Μοναξιά
Γυρνάς μόνος
μέσα στη γκρίζα πόλη που σφύζει και ασφυκτιά
μέσα στον θόρυβο,
τον ήχο των κινητών και των κορναρισμάτων.
Κι αν περιφέρεις τη ματιά σου
θα δεις το ίδιο αυτό απεγνωσμένο βλέμμα
και στα μάτια των άλλων
που προσπερνούν,
όπως εσύ.
Κι έλεγες
«θα ?ρθει η άνοιξη,
και θα φανεί το χελιδόνι
κι αιμάτινα ίχνη θ? αφήνουν οι παπαρούνες
εκεί που πριν, το χιόνι σκέπαζε»,
μα ξημέρωσε μια μέρα Κυριακή η Άνοιξη
και ο πάγος παρέμεινε να καίει
αυτό που εντός σου, κάποτε,
θα έπαιρνε ζωή από το φως.
Η γκρίζα πόλη έμεινε άχρωμη
τί κι αν τα σφενδάμια άνθισαν στις πολύβουες λεωφόρους
τί κι αν φωτίζονται περισσότερο από τις ηλιαχτίδες
οι χαραμάδες των έρημων αισθήσεων
σαν για εξιλέωση,
ενώ τίποτε δεν έχει αλλάξει,
νομίζεις.
Κι όμως κάπου μέσα απ? το χαμό
αχνοφαίνεται η αντίπερα ακτή,
ειρηνική και αξεπέραστα υπανάπτυκτη
όπως τα πρωτογενή συναισθήματα,
το πάθος,
κάποτε αυτοσκοπός,
τώρα ηθελημένη απομόνωση,
και απουσία επαφής.
Μα ακόμα κι αν η σκέψη
ταξιδέψει στους μακρινούς ορίζοντες,
εκεί που ο ουρανός και η θάλασσα ενώνουν τις πνοές τους
και σε παρασύρουν σε μιαν άλλη τρικυμία αγγιγμάτων,
οικείων, παρελθοντικών και ιδιαζόντων,
αυτό το απέραντο μπλε,
απόλυτα διαβρωτικό,
θα θρυμματίσει όπως πάντα
τα πάντα,
θα κατακλύσει πόρους,
και στεγανά
αυτή η ακατάλυτη διαφάνειά του
που θα εξαντλήσει,
το απαραβίαστο της ερμητικής μνήμης,
της μοναξιάς σου.
Δ.Τ.