ΙΙΙ
Πού να ‘ναι η επένδυσις
Η κρύα του πνεύματος
Και πού τα σμήνη των πουλιών
Που μόλις εκκολάπτονταν
Τα εστερείτο η άνοιξις
Που είναι οι φωνές που τρύπαγαν
Τα πλευρά, το φεγγάρι
Που περνούσε απ’ τα τραύματα
Κι απόθετε μέσα
Τα χρυσά του εκμαγεία
Και πού το ευώδες όνειρο
Που άνοιγε χλόης παράθυρα
Για να περάσει η ασύγκριτη
Σκόνη στα κοιμητήρια
Οταν τα μεσημέρια
Μαύρα στο σώμα χύμαγαν
Να το σπαράξουν
Στα κοιμητήρια οι αύρες
Και η μυρωδάτη αίσθηση του «απόλλυμι»
Και στον ορίζοντα μόνο
Του άλγους η γραμμή και των ονείρων
Οι αιώρες
Στα κοιμητήρια οι άνθρωποι
Δημήτρης Παπαδίτσας