Έρημη χώρα

… Ρέει ο μεγάλος ποταμός, οι ηπειρώτισσες πορ-
τοκαλιές
Καρπίζουνε στο φως, κι εκείνοι που χτύπησαν
τις γιορτές της λευτεριάς
Λουφάξανε βαθιά, πίσω απ’ τον κόσμο.
Η νύχτα άπλωσε ξανά, υποταγμένη, εντροπαλή,
Και βρόντησεν ο κεραυνός το μέγα γράμμα
Ε
Επανάσταση : Τι έχουμε προσφέρει;
Σύντροφε, τρανεύει το αίμα την καρδιά μου
Η ωραία τόλμη μιας ζωής εξεγερμένης
Που μια αρχαία φρόνηση ποτέ δε θ’ αναιρέσει
Μ’ αυτή, μόνο μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξει
Που κανείς δε θα αναφέρει στα παιδιά μας
Και μόνο εμείς θα ξέρουμε με το τριζόνι νεκρο-
πομπό
Κι αύριο μια χασισωμένη ανθρωπότητα να δημι-
ουργεί
Με το ίχνος των κορμιών μας.
Ε
Έρωτας : Άκουσα τα βήματά σου
Ένιωσα το χέρι σου στο χέρι μου
Με την άρνησή του άλλου, βεβαιώνοντας τη
φυλακή σου
Με τη μοναξιά του άλλου, σακατεύοντας τη
φυλακή σου
Μόνο τώρα που πήρε να φεγγίσει, ένα δάκρυ
Για μια στιγμή ζωντανεύει τον τρόμο της Πη-
νελόπης
Ε
Ελευθερία : Το πλοίο ανταποκρίθηκε
Χαρούμενο, στο χέρι που το στρέφει
Η πρόσκληση ήταν γαλήνια, κι η καρδιά σου
ανταποκρίθηκε
Χαρούμενα στην πρόσκληση, κυβερνημένη,
κυβερνώντας
Την ύστατη κυριαρχία.

Βγήκα απ’ το αμφιθέατρο
Ξυπνώντας, πίσω μπρος και πλάι μου τα πλή-
θη
Να βγάλουμε τον κόσμο από την τάξη του.
Λύκε, λύκε είσαι εδώ;
Γαίαν παμμήτειραν αείσομαι, ηυθέμελον.
Ανδρ’ αγαθόν περί ή πατρίδι μαρνάμενον. Γιου-
χα και πάντα γιούχα των πατρίδων.
Ξηρά οστά όντα ανθρώπινα, εν αυτοίς σάρκα
ανέδειξα και ψυχήν.
Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η
μέρα
Σήμερα αρραβωνίζεται αητός την περιστέρα.
Επανάσταση Έρως Ελευθερία
Θάνατος Θάνατος Αθάνατος

Σύντροφοι

Ηλίας Λάγιος