Αρχείο ετικέτας Πέτρος Βασιλειάδης

H Αγία Σοφία τόπος λατρείας για Μουσουλμάνους και Χριστιανούς. Γίνεται;

Του ΒΑΣΙΛΗ ΞΥΔΙΑ[*]

Και τζαμί, και εκκλησιά, και ανοικτή στον κάθε επισκέπτη. Αυτή θα ήταν ίσως μια λύση για την Αγία Σοφία, καλύτερη και από το σημερινό «κοσμικό» καθεστώς του μουσείου, πιο κοντά στις πνευματικές αξίες που φέρει το ίδιο το κτίριο και πιο κοντά στις θρησκευτικές παραδόσεις που το διαχειρίστηκαν στην υπερχιλιετή του ιστορία. Αυτό λέει το Παρατηρητήριο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO σε πρόσφατη ανακοίνωσή του με αφορμή την απόφαση του Ερντογάν, και το ίδιο πρότεινε ήδη από το 2014 ο Πέτρος Βασιλειάδης, καθηγητής Θεολογίας στο ΑΠΘ.

Το Παρατηρητήριο Παγκόσμιας Κληρονομιάς (World Heritage Watch), που έχει έδρα το Βερολίνο, εξέδωσε τη Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 ανακοίνωση (βλ., και ελληνική μετάφραση στο τέλος του άρθρου), όπου μεταξύ άλλων λέει τα εξής :

«[…] Ο αρχικός λόγος για την οικοδόμηση της Αγίας Σοφίας ήταν η δημιουργία ενός Οίκου Προσευχής, προς επίκληση του Ενός Θεού, και για πνευματική εμπειρία. Η υλική κληρονομιά που ενσωματώνεται στο κτίριο δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την κατάλληλη κατανόηση της άυλης κληρονομιάς που υπήρξε η πηγή έμπνευσης για αυτά τα αριστουργήματα της τέχνης και της αρχιτεκτονικής που ο κόσμος θαυμάζει εδώ και αιώνες. Και οι δύο αυτές κληρονομιές (υλική και άυλη) είναι αδιαχώριστες και πρέπει να προστατευτούν από κοινού. Πιστεύουμε λοιπόν ότι το άνοιγμα της Αγίας Σοφίας στην προσευχή δεν έρχεται κατ’ αρχήν σε αντίθεση με το καθεστώς της Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Αυτό μπορεί πράγματι να αποτελεί μια συμπληρωματική δραστηριότητα – αρκεί να μην τίθεται σε κίνδυνο το ίδιο το κτίριο και οι παγκόσμιες αξίες του. Ωστόσο, όταν θα γίνει αυτό, θα πρέπει κανείς να σεβαστεί επαρκώς την αρχική προέλευση και ολόκληρη την ιστορία της Αγίας Σοφίας, πράγμα που συνεπάγεται ότι το κτίριο πρέπει να είναι διαθέσιμο για προσευχή εξίσου στους Μουσουλμάνους και στους Χριστιανούς. Ένας κοινός οίκος προσευχής για τις δύο θρησκείες που λατρεύουν τον ίδιο Παντοδύναμο Θεό θα ήταν πράγματι ο μόνος αξιόπιστος τρόπος επιβεβαίωσης και συνέχισης του ρόλου της Αγίας Σοφίας ως συμβόλου διαθρησκειακής αδελφοσύνης και ειρήνης μεταξύ των πολιτισμών του κόσμου. Ποτέ ο κόσμος δεν είχε τόση ανάγκη από τέτοια σύμβολα, και η ιστορία θα τιμήσει εκείνους που, αντί να προκαλούν διχασμό και να κάνουν εχθρούς, δείχνουν μεγαλοσύνη οικοδομώντας την ειρήνη».

Αν λάβει κανείς υπ’ όψη του πως το Παρατηρητήριο Παγκόσμιας Κληρονομιάς εδρεύει στο Βερολίνο, αναρωτιέται μήπως η παραπάνω δήλωσή έχει κάποια συνάφεια με τις δηλώσεις του Γερμανού κυβερνητικού εκπροσώπου, Στέφεν Ζάιμπερτ, ο οποίος τη Δευτέρα 13 Ιουλίου είπε ότι η υπόθεση της Αγίας Σοφίας αφορά την UNESCO (βλ., εδώ). Παρ’ όλα αυτά, αν και αρνήθηκε την άμεση εμπλοκή της κυβέρνησής του ο Γερμανός εκπρόσωπος τόνισε την «τεράστια» πολιτιστική ιστορική και θρησκευτική σημασία που έχει η Αγία Σοφία «τόσο για τον Χριστιανισμό, όσο και για το Ισλάμ» και επεσήμανε πως η λειτουργία της ως μουσείου «επέτρεπε σε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τη θρησκείας τους, να την επισκεφτούν». Αξιοσημείωτη είναι και η δήλωση του εντεταλμένου της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για θρησκευτικά ζητήματα Μάρκους Γκρίμπελ πως είναι «πολύ λυπηρό το γεγονός ότι η Αγία Σοφία διατίθεται αποκλειστικά σε μία θρησκεία για την τέλεση προσευχής».

Κινούνται οι δηλώσεις, των Γερμανών κυβερνητικών ιθυνόντων εκπροσώπου και του Παρατηρητηρίου Παγκόσμιας Κληρονομιάς, στο ίδιο μήκος κύματος ή είναι άσχετες; Θα φανεί σύντομα.

Πάντως, την ίδια ακριβώς πρόταση, που εμπνέεται από μια «μετα-εκκοσμικευτική» λογική, είχε κάνει για την Αγία Σοφία ήδη από τον Ιανουάριο 2014 ο Πέτρος Βασιλειάδης, Καθηγητής Βιβλικής Θεολογίας στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ. Σε ειδική μελέτη του, που τιτλοφορείται «Το τουρκικό πείραμα και το μέλλον της Αγίας Σοφίας» καταλήγει στα εξής, απευθυνόμενος μάλιστα προσωπικά στον Ερντογάν, τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας:

«[…] Προσωπικά υποστηρίζω ένα είδος επιστροφής όλων των τόπων λατρείας στην αυθεντική τους χρήση. Αντίθετα από όλους σχεδόν τους οπαδούς της εκκοσμίκευσης, που επιμένουν στην παρούσα χρήση του ως μουσείων, προτιμώ να υπάρχουν –εν μέρει τουλάχιστον– ως λατρευτικοί τόποι. Αυτό λοιπόν που θα τολμούσα, πολύ φιλικά, να συμβουλέψω τον Τούρκο Πρωθυπουργό, βασισμένος και στην εμπειρία μου από την προώθησε του διαθρησκειακού διαλόγου, είναι να εξετάσει την πιθανότητα να επιτρέψει στην Αγία Σοφία να χρησιμοποιηθεί, όχι μονομερώς από Μουσουλμάνους, αλλά επίσης και από (Ορθοδόξους) Χριστιανούς. Τρεις ώρες τις Παρασκευές για ισλαμική προσευχή, τρεις ώρες τις Κυριακές για Ορθόδοξη Λειτουργία, και την υπόλοιπη εβδομάδα να παραμένει ένας πολιτιστικός χώρος για όλους από κοινού, και για όλον τον κόσμο. […]»Ολόκληρη η μελέτη του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη είναι αναρτημένη στο Academia.edu.

Δήλωση του Παρατηρητηρίου Παγκόσμιας Κληρονομιάς για την Αγία Σοφία

«Η Αγία Σοφία θεωρείται γενικώς σαν ένα από τα σημαντικότερα κτίρια στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, των θρησκειών, και γενικά στην παγκόσμια ιστορία. Υπήρξε το τελευταίο από τα μνημειώδη κτίρια της αρχαιότητας, το μεγαλύτερο του κόσμου στην εποχή του. Τόσο η κατασκευή του, όσο και τα ανεκτίμητα ψηφιδωτά και άλλα έργα τέχνης συνιστούν υψηλά επιτεύγματα του ανθρωπίνου πνεύματος. Η Αγία Σοφία υπήρξε η πιο σημαντική εκκλησία του Ορθόδοξου Χριστιανισμού για πάνω από χίλια χρόνια και έγινε σύμβολο του Ισλάμ όταν μετατράπηκε σε τζαμί από τον Σουλτάνο Μωάμεθ Β’ μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Και βρίσκεται εκεί, στη θέση της, όλη την περίοδο των ετών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος της, και για όλη την περίοδο που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν παγκόσμια δύναμη, για άλλα 450 χρόνια. Τέλος, η μετατροπή της το 1934 σε μουσείο υπήρξε χαρακτηριστικό σημάδι της πολιτισμικής προόδου που απετέλεσε η μετάβαση ενός κατά μεγάλη πλειονότητα μουσουλμανικού πληθυσμού σε ένα σύγχρονο κοσμικό κράτος. Το στάτους της ως μουσείου συνέβαλε σημαντικά στη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ των Μουσουλμανικών και Χριστιανικών κοινοτήτων.

Αυτή η σύντομη περιγραφή είναι πολύ λίγη μπροστά στην παγκόσμια σημασία της Αγίας Σοφίας, ίσως όμως αρκεί για να εξηγήσει γιατί αυτό το κτίριο έχει τόσο μεγάλη σημασία για ολόκληρο τον κόσμο, και γιατί εγγράφηκε το 1985 στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς.

Η θεμελιώδης ιδέα της Σύμβασης Παγκόσμιας Κληρονομιάς (στην οποία προσχώρησε η Τουρκική Δημοκρατία το 1983) είναι ότι η αξία που έχουν τα αντικείμενα του Καταλόγου της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς είναι παγκόσμια. Η πολιτιστική ή φυσική σημασία τους είναι τόσο εξαιρετική, ώστε να ξεπερνά τα εθνικά σύνορα και να αποκτά κοινή σημασία και για τις σημερινές και τις μελλοντικές γενιές της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Ως εκ τούτου, η διαρκής προστασία αυτής της κληρονομιάς είναι ύψιστης σημασίας για το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Με απόλυτο σεβασμό στην κυριαρχία των κρατών στην επικράτεια των οποίων βρίσκεται ένα τέτοιο αντικείμενο πολιτιστικής ή φυσικής κληρονομιάς και χωρίς καμμία αμφισβήτηση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων που προκύπτουν από την εθνική νομοθεσία, τα κράτη – μέλη της Σύμβασης Παγκόσμιας Κληρονομιάς αναγνωρίζουν ότι η εν λόγω κληρονομιά αποτελεί Παγκόσμια Κληρονομιά.

Η απόφαση να μετατραπεί η Αγία Σοφία σε τζαμί επιβάλλει να υπενθυμίσουμε στις αρμόδιες τουρκικές αρχές την επίσημη δέσμευση που έχει αναλάβει η Τουρκική Δημοκρατία έναντι της παγκόσμιας κοινότητας για σεβασμό του διεθνούς δικαίου, και τήρηση των σχετικών διαδικασιών. Είναι συνεπώς αβάσιμος και παραπλανητικός οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι τα ζητήματα που αφορούν την Αγία Σοφία είναι υπόθεση των τουρκικών εθνικών αρχών και μόνο και ότι η έκφραση γνώμης της διεθνούς κοινότητας αποτελεί παραβίαση της τουρκικής κυριαρχίας.

Έχει τεράστια σημασία, οι αρχές, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης και ο λαός της Τουρκίας να κατανοήσουν και να σεβαστούν το γεγονός ότι η Αγία Σοφία είναι κληρονομιά όχι μόνο μιας επιμέρους εθνικής, θρησκευτικής ή άλλης ομάδας, αλλά αποτελεί κληρονομιά όλων των λαών του κόσμου και πρέπει να είναι εγγυημένη η ανεμπόδιστη πρόσβασή τους στην Αγία Σοφία. Αναμένουμε από την Τουρκία να τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει από τη Σύμβαση Παγκόσμιας Κληρονομιάς να “κάνει ό,τι μπορεί … στο μέγιστο των δυνατοτήτων της … για την προστασία, τη διατήρηση, την παρουσίαση και τη μεταβίβαση στις μελλοντικές γενιές” όλων των στοιχείων που συνιστούν την Εξαιρετική και Παγκόσμια Αξία της Αγίας Σοφίας.

Ο αρχικός λόγος για την οικοδόμηση της Αγίας Σοφίας ήταν η δημιουργία ενός Οίκου Προσευχής, προς επίκληση του Ενός Θεού και για πνευματική εμπειρία. Η υλική κληρονομιά που ενσωματώνεται στο κτίριο δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την κατάλληλη κατανόηση της άυλης κληρονομιάς που υπήρξε η πηγή έμπνευσης για αυτά τα αριστουργήματα της τέχνης και της αρχιτεκτονικής που ο κόσμος θαυμάζει εδώ και αιώνες. Και οι δύο αυτές κληρονομιές (υλική και άυλη) είναι αδιαχώριστες και πρέπει να προστατευτούν από κοινού.

Πιστεύουμε λοιπόν ότι το άνοιγμα της Αγίας Σοφίας στην προσευχή δεν έρχεται κατ’ αρχήν σε αντίθεση με το καθεστώς της Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Αυτό μπορεί πράγματι να αποτελεί μια συμπληρωματική δραστηριότητα – αρκεί να μην τίθεται σε κίνδυνο το ίδιο το κτίριο και οι παγκόσμιες αξίες του. Ωστόσο, όταν θα γίνει αυτό, θα πρέπει κανείς να σεβαστεί επαρκώς την αρχική προέλευση και ολόκληρη την ιστορία της Αγίας Σοφίας, πράγμα που συνεπάγεται ότι το κτίριο πρέπει να είναι διαθέσιμο για προσευχή εξίσου στους Μουσουλμάνους και στους Χριστιανούς. Ένας κοινός οίκος προσευχής για τις δύο θρησκείες που λατρεύουν τον ίδιο Παντοδύναμο Θεό θα ήταν πράγματι ο μόνος αξιόπιστος τρόπος επιβεβαίωσης και συνέχισης του ρόλου της Αγίας Σοφίας ως συμβόλου διαθρησκειακής αδελφοσύνης και ειρήνης μεταξύ των πολιτισμών του κόσμου. Ποτέ ο κόσμος δεν είχε τόση ανάγκη από τέτοια σύμβολα, και η ιστορία θα τιμήσει εκείνους που, αντί να προκαλούν διχασμό και να κάνουν εχθρούς, δείχνουν μεγαλοσύνη οικοδομώντας την ειρήνη. Βερολίνο, 13 Ιουλίου 2020».

[*] Ο Βασίλης Ξυδιάς είναι θεολόγος, εκπαιδευτικός. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε πολλές εφημερίδες, ιστοσελίδες, περιοδικά και επιστημονικές επιθεωρήσεις. Έχει εκδοθεί το βιβλίο του Βαλκανική Κοινοπολιτεία (Δόμος, 1994) και συμμετείχε στο συλλογικό τόμο: Τι είναι η ψυχή; (Αρχέτυπο, 2002). Είναι πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1992) και της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών ΕΜΠ με ειδίκευση σε Οργάνωση – Διοίκηση (1984). Έχει παρακολουθήσει μεταπτυχιακά σεμινάρια Συμβούλου Ανάπτυξης (ΕΕΤΑΑ, 1986) και εκκρεμεί ένα διδακτορικό στην Πολιτική Φιλοσοφία (Πάντειο Πανεπιστήμιο) που… ίσως, κάποτε ολοκληρωθεί.

ΠΗΓΗ

ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ

Προαιώνια ασπίδα στις επιδημίες η θρησκευτική πίστη

Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΖΙΜΑ

Το Χριστιανικό Πάσχα έγινε φέτος από την τηλεόραση και το διαδίκτυο, ο Ραβίνος στην Αθήνα διάβασε το βιβλίο της Εξόδου, παραμονή του Πεσάχ (Εβραϊκό Πάσχα) σε απευθείας σύνδεση με του πιστούς  μέσω  You tube και στην Ξάνθη ο μουφτής ευχήθηκε στους μουσουλμάνους «καλό ραμαζάνι» δια του Facebook.

Χριστιανοί, μουσουλμάνοι, Εβραίοι ξόρκισαν το «κακό του κορωνοϊού» στις κορυφαίες θρησκευτικές τελετές του προσευχόμενοι, όχι στις εκκλησίες, τα τζαμιά και τις συναγωγές που ήταν κλειστά, αλλά στο ψηφιακό σύμπαν, σε μια «πρόγευση» για τις ηλεκτρονικές θρησκευτικές τελετές του… μέλλοντος.

Από την εποχή της Βίβλου ακόμα, οι θρησκείες στην ιστορική τους διαδρομή προσέφευγαν στην επίκληση του Θείου ως ασπίδα  προστασίας της  ανθρώπινης ζωής από ασύμμετρα  απειλητικά φαινόμενα, όπως οι θανατηφόρες πανδημίες.

Αναγορεύονταν Άγιοι προστάτες – στην Ευρώπη υπάρχει και «Αγία Κορωνίδα» – αναγείρονταν εκκλησίες, αναπέμπονταν δεήσεις, οι πιστοί ήλπιζαν σε άνωθεν θαύματα.  

Τρεις καθηγητές πανεπιστημίου μιλούν στην «Κ» για πως οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες, προσέγγιζαν ανά τους αιώνες επιδημικές απειλές και βεβαίως την τωρινή του κορωνοϊού.

«Οι επιδημικές καταστάσεις στον Χριστιανισμό, με βάση την αυθεντική της διδασκαλία αντιμετωπίζονταν κατά βάση με την πίστη (εμπιστοσύνη) στο Θεό, αυταπάρνηση προς τον πλησίον, αλλά και την λογική», λέει ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Πέτρος Βασιλειάδης.

«Οι Πατέρες της Εκκλησίας ανέτρεχαν στην διδασκαλία του ιδρυτή της, προκειμένου να ερμηνεύσουν με την απόλυτη δυνατή ακρίβεια την εν χρόνω αποκεκαλυμμένη αλήθεια. Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της εποχής τους, απέβλεπαν σε μια «λογική» παρουσίαση της «υπέρ λόγον» αποκαλύψεως του «Θεού Λόγου». Στις περιόδους επιδημιών εν μέσω διωγμών την θυσιαστική προσφορά προς τους πληγέντας έθετε ως κύριο μέλημά του. Βέβαια, σε περιόδους ειρήνης εκφράστηκε κατά κύριο λόγο ως «λατρεύουσα» κοινότητα, στην ουσία ως «κοινωνία» των μελών της, με το Θεό αλλά και με τους συνανθρώπους, με την Ευχαριστία, κέντρο και προσδιοριστικό στοιχείο της λατρείας του, να προσδιορίζει την ταυτότητά του. Η Ευχαριστία άρχισε ως ένα κοινό δείπνο πρόληψης και αναλαμπής της εσχατολογικής Βασιλείας, ενός κόσμου δηλαδή διαφορετικού του συμβατικού πραγματικής αδελφικής κοινωνίας αγάπης, δικαιοσύνης, ειρήνης, αλλά και θυσιαστικής προσφοράς και αλληλεγγύης προς όλο τον κόσμο κατά  την «λειτουργία μετά την (λατρευτική) Θεία Λειτουργία».

Βιώνοντας, όμως, το μεγαλείο αυτής της εμπειρίας, και έχοντας ανυπέρβλητη συναισθηματική φόρτιση, όσο περνούσαν τα χρόνια στις μεγάλες επιδημίες πολλοί, ακόμη και σε θεσμικό επίπεδο, διολίσθησαν σε μαγικές συνταγές και συμπεριφορές, χωρίς όμως να πάψουν μέλη του να βοηθούν, ακόμη και με κίνδυνο της ζωής τους, τα θύματα των επιδημιών σε Δύση και Ανατολή».

Το Ισλάμ

«Ίσως, ένα από τα δυσκολότερα πράγματα τις ημέρες της Πανδημίας του Κορωνοϊού για τα πλειοψηφικώς μουσουλμανικά κράτη είναι η αποχή από οικογενειακές συνάξεις, μεγάλες κατά κανόνα, παρά η μη συνάθροιση για τέλεση θρησκευτικών καθηκόντων στα τζαμιά. Κι αυτό, διότι οι μουσουλμάνοι μπορούν να προσεύχονται από όπου κι αν βρίσκονται, αρκεί να τηρούν το θρησκευτικό αυτό καθήκον πέντε φορές την ημέρα και σε καθορισμένη ώρα», εξηγεί η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου κ. Αγγελική Ζιακα. «Στο Ισλάμ, θρησκεία που δεν χρειάζεται τη διαμεσολάβηση ιερατείου, ο κάθε πιστός τίθεται ενώπιον του Θεού και του θελήματός του δια μέσου της προσευχής. Ομοίως, δεν υπάρχουν μυστήρια, όπως στον Χριστιανισμό.

H ονοματοδοσία, ο γάμος αλλά και η κηδεία γίνονται μεν με τρόπο θρησκευτικό, αλλά χωρίς την υποχρεωτική τέλεσή τους στα τζαμιά. Για την προσευχή όμως της Παρασκευής και για τα προσκυνήματα, οι μουσουλμάνοι παραδοσιακά συναθροίζονται από κοινού στα τζαμιά και τα ιερά τους λίκνα, πρακτική που ενδυναμώνει την εγγύτητα και το σφρίγος τους ως φορέων της μαρτυρίας της ενότητας της μουσουλμανικής κοινότητας. Μπρος στην Πανδημία του κορωνοϊού η Σαουδική Αραβία, όπως και άλλες χώρες, προέβη άμεσα σε απαγόρευση συναθροίσεων στα τζαμιά αλλά και σε αναβολή της έλευσης προσκυνητών στους ιερούς τόπους, Μέκκα και Μεδίνα. Δεν είναι άλλωστε κρυφό στα ιατρικά πρακτικά των τελευταίων τριάντα χρόνων, η ύπαρξη πνευμονικών κυρίως μολύνσεων κατά το διάστημα του προσκυνήματος, όπου συγχρωτίζονται πάνω από 10.000.000 πιστοί.

Ομοίως, ανά τους αιώνες και κατά το μεγάλο προσκύνημα (Χατζ), πολλαπλασιαζόταν η δημιουργία δικτύων διάδοσης της πίστης, τα οποία διασπείρονταν σε όλο τον κόσμο τάχιστα, όπως και οι διάφορες ασθένειες, κυρίως χολέρα και πανώλη. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις, με ανταγωνιστικές μεταξύ τους προτεραιότητες κυριαρχίας στο εμπόριο αλλά και ελέγχου των ανθρώπινων δικτύων και της εξάπλωσης των νόσων, έθεταν τότε πολλούς από τους προσκυνητές σε υποχρεωτική καραντίνα και επίβλεψη σε απίθανα γεωγραφικά σημεία/περάσματα από την Ανατολή στη Δύση, όπως στη νήσο Kamaran, νότια της Υεμένης, σημείο ελέγχου εισόδου/εξόδου από την Ερυθρά Θάλασσα στον Ινδικό Ωκεανό».

Ο Ιουδαϊσμός

«Παρά τις δυσκολίες ορισμένων ομάδων, ο σύγχρονος Ιουδαϊσμός υιοθέτησε έγκαιρα τις επιταγές των Υπουργείων Υγείας και αποδέχτηκε την προσαρμογή, εξαιτίας της σοβαρότητας της αιτίας», εξηγεί αναφερόμενος στον Ιουδαϊσμό, ο  επίκουρος καθηγητής της Θεολογικής σχολής του ΑΠΘ  κ. Τιμολέων Γαλάνης.

Οι συναγωγές έκλεισαν έγκαιρα τις πόρτες τους, απαγορεύτηκαν οι συναθροίσεις, περιορίστηκε ο αριθμός των εισερχομένων στο δυτικό τείχος του Ναού των Ιεροσολύμων, το γνωστό «τείχος των δακρύων»  και απαγορεύτηκαν οι ασπασμοί των λίθων του, αν και επιτρέπονται από κοινού προσευχές στο ύπαιθρο τηρουμένων των αποστάσεων ασφαλείας, μόνο με το ελάχιστο όριο των δέκα  συμμετεχόντων.

Και αυτό, επειδή εκείνο που προέχει στον θρησκευτικό, ιουδαϊκό νόμο είναι η αρχή «Pikuach Nefesh», δηλαδή η διάσωση της ανθρώπινης ζωής.

Η εντολή αυτή βασίζεται στην απαγόρευση του βιβλίου του Λευιτικού 19,16: «Δεν θα σταθείς πάνω στο αίμα του πλησίον σου». Η εντολή αυτή ανήκει σε ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα της Πεντατεύχου, επειδή ο θεός προτρέπει τον λαό μέσα από την τήρηση των εντολών στην αγιότητα. Η  σοβαρότητα της εντολής είναι σαφής, δεν είναι αποδεκτό να γίνει ο άνθρωπος υπαίτιος να χαθεί ανθρώπινη ζωή, επειδή, όπως τονίζεται η ζωή είναι το υψηλότερο αγαθό. Η τήρηση του θρησκευτικού  νόμου σημαίνει ζωή και η απειλή της ζωής μπορεί να σημαίνει και αναστολή της τήρησης κάποιων διατάξεων, ακόμα και των λατρευτικών.

Στη νομική συλλογή της Μισσνά τον κανόνα διατυπώνει ο ραββί Ματθίας μπεν Χαράς λέγοντας ότι οποιαδήποτε απειλή κατά της ανθρώπινης ζωής υπερισχύει του Σαββάτου(Γιομά 8,6). Και το Σάββατο  είναι εξ ορισμού το κέντρο της θρησκευτικής ζωής του Ιουδαϊσμού, της λατρείας και της τήρησης του θρησκευτικού νόμου.

Σε μια περίοδο κρίσης, όπως αυτή, αναδύεται περισσότερο από ποτέ η ανάγκη της προσευχής: «Γιάτρεψέ μας Κύριε και θα θεραπευτούμε, σώσε μας και θα σωθούμε… γιατί εσύ είσαι θεός ιατρός, ελεήμων και πιστός» (Αμιδά, 8η ευλογία).

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η Εκκλησία δεν ζει για τον εαυτό της

Ο Πέτρος Βασιλειάδης είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ και διευθυντής προγράμματος του ΙHU. Πρόεδρος της Παγκόσμιας Συνομοσπονδίας Θεολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (WOCATI) και επί τιμή του Κέντρου Οικουμενικών και Ιεραποστολικών Μελετών (CEMES). Mέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Επιστημών της Θρησκείας και εκ των μεταφραστών της Καινής Διαθήκης στη δημοτική. Διετέλεσε ορθόδοξος επίτροπος της Παγκόσμιας Ιεραποστολής του ΠΣΕ. Είναι μέλος του κινήματος Relational Thinking των Ευρωπαίων επιστημόνων. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Μιλήσαμε μαζί του για την Ορθοδοξία και τον ρόλο της στην Ελλάδα.

– Ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας είναι η θρησκεία, συνήθως όμως οι διανοούμενοι στην Ελλάδα την παραμελούν.

– Αν και η πλειονότητα του ελληνικού λαού κάνει ακριβώς το αντίθετο! Εδώ και καιρό η Εκκλησία έχασε την επαφή της με τους διανοούμενους στην Ελλάδα. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες κοινωνία και Εκκλησία βρίσκονται σε διάλογο. Η θεσμική Εκκλησία δεν ενδιαφέρεται για τον διάλογο για να μη χάσει προνόμια, ενώ θα έπρεπε να επαναφέρει τις αξίες της στην κοινωνία. Η Ορθοδοξία από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους σταμάτησε να παράγει πολιτισμό. Από την άλλη πλευρά, η κοσμική διανόηση υποβλέπει το θρησκευτικό περίγραμμα της ελληνικής κοινωνίας θεωρώντας το ξεπερασμένο. Η υποκατάσταση της θρησκείας από την επιστήμη ήταν ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη μετά τον Διαφωτισμό. Σήμερα φαίνεται να ενισχύεται το θρησκευτικό αίσθημα σε όλες τις κοινωνίες, όχι όμως με υγιή τρόπο. Η θεολογία υπεισέρχεται σε δια-θρησκειακό διάλογο, που η θεσμική Εκκλησία υποβλέπει.

– Πιέζεται από κάπου η Εκκλησία να μπει σε διαδικασία διαλόγου;

– Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης διατράνωσε ότι η Εκκλησία δεν ζει για τον εαυτό της. Βγαίνοντας όμως στον κόσμο βγαίνει και από την ασφάλεια. Η πραγματική Εκκλησία είναι αυτή που βρίσκεται διαρκώς σε ιεραποστολή.

– Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων είναι ορθόδοξοι. Από τι ακριβώς νιώθει η Εκκλησία ότι απειλείται;

– Ο κόσμος αισθάνεται την Εκκλησία σαν ένα καταφύγιο και μένει ικανοποιημένος. Πολλοί όμως σοβαροί κληρικοί αισθάνονται ότι χρειάζεται κάτι παραπάνω. Ο κόσμος δεν ζητεί τίποτε πέρα από την κυριακάτικη λειτουργία. Η λειτουργία, όμως, χωρίς τη λεγόμενη μετα-λειτουργία είναι λειψή. Και οι κοσμικοί και οι θρησκευόμενοι αρνούνται τον διάλογο, γιατί αισθάνονται ασφαλείς στον μικρόκοσμό τους.

– Γιατί τότε να υπάρξει αλλαγή;

– Η Εκκλησία δεν είναι καταφύγιο της ψυχικής ηρεμίας του καθενός, αλλά το φως του κόσμου για την αναμόρφωσή του.

– Αν η Χιλιετής Βασιλεία είναι τώρα εδώ, γιατί να υπάρξει αλλαγή;

– Στο Βυζάντιο ήταν παρούσα με διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες εκφράσεις. Η σωστή έκφραση της Εκκλησίας είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά ένα καράβι (ναός από το ναυς) που πορεύεται προς κάτι που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.

– Μα ζούμε σαν να πιστεύουμε ότι έχει ολοκληρωθεί.

– Δεν προσλαμβάνω τέτοια εντύπωση από τους ανθρώπους. Περισσότερο τους βλέπω να βρίσκουν το φάρμακό τους μέσα στην Εκκλησία. Η λειτουργία, όμως, δεν είναι παρά πρόγευση της Βασιλείας. Έχουμε κι άλλες ευθύνες. Αυτές οι αντιλήψεις είναι κακέκτυπα της εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής, επηρεασμένες από έναν περίεργο τύπο ατομικότητας. Η πραγματική έννοια της Εκκλησίας είναι αυτή της κοινωνίας.

– Δηλαδή ως Έλληνες ορθόδοξοι, ζούμε διπλή ζωή.

– Ακριβώς. Από τη μια η κοσμική ζωή που δεν αλλάζει, από την άλλη το «φαρμακείο της ψυχής».

– Υπάρχει περίπτωση να συνδέεται το ορθόδοξο δόγμα με αυτή την κατάσταση;

– Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει δόγμα, αλλά δεν είναι δογματική. Ευθύνη μας είναι να το επικαιροποιήσουμε. Χωρίς αποδοχή από το σώμα των πιστών δεν υπάρχει δόγμα. Ο λαός είναι συλλειτουργός των μυστηρίων και έχει την ίδια ευθύνη με τον κλήρο. Αυτή η συνοδικότητα έχει δυστυχώς εκλείψει σήμερα.

– Όλοι είναι ίσοι;

– Όλοι είναι μέλη του σώματος του Χριστού, και είναι ίσοι απέναντι στην κεφαλή (που είναι ο Χριστός).

– Οι προτεστάντες είναι ίδιοι με τους ορθόδοξους και τους καθολικούς;

– Οι προτεστάντες αντέδρασαν στον καταπιεστικό παπικό θεσμό φτάνοντας στο άλλο άκρο. Δεν έχουν εκκλησιαστική ενότητα, παρά μόνον ατομική σχέση με τον θεό. Δεν είναι Εκκλησία αυτό. Και αισθανόμενοι το έλλειμμα αυτό πρωτοστάτησαν μαζί με το πατριαρχείο στον οικουμενικό διάλογο. Η Ελλαδική Εκκλησία είναι στενά συνδεδεμένη με το κράτος, που εκμεταλλεύεται την Εκκλησία όσο μπορεί. Η Εκκλησία θα γίνει δυνατή αν επαναφέρει το συνοδικό σύστημα σε όλες τις βαθμίδες.

– Οι οργανώσεις όπως η «ΖΩΗ» έπαιξαν ποτέ τέτοιο ρόλο;

– Αυτές ήταν το άλλο άκρο. Απαγκιστρώθηκαν από το σύστημα της Εκκλησίας και δημιούργησαν το δικό τους υποσύστημα. Είχαν καλή πρόθεση να αλλάξουν τα πράγματα. Αλλά είχαν δομή διαφορετική από της Εκκλησίας. Θέλησαν να κυριαρχήσουν στην Εκκλησία, και το κατάφεραν. Ήταν, βέβαια, πρωτοπόροι σε πολλά πράγματα, όπως η επαναφορά του κηρύγματος.

– Γιατί δεν δημιούργησαν ποτέ Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα;

– Ευτυχώς. Η Αριστερά αντέγραψε τα κοινωνικά αφηγήματα της Εκκλησίας, ακόμα και την πρακτική της (τις λιτανείες αντικατέστησαν τα φεστιβάλ) για να συσπειρώσει τον κόσμο. Το βασικό στοιχείο, όμως, του χριστιανισμού είναι η ελευθερία, και αυτήν απέτυχαν να τη εξασφαλίσουν. Η Αριστερά μιλά με όρους κοσμικού χιλιασμού.

– Ο ησυχασμός έπαιξε ρόλο στην «καθήλωση» της Ορθοδοξίας;

– Ο ησυχασμός δεν αντιτίθεται στο νέο (ακόμη και στον λόγο). Πολλοί παρερμηνεύοντάς τον βγάζουν από τη σκέψη τους τον άλλο, με αποτέλεσμα ουσιαστικά να βγάζουν και τον όντως Άλλο, τον Θεό. Ο αυθεντικός ησυχασμός δεν οδηγεί στην άρνηση του λόγου. Συνέβαλε βέβαια στον απομονωτισμό κατά την Αναγέννηση.

– Υπάρχουν πατερικά κείμενα που να μπορούν να μας φέρουν κοντύτερα σε μια ενδοκοσμική σωτηρία; Ή για τους ορθόδοξους η σωτηρία είναι μόνο μεταφυσική;

– Έτσι κατάντησε, εξαιτίας όχι της αυθεντικής ορθόδοξης διδασκαλίας, αλλά του επηρεασμού που διαμορφώθηκε τον Μεσαίωνα. Δυναμική ερμηνεία μπορεί να βρεθεί και στην Καινή Διαθήκη.

– Εμείς, πάντως, δεν έχουμε καλή σχέση με την Αγία Γραφή.

– Άλλο ένα αρνητικό στοιχείο. Η Εκκλησία μας κατάντησε Εκκλησία των Πατέρων και όχι του Χριστού, παρότι οι ίδιοι οι Πατέρες ήταν αυθεντικοί ερμηνευτές της Γραφής. Η προσήλωση στα πατερικά κείμενα συντελέστηκε λόγω μιας αρνητικής ταυτότητας που δημιουργήθηκε εξαιτίας της αμυντικής στάσης της Ανατολικής Εκκλησίας. Είμαστε αυτό που δεν είναι οι άλλοι π.χ. οι προτεστάντες που δίνουν μεγάλη βάση στη Γραφή. Ευτυχώς σήμερα υπάρχουν θεολόγοι που υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να είμαστε το αντίθετο των άλλων, αλλά αυθεντικοί χριστιανοί, που δεν κατάφεραν εκείνοι.

– Μπορεί να υπάρξει εθνικό κράτος χωρίς εθνική Εκκλησία;

– Αυτοκέφαλη ναι, αλλά όχι εθνική. Η εθνοφυλετική ταυτότητα προηγείται σε πολλούς ορθοδόξους, ενώ θα έπρεπε να προηγείται η ορθόδοξη. Η εθνική ταυτότητα ακολουθεί. Αυτοκεφαλία βέβαια είναι μόνο διοικητική, η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να είναι μία. Ο καθολικός κόσμος δεν αντιμετώπισε τέτοιο πρόβλημα, επειδή ο Πάπας είχε πολιτική διοίκηση και παγκόσμια δικαιοδοσία. Το κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να αποδώσει στην Εκκλησία τις αποζημιώσεις που συμφωνήθηκαν. Ήταν ευκαιρία όχι μόνο διακριτών ρόλων αλλά και πλήρους χωρισμού, με την προϋπόθεση η διοίκηση της Εκκλησίας να επανέλθει σε πλήρη συνοδικότητα, με συμμετοχή στη διοίκησή της του κλήρου, των επισκόπων, των μοναχών και των πιστών. Σήμερα η συνοδικότητα εξαντλείται μόνο στο ανώτερο επίπεδο. Οι Εκκλησίες πρέπει να είναι αυτοκέφαλες, χωρισμένες από το κράτος με Προκαθήμενο, που όμως να μην μπορεί να κάνει τίποτα χωρίς τους πολλούς.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ