Απ’ το μπαλκόνι…

balcony soutsou odos

dav


Μπαλκόνι τρίτου ορόφου στο κέντρο της πόλης. Άνθρωποι, αυτοκίνητα όλη η κίνηση της μικρής πόλης από ψηλά. Καλοκαίρι, καθημερινή, ανυποψίαστη η ζωή του πολυσύχναστου δρόμου στα πόδια σου. Βλέπεις, η καλύτερα παρατηρείς, χωρίς ενδοιασμό, γιατί απλά περνάς απαρατήρητος, εκεί ψηλά που βρίσκεσαι. Πόσο διαφορετικά είναι όταν παρατηρείς τη ζωή εκεί κάτω, χωρίς να σε βλέπουν.
Είναι όπως τότε, όταν στα δάση της γηραιάς Αλβιόνας παρατηρούσες κάτι πρόχειρους ξύλινους εξώστες, με μικρές σκαλωσιές για να σκαρφαλώσεις και να θρονιαστείς ώστε να παρατηρείς την άγρια πανίδα κάτω από τα πόδια σου. Αλήθεια, πόσα ανυποψίαστα ζωάκια, που δεν μύριζαν την ανθρώπινη παρουσία, περνούσαν από κάτω απ’ τα πόδια σου, χωρίς βέβαια να αντιλαμβάνονται την παρουσία σου.
Τα αυτοκίνητα παρκάρουν δεξιά και αριστερά του δρόμου. Η αριστερή πλευρά είναι ελεγχόμενης στάθμευσης.
Περνάνε συνεχώς αυτοκίνητα, το κέντρο συγκεντρώνει όλη την εμπορική κίνηση της μικρής πόλης.
Τ’ αυτοκίνητα φυσικά περισσότερα απ’ τους ανθρώπους. Αυτοκίνητα που περνάνε και χάνονται στη στροφή του δρόμου και άλλα που παρκάρουν για τις δουλειές στο κέντρο της πόλης.
Παρκάρει με δυσκολία, βγάζει το αγόρι από την πίσω θέση, του κρατάει το χέρι και προχωράνε για το κέντρο, ο μικρός γυρίζει και ρίχνει μια τελευταία ματιά στο κόκκινο αυτοκίνητο. Η νεαρή μαμά σχεδόν το σέρνει, με τον γοργό βηματισμό της.
Απέναντι, γιατρός ογκολόγος, ονομαστός για τις χαρτογραφήσεις του. Όλο και κάποιος χτυπάει το κουδούνι. Κάποιοι βγαίνουν ανήσυχοι, κάποιοι άλλοι ανακουφισμένοι. Ο σοφέρ που μόλις πέρασε είχε το χέρι του στο γυμνό μηρό της συνοδηγού. Καλοκαίρι, γιατί όχι, εξάλλου γιορτάζει η εμφανής σάρκα, ιδίως στα νεανικά σώματα. Από τ’ απέναντι διαμέρισμα βγήκε μια κοπέλα μ’ έναν καφέ στο χέρι, χάρτινο ποτήρι απαραίτητο αξεσουάρ, στα χέρια των νέων ανθρώπων. Νιώθει αμήχανα, δεν είναι το ίδιο όπως με όλους τους ανυποψίαστους ανθρώπους, που περνάνε από κάτω. Κάθεται λίγο και χάνεται και πάλι στο σκοτεινό διαμέρισμα. Η Μαρία, η πρώην μαθήτριά μου, στο απέναντι πεζοδρόμιο με τον πατέρα της. Τον αγκαλιάζει που και που, ώστε να νιώσει την ασφάλεια που τόσο έχει ανάγκη, λόγω της αναπηρίας της.
Να και η δημοτική αστυνομία, ελέγχει τα αυτοκίνητα της αριστερής πλευράς. Προχωράνε μέχρι το τέλος του δρόμου και γυρίζοντας πίσω σταματάνε στο κόκκινο αυτοκίνητο. Ο ένας βγάζει το μπλοκάκι του, ρίχνει μια ματιά στο νούμερο της οδού, μια ματιά στο ρολόι του και γράφει την κλήση με γρήγορες κινήσεις. Ο συνάδελφος του δυο μέτρα παρακάτω τον περιμένει, μάλλον βαριεστημένα. Τη διπλώνει και την αφήνει, κάτω από τους υαλοκαθαριστήρες. Αναρωτιέμαι και θα περιμένω να παρατηρήσω την αντίδραση της νεαρής μαμάς, μόλις επιστρέψει απ’ την αγορά και δει την κλήση. Αλήθεια θα απολαύσω τη σκηνή χωρίς φόβο, αλλά φυσικά με πάθος!
Ακριβώς πίσω, παρκάρει ένα δεύτερο αυτοκίνητο, βγαίνει ένας ευτραφής κύριος, χωρίς μπλούζα, αφήνοντας σε κοινή θέα την τεράστια κοιλιά του. Βλέπει την κλήση στο μπροστινό αυτοκίνητο και πηγαίνει ν’ αγοράσει κάρτες στάθμευσης. Επιστρέφει, τοποθετεί την κάρτα και κατόπιν βάζει την μπλούζα του, που αδιαμαρτύρητα δέχεται να καλύψει την τεράστια κοιλιά του. Ένα αυτοκίνητο σταματάει στην μέση του δρόμου. Τα υπόλοιπα αυτοκίνητα περιμένουν υπομονετικά. Κάποια στιγμή εμφανίζεται μια ηλικιωμένη υποβασταζόμενη, της ανοίγουν την πόρτα και η ροή συνεχίζεται.
Το κόκκινο αυτοκίνητο ξεπαρκάρει, έχασα όλη την προηγούμενη σκηνή που τόσο περίμενα. Μόλις και πρόσεξα ότι κλήση έλειπε από το μπαμπρίζ του αυτοκινήτου. Η νεαρή μαμά με το μικρό χαριτωμένο αγοράκι και με το ολάνοικτο βιβλίο της ζωής μπροστά τους αναχωρούν, όλα τ’ άλλα στην τελική, ασήμαντες λεπτομέρειες…

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.