Ανορθόδοξος φονταμενταλισμός

Toυ Αρχιμανδρίτη ΣΟΦΡΩΝΙΟΥ ΓΚΟΥΤΖΙΝΗ

Η Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με συντριπτική πλειοψηφία των μελών ΔΕΠ των Τμημάτων της, αποφάσισε τη δημιουργία και λειτουργία Προγράμματος Ισλαμικών Σπουδών. Η απόφαση αυτή πρόσφατα εγκρίθηκε και από το αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας. Πρέπει δε ο αναγνώστης να γνωρίζει ότι στα πλαίσια της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της επιστημονικής έρευνας η πανεπιστημιακή κοινότητα είναι η μόνη υπεύθυνη για τη διαμόρφωση του προγράμματος σπουδών της. Παρόλα αυτά οι πρωτεργάτες του εγχειρήματος ζήτησαν και έλαβαν την ευλογία του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την ευόδωση της προσπάθειάς τους. Επίσης το εγχείρημα στηρίχτηκε και από το σύνολο των Αρχιερέων της Θράκης μας.

Η λειτουργία Προγράμματος Ισλαμικών Σπουδών μέσα στο ακαδημαϊκό περιβάλλον δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο και πρωτάκουστο στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Ο αναγνώστης θα πρέπει να γνωρίζει πως ένας από τους σπουδαιότερους ισλαμολόγους στην Ευρώπη είναι ο ελληνικής καταγωγής καθηγητής του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου Αστέριος Αργυρίου, τον οποίο ο γράφων είχε την τύχη να έχει καθηγητή κατά την περίοδο των σπουδών του, οπότε και ο φημισμένος καθηγητής δίδασκε ως επισκέπτης στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ. Επίσης ο αναγνώστης θα πρέπει να μάθει πως για δεκαετίες η Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης παραχωρούσε το αίθριο του 4ου ορόφου της προκειμένου να προσεύχονται οι μουσουλμάνοι φοιτητές του ΑΠΘ στην λατρεία της Παρασκευής. Έχει λοιπόν η Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης μία μακροχρόνια συνεισφορά στη συνάντηση και στην αλληλογνωριμία με τις άλλες θρησκείες και ειδικότερα το Ισλάμ. Η δημιουργία του Προγράμματος Ισλαμικών Σπουδών έρχεται ως συνέχεια αυτής της πολυετούς διαδρομής.

Η διαδρομή αυτή όμως δεν είναι εύκολη. Η καλή θέληση δεν είναι πάντα δεδομένη. Έτσι η δημιουργία Προγράμματος Ισλαμικών Σπουδών και οι εμπνευστές της σπιλώθηκαν, συκοφαντήθηκαν, έγιναν στόχος λασπολογίας και κακοπροαίρετης κριτικής. Σε αυτή πρωτοστατούν εθνικιστικοί κύκλοι οι οποίοι κρύπτονται πίσω από ταμπέλες «αγωνιζωμένων χριστιανικών κινήσεων», στρατευμένες ιστοσελίδες θρησκευτικής παραπληροφόρησης, μεμονωμένοι ιερομόναχοι που βλέπουν παντού εχθρούς, καθώς και μειοψηφούντες καθηγητές της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ. Όλοι αυτοί συναθροίσθηκαν στο Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο την προηγούμενη Κυριακή 14/2/2016 σε εκδήλωση κατά της λειτουργίας του Προγράμματος Ισλαμικών Σπουδών, που διοργάνωσε η τοπική Ιερά Μητρόπολις.

Παρακολούθησα μέσω internet την ως άνω εκδήλωση. Τα συμπεράσματα πικρά: ένοιωσα πως στο Βελλίδειο δεν συναθροίσθηκε η Εκκλησία του Χριστού ,γιατί στην Εκκλησία του Χριστού και των Αγίων κυριαρχεί η χαρά, στην εν λόγω εκδήλωση κυριάρχησε ο φόβος: ο φόβος απέναντι στον ξένο, απέναντι στο σήμερα,   στις προκλήσεις του μέλλοντος, ο φόβος που δεν άφηνε πουθενά χώρο για την αγάπη. Όπου υπάρχει φόβος είναι αδύνατον να ανθίσει ο παράδεισος. Τελικά στην εκδήλωση του Βελλιδείου ο Χριστός ήταν απών. Μπορεί κάποιοι να νοιάζονταν για το έθνος, μπορεί κάποιοι να προσκόμισαν αδιάσειστα στοιχεία για το δημογραφικό, ο Χριστός όμως ήταν απών. Ο Χριστός του Βελλιδείου ήταν ένα ιδεολόγημα και όχι το πρόσωπο του Θεανθρώπου. Όχι εκείνος που μίλησε κυρίως με τις πόρνες, με τους τελώνες, με τη Σαμαρείτιδα, την Χαναναία, τον Άσωτο, των Ρωμαίο Εκατόνταρχο. Μπορεί να ήταν παρών ο «Χριστός» του ελληνοχριστιανισμού, απουσίαζε όμως ο Χριστός της Εκκλησίας που αναστήθηκε και νίκησε τον θάνατο. Στο Βελλίδειο όμως κρύφτηκε ο Χριστός της Εκκλησίας και νίκησε ο θάνατος: ο θάνατος της αγάπης, ο θάνατος της ελευθερίας, ο θάνατος της αλήθειας. Ευτυχώς όμως η Θεσσαλονίκη έχει μνημεία και για αύτο στο σώμα της πόλεως διασώζεται η αλήθεια. Στον ίδιο τον Ιερό Ναό του πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου υπάρχει ένα ενδιαφέρον ψηφιδωτό, το οποίο βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του νότιου πεσσού. Η εικόνα παριστά ολόσωμο το Μεγαλομάρτυρα να ακουμπά το χέρι του με προστατευτικό τρόπο στον ώμο ενός επίσης ολόσωμου διακόνου.

αag. dimitrios

 

Κάτω από τα πόδια των δύο μορφών αναγράφεται το εξής:

“Πανόλβιε, Χριστού μάρτυς, φιλόπολις / φροντίδα τίθη, και πολιτών και ξένων”

Δηλαδή: Μακάριε Μάρτυρα του Χριστού, εσύ που αγαπάς την πόλη σου, φρόντιζε και τους πολίτες της και τους ξένους.

Τελικά, αγαπητέ μου αναγνώστη, η συνάθροιση του Βελλιδείου δεν ήταν εκκλησιαστικό γεγονός, αλλά τραγική μαρτυρία αν-ορθόδοξου φονταμενταλισμού.

ΠΗΓΗ

XANTHIpress

Ισίδωρος Ζουργός: «Σπορές της Βίβλου στο νεοελληνικό μυθιστόρημα»

Στο πλαίσιο του Επιστημονικού Συνεδρίου: «Αγία Γραφή και Ελληνική Λογοτεχνία», της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας, τον Δεκέμβριο του 2015 στο Πολιτιστικό κέντρο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, ο συγγραφέας Ισίδωρος Ζουργός μίλησε με θέμα: «Σπορές της Βίβλου στο νεοελληνικό μυθιστόρημα».

ΠΗΓΗ

Αντίφωνο

Εκοιμήθη ένας καλός διδάσκαλος των φοιτητικών χρόνων, ο Βασίλειος Σταυρίδης

Του ΓΙΑΝΝΗ ΓΙΓΟΥΡΤΣΗ, Φιλολόγου της Μεγάλης του Γένους Σχολής

 

Ο θάνατος του καθηγητή Βασιλείου Σταυρίδη στις 19 Φεβρουαρίου 2016, σηματοδοτεί το τέλος μιας ολόκληρης εποχής για την ιστορία της ορθόδοξης Θεολογίας και ειδικότερα για την Θεολογική Σχολή της Χάλκης.

Ο Βασίλειος Σταυρίδης υπήρξε ο τελευταίος εν ζωή των μεγάλων καθηγητών της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, στην οποία δίδαξε επί μία εικοσαετία από το 1951-1971, οπότε η Σχολή έκλεισε. Υπήρξε δάσκαλος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και δεκάδων άλλων κληρικών και λαϊκών θεολόγων και έχαιρε μεγάλου σεβασμού και τιμής από την παγκόσμια κοινότητα των θεολόγων και όχι μόνο, τιμήθηκε από πολλούς φορείς και από το Πατριαρχείο ειδικότερα. Άλλωστε, μετά τη Χάλκη δίδαξε στις σημαντικότερες ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές του κόσμο, στην Βοστώνη, στο Μπαλαμάν (Λίβανος), στην Θεσσαλονίκη, στο Σίδνεϋ και άλλου. Πολυγραφότατος και εργατικός μέχρι το τέλος της ζωή του, δημοσίευσε πάμπολλες μελέτες, ενώ κάποια από τα βιβλία τους, ειδικά σε σχέση με την Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου θεωρούνται έργα αναφοράς.

Γεννήθηκε στον Γαλατά της Πόλης το 1925 πήγε Δημοτικό στο Βαφεοχώρι, Γυμνάσιο στην Μεγάλη του Γένους Σχολή και ολοκλήρωσε το σχολείο στην Χάλκη. Εκεί συνέχισε και τις σπουδές του στην Θεολογική σχολή για να κάνει τα μεταπτυχιακά και το διδακτορικό του στην Αμερική με την βοήθεια και την παρότρυνση του μετέπειτα πατριάρχη Αθηναγόρα.

Στη Σχολή της Χάλκης θα διδάξει Εκκλησιαστική Ιστορία και θα σφραγίζει το μάθημα με την παρουσία του. Ακάματος, ευγενής και αγαπητός ο Βασίλειος Σταυρίδης συνέχισε να προσφέρει έργο στο Πατριαρχείο και στην θεολογία ως το τέλος της ζωής του, συμμετέχοντας σε συνοδικές επιτροπές, στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, αλλά και σε σειρά συνεδρίων και προγραμμάτων. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος τον τίμησε από νωρίς απονέμοντάς του, δυο μήνες αφού ανέβηκε στο θρόνο, το τιμητικό οφίκιο του Άρχοντα Διδασκάλου του Ευαγγελίου. Στην απονομή εκείνη (1-1-1992) έλεγε τότε ο Πατριάρχης: «Τον Καθηγητήν Σταυρίδην διακρίνει βαθεία πίστις και ευσέβεια, ταπείνωσις, ευγένεια χαρακτήρος, τιμιότης, εργατικότης. Εις τους μαθητάς του εκτός των ξηρών γνώσεων προσπαθεί να μεταδώση κάτι από τον πλούσιον εσωτερικόν του κόσμον. Δι’ αυτούς αποτελεί πρότυπον χριστιανού επιστήμονας. Και εάν δεν έχετε σήμερον μαθητάς, Εντιμολογιώτατε, έχετε όμως τας ιδίας αρετάς, τας οποίας τότε εξεθειάζομεν, και έτι περισσοτέρως, αι οποίαι όντως σας καθιστούν πρότυπον χριστιανού επιστήμονος και δια των οποίων πιστώς διακονείτε τη Μητρί Εκκλησία και τοις Ιεροίς αυτής σκοποίς επί μακράν σειράν ήδη ετών, μετά ζήλου και αφοσιώσεως και προθυμίας, αγογγύστως και επί πλέον αποδοτικώς και καρποφόρως. Ιδού διατί, εκφράζοντες την συνείδησιν της Εκκλησίας περί υμών, τιμητικώς κατετάξαμεν υμάς σήμερον μεταξύ των οφφικιάλων αυτής, ήτοι εις επιβράβευσιν της προς αυτήν πιστότητας και μακροχρονίου προσφοράς υμών». 

Πέρα από το έργο του που θα μελετάμε για χρόνια ακόμα, μου μένει προσωπικά η ανάμνηση ενός εμφανώς εργατικού, ανυπόκριτα σεμνού και εξαιρετικά ευγενικού ανθρώπου, καθώς και η εικόνα του στο στασίδι του στον πατριαρχικό ναό, απέναντι από τον πατριαρχικό θρόνο να παρακολουθεί με ιερή προσήλωση και κατάνυξη τις ακολουθίες. Ας είναι η μνήμη του αιωνία και ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει.

Η φωτογραφία του είναι από τη σελίδα της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Μέσα στο ναό της Αγίας Τριάδος τοποθετήθηκε αυτός ο πίνακας που απεικονίζει τον Βασίλειο Σταυρίδη, και ο ηγούμενος, Μητροπολίτης Προύσης Ελπιδοφόρος έψαλε τρισάγιο στη μνήμη του.

 

ΠΗΓΗ

Το ενοχλητικό Εκκρεμές του Καθηγητή Ουμπέρτο. Όταν ένα προσκύνημα στο Άγιον Όρος διακόπτεται κάθε τόσο από τις ενοχλητικές ταλαντώσεις του εκκρεμούς

Του ΘΟΔΩΡΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ

Όταν αφήσαμε πίσω μας τα Στάγειρα, η βαριά σκιά που έριχνε το άγαλμα του μεγάλου δάσκαλου έχασε το βάρος της. Μπορεί ο Ουμπέρτο ‘Εκο να τον θεωρεί σαν τον πιο έξυπνο Έλληνα όλων των εποχών, η σκόπιμη όμως αποφυγή οποιασδήποτε αναφοράς στο αριστοτελικό έργο αποτελούσε πηγή ανακούφισης. Εξάλλου, η σιωπηρή συμφωνία που είχε για στόχο λίγες μέρες πραγματικής ξεκούρασης, εκτός από το αυστηρό ίingognito, περιλάμβανε και την αυτονόητη αποφυγή οποιουδήποτε θέματος που θα είχε σχέση με βιβλία, εκδότες και συγγραφείς. Στην Ουρανούπολη, όμως, φάνηκε για μια ακόμη φορά ότι οι βουλές των ανθρώπων σπάνια συμπίπτουν με τις βουλές άλλων ανθρώπων. “Έτσι πέσαμε πάνω στην εφημερίδα που είχε την είδηση: το νέο βιβλίο του Ουμπέρτο ‘Έκο που θα παρουσιαζόταν στην έκθεση της Φρανκφούρτης, είχε τον τίτλο «Το εκκρεμές του Φουκώ».

Στο ίδιο κομμάτι, παρμένο από ιταλική εφημερίδα, ανάμεσα σε πλήθος ανακρίβειες περιλαμβάνονταν και μερικά ακόμη στοιχεία για το προαναγγελλόμενο και, φυσικά, «προπωληθέν» μυθιστόρημα. Δράστης της διαρροής ένας φίλος του συγγραφέα, λόγιος, δοκιμιογράφος και πασίγνωστος στην Ιταλία, ο Oreste del Buono που, όπως δήλωσε ζητώντας συγνώμη, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό κι έτσι αποκάλυψε τα όσα — ελάχιστα — γνώριζε για το έργο. Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε τη συνέχεια. Η είδηση, κατρακυλώντας σε περιοδικά, εφημερίδες, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, κι όχι μόνο στην Ιταλία, θα αποτελούσε το προανάκρουσμα ενός αναμενόμενου ξεσπάσματος. Κι επειδή στα χρόνια που ζούμε τα μέσα της ενημέρωσης τα χειρίζονται πανέξυπνοι και παμπόνηροι άνθρωποι, έχουμε κάθε δικαίωμα να είμαστε επιφυλακτικοί τόσο σχετικά με την ένταση του πειρασμού που βασάνιζε τον δημοσιογράφο, όσο και για την ειλικρίνεια της συγνώμης του. Γεγονός πάντως, είναι ότι από τη στιγμή εκείνη το «Εκκρεμές» θα έκανε αρκετά συχνά την εμφάνιση του στις διάφορες συζητήσεις, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες να το αγνοήσουμε. Στο λιμανάκι της Δάφνης βρισκόμαστε ακόμη στον έξω κόσμο. Τον δικό μας. Όταν, όμως, μετά την τελευταία στροφή του ανηφορικού δρόμου βλέπουμε τη Μονή της Σιμωνόπετρας, καταλαβαίνουμε ότι σύντομα θα πρέπει να δεχτούμε πως εδώ ισχύουν κάποια άλλα, διαφορετικά μέτρα.

Στους εξώστες του μοναστηριού μπορείς να μείνεις ώρες σιωπηλός ή να παρασυρθείς σε ατέλειωτες φλυαρίες. Κι ο Ουμπέρτο, πολύγλωσσος και συνήθως λαλίστατος, κουβεντιάζει με τους μοναχούς προσπαθώντας, μέσα στον ελάχιστο δυνατό χρόνο να γνωρίσει όσο το δυνατόν περισσότερα. Κι όπως είναι φυσικό, σε μια συζήτηση που γίνεται χωρίς κανένα πρόγραμμα και που τα θέματα της ξεκινάνε από το αλάθητο του πάπα και φτάνουν στο Μάη του ’68, θα ξεπροβάλει κάποια στιγμή και το θέμα που πάντοτε τον γοητεύει: οι αιρέσεις. Και, τελείως αυθόρμητα, θα του «ξεφύγει» ότι στο νέο του βιβλίο (το Εκκρεμές) υπάρχουν και αρκετές σελίδες αφιερωμένες σ’ αυτό το θέμα.

Στις Καρυές, μετά από μια σύντομη επίσκεψη στη Μονή Ιβήρων, στο κονάκι της Σιμωνόπετρας, ο μοναχός Ελισαίος δεν είναι μόνο ένας άψογος οικοδεσπότης. Νεώτατος σε ηλικία, σοβαρός και ανεκτικότατος, έχει μελετήσει και τους λατίνους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, μιλάει αργά και ήρεμα, δεν εντυπωσιάζεται κι ούτε θέλει να εντυπωσιάσει. Σχολιάζει με την ίδια σεμνότητα τις απόψεις του Αγίου Αυγουστίνου ή του Θωμά του Ακινάτη και τις καθημερινές μας μικροαπορίες. Οι μοναχοί δοκιμάζουν το ρακί — που τόσο άρεσε στον Ουμπέρτο Έκο — όταν το φτιάχνουν. Δεν πίνουν, όμως, γιατί το οινόπνευμα αλλοιώνει τη σκέψη τους. Κι όσο για τις ανησυχίες του διάσημου καθηγητή σχετικά με το επίπεδο συντήρησης και διαφύλαξης των πολύτιμων χειρογράφων, τις θεωρεί σχεδόν αδικαιολόγητες. Η παράδοση δεν σώζεται συντηρώντας τους κώδικες ή τις εικόνες και προβάλλοντας τους θησαυρούς με στόχο την άγρα τουριστών. Μια τέτοια παράδοση δεν ενδιαφέρει. Η ζωντανή παράδοση, η μόνη που αξίζει να περισωθεί, βρίσκεται μέσα στον κάθε μοναχό, μια και ο καθένας έχει μέσα του, ζωντανό, τον Ναζωραίο…

Οι καμπάνες και τα σήμαντρα μας οδηγούν στη μουσική. Ο Ουμπέρτο, που παίζει φλάουτο, πιστεύει πως ένα από τα στοιχεία που χαρίζουν ομορφιά σε μια σύνθεση, είναι οι aσυνήθιστοι συνδυασμοί των ήχων και, κατά συνέπεια, η δυσκολία της εκτέλεσης. Όχι μόνο διαφωνούμε αλλά και φαίνεται ξεκάθαρα πως η κουβέντα δεν πρόκειται να καταλήξει πουθενά. Εξάλλου, στις αμέτρητες σελίδες που έχει γράψει ως τώρα, η μουσική κατέχει μια πολύ περιορισμένη θέση. Η αντίδραση του στην τελευταία παρατήρηση είναι αρκετά έντονη και προκαλεί μια ακόμη «διαρροή», αυτή τη φορά σκόπιμη. Στο νέο του βιβλίο (πάλι το «Εκκρεμές»!) θα υπάρχουν και αρκετές σελίδες για τη μουσική. Και γιατί να μην υπάρχουν; Σίγουρα το «Εκκρεμές» εκτός από πανέξυπνο και περίτεχνο θα είναι και πολυσέλιδο. Η εξυπνάδα όμως, η δεξιοτεχνία και οι απεριόριστες γνώσεις δεν οδηγούν σίγουρα στη δημιουργία ενός «καλού» μυθιστορήματος μια και, είτε το θέλουμε είτε όχι, για τη γοητευτική πεζογραφία υπάρχουν μέσα μας και πλήθος άλλες προδιαγραφές.

Και γιατί ένα βιβλίο, ας πούμε «Το Όνομα του Ρόδου», θα πρέπει να έχει τόσο πλούτο (και βάρος) πληροφοριών; Μήπως οι λογοτέχνες (και όχι μόνο αυτοί) δεν προσπαθούν να συμπιέσουν τον όγκο, να περιορίσουν την έκταση και να ενισχύσουν την ένταση; Είναι κι αυτό ένα από τα κομμάτια του συναρπαστικού σημειολογικού παιχνιδιού. Από το μεγάλο έπος στο ποίημα με τους λίγους στίχους, κι ακόμη παραπέρα στον ένα και μόνο στίχο, κι απ’ αυτόν στη μια και μόνο λέξη, κι από την πολυσύλλαβη στην πιο μικρή, την απολύτως αμετάφραστη κι ίσως ακατανόητη: τζίγκι… Η μακρόχρονη φιλία επιτρέπει την ανεμπόδιστη εκδήλωση οποιασδήποτε κρίσης, ακόμη και της πιο αρνητικής. Κι ο Ουμπέρτο Έκο αντιδρά με τη νηφαλιότητα του σοφού και του δυνατού.

— Δεν πειράζει. Κανένας δεν είναι τέλειος.

Η πρόκληση είναι ολοφάνερη. Ποιος (κανένας) δεν είναι τέλειος; Συγγραφέας ή αναγνώστης; Η στιγμή επέβαλε υποχρεωτικά την παράφραση των όσων είπε ο Μότσαρτ όταν, μετά την παράσταση μιας όπερας του Σαλιέρι, ο συνθέτης ρώτησε τη γνώμη του νεαρού Αμαντέους.

— Ένα τέτοιο βιβλίο μόνο ένας Ουμπέρτο Έκο θα μπορούσε να γράψει!

Αυτά σχετικά με το «Όνομα του Ρόδου». Όσο για το «Εκκρεμές του Φουκώ», μπορεί να μας αρέσει, μπορεί και όχι, σίγουρα όμως θα το διαβάσουμε.

Ο Ουμπέρτο Έκο μπροστά του άγαλμα του Αριστοτέλη, 7 Αυγούστου 1988

Στις Καρυές ανάμεσα στον μοναχό Ελισαίο και τον Θόδωρο Ιωαννίδη

Στη Σιμωνόπετρα

Ο Έκο στο Άγιον Όρος. Στο βάθος η Σιμωνόπετρα

ΠΗΓΗ

Από το παλαιό καλό περιοδικό των φοιτητικών μου χρόνων· Το Τέταρτο, τχ. 33 (Δεκέμβριος 1988) 32-35.

Το κείμενο υπάρχει και στο: ανεμούριον

Στην αιωνιότητα… ακόμη ένας κορυφαίος του πνεύματος, γιατί… η μόνη βεβαιότητα της ζωής είναι ο θάνατος…

Ο ιταλός φιλόσοφος και συγγραφέας Ουμπέρτο Εκο, πέθανε την Παρασκευή στην Ιταλία σε ηλικία 84 ετών.

Τον θάνατό του επιβεβαίωσε ο εκδότης του στο ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων ANSA. Ο Εκο πέθανε στο σπίτι του, στο Μιλάνο και η αιτία του θανάτου δεν έγινε επίσημα γνωστή.

Ως σημειωτιστής, ο Εκο προσπαθούσε να ερμηνεύσει τους πολιτισμούς μέσω των συμβόλων –  όπως η γλώσσα, οι θρησκευτικές εικόνες, η μουσική, η κυκλοφοριακή σήμανση κλπ. Εγραψε πάνω από 20 βιβλία επί του θέματος και ήταν καθηγητής Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, το αρχαιότερο πανεπιστήμιο της Ευρώπης.

Στο πρώτο μυθιστόρημά του, το “Ονομα του Ρόδου”, που ήταν και η μεγαλύτερη εκδοτική επιτυχία του, ο Εκο συνδύασε την επιστήμη του με τη μεσαιωνική, αστυνομική πλοκή κι έγινε παγκοσμίως γνωστός. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1980 κι έχει πουλήσει περισσότερα από 10 εκατομμύρια αντίτυπα σε περίπου 30 γλώσσες. Το 1986 έγινε ταινία από τον Ζαν Ζακ Αρνό, με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι.

Ο Έκο γεννήθηκε στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε στις 5 Ιανουαρίου 1932. Από το 1975 έως το 2007 κατείχε την έδρα του Καθηγητή Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και από το 1988 ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο.

«Θα μας λείψει η ματιά του στον κόσμο»

«Ο Ουμπέρτο Έκο, ένας από τους πιο διασημότερους διανοούμενους της Ιταλίας, είναι νεκρός», ήταν ο τίτλος στον ιστότοπο της εφημερίδας Corriere della Sera.

«Ο Ουμπέρτο Έκο υπήρξε μια σημαντική παρουσία στην ιταλική πολιτιστική ζωή των τελευταίων 50 ετών, αλλά το όνομά του παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο, σε διεθνές επίπεδο, με την τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του Το όνομα του Ρόδου», συνεχίζει η Κοριέρε ντέλα Σέρα.

«Ο κόσμος έχασε έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους του σύγχρονου πολιτισμού», ανέφερε στον ιστότοπό της η Ρεπούμπλικα. «Θα μας λείψει η ματιά του στον κόσμο», συνέχισε.

Ο Ουμπέρτο Έκο και άλλα μεγάλα ονόματα της ιταλικής λογοτεχνίας είχαν αποφασίσει τον περασμένο Νοέμβριο να αποχωρήσουν από τον ιστορικό εκδοτικό οίκο Bompiani, ο οποίος εξαγοράστηκε πρόσφατα από τον οίκο Mondadori — της οικογένειας Μπερλουσκόνι — και να ενταχθούν σε έναν νέο, ανεξάρτητο οίκο, τον La nave di Teseo («Το πλοίο του Θησέα», αναφορά στον βασιλιά της Αθήνας της ελληνικής μυθολογίας).

Πολύγλωσσος, παντρεμένος με Γερμανίδα, ο Έκο είχε εξηγήσει πως ασχολήθηκε αργά με την λογοτεχνία διότι θεωρούσε τη συγγραφή μυθιστορημάτων ενασχόληση για παιδιά, κάτι «που δεν έπαιρνε στα σοβαρά».

Μετά Το όνομα του Ρόδου, ο Έκο δημοσίευσε μεταξύ άλλων Το εκκρεμές του Φουκώ (1988), Το νησί της προηγούμενης μέρας (1994), και τη Μυστηριώδη φλόγα της βασίλισσας Λοάνα (2004). Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, Φύλλο μηδέν (2014), η πλοκή εκτυλίσσεται στον κόσμο του ιταλικού Τύπου τη δεκαετία του 1990.

Έγραψε παράλληλα δεκάδες δοκίμια, επιδεικνύοντας συχνά μια τάση εκλεκτικισμού, για τη μεσαιωνική αισθητική, την ποιητική του Τζέιμς Τζόις, τον Τζέιμς Μποντ, την ιστορία της ομορφιάς αλλά και της ασχήμιας.

Ο Έκο, που δεν έκρυβε ότι ανήκει στην αριστερά, ήταν κάθε άλλο παρά ένας συγγραφέας κλεισμένος σε γυάλινο πύργο. Συνέχιζε να γράφει τακτικά μια στήλη στο εβδομαδιαίο περιοδικό L’Espresso.

Η ευρύτητα του πνεύματός του δεν τον εμπόδιζε να εξετάζει με κριτική ματιά την εξέλιξη της σύγχρονης κοινωνίας. «Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε σε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ, αφού είχαν πιει κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα. Τους αναγκάζαμε αμέσως να σωπάσουν, αλλά σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με ένα βραβείο Νόμπελ. Είναι η εισβολή των ηλιθίων», είχε πει, όπως υπενθύμισε η εφημερίδα Il Messaggero.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Από τον επαναστατικό δυναμισμό στον δοξολογικό λειτουργισμό: Η βιβλική κατανόηση της λατρείας

Του ΠΕΤΡΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ / Ομότιμου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Το μυστήριο της Εκκλησίας βιώνεται αυθεντικά στην λατρευτική της ζωή και μέσω αυτής οι πιστοί  οδηγούνται στην – προληπτική έστω – μέθεξη  της ουράνιας βασιλείας. Με δεδομένο, μάλιστα, τον λειτουργικό χαρακτήρα της Ορθόδο­ξης θεολογίας (Φλορόφσκυ), και την εμμονή από όλους σχεδόν τους Ορθοδό­ξους στα πλαίσια του οικουμενικού διαλόγου στη σημασία λατρείας, πάνω και πέρα από τη σημασία και αυτού του λόγου του Θεού, ο ακριβής προσδιορισμός της έννοιας και της θεολογικής σημασίας της λατρείας αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Δεν είναι, άλλωστε, και πολύ μακριά η εποχή που η Ορθόδοξη Εκκλησία υποτιμητικά χαρακτηριζόταν από τον Α. Harnack «σακραμενταλιστική» θρησκεία.

Απαιτείται, ως εκ τούτου επακριβής προσδιορισμός της φύσεως και του χαρακτήρα της χριστιανικής λατρείας, στη δική μας περίπτωση της Ορθόδοξης, αλλά και της εξέλιξης της θεολογικής της κατανόησης από τον αρχικό βιβλικό επαναστατικό δυναμισμό της στον μεταγενέστερο δοξολογικό «λειτουργισμό». Δανείζομαι τον όρο από τον π. Θεόδωρο Στυλιανόπουλο

Η αρχέγονη χριστιανική Εκκλησία, λοιπόν, διαφοροποιείται εντυπωσιακά από όλες τις άλλες θρησκείες στο ρωμαϊκό κόσμο από το γεγονός ότι δεν είχε λατρευτικά αγάλματα, ναούς, ή θυσίες (ζώων ή γεννημάτων), ή ακόμη και τη συνήθη μουσική συνοδεία. Η χριστιανική λατρεία είχε κυρίως λεκτικό χαρακτήρα, και από αυτή την άποψη ήταν παρόμοια με την αντίστοιχη της ιουδαϊκής συναγωγής, με την οποία έχει ισχυρούς ιστορικούς δεσμούς. Ωστόσο, οι πρώτοι χριστιανοί είχαν θρησκευτικές συναθροίσεις όπου πραγματοποιούνταν διάφορων τύπων τελετουργίες. Συγκεντρώνονταν στα λεγόμενα Κυριακά Δείπνα, συναθροίζονταν για να βαφτίζουν τα νέα μέλη, να διαβάζουν την Αγία Γραφή, να ακούν το λόγο του Θεού, να προσεύχονται και να αναπέμπουν ύμνους δοξολογίες και ευχαριστίας στον Θεό. Οι λατρευτικές αυτές δραστηριότητες όμως δεν συνδέονταν με συγκεκριμένο τόπο λατρείας, είχαν χρονικό και όχι χωρικό χαρακτήρα, καθότι ελάμβαναν χώρα κυρίως την Κυριακή, ημέρα εορτασμού της ανάστασης του Κυρίου. Υπό αυτήν και μόνο την άποψη μπορούν όλες αυτές οι δραστηριότητες να χαρακτηριστούν ως λατρεία του Θεού. Παρά το γεγονός ότι όλα τα παραπάνω είχαν τις ρίζες τους στην εβραϊκή παράδοση, η χριστιανική λατρεία σταδιακά αποστασιοποιήθηκε από τον Ιουδαϊσμό δημιουργώντας, όπως άλλωστε όλα τα θρησκευτικά συστήματα, νέο ήθος, νέα λατρεία και νέο αφήγημα, τα ευαγγέλια, που επικεντρώνονται στη δράση και τον πυρήνα της διδασκαλίας του Ιησού.

O πυρήνας αυτής της διδασκαλίας, χωρίς καμιά σχεδόν αμφιβολία, στηρίζεται στις βασικές διδασκαλίες της Π.Δ. Και μάλιστα όχι μόνο το κήρυγμα του Ιστορικού Ιησού, αλλά και ο αρχέγονος χριστιανισμός κατανοούσε τις θεμελιώδεις ιστορικές του καταβολές υπό το φως της συνέχειας της πιστεύουσας κοινότητας ως εκκλησίας, αλλά και της ιδέας της διαθήκης (ή των διαθηκών). Στην Π.Δ. εκτός των λοιπών λατρευτικών στοιχείων της αρχαιότητας (θυσίες κλπ.) σημαντική ήταν θέση των περίφημων Shema (Άκουε Ισραήλ) που ηχούσαν ως δέσμευση των μελών της με το θεό και μεταξύ των για την ανάμνηση των γεγονότων της Εξόδου, κατά την οποία ο Ισραήλ βίωσε την απελευθερωτική χάρη του θεού. Γι’ αυτό και ο εκλεκτός λαός του Θεού, η υβριδική μορφή της Εκκλησίας στην Π.Δ., ένιωθε την υποχρέωση να λατρεύσει τον θεό, που στην συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία τον οδήγησε στην απελευθέρωση, την σωτηρία και την ειρήνη (šalôm).

Η έννοια επομένως της εκκλησίας ως κοινωνίας του λαού του θεού –  που στην μεταγενέστερη καινοδιαθηκική και ύστερη Ορθόδοξη καθολική χριστιανική παράδοση προσέλαβε τριαδολογική διατύπωση: λαός του Θεού, σώμα Χριστού, κοινωνία του Αγίου Πνεύματος – εκδηλώνονταν στην Π.Δ. πρωταρχικά ως λατρευτική ευχαριστία για την απελευθέρωσή του από την καταδυνάστευση των Αιγυπτίων, ταυτόχρονα όμως λειτουργούσε και ως δέσμευση στην ίδια τη ζωή τους για αντίσταση ενάντια σε οποιαδήποτε καταπίεση και εκμετάλλευση του πλησίον. Με αυτή την έννοια η λατρεύουσα κοινότητα ήταν ταυτόχρονα και μαρτυρούσα ιεραποστολική κοινότητα.

Όταν, όμως, οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες στον Ισραήλ άρχισαν να μεταβάλλονται, και κυρίως όταν η συγκρότηση του λαού του θεού προσέλαβε μοναρχικές διαστάσεις, άρχισε να μεταβάλλεται και η έννοια της κοινωνίας του λαού του Θεού. Έτσι, κατά την περίοδο της βασιλείας η χαρισματική υπόσταση του λαού του Θεού ως κοινωνίας, αλλά και ο ομοσπονδιακός τρόπος συγκρότησής του, έδωσαν τη θέση τους σε εξουσιαστικούς κανόνες με νέους κοινωνικούς και οικονομικούς όρους. Ο Νόμος του Θεούκαι οι διαδοχικές διαθήκες του Θεού με εκπροσώπους του λαού του (αδαμική, νοαχική, σιναϊτική κλπ) αντικαταστάθηκαν από τον νόμο της βασιλείας, και φυσικά την ομοσπονδιακή υπόσταση που εκδηλώνονταν μόνον με την λατρεία του ενός Θεού αντικατέστησε η έννοια του έθνους, το μέλλον του οποίου πλέον βασιζόταν σε πολιτικές συμμαχίες και κοινωνικούς και θρησκευτικούς συγκρητισμούς, συνήθως εις βάρος της «κοινωνίας» του με το Θεό και της εμπιστοσύνης του σ’ αυτόν και τον Νόμο του. Ανάμεσα πλέον στον λαό και τον Θεό του, που παλιότερα εκδηλωνόταν με ποικίλους τρόπους ως ευχαριστιακή λατρεία, μεσολαβούσε ως μεσάζων ο βασιλιάς του Ισραήλ. Αυτό είχε ως αναγκαίο επακόλουθο και την θεσμοποίηση της παραδοσιακής λατρείας ως αποκλειστικής έκφρασης κοινωνίας του λαού του Θεού. Με την ανέγερση μάλιστα του Ναού του Σολομώντος η λατρευτική ζωή της κοινότητας μετατράπηκε σε κατεστημένη λατρεία, με το απαραίτητο μεσιτικό ιερατείο και με τις απαραίτητες οικονομικές συναλλαγές.

Η σύγχρονη βιβλική επιστήμη έχει ορθά καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι ο Ισραήλ από την εποχή της βασιλείας διολίσθησε σε τρεις επικίνδυνους ατραπούς: (α) η απληστία των κρατούντων οδήγησε σε οικονομική εκμετάλλευση των αδυνάτων, (β) η επιβληθείσα κοινωνική ιεραρχική τάξη με τη σειρά της οδήγησε και στην πολιτική καταπίεση των αδυνάτων προς χάριν του αναδυόμενου κράτους, και (γ) και σπουδαιότερο, η καθιέρωση επίσημης λατρείας, που υιοθετήθηκε για να υπηρετεί την βασιλεία και τους πολιτικούς της συμμάχους (βλ. περισσότερα στο W. Brueggemann, The Prophetic Imagination.Philadelphia 1978), ουσιαστικά αντικατέστησε την παραδοσιακή λατρεία του Θεού, κυρίως κατά την περιπλάνησή του στην έρημο. Είναι μάλιστα άκρως διαφωτιστική η συνομιλία του Σαμουήλ με τον Γιαχβέ, και κυρίως οι επισημάνσεις του για τις συνέπειες της ριζικής αυτής αλλαγής στον τρόπο συγκρότησης της κοινωνίας του λαού του θεού στο 8ο κεφ. του Α’ Βασιλειών.

Όλα αυτά, μας διαβεβαιώνει η νεότερη έρευνα, νομοτελειακά οδήγησαν και στην επικράτηση της ατομικής ιδιοκτησίας, οι συνέπειες της οποίας όπως είναι γνωστό προκάλεσε και την έντονη διαμαρτυρία, αλλά και δράση, των Προφητών, αφού το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε από την δικαιοσύνη του Θεού στην ατομική ευημερία. Ο Αμώς και ο Ωσηέ στο Βόρειο Βασίλειο πριν από την διάλυσή του το 722 π.Χ., και ο Ησαΐας, ο Μιχαίας, ο Σοφονίας, ο Ιερεμίας, ο Αββακούμ και ο Ιεζεκιήλ στην Ιουδαία, άρχισαν να κάνουν λόγο για τον Νόμο και την δικαιοσύνη, αξίες οι οποίες είχαν χαθεί εξαιτίας του νέου ιδιοκτησιακού καθεστώτος, που αλλοίωσε την παραδοσιακή έννοια της κοινωνίας και τη βαθύτερη σημασία της παραδοσιακής λατρείας. Για τους Προφήτες της Π.Δ. η κατάργηση της δικαιοσύνης και η ακύρωση των δικαιωμάτων των φτωχών σήμαινε πάνω από όλα απόρριψη του ίδιου του Θεού του Ισραήλ.

Για τον προφήτη Ιερεμία π.χ. το να γνωρίζει κανείς τον Θεό ήταν ταυτόσημο με το να είναι δίκαιος έναντι των φτωχών («οὐκ ἔγνωσαν, οὐκ ἔκριναν κρίσιν ταπεινῷ οὐδὲ κρίσιν πένητος, οὐ τοῦτό ἐστιν τὸ μὴ γνῶναί σε ἐμέ; λέγει κύριος», Ιερ 22:16). Ο προφήτης Ησαΐας μάλιστα ασκεί καυστική κριτική τόσο για το ζήτημα της απαλλοτρίωσης των χωραφιών, όσο και για την απληστία και την πλεονεξία που εκδηλώνονταν με τη συσσώρευση γης, που ήταν αποτέλεσμα της καθιέρωσης της ατομικής ιδιοκτησίας: «Οὐαὶ οἱ συνάπτοντες οἰκίαν πρὸς οἰκίαν καὶ ἀγρὸν πρὸς ἀγρὸν ἐγγίζοντες, ἵνα τοῦ πλησίον ἀφέλωνταί τι, μὴ οἰκήσετε μόνοι ἐπὶ τῆς γῆς;  (Αλίμονο σ’ εκείνους που προσθέτουν στο σπίτι τους κι ενώνουνε χωράφι με χωράφι, έτσι που πια να μην υπάρχει τόπος για άλλους κι αυτοί να μείνουνε οι μοναδικοί της χώρας κάτοχοι  5:8). Ο ίδιος προφήτης δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τους άπληστους γαιοκτήμονες «κλέφτες» («οἱ ἄρχοντές σου ἀπειθοῦσιν, κοινωνοὶ κλεπτῶν», 1:23) και να χαρακτηρίσει τη δήμευση των εκτάσεων των χρεωμένων αγροτών «αρπαγή εις βάρος των φτωχών» («ἁρπαγὴ τοῦ πτωχοῦ ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν; τί ὑμεῖς ἀδικεῖτε τὸν λαόν μου καὶ τὸ πρόσωπον τῶν πτωχῶν καταισχύνετε;»  3:14-15).

Η κοινωνική αυτή κριτική των Προφητών συνδυάστηκε με την έκκληση για επιστροφή στο Νόμο του Μωυσέως, ως εναλλακτική αντίληψη περί κοινωνίας με τον παραδοσιακό τρόπο λατρείας του Γιαχβέ, αφού η πίστη και η ζωή της περιπλάνησης στη έρημο ήταν βαθιά ριζωμένη σε μια πολιτική της ισότητας, σε μια οικονομία της επάρκειας (πρβλ. τη διήγηση του μάννα στο 16ο κεφ. της Εξόδου), σε μια πολιτική της δικαιοσύνης, και σε μια λατρεία του θεού υπερβατικού μεν αλλά ταυτόχρονα παρεμβαίνοντος στη ιστορία. Αντίθετα, η νέα αντίληψη της λατρείας και η έννοια της κοινωνίας που διαμορφώθηκε από τον 7ο π.Χ. αιώνα στον Ισραήλ βρισκόταν σε ευθεία αντίθεση προς τις βουλές του Θεού, όπως αυτές αποκαλύφθηκαν κατά την Έξοδο στον Μωυσή. Γι’ αυτό ακριβώς και οι Προφήτες αναγκάζονται να επιμένουν στο επαναστατικό και φαινομενικά «αντι-λατρευτικό» λόγιο: «ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ωσηέ 6:6), το οποίο σημειωτέον δεν αναφέρεται στο θυσιαστικό λατρευτικό σύστημα, αλλά αποτελεί στοχευμένη κριτική στον συμβατικό τρόπο λατρείας ερήμην της δικαιοσύνης του Θεού.

Ερχόμαστε τώρα στην Κ.Δ. Στα αρχαιότερα στρώματα της ευαγγελικής παράδοσης το κήρυγμα του Ιησού επικεντρώνεται στην Βασιλεία του Θεού, μέτοχοι και κληρονόμοι της οποίας κατά κύριο λόγο είναι οι «πτωχοί», ενώ όσοι απέκτησαν πλούτη με κάθε είδους μηχανισμούς που σχετίζονται με άδικους θεσμούς (ατομική ιδιοκτησία, είσπραξη φόρων, χρήση ισχύος κλπ, αλλά και τη συμβατική λατρεία, βλ. περιπτώσεις νηστείας, κανόνες καθαρότητας, κώδικες εστίασης και κοινών κοινωνικών γευμάτων κ.τ.ό. ) κατακρίνονται από τον Ιστορικό Ιησού με δριμύτητα.

Από την παράδοση της Πηγής των Λογίων Q, που συντάχτηκε και κυκλοφόρησε περί το 50 μ.Χ. αναφέρω επιλεκτικά. τους μακαρισμούς, και κυρίως το «μακάριοι οἱ πτωχοί» [Λκ 6:20εξ παρ.], τις περί επιγείων αγαθών [Λκ 12:22-32=Mτ 6:25-34] και  πραγματικού θησαυρισμού στον ουρανό [Λκ 12:33-34=Mτ 6:19-21] διδασκαλίες, και κυρίως την ασυμβατότητα παράλληλης λατρείας Θεού και Μαμωνά [Λκ 16:13=Μτ 6:24]).

Από την Μάρκεια παράδοση (το αρχαιότερο ευαγγέλιο γράφτηκε περί το 70 μ.Χ.) επιλέγω την ερμηνεία του σπορέα, κυρίως για την δυσδιάκριτη κριτική στον πλούτο: «οἱ εἰς τὰς ἀκάνθας σπειρόμενοι· οὗτοι εἰσιν οἱ τὸν λόγον ἀκούσαντες, καὶ αἱ μέριμναι τοῦ αἰῶνος καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου…συμπνίγουσιν τὸν λόγον καὶ ἄκαρπος γίνεται», [Μκ 4:18εξ παρ.], και τον χαρακτηρισμό των αργυραμοιβών στην θεσμική λατρεία του Ναού ως «ληστών» [Μκ 11:15εξ παρ.]).

Περνάμε τώρα στις ιδιαίτερες παραδόσεις των μεταγενέστερων Συνοπτικών μεταξύ 80 και 90 μ.Χ. Από την ιδιαίτερη πηγή του Λουκά (L), απομονώνω την προγραμματική διδασκαλία του Ιησού στη Ναζαρέτ [Λκ 4:16εξ], και τις παραβολές του άφρονα πλουσίου [12:13εξ] και του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου [16:19εξ]), ενώ από εκείνην του Ματθαίου (Μ), την περικοπή της τελικής κρίσεως [Μτ 25:30-46]).

Βλέπουμε δηλαδή όλα τα στρώματα της αρχέγονης ευαγγελικής παράδοσης να συνηγορούν πως ο Ιστορικός Ιησούς ακολουθώντας την παράδοση των Προφητών διακήρυττε με κάθε τρόπο, έμμεσο ή άμεσο, την αντίθεσή του στην καθεστηκυία λατρεία με τους οικονομικούς μηχανισμούς που διασπούν την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, προβάλλοντας την οικονομία όχι της άδικης συσσώρευσης πλούτου, αλλά της καθημερινής «επάρκειας», προτρέποντας τους μαθητές του να λατρεύουν το θεό προσευχόμενοι: «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δίδου ἡμῖν τὸ καθ᾿ ἡμέραν» (Λκ 11:3, «δὸς ἡμῖν σήμερον», στο παράλληλο του Ματθαίου, 6:11. Πρβλ. και τις διηγήσεις του πολλαπλασιασμού των άρτων, Μκ 6:35εξ παρ).

Αν τώρα συμπεριλάβουμε στις καινοδιαθηκικές μαρτυρίες από τη ζωή της πρώτης εκκλησίας και τον θεσμό της κοινοκτημοσύνης από το βιβλίο των Πράξεων (Πραξ 4:32-35), τις πολιτικές, κοινωνικές, και κυρίως οικονομικές διαστάσεις των οραμάτων του προφήτη της Αποκαλύψεως (Αποκ 13:16εξ), την ριζοσπαστική ηθική της επιστολής Ιακώβου («αχυρένια» κατά το Λούθηρο), και κυρίως το πρωτοποριακό πρόγραμμα της παύλειας λογείας (σαφώς εντασσόμενο στις λατρευτικές συνάξεις), οι θεολογικές συνέπειες της οποίας – όπως τις αναπτύσσει θεολογικά ο ίδιος ο απόστολος στα κεφ. 8-9 της Β’ Κορ – ήταν η «ισότητα» και η «ισοκατανομή και κοινωνία των υλικών αγαθών», τότε αναμφίβολα η βιβλική θεώρηση της λατρείας δεν μπορεί να είναι άλλη από εκείνη που προσδιορίζεται από το νόμο της δικαιοσύνης του θεού, τον σεβασμό του ανθρώπου και όχι τον μαμμωνά, την επάρκεια (που οδηγεί στην αειφόρο ανάπτυξη) και όχι το κέρδος και τη συσσώρευση πλούτου (πλεονεξία), με άλλα λόγια την πνευματική και λογική λατρεία.

Μια τέτοια λατρεία με σαφέστατα ηθικές και κοινωνικές διαστάσεις υπερβαίνει τους οποιουσδήποτε συνειρμικούς συσχετισμούς με το σύγχρονο πολιτικό δίπολο καπιταλισμού-σοσιαλισμού, αφού δεν εστιάζει το ενδιαφέρον της στην τεχνική και διαδικασία παραγωγής και κατανομής, αλλά στην πηγή, των υλικών αγαθών, αφού «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, οἱ κατοικοῦντες καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῇ» (Ψλ 24:1), από τον Ψαλτήρα, το βασικό δηλ. λατρευτικό βιβλίο της Εκκλησίας μέχρι και σήμερα.

Οι ηθικές και κοινωνικές προεκτάσεις της περί λατρείας βιβλικής αναδεικνύονται με σαφήνεια ακόμη περισσότερο, αν εξετάσουμε προσεκτικά τους θρησκευτικούς/ οικονομικούς θεσμούς (του σαββάτου, του σαββατιαίου έτους και του ιωβηλαίου, καθώς και του παύλειου προγράμματος της λογείας στην Κ.Δ.), και αν εξετάσουμε τις θεολογικές συνέπειες της περί «πλεονεξίας» διδασκαλίας του αποστόλου Παύλου κλπ.

Βέβαια, παράλληλα προς αυτήν την ιστορική κατανόηση της βιβλικής έννοιας της λατρείας, άρχισε σταδιακά να αναπτύσσεται και η εσχατολογική της διάσταση. Άλλωστε, η δι­δα­σκα­λί­α – και κυ­ρί­ως η ζω­ή και το έρ­γο του Χρι­στού – δεν μπο­ρούν να κα­τα­νο­η­θούν σω­στά χω­ρίς α­να­φο­ρά στις ε­σχα­το­λο­γι­κές προσ­δο­κί­ες του ι­ου­δα­ϊ­σμού, την προσ­δο­κί­α δηλ. ε­νός Μεσ­σί­α, ο ο­ποί­ος στις «έ­σχα­τες» μέ­ρες της ι­στο­ρί­ας θα εγ­κα­θι­στού­σε τη βα­σι­λεί­α του, συγ­κα­λών­τας σε έ­να τό­πο το δι­α­σκορ­πι­σμέ­νο λα­ό του Θε­ού προ­κει­μέ­νου να α­πο­τε­λέ­σει μια ε­νό­τη­τα γύ­ρω α­πό το πρό­σω­πό του. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή η δι­α­τύ­πω­ση του κα­τά Ι­ω­άν­νην ευ­αγ­γε­λί­ου για το ρό­λο αυ­τό του Μεσ­σί­α στους στίχ. 11,51-52. Ε­κεί ο συγ­γρα­φέ­ας ερ­μη­νεύ­ον­τας τη ρή­ση του ι­ου­δαί­ου αρ­χι­ε­ρέ­α υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι «επρο­φή­τευ­σεν ό­τι έμελ­λεν Ι­η­σούς απο­θνή­σκειν … ουχ υπέρ του έθνους μό­νον αλ­λ” ίνα και τα τέ­κνα του Θε­ού τα δι­ε­σκορ­πι­σμέ­να συ­να­γά­γη εις εν» (τη μεσσιανική αυτή αντίληψη διακρίνουμε και σε άλλα χωρία Ησ 66,18· Ματθ 25,32· Ρωμ 12,16· Διδ 9,4β· Μαρτ. Πολ 22,3β· Α΄ Κλήμ. 12,6 κ.ά.).

Άλλωστε, κοι­νή πε­ποί­θη­ση ό­λων των θε­ο­λό­γων της Πρώ­της Εκ­κλη­σί­ας, που εμ­φα­νέ­στε­ρα ό­μως και εν­το­νό­τε­ρα υ­πο­γραμ­μί­ζεται στα έργα του Λου­κά, ήταν ό­τι με την Α­νά­στα­ση του Χρι­στού και κυ­ρί­ως με την Πεν­τη­κο­στή, τα έ­σχα­τα έ­χουν ή­δη ει­σβά­λει στην ι­στο­ρί­α, ό­τι η εσχα­το­λο­γι­κή εποχή γί­νε­ται α­πτή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ό­σες φο­ρές η Εκ­κλη­σί­α  συ­νέρ­χε­ται«ε­πί το αυ­τό», σε έ­ναν τό­πο, κυ­ρί­ως για να τε­λέ­σει τη Θεία Ευ­χα­ρι­στί­α. Η περί λατρείας, όμως, αντίληψη που α­πορ­ρέ­ει α­πό τη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της ε­σχα­το­λο­γι­κής ταυ­τό­τη­τας της Εκ­κλη­σί­ας είχε πάντοτε δυ­να­μι­κό, ρι­ζο­σπα­στι­κό και συλ­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Οι πι­στοί κα­λούν­ται να γί­νουν ά­γιοι, ό­χι ως ά­το­μα αλ­λ’ ως συλ­λο­γι­κή εκ­κλη­σι­α­στι­κή ον­τό­τη­τα· ο­νο­μά­ζον­ται «ά­γιοι», για­τί α­νή­κουν στο ε­κλε­κτό ε­κεί­νο λήμ­μα του λα­ού του Θε­ού· θε­ω­ρούν­ται«βα­σί­λει­ο ι­ε­ρά­τευ­μα», για­τί ό­λοι α­νε­ξαι­ρέ­τως (ό­χι μό­νο κά­ποι­α ι­δι­αί­τε­ρη με­σι­τι­κή τά­ξη, ό­πως οι ι­ε­ρείς, οι λευ­ΐ­τες κλπ.) έ­χουν ι­ε­ρή και πνευ­μα­τι­κή υ­πό­στα­ση, ε­πι­τε­λούν εν δι­α­σπο­ρά το έρ­γο της ι­ε­ρα­τι­κής τά­ξεως, και κα­λούν­ται με το βί­ο και τα έρ­γα τους να α­πο­δει­χτούν ά­ξιοι της ε­κλο­γής τους, και φυσικά να ο­δεύ­ουν προς την ε­νό­τη­τα («ίνα ώσιν τε­τε­λει­ω­μέ­νοι εις εν» Ι­ω 17,23), να α­πο­βά­λουν τα έρ­γα του σκό­τους και να τε­λει­ω­θούν, να γί­νουν δηλ. ά­γιοι, για­τί εκείνος που τους κά­λε­σε α­πό το σκο­τά­δι στο φως, «εκ του μή όν­τος εις τό είναι», εκείνος που τους έ­κα­νε α­πό μη μέ­λη του λα­ού του Θε­ού σε πραγ­μα­τι­κά μέ­λη της νέ­ας ε­σχα­το­λο­γι­κής κοι­νό­τη­τας (πρβλ. Α´ Πε 2,10 «οι πο­τε ου λα­ός, νυν δέ λα­ός του Θε­ού») εί­ναι ά­γιος και τέ­λει­ος («εγώ α­γιά­ζω εμαυ­τον ίνα ω­σιν καί αυτοί ηγι­α­σμέ­νοι εν αλη­θεί­α», Ι­ω 17,19. πρβλ. ε­πί­σης Ματθ 5,48 παρ: «έσε­σθε ουν ημείς τέ­λει­οι κα­θώς καί ο πα­τήρ η­μών ο ουρά­νιος τέ­λει­ός εστιν»).

Η αρ­χι­κή αυ­τή ο­ρι­ζόν­τια ι­στο­ρι­κή ε­σχα­το­λο­γί­α συμ­πλέ­κε­ται α­πό πολύ νωρίς με μια κά­θε­τη και πε­ρισ­σό­τε­ρο περ­σο­να­λι­στι­κή αν­τί­λη­ψη της σω­τη­ρί­ας. Ακόμη και η Ευχαριστία, το κέντρο δηλ. της χριστιανικής λατρείας, άρχισε λίγο αργότερα να έ­χει ση­μεί­ο α­να­φο­ράς ό­χι τα έσχα­τα, το Ω, αλ­λά τη δη­μι­ουρ­γί­α, το Α, την αρ­χή των όν­των, την πα­ρα­δεί­σια μα­κα­ρι­ό­τη­τα που ε­πι­κρα­τού­σε αρ­χι­κά, όχι την πλήρη ισότητας και δικαιοσύνης εσχατολογική Βασιλεία του Θεού.

Μέχρι και το χρυσό αιώνα του χριστιανισμού η κατανόηση της λατρείας, αλλά και η λει­τουρ­γι­κή εμ­πει­ρί­α της Εκ­κλη­σί­ας, ήταν α­δι­α­νό­η­τα χω­ρίς την κοι­νω­νι­κή τους δι­ά­στα­ση. Οι μαρτυρίες της Κ.Δ. (Πράξ 2:42εξ· Α´ Κορ 11:17εξ· Β´ Κορ 9:11εξ· Εβρ 13:10-16 κλπ) επικαιροποιούνται ανάγλυφα στα έργα του Ιουστίνου, Α´ Απολογία 67· του Ειρηναίου,Κατά Αιρέσεων κεφ. 18,1 κ.ά., και κυρίως των μεγάλων συντελεστών διαμόρφωσης της λατρείας της Εκκλησίας, Μεγάλου Βασιλείου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ακόμη και μέχρι και την εποχή επισκόπου Πουατιέ Ιλαρίου, ο οποίος μας διασώζει την πολύ ενδιαφέρουσα υπόμνηση, ότι «είμαστε αναγκασμένοι να επιχειρήσουμε ό,τι είναι ανέφικτο, να αναρριχηθούμε εκεί που δεν μπορούμε να φθάσουμε, να μιλάμε για εκείνο που δεν μπορούμε να εκφράσουμε, και αντί της απλής λατρείας, είμαστε αναγκασμένοι ακόμη και να εμπιστευθούμε  τα σοβαρά ζητήματα της πίστεως στον κίνδυνο της ανθρώπινων εκφράσεων κλπ.» (De Trinitate, 11,2.4).

Ο π. Αλ. Σμέμαν, αλλά και ο π. Γ. Φλορόφσκυ, αυτήν την περίοδο της ζωής της Εκκλησίας, μέχρι δηλαδή την αναγνώρισή της ως επίσημης θρησκείας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και συνεκδοχικά αυτήν την κατανόηση της λατρείας, θεωρούν ως εκφραστική της αυθεντικής Ορθοδοξίας. Για πολλούς λόγους, θεολογικούς, ιστορικούς κλπ., που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε, σταδιακά εγκαταλείπεται η ιεραποστολική προοπτική, αλλά και παραδοσιακή βιβλική κατανόηση, της χριστιανικής λατρείας προς όφελος μιας περισσότερο υψιπετούς θεολογικά και δοξολογικής εκφραστικά λειτουργικής νοοτροπίας.

Ακόμη και η μεγαλοπρεπής παραδοσιακή ναοδομία του βασιλικού ρυθμού, με την έντονα ιεραποστολικά προσανατολισμένη συμβολική της πορευόμενης στην ιστορία Εκκλησίας ως νοητής νηός, στην μεν Ανατολή σχεδόν εκτοπίζεται από το αρχιτεκτονικό θαύμα της Αγίας Σοφίας, που περισσότερο συμβολίζει πορεία προς τα άνω και νοητή συνένωση των κάτω τοις άνω παρά προς τα μπρος, προς την ιστορία, προς την ιεραποστολική ευθύνη – εξόχως χαρακτηριστικό είναι το περίφημο Χρονικό στην περίπτωση του εκχριστιανισμού των Ρώσων – στην δε Δύση αντικαθίσταται από τα ουρανομήκη πετάγματα του Γοτθικού ρυθμού.

Παραλείπω τα όποια ελλείμματα επιχειρεί να θεραπεύσει η λειτουργική αναγέννηση, θα μιλήσουν γι αυτά άλλοι συνάδελφοι, και καταλήγω:

Αποτελεί τιμή για τη νεότερη Ορθόδοξη θεολογία, αλλά και θεϊκή πρόνοια και επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, η επαναφορά στη νεότερη Ορθόδοξη Εκκλησία της για αιώνες ξεχασμένης ιεραποστολικής της ευθύνης με την έννοια της «λειτουργίας μετά τη λειτουργία».

ΠΗΓΗ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Διεθνές Επιστημονικό συνέδριο με θέμα: «Αγία Γραφή και Ορθόδοξη Λατρεία»

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Tο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, υπό την αιγίδα της Κοσμητείας, συνδιοργανώνει με την Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως διεθνές  Επιστημονικό συνέδριο με θέμα: «Αγία Γραφή και Ορθόδοξη Λατρεία». Το ενδιαφέρον αυτό Συνέδριο που στοχεύει να αναδείξει τη βαθιά σχέση Αγίας Γραφής και Ορθοδόξου Λατρείας θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη και Παρασκευή, 18 και 19 Φεβρουαρίου, και θα ξεκινήσει με θεία Λειτουργία στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Εν συνεχεία οι εργασίες του θα διεξαχθούν στην αίθουσα της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης την Πέμπτη και την Παρασκευή στο κτήριο της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.

Δείτε παρακάτω το αναλυτικό πρόγραμμα του συνεδρίου:

Αγία Γραφή και Ορθόδοξη Λατρεία

ΠΗΓΗ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ, “Η έξοδος από τον μηδενισμό”

«[…] Θα πρέπει, κάποτε, να αρχίσουμε να υπερνικούμε την κατάπληξη, που μας έχουν προκαλέσει οι επιστημονικές ανακαλύψεις της τελευταίας περιόδου και να συλλάβουμε ξανά τις σωστές αναλογίες των πραγμάτων. Είναι, νομίζω, απαράδεκτα απλοϊκή η άποψη που ακούεται συχνά και που ένας επιστολογράφος μού την επαναλαμβάνει, ότι “τον καιρό των σπούτνικ και των λούνικ και εκατό χρόνια μετά την έκδοση του έργου του Δαρβίνου, δεν μπορούμε πια να στριφογυρίζουμε ανερμάτιστα γύρω στο θρησκευτικό θέμα”. Τα “σπούτνικ” και τα “λούνικ” δεν φαίνεται να άλλαξαν τίποτα βασικό στη λειτουργία του πνεύματος. Από αρκετούς αιώνες, είχαμε συνειδητοποιήσει ότι μας περιβάλλει το άπειρο. Το ότι σήμερα στέλνουμε μέσα στο άπειρο μηχανές, δεν μεταβάλλει ουσιαστικά την πνευματική μας σχέση με το σύμπαν. Και οι γνώσεις μας για την εξέλιξη των βιολογικών ειδών πλουτίζονται ακατάπαυστα από τις σύγχρονες έρευνες. Αυτά όλα όμως δεν εμποδίζουν μεγάλους επιστήμονες του καιρού μας, πρωτοπόρους της πυρηνικής φυσικής, της κοσμολογίας, της βιολογίας και της ανθρωπολογίας, να πιστεύουν σε μια Πρώτη Αρχή – ή όπως αλλιώς διατυπωθεί τούτη η έννοια – η οποία, κατ’ αυτούς, είτε απλώς υπάρχει πριν από το σύμπαν με τους φυσικούς νόμους, με τις αλυσιδωτές πυρηνικές αντιδράσεις του και με την εξέλιξη των ειδών που έπλασε τον άνθρωπο μέσα σε εκατομμύρια χρόνια, είτε και επεμβαίνει στην πορεία του κόσμου.

Εύλογα λοιπόν υποστηρίζεται πως το θρησκευτικό συναίσθημα κι η επιστημονική σκέψη κινιούνται σε διαφορετικά επίπεδα που είναι δυνατό να συνυπάρχουν, μέσα σε πολλές και πολύ αναπτυγμένες συνειδήσεις, χωρίς να αγγίζονται […]».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ, «Η έξοδος από το μηδενισμό», στο: Πνευματική πορεία, εκδ. Εστία, Αθήνα 1994, 129-130, [απόσπασμα], ολόκληρο το άρθρο στις σσ. 129-133.

Υ. Γ. Αυτές οι σκέψεις του Γιώργου Θεοτοκά, για πρώτη φορά δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Νέα Εστία, τχ. 781 (1960) 91-92· ολόκληρο το άρθρο ψηφιοποιημένο εδώ: Νέα Εστία

Για τον Θεοτοκά βλ., το καλό άρθρο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΖΙΟΒΑ, “Η μυθιστορηματική πορεία του Γιώργου Θεοτοκά. Άτομο, Ιστορία, Μεταφυσική. Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966). Εκατό χρόνια από τη γέννησή του”, Νέα Εστία, τχ. 1784 (2005)856-888· [και εδώ: Η μυθιστορηματική πορεία του Γιώργου Θεοτοκά. Άτομο, Ιστορία, Μεταφυσική. Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966). Εκατό χρόνια από τη γέννησή του]

«Μάθημα Θρησκευτικών και Δημόσιος Χώρος»

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
ΗΜΕΡΙΔΑ
«Μάθημα Θρησκευτικών και Δημόσιος Χώρος»
Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016
16:30-21:00
Αμφιθέατρο του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης
(Λεωφόρος Στρατού 2)

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ  ΗΜΕΡΙΔΑΣ
16:30  Προσέλευση-Εγγραφές
16:45  Έναρξη- Χαιρετισμοί
του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ,
καθηγητή κ. Μιλτιάδη Κωνσταντίνου
του Προέδρου του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ
καθηγητή κ. Παναγιώτη Σκαλτσή
του Προέδρου του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής
Θεολογίας ΑΠΘ, καθηγητή κ. Κωνσταντίνου Χρήστου
του Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης Κεντρικής Μακεδονίας
κ. Παναγιώτη Ανανιάδη

17:15  Α΄ Συνεδρία
«Θεολογικές, Παιδαγωγικές και Νομικές προϋποθέσεις
αναβάθμισης της θρησκευτικής εκπαίδευσης»
Πρόεδρος: Θεόδωρος Γιάγκου
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
Εισηγητές:
Δημήτρης Μόσχος
Επίκ. Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας ΕΚΠΑ
Άγγελος Βαλιανάτος
Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων
Θεόδωρος Παπαγεωργίου
Δικηγόρος – Ειδικός Νομικός Σύμβουλος της Εκκλησίας
της Ελλάδος

18:00  Β΄ Συνεδρία
«Δυνατότητες και προοπτικές του Νέου Προγράμματος
Σπουδών. Συμπεράσματα πιλοτικής εφαρμογής»
Πρόεδρος: Πέτρος Βασιλειάδης,
Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
Εισηγητές:
Σταύρος Γιαγκάζογλου
Σύμβουλος ΥΠ.Π.Ε.Θ., Προϊστάμενος του Γραφείου  Έρευνας,
Σχεδιασμού και  Εφαρμογών Α’ του Ι.Ε.Π.
Πολύβιος Στράντζαλης
Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων
Μαρία Συργιάννη
Σχολική Σύμβουλος Θεολόγων

Συζήτηση επί των δύο Συνεδριών
19:00  Διάλειμμα-Καφές
19:15 Στρογγυλό Τραπέζι
«Θεσμικό  Πλαίσιο της θρησκευτικής εκπαίδευσης στην
Ελλάδα. Περιορισμοί και δυνατότητες»
Πρόεδρος: Χρυσόστομος Σταμούλης
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
Συμμετέχουν: Υφυπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης
κ. Μαρία Κόλλια-Τσαρουχά
Γενικός Γραμματέας Θρησκευμάτων κ. Γιώργος Καλατζής
Ευρωβουλευτής κ. Μαρία Σπυράκη
Βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης κ. Ευάγγελος Βενιζέλος
Βουλευτής Β΄ Θεσσαλονίκης κ. Κατερίνα Μάρκου
Συζήτηση
21:00    Παραλαβή Βεβαιώσεων

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ -ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Θεόδωρος Γιάγκου, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
Χρυσόστομος Σταμούλης, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
Δημήτρης Μόσχος, Επίκ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ
Γρηγόρης Μαυροκωστίδης, Θεολόγος, Διευθυντής ΓΕΛ

ΠΗΓΗ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης

Το μετέωρο βήμα της πρόθεσης. Εικόνες από τη συνάντηση του φονταμενταλισμού με τον λαϊκισμό, τη βία και τον μεσσιανισμό

Προοιμιακός Λόγος

Ο λαός μας είναι σοφός: “αν δεν σπάσεις αυγά, δεν κάμεις ομελέτα”, λέγει. Στα όσα τα τελευταία εικοσιτετράωρα συμβαίνουν εδώ στη Μυτιλήνη με την Ένωση Θεολόγων Λέσβου – άραγε πόσοι από τους 20 -30 συναδέλφους που είτε διδάσκουν στα σχολειά, είτε έχουν συνταξιοδοτηθεί, πέραν του αν είναι ενεργά μέλη της, συμφωνούν με τέτοιες πρακτικές; – έχω την ταπεινή γνώμη ότι το παρακάτω κείμενο του συναδέλφου Χρυσόστομου Σταμούλη, αποκαθιστά τα πράγματα γύρω από το ποιά “θεολογία” και ποιά “εκκλησία” συστοιχίζονται ουκ ολίγοι “χριστιανομαθημένοι” συμπολίτες μας.

Σκέψεις, λοιπόν, όπως οι παρακάτω, αναπαύουν όσους δεν βλέπουν παντού εχθρούς. Σε ότι, βέβαια, με αφορά “θα μετακομίσω στην εξοχή, για να παραμείνω εκτός πεδίου βολής”, καθώς γράφει σε ένα ποίημά του ο Γιάννης Δάλλας, (Ανατομία, εκδ. Κείμενα, Αθήνα 1971, 36-37). Κι αυτό γιατί παραδώσαμε αξία στο γεγονός αυτό. Πολύς θόρυβος έγινε… Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΑΜΟΥΛΗ / Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει

ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις

Κική Δημουλά, Η περιφραστική πέτρα.

Είναι σαφές, ότι στα πλαίσια μιας περιορισμένης εισήγησης δεν υπάρχει καμία δυνατότητα ουσιαστικής και άνετης ανάλυσης των όρων-μεγεθών που συγκροτούν τον τίτλο του θέματός μου, καθώς ο καθένας από αυτούς, το καθένα από αυτά, ερευνάται σήμερα σε αμέτρητες μελέτες σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου. Ως εκ τούτου η αναψηλάφηση  αλλά και η ανάλυση των εννοιών του φονταμενταλισμού, του λαϊκισμού, της βίας και του μεσσιανισμού, μαζί και του αρμού που συγκροτεί τον οίκο της βαρβαρότητας, της πρόθεσης,  θα είναι εκ των πραγμάτων υπαινικτική και εξόχως εισαγωγική. Και είναι αυτή η βαρβαρότητα, που τη βλέπουμε καταπώς λέγει ο ποιητής «να ‘ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις», προκειμένου να καθυποτάξει, να εξευτελίσει και να ατιμώσει τον άνθρωπο[1].

Ως εκ τούτου, ο φονταμενταλισμός δεν είναι, καθώς πιστεύουν πολλοί, μια ακόμη επιλογή στα πλαίσια της ελευθερίας του ανθρώπου. Πρόκειται στ’ αλήθεια για εκείνη τη στάση, η οποία στοχεύει την κατάργηση οποιασδήποτε διαφορετικής θεώρησης των πραγμάτων και την ολοκληρωτική, βίαιη εγκατάσταση της μίας και μόνης άποψης∙ της άποψης  του εκλεκτού ή των εκλεκτών. Τελικός του σκοπός η φυσική εξόντωση του υποκειμένου της διαφορετικότητας. Αναγκαία προϋπόθεση μιας τέτοιας ασθμαίνουσας εγκαθίδρυσης  «νέας τάξης πραγμάτων» είναι οπωσδήποτε η ενοχοποίηση του «αντιπάλου» μέσα από την παρουσίαση πραγματωμένων ενεργειών του, αλλά κυρίως και κατεξοχήν μέσα από την ανάδειξη προθέσεών του, τις οποίες ο ίδιος δεν είχε ποτέ φανταστεί και διανοηθεί. Άμεσος στόχος η διέγερση του λαϊκού αισθήματος απέναντι στις υβριστικές καινοτομίες μιας κάποιας ανερμάτιστης ελίτ, η οποία απειλεί τη σταθερότητα του σώματος -πολιτικού, κοινωνικού, εκκλησιαστικού ή άλλου- και η τιμωρητική και εξάπαντος παραδειγματική  ματαίωση των στόχων της. Προϋπόθεση μιας τέτοιας αντιμυθολογίας η εξαρχής και διαπαντός κατάθεση της ευθύνης των μελών στον αυτοπροσδιοριζόμενο σωτήρα και τα όργανά του.

Οι καταγωγικές αιτίες γέννησης ενός τέτοιου φαινομένου θα μπορούσαν να είναι πολλές και εξάπαντος είναι πολλές. Ξεχωρίζουν ανάμεσά τους εκείνες που θέλουν τον φονταμενταλισμό γέννημα των αντιδράσεων απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, από τη μια και απέναντι στη νεωτερικότητα, από την άλλη. Πραγματικότητες, που ο φονταμενταλισμός αρνείται και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί, προκειμένου να επιβάλλει τον εαυτό του. Κλασικό το παράδειγμα της εκ μέρους του χρήσης του διαδικτύου, αλλά και του συνόλου των «νέων επικοινωνιακών τεχνολογιών», που επιστρατεύονται προκειμένου να σκηνοθετηθεί η δράση του και να εισέλθει με τρόπο αμεσότερο και βιαιότερο στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Άμεσος στόχος η γιγάντωση του φόβου -η εγκαθίδρυση  πολιτεύματος φόβου-,  και ταυτόχρονα η στρατολόγηση νέων μελών, από το σώμα των «χαμένων πολιτών», οι οποίοι  απογοητευμένοι από τις παλιές μυθολογίες, όπως για παράδειγμα η πολιτική και η θρησκεία, αναζητούν χώρο συγκρότησης κοινού οράματος και νοηματοδότησης της άδειας ζωής. Έτσι στη θέση των διαλυμένων ή εκτροχιασμένων παλαιών  μυθολογιών εμφανίζονται νέες μυθολογίες, μυθολογίες της υποκατάστασης, με εμφανή σημάδια «εγγυημένης προφητείας», και «σφραγίδα καθολικότητας». Βέβαια, εκείνο που ξεχωρίζει τελικά τον φονταμενταλισμό από τις παλιές μυθολογίες, δεν είναι η ουσία της πίστης, αλλά όπως εύστοχα σημειώνεται, η πολεμική διάθεση των μυθολογιών υποκατάστασης και ο βίαιος τρόπος αντιπαράθεσης και υπεράσπισης αυτής της αλήθειας της πίστης τους.

Με δεδομένη μια τέτοια κατανόηση των πραγμάτων, κάποιοι σήμερα σπεύδουν να πουν, πως «ο φονταμενταλισμός είναι αδιανόητος έξω από τον ορίζοντα της νεωτερικότητας». Και θα μπορούσε να είναι έτσι, εάν μέναμε στην επιφάνεια των μορφολογικών και νοηματικών δεδομένων που συνδέονται με τους όρους. Φαινόμενα, όμως, φονταμενταλισμού -χωρίς να ονομάζονται έτσι- είχαμε και στο παρελθόν. Έλειπε προφανώς το όνομα, αλλά η ουσία των πραγμάτων μένει ίδια. Και το λέγω τούτο για να μη χαθούμε μέσα σε καταστροφολογικές υπερβολές της καθημερινότητας που θεωρεί σε πολλές περιπτώσεις το παρελθόν, το κάθε παρελθόν καλύτερο από το παρόν. Η κάθε ιστορική εποχή έχει τις δικές της στιγμές δημιουργίας, αλλά και τις δικές της στιγμές βαρβαρότητας. Αυτό που διαφέρει είναι η ένταση των φαινομένων και η διαλεκτική τους σχέση  με τη λειτουργία του κανόνα και της εξαίρεσης.

Και έρχομαι τώρα στα καθ’ ημάς. Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι ο φονταμενταλισμός και τα λειτουργικά του συμπαρομαρτούντα, ο λαϊκισμός ως κατασκευή του λαού σύμφωνα με τους ιδεολογικούς στόχους του λαϊκιστή, ο μεσσιανισμός ως αίσθηση δυνατότητας και διάθεση αποκλειστικής σωτηρίας του λαού και τέλος η βία, σχετίζονται άμεσα και κυρίως αποκλειστικά με το Ισλάμ. Γεγονός για το οποίο ευθύνεται ανάμεσα στα άλλα, η εμφάνιση εσχάτως του ISIS, αλλά και όλων όσων προοδοποίησαν την είσοδο του στη σκηνή της ιστορίας και οι τραγικές συνέπειες για το σύνολο του πολιτισμού της δράσης του. Μια πραγματικότητα, που χρησιμοποιείται ως άλλοθι, προκειμένου να κρυφτούν κάτω από το χαλί οι αστοχίες του Χριστιανικού και ιδιαίτερα Ορθόδοξου τρόπου και να μείνουν στο απυρόβλητο. Με πορνικές γενικεύσεις, όμως, και υπεκφυγές δεν συγκροτείται κοινωνία και οπωσδήποτε δεν δίνεται νόημα στην έτσι κι αλλιώς θρυμματισμένη πραγματικότητα του κόσμου και της ζωής.

Το παρήγορο βέβαια είναι, πως πληθαίνουν εσχάτως οι φωνές που βάζουν τον δάκτυλο επί των ήλων και υπενθυμίζουν την ανάγκη κατάβασης στον οικείο τόπο, τουτέστιν στο γκρέμισμα του σπιτιού προκειμένου να βρεθεί η κάτω από αυτό κρυμμένη Εκκλησία.

Όχι πολλά χρόνια πριν, μόλις το 1997, είχα επιλέξει, προκειμένου να εμφανιστώ ενώπιον πανεπιστημιακού ακροατηρίου στη Lundτης Σουηδίας, να μιλήσω για τάσεις στο χώρο της Ορθοδοξίας. Συνάδελφος έμπειρος και προσεκτικός προσπαθώντας να με προστατεύσει μου είπε πως αυτό θα ήταν επικίνδυνο∙ όχι για τους ακροατές μου στο εξωτερικό, αλλά για τους αναγνώστες μου στο εσωτερικό. Δεν τον άκουσα, διότι η νεότητα δεν έχει αίσθηση κινδύνου. Η μελέτη γράφτηκε και μία από τις παρουσιαζόμενες τάσεις, η πρώτη τάση που περιέγραφα, ήταν αυτή της παραδοσιαρχίας. Σημείωνα, σχετικά: «Ἡ πρώτη τάση θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαστεῖ παραδοσιαρχική, γιὰ νὰ διαφοροποιηθεῖ εὐθέως ἀπὸ τὴν κίνηση τῆς παραδοσιακότητας ποὺ θὰ προσπαθήσω νὰ περιγράψω στὴν πορεία καὶ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τῆς θεολογίας ποὺ αὐτὴ γεννᾶ. Στὴν παραδοσιαρχικὴ τάση θὰ μποροῦσα νὰ τοποθετήσω ὅσους παραμένουν στὸ γράμμα τοῦ νόμου, ἀγνοώντας τὸ πνεῦμα του. Ἔτσι παρατηρεῖται μία ἐξωτερικὴ κυρίως σκλήρυνση, ποὺ ἀπαιτεῖ ὑποταγὴ τῶνμελῶν τῆς Ἐκκλησίας σὲ νόρμες, κανόνες καὶ τύπους. Τούτη ἡ τάση ἀγγίζει τόσο τὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ τὸ χῶρο τῆς θεολογίας. Εἶναι κοινὸς τόπος ἄλλωστε τὸ γεγονὸς ποὺ θέλει ἡ θεολογικὴ μονομέρεια νὰ ὁδηγεῖ σὲ ἐπικίνδυνες μορφὲς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἢ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ νὰ θεωρητικοποιεῖται θεολογικὰ γιὰ νὰ δικαιωθεῖ. Πάντως,  καί στὴ μία καί στὴν ἄλλη περίπτωση, οἱ κραυγὲς γιὰ τὴν παράδοση μοιάζουν παραπλανητικές, καθὼς ἡ παράδοση ἀπομονώνεται ἀπὸ τὸ παρόν, ἡ θεολογία ξεκόβει ἀπὸ τὴν πραγματικότητα καὶ ἡ ζωὴ ἐκφυλίζεται σὲ μορφὲς ἠθικισμοῦ καὶ εὐσεβισμοῦ. Καὶ τοῦτο εἶναι τὸ παράξενο· οἱ παραδοσιαρχικοί, ποὺ ἐπικεντρώνουν τὸ ἐνδιαφέρον τους στὴν παράδοση, ἀλλοιώνουν τὴν ἴδια τὴν παράδοση στὴν πράξη. Πραγματώνουν τὴν μὴ παράδοση,  ὁμιλώντας μόνο γιὰ τὴν παράδοση. Εἶναι εὐνόητο ὅτι οἱ θιασῶτες αὐτῆς τῆς τάσης ἀρνοῦνται ὁποιαδήποτε ἐπαφὴ ὄχι μόνο μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ σύγχρονα ρεύματα ποὺ ἀναπτύσσονται στὴ σύγχρονη κοινωνία. Ἔτσι καταλήγουν σὲ ἕναν ἀπομονωτισμό, ἀποτέλεσμα ἠθελημένης ἐπιλογῆς καὶ στάσης ζωῆς. Ἡ θεολογία καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀφορᾶ τοὺς λίγους, τοὺς ἐκλεκτούς καὶ ἐξάπαντος ὄχι ὅλον τὸν κόσμο». Ο χρόνος που παρήλθε από τότε έως σήμερα φαίνεται πως όχι μόνον δεν άλλαξε τα πράγματα, αλλά τα οδήγησε στα άκρα.

Γεγονός, που επιβεβαιώνει την  κοινή για πολλούς μας διαπίστωση, πως η Ορθοδοξία μοιάζει σήμερα σε πολλές περιπτώσεις μαλωμένη με την αλλαγή και την κίνηση. Μια σύγκρουση, μια αντίθεση, που σχετίζεται καταρχήν με την πολύχρονη αιχμαλωσία της στα παιχνίδια της ιστορίας και η οποία αγνοεί ή μηδενίζει ετσιθελικά τη θεολογική της οντολογία, όπως για παράδειγμα την περί κινήσεως διδασκαλία ενός Μαξίμου Ομολογητή -τελείωση των όντων χωρίς κίνηση στην ορθόδοξη θεολογία δεν υφίσταται- ή τις μεθοδολογικές σταθερές  διαλόγου θεολογίας και επιστήμης ενός Βασιλείου Καισαρείας, οι οποίες προϋποθέτουν γνώση και λειτουργική πρόσληψη των επιστημολογικών αρχών, αλλά και των αγαθών καρπών του πολιτισμού στο σύνολό τους.  Στην ίδια κατεύθυνση αλλοτρίωσης και η υποτίμηση της θέσης του πλησίον, του ξένου, του άλλου και του διαφορετικού στα όρια της εκκλησιολογικής της μη αυτοσυνειδησίας. Δομικές παραδοχές που οδηγούν φορείς και πρόσωπα, στο όνομα της παράδοσης και της επιστροφής στα θεμέλια της πίστης, να απομακρύνονται ταχύτατα από τη βιβλική τους κοιτίδα και την ελευθερία του προσώπου, μαζί και την οικουμενική κατανόηση της εκκλησιαστικής τους υπόστασης, που αυτή προϋποθέτει. Ο αγώνας, δυναμικός και ακατάπαυστος, γίνεται ως εκ τούτου υπέρ της παραδόσεως ερήμην της παραδόσεως. Τα επαναλαμβανόμενα και πολύμορφα σήμερον της λειτουργικής της αμεσότητας -σήμερον κρεμάται, σήμερον γεννάται, σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις-, μένουν α-νόητα σύμβολα ενός εξόριστου τρόπου που έδωσε τη θέση του στα είδωλα και τον φετιχισμό. Α-νόητα σύμβολα ενός εξόριστου Χριστού, που αντικαταστάθηκε με τις προσωπικές ιδεολογίες, τους γεροντισμούς και εξάπαντος την επιδιωκόμενη και επιβαλλόμενη άγνοια, που αποτελεί την προϋπόθεση των «εμπειριών της σαγιονάρας». Μεθοδεύσεις, που δένουν δυναμικά με τη διάθεση  εξουσιασμού  της λαϊκής συνείδησης, της ύπαρξης απλών ανθρώπων, οι οποίοι έμαθαν -τους οποίους έμαθαν οι αυτοχειροτονημένοι κριτές της Ορθοδοξίας- να ζουν  χαμένοι μέσα στο πέλαγος του φόβου και της ενοχικότητας. Παντού και πάντα εχθροί. Η συγκρότηση του εαυτού απαιτεί το γκρέμισμα του άλλου, του απέναντι, ο οποίος δεν είναι εγώ. Την εξαφάνιση της οποιαδήποτε ετερότητας.

Άμεσο αποτέλεσμα όλων των παραπάνω η έκρηξη του εθνοφυλετισμού και η συνακόλουθη άρνηση της οικουμενικότητας, η ανερυθρίαστη συμπόρευση με τον φασισμό, οι πράξεις βίας και ο σεχταρισμός. Μοναδική επιδίωξη η «θρησκευτική κλωνοποίηση» του προσώπου, που ισοδυναμεί με την οριστική κατάργησή του. Την κατάργηση, δηλαδή, εκείνης της πρωτοτυπίας που κατανοεί τον άνθρωπο ως  την ύπαρξη που είναι «όλοι οι άλλοι μαζί και ταυτόχρονα ο εαυτός του». Μια διαπίστωση που οδήγησε τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη να ομολογήσει πως «το εγώ μου είναι ένας άλλος». Και επειδή τελευταία, με αφορμή την περί άλλου συζήτηση,  μεγάλος λόγος γίνεται για τη νομιμότητα χρήσης αυτού του όρου στα πλαίσια της Ορθόδοξης θεολογίας, θα πρέπει να θυμίσω στους αντιδρώντες, πως ο άλλος και το άλλο, αποτελούν συστατικά στοιχεία του συνολικού τρόπου της  Ορθοδοξίας, δίχως τα οποία είναι αδύνατη η κατανόηση της τριαδολογίας, της χριστολογίας και  εξόχως της εκκλησιολογίας. Τουτέστιν η κατανόηση και πολύ περισσότερο η βίωση της ζωής.

Βέβαια,  για όλους εκείνους που αγνοούν το μυστήριο του αυτοπροσδιορισμού και χάνονται στην έρημο του απόλυτου ετεροπροσδιορισμού -πότε αντιδυτικοί, πότε αντιμουσουλμάνοι, πότε αντισυνοδικοί, πότε αντιακαδημαϊκοί, πότε αντί στο αντί-, «οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις»,  καθώς τονίζει ο αλεξανδρινός. Μια λύση που αποδεικνύει την τραγικότητα της απουσίας του «ευαγγελίου της αγάπης» και δείχνει μεμιάς το «τραυματισμένο κορμί, τον τραυματισμένο τόπο και τον τραυματισμένο καιρό». Και είναι αυτές οι εποχές που γεννούν και ξαναγεννούν περιπλανώμενους προφήτες και θαυματοποιούς, που υπόσχονται εξουσία, δύναμη και ολοκληρωτική κυριαρχία. Είναι αυτές οι εποχές που βυθίζονται μέσα στον λαϊκιστικό θρησκευτικό φονταμενταλισμό, που εκβάλλει στον βίαιο μεσσιανισμό. Στη βία της δύναμης, στη βία της εξουσίας, στη βία της κυριαρχικότητας, στη σωματική βία, στη βία του συναισθήματος, αλλά και στη βία του βλέμματος και των συμβόλων. Πραγματικότητες ανέραστες, αντιδημιουργικές και ως εκ τούτου άκρως αντι-ανθρωπιστικές, που αποκαλύπτουν το «πρόσωπο του τέρατος», αλλά και τον «φόβο μήπως το συνηθίσουμε». «Από την ώρα που ο Φραγκεστάϊν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου», γράφει ο Μάνος Χατζιδάκις, «ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται».

Και φτάνουμε έτσι, στο μετέωρο βήμα της πρόθεσης. Ξέρετε και όλοι έχετε καταλάβει το δάνειο του τίτλου της εισήγησής μου. Βέβαια, εάν το μετέωρο βήμα του πελαργού πασχίζει να αποκαλύψει τον «αναγεννημένο άνθρωπο», ο οποίος μετά το μακρύ ταξίδι, «είναι έτοιμος να συγχωρήσει κι όχι να μισήσει, είναι έτοιμος ν’ αγαπήσει, να καταλάβει και να δεχτεί του άλλους όπως είναι, με όλες τους τις διαφορές απ’ όπου κι αν προέρχονται», αλλάζοντας κυριολεκτικά τον εαυτό του, το μετέωρο βήμα της πρόθεσης θέλει να αλλάξει τον κόσμο εμμένοντας στον ακίνητο και ως εκ τούτου νεκρό εαυτό. Απειλεί τον εγκλωβισμό του κόσμου ολάκερου σε έναν κόσμο ανύπαρκτο, σε έναν κόσμο αναιμικό, στον οποίο τελικά και το ίδιο αυτοεγκλωβίζεται.

«Υπάρχουν άνθρωποι», σημειώνει ο Αντρέ Ζιντ στα Τέλματα, «που βρίσκονται έξω μονομιάς. Η φύση χτυπάει το κατώφλι τους: η πόρτα τους ανοίγει στην αχανή πεδιάδα όπου, αμέσως μόλις κατέβουν, η κατοικία τους ξεχνιέται και χάνεται. Την ξαναβρίσκουν το βράδυ, όταν τη χρειάζονται για να κοιμηθούν∙ την ξαναβρίσκουν εύκολα. Θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να κοιμηθούν κάτω απ’ τα αστέρια, ν’ αφήσουν το σπίτι τους για μια ολάκερη μέρα, ακόμα και να το ξεχάσουν για καιρό. -Αν αυτό το βρίσκετε φυσιολογικό, σημαίνει ότι δεν με καταλαβαίνετε. Θα έπρεπε να σας εκπλήσσουν περισσότερο τα πράγματα… Σας διαβεβαιώ ότι -όσο μας αφορά- αν ζηλεύουμε αυτούς τους τόσο ελεύθερους κατοίκους, είναι επειδή, κάθε φορά που χτίζαμε με κόπο μια στέγη για να προφυλαχτούμε, αυτή η στέγη μας ακολουθούσε, κι ύστερα παρέμενε πάνω από τα κεφάλια μας∙ μας προστάτευε από τη βροχή, είναι αλήθεια, αλλά μας έκρυβε τον ήλιο. Κοιμηθήκαμε στη σκιά της∙ δουλέψαμε, χορέψαμε, αγαπηθήκαμε, στοχαστήκαμε στη σκιά της∙ καμιά φορά, η λαμπρότητα της αυγής ήταν τόσο μεγάλη, που πιστέψαμε ότι μπορούσαμε να ξεφύγουμε το πρωί∙  θελήσαμε να τη λησμονήσουμε∙ γλιστρήσαμε σαν κλέφτες κάτω από την αχυρένια σκεπή, όχι για να μπούμε, εμείς, αλλά για να βγούμε -λαθραία-  και τρέξαμε προς την πεδιάδα. Κι η στέγη έτρεχε ξωπίσω μας. Αναπηδούσε, σαν την καμπάνα του παραμυθιού, ξωπίσω από εκείνους που προσπαθούσαν να το σκάσουν από τη λειτουργία. Συνέχεια νιώθαμε το βάρος της πάνω από τα κεφάλια μας. Για να τη φτιάξουμε, είχαμε ήδη μεταφέρει όλα τα υλικά∙ κάναμε μια εκτίμηση του συνολικού βάρους. Το κεφάλι μας έσκυβε, οι ώμοι μας καμπούριαζαν -σαν τον Σεβάχ κάτω από το βάρος του Γέρου της Θάλασσας. Στην αρχή δεν το προσέχει κανείς∙  έπειτα, είναι φριχτό∙  δένεται μαζί μας μόνο χάρη στο βάρος της. Δεν μπορείς ν’ απαλλαγείς απ’ αυτή. Πρέπει να φέρεις μέχρι τέλους όλες τις ιδέες που συλλαμβάνεις…».

[1] Από συνέντευξη στη Σούλα Αλεξανδροπούλου, «Η Καθημερινή» (2/11/1975).

Εισήγηση στο Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο με θέμα: «Θρησκεία και Βία», που έγινε στη Θεσσαλονίκη (27-29 Απριλίου 2015).

ΠΗΓΗ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

antidosis ~ Χρυσόστομος Σταμούλης