσαρα και δεν αντιλαμβάνεται την αιχμαλωσία στην οποία αυτοπροαιρέτως παραδίδεται, ούτε την αυτοκτονική διαδρομή που ανοίγεται μπροστά της.

Χαϊδεύει δαιμονικά την θεσμική διοίκηση της Εκκλησίας η… ισχύς και η ευπρέπεια!! Δεν θέλει να παραιτηθεί η διοίκηση από… δικαιώματα (πού τα απέκτησε; ποιος τα εκχώρησε; και πώς;). Δεν θέλει να δει τον κόσμο του σήμερα. Δεν “διαβάζει” πίσω από λόγια και ενέργειές της, την ορατή της επιθυμία, της αντιστροφής του αποστολικού «… ου γαρ κατακυριεύομεν της συνειδήσεως τινός…»! Δεν συνειδητοποιεί την αυτοαναίρεση της όταν επιμένει ότι το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να είναι κατήχηση! Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων… “διαφωνεί” και κάνει κατηχήσεις σε κατηχουμένους και βαπτισθέντες απλά… γιατί αυτή είναι η δουλειά του κάθε επισκόπου! Ο επίσκοπος είναι ο δάσκαλος των χριστιανών. Ας μη συζητήσουμε για την… διδασκαλία των επισκόπων σήμερα! Εθνικοπολιτικά θέματα, κοινωνικές παρατηρήσεις για συμπεριφορικές αλλαγές των ανθρώπων, αυταπάτη αρμοδιότητας περί πάντων καί άλλων τινών ή βαθυστόχαστες θεολογίες… θεωτικές ακατανόητες και αναιρούμενες de facto. Και γενικώς, λόγος που δεν “συγκινεί” ούτε χριστιανούς ούτε μη χριστιανούς.

Έτσι, κουτσοπορευόμενοι οι δύο θεσμικοί φορείς φτάσανε μέσα από διακυμάνσεις-κόντρες-συνεννοήσεις-αντιθέσεις-καυγάδες («να χωρίσουμε τα τσανάκια μας» απειλούσε “μεγαλώνυμος” παλαιότερος πολιτικός) στην σημερινή, αδιάφορη για το Κράτος, κατάσταση. Το Κράτος σήμερα κουβαλάει την Εκκλησία στην πλάτη του, σαν το πτώμα στην ταινία «Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα». Μια υπόθεση δηλαδή… “σκουληκιασμένη” και απεχθή. Οι σημερινοί φιλοσοφικοαδιάφοροι άνεμοι με χαρά σπρώχνουν την Εκκλησία στο κοινωνικό περιθώριο, που βαφτίζεται (το “περιθώριο”) προσωπικές απόψεις και παρουσιάζεται αυτός ο αποκλεισμός, ως ανάγκη και αίτημα πλουραλισμού και δημοκρατίας.

O tempora o mores, κραυγάζουν όσοι δεν μπορούν να διακρίνουν ότι είναι… μωροί, αφού δεν αφουγκράζονται τον λόγο του Χριστού: «… οψίας γενομένης λέγετε ευδία πυρράζει γαρ ο ουρανός και πρωί σήμερον χειμών πυρράζει γαρ στυγνάζων ο ουρανός. Υποκριταί το μεν πρόσωπον του ουρανοῦ γινώσκετε διακρίνειν, τα δε σημεία των καιρών ου δύνασθε;» (Ματθ. 16, 2-3).

Γ. Και από δω και μπρος, τι κάνουμε;

Και είμαστε στο τώρα και στο σήμερα. Οι… σιαμαίοι έχουν χωρίσει de facto και ο ένας (η διοίκηση της Eκκλησίας) διαμαρτύρεται παριστάνοντας τον… «ανήξερο έκπληκτο» για τον χωρισμό επικαλούμενος τα πάλαι ποτέ de jure “δικαιώματα”!

Συγχρόνως η Διοίκηση της Εκκλησίας δεν θέλει να δει κατάματα τα θέματα κι αντί να προκαλέσει μια συμφωνία σχέσεων με το κράτος (concordato) που το καλύτερο θα είναι και να επικαιροποιείται στο πρώτο έτος κάθε δεκαετίας, «κρύβεται» πίσω απ’ την προ τεσσαρακονταετίας Συνταγματική πρόβλεψη – «προστασία», της νόμω επικρατούσης θρησκείας, μη θέλοντας να δει το πόσο αυτοαναιρετικό είναι κάτι τέτοιο, για το μυστήριο της Εκκλησίας, το οποίο έχει ανατρέψει στο Κολοσσαίο και στις Κατακόμβες την ανθρώπινη λογική της ισχύος και του κύρους.

Χωρίς να θέλει να σκεφτεί ότι αυτό που πρέπει να κομίζει σαν μήνυμα σ’ αυτόν τον χαοτικό κόσμο είναι, όχι η διεκδίκηση και τα δικαιώματα, αλλά η θυσία, και η “εμπράγματος” διδασκαλία, ότι δεν νικούν οι λύκοι, αλλά τα πρόβατα του Χριστού, που στέλνονται ανάμεσα στους λύκους και τους αλλάζουν! Ότι «η Βασιλεία των ουρανών βρίσκεται στο μέσο των εχθρών σας. Και όποιος δεν το αντέχει αυτό, δεν επιθυμεί να ανήκει στη Βασιλεία του Χριστού. Θέλει να είναι μεταξύ φίλων, να κάθεται μες στα τριαντάφυλλα και τους κρίνει, όχι μαζί με τους κακούς, αλά μαζί με τους αφιερωμένους στον Θεό. Αν ο Χριστός είχε κάνει κάτι τέτοιο (που θέλετε σεις τώρα) ποιός θα είχε σωθεί»; Ότι, αν έχει πρόταση ζωής η Εκκλησία για τον κόσμο, αυτή η πρόταση είναι ακριβώς, το ότι αποτελεί Μυστήριο αλλαγής των ανθρώπων, από προηγμένα θηλαστικά σε πρόσωπα. Ότι «ο Θεός δεν είναι Θεός συναισθηματικών συγκινησιακών καταστάσεων αλλά Θεός Αλήθειας. Εκείνη η κοινωνία των πιστών που επιμένει να διατηρεί τις ψευδαισθήσεις της αντί να τις γκρεμίζει, την ίδια ακριβώς στιγμή χάνει πέρα για πέρα την υπόσχεση του Θού για μιά κοινωνία πιστών» (DBonhoeffer).

«Ποιο καλύτερο λιμάνι απ’ το λιμάνι της Εκκλησίας; Στην Εκκλησία δεν επικρατεί η βιολογική αναγκαιότητα, αλλά τιμάται υπερβολικά η ελευθερία της επιλογής. Η Εκκλησία παίρνει κάποιον που είναι “λύκος” και τον μεταμορφώνει σε “πρόβατο” όχι αλλοιώνοντας την φύση του, αλλά αλλάζοντας την προαίρεσή του. Γι’ αυτό δεν σφάλλει όποιος λέει ότι η Εκκλησία είναι πολύ καλύτερη απ’ την κιβωτό του Νώε. Η κιβωτός υποδεχόταν ζώα και διατηρούσε τα ζώα. Η Εκκλησία παραλαμβάνει… ζώα και τα μεταβάλλει. Δηλαδή, τότε εκεί (στην κιβωτό) μπήκε ένα γεράκι και βγήκε γεράκι, μπήκε λύκος και βγήκε λύκος. Στην Εκκλησία μπήκε γεράκι και βγαίνει περιστέρι, μπήκε λύκος και βγαίνει πρόβατο, μπαίνει φίδι και βγαίνει αρνί όχι επειδή άλλαξε η φύση, αλλά επειδή απορρίφθηκε η κακία» (Aγ. Ιω. Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας, λόγος η’).

Δ. Λοιπόν, τι πρόταση έχουμε;

Ότι, δεν γίνεται να αναθέσει η Εκκλησία την κατήχηση στον… Καίσαρα! Ότι, είναι αφύσικο και ανώμαλο κάτι τέτοιο! Ότι, είναι αυτοκτονικό. Επιτέλους, θα πρέπει να σκεφτούμε ότι τα θρησκευτικά διδάσκονται στο σχολείο με τη μορφή κατήχησης επί πολλές δεκαετίες και όμως, οι απόφοιτοι πολύ λίγο μπορούν να ισχυριστούν ότι είναι χριστιανοί. Εκτός και αν κάτι τέτοιο (να είσαι χριστιανός) θεωρείται αυτονόητη προϋπόθεση του Έλληνα! Σήμερα όμως πλέον και αυτό… στασιάζεται!

Αν η Εκκλησία έχει προβλήματα με την κατήχηση των μελών της θα πρέπει θα πρέπει να τα λύσει μόνη της και στο εσωτερικό της. Το κύριο και καίριο πρόβλημα της Εκκλησίας είναι ο απαρτισμός της Κοινότητας – Ενορίας κατά τόπους. Χωρίς σαφήνεια για το πώς, από ποιους και με τι προϋποθέσεις απαρτίζεται κάθε κοινότητα, χωρίς προσδιορισμό όρων και ορίων και δικαιωμάτων, οι ενορίες δεν θα γίνουν ποτέ εκφράσεις του Σώματος του Χριστού, αλλά… τεκέδες (συγχωρήστε μου την έκφραση) ικανοποίησης θρησκευτικών αναγκών. Χώροι εκτόνωσης φοβιών, αγωνιών, θρησκοληψιών… τελικώς ειδωλολατρικά τεμένη.

Αντί λοιπόν να αντιδικούμε με το κράτος ας το αφήσουμε στην πορεία μόρφωσης των πολιτών του με γενικές γνώσεις (ανάμεσα στις οποίες είναι και οι θρησκευτικές) και ας ανασκουμπωθούμε να αποσαφηνίσουμε και να θεραπεύσουμε τις δικές μας εσωτερικές εκκρεμότητες και πληγές.

Η κατήχηση γίνεται πρώτα με την ποιότητα του τρόπου ζωής των Χριστιανών και μετά με τα λόγια. Πρώτα με το ήθος και μετά με τα κηρύγματα. Πρώτα με το περιεχόμενο της ζωής και μετά με διακηρύξεις. Πρώτα με τη θυσία μας και μετά με προτροπές προς άλλους… Άλλωστε, από την εποχή του Χριστού οι άνθρωποι έχουν στα χείλη τη διάγνωση-αντίρρηση: Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν!

Αν η αγωνία και η έκφραση της Εκκλησίας σήμερα είναι να έχει κύρος, ισχύ, αξιοπρέπεια, επιβολή, δύναμη, εξουσία… τότε «αυτή η Εκκλησία» δεν έχει καμμία σχέση με την Εκκλησία του Χριστού, απλώς αγωνίζεται να διατηρήσει «ολόκληρο» ένα πτώμα σε φορμόλη.

Ας βγούμε λοιπόν από αντιδικίες. Ας αναγνωρίσουμε τα τωρινά και τα παρελθόντα λάθη μας εμείς οι χριστιανοί. Ατυχώς, ακόμη και σήμερα, όχι μόνο δεν έχουμε βγάλει κιχ για το πελώριο λάθος σύμπλευσης με την Χούντα αλλά, λέμε και ανόητες δικαιολογίες … «άλλα λόγια».

Ας προσπαθήσουμε με αλήθεια ζωής και ειλικρίνεια σχέσεων να στήσουμε τον Οίκο του Θεού (το Πανδοχείο του Καλού Σαμαρείτη) για τους πεζοπόρους της ζωής και να απαρτίσουμε το Λιμάνι της Βασιλείας του Θεού για τους «θαλασσοπόρους»! Ας αφήσουμε, τέλος, τον κάθε άνθρωπο να διαλέξει το λιμάνι του και ας νοιαστούμε να μη ναυαγούν μέσα στο δικό μας λιμάνι τα “πλοία” που αποφάσισαν να το επιλέξουν!

Των φρονίμων ολίγα.

ΠΗΓΗ

Ενοριακό

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση