Κι αυτή η φουντωτή ψηλόκορμη κυπαρισσιά,
που από μακριά ατενίζει αυστηρά το έρημο σχολείο,
με τα μικρά ολοστρόγγυλα κυπαρισσόμηλά της,
προσφέρει καταφύγιο βραδινό σε όλα τα πετούμενα.
Τσιρίζουν, τσιμπιούνται, φτερουγίζουν, διώχνονται
κι επανέρχονται πιο απαιτητικά -αέναα σε κίνηση-
για μια απλή διανυκτέρευση σε μια ασταθή συστάδα,
κάθε βραδάκι στις επτά -από καθέδρας διάλεξη
Περί της Επιβίωσης- και στις οκτώ σωπαίνουν.
Δεν είναι καν φωλιά η περί ης ο λόγος,
ένα κλαδάκι μοναχά για να σταλιάσουν ασφαλή,
συντροφικά, στης νύχτας το σκοτάδι·
μα ούτε κι αυτό δεν έμαθα ποτέ να διεκδικώ.
Κλαίτη Σωτηριάδου