Υπάρχει μια λαϊκή παροιμία που θυμίζει σε όποιον έχει ξεστρατίσει από το μονοπάτι του απλοϊκού βίου πως το αγαθό της υγείας δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κανένα άλλο και για κανένα λόγο.
«Γεια μου, πλούτη μου!»
Έτσι συνήθιζαν να λένε οι παλιοί που ούτως ή άλλως είχαν μάθει να ζουν με λίγα, να ζουν μια λιτή ζωή. Η φράση «θα την περάσουμε σπαρτιάτικα» ήταν κι αυτή εξάλλου στο καθημερινό τους λεξιλόγιο, μια και αποτελούσε την πεμπτουσία τους βίου τους.
Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς βέβαια, αφού οι ιστορικές συμπτώσεις δεν τους είχαν χαρίσει καμία πολυτέλεια.
Δε θα μου κάνει καθόλου εντύπωση αν μάθω πως, σήμερα, λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν την παροιμία κι επίσης ακόμη λιγότεροι εκείνοι που τη μνημονεύουν.
Χαμένοι μέσα σ’ έναν κυκεώνα, επίπλαστων συχνά καταναλωτικών αναγκών, γίναμε δέσμιοι υλικών και αντικειμένων. Το χειρότερο είναι πως θεωρήσαμε την ύπαρξη τους δεδομένη και ποτέ δεν αναρωτηθήκαμε πόσο πρέπει να μας κοστίσει τυχόν απώλειά τους.
Κακές συγκυρίες έγιναν αφορμή να ανοίξω τα μάτια και να ψελλίσω «Θεέ μου σ ευχαριστώ που έγιναν όλα, το ένα μετά το άλλο, τα άσχημα μέσα σε μια μόνο μέρα! Έπρεπε να ξαναθυμηθώ πως πάνω απ’ όλα τα αγαθά, τούτο μόνο είναι πολυτιμότερο: η υγεία.
Γεια μου πλούτη μου λοιπόν, αν έχω την υγεία μου κι αν είναι καλά οι οικείοι μου είμαι ήδη πλούσια. Έχω ήδη ό,τι χρειάζομαι για ν’ αγωνιστώ με σθένος ν’ αποκτήσω όσα πρέπει.
Θα απαντώ μόνο σε καλοπροαίρετα και διακριτικά σχόλια. Τα άλλα θεωρούνται απλά εσωτερική κατανάλωση.