Αρχείο ετικέτας Θεία Μετάληψη

Πανδημία και Εκκλησία

Του ΘΑΝΑΣΗ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Δεν μπορώ να κάνω ρεπορτάζ, δεν μπορώ δηλαδή να υποκριθώ ουδέτερο βλέμμα. Γράφω ως πιστός, του οποίου η κοινωνική στάση διαμορφώνεται από την πίστη του και όχι παρά την πίστη του. Και γράφω με οδύνη και με δίψα.

Ξεκινώ με την οδύνη. Αφορά την αθλιότητα που μαστίζει το σπιτικό μου – την Εκκλησία. Από τις αρχές Μαρτίου ξεκίνησε μια απίστευτη σύγκρουση στα σπλάχνα του εκκλησιαστικού και θεολογικού χώρου. Ο χώρος αυτός είναι πολύ σύνθετος. Δεν μονοπωλείται από τους επισκόπους, ούτε από τους μισαλλόδοξους που είναι οι αγαπημένοι των ΜΜΕ. Για κάθε προβληματισμένο άνθρωπο λοιπόν αποτελεί ασύγγνωστη ελαφρότητα η παραγνώριση αυτής της συνθετότητας.

Από τη μια, εκκλησιαστικοί άνθρωποι εκφράζουν με εκκωφαντική ένταση μαγικές εννοήσεις της θρησκευτικής ζωής, από τον ισχυρισμό ότι μέσα στο ναό ουδεμία ισχύ έχει ο ιός, μέχρι την απόφανση ότι η μάσκα εμποδίζει τη σχέση πιστού και Θεού. Το ενδιαφέρον (το οδυνηρά ενδιαφέρον) εδώ είναι το γεγονός ότι αυτές οι εννοήσεις διατυπώνονται στο όνομα της ακραιφνούς ευσέβειας, κι όμως αποτελούν βάναυση στρέβλωσή της! Ουδέποτε δίδαξε ο Χριστιανισμός ότι σταματά η αναμέτρηση με τη θνητότητα μέσα στην ιστορία. Αντιθέτως, καυχάται για την παράδοξη νίκη των μαρτύρων (δηλαδή αυτών που βίωσαν εντελώς την ευαλωτότητα μένοντας απροσκύνητοι) και για αγίους που πέθαναν ασθενείς και αθεράπευτοι, δεξιωνόμενοι στο έπακρο το μυστήριο του πανανθρώπινου πόνου. Η προσδοκία της Ανάστασης αφορά –ας το πω έτσι– τη μεταϊστορία.

Διάκριση μεταξύ μυστηρίου και τρόπων τέλεσής του

Από την άλλη, κατατίθενται (πάντα εντός του εκκλησιαστικού και θεολογικού χώρου) ρηξικέλευθες προτάσεις για τη δυνατότητα συνέχισης της εκκλησιαστικής ζωής με αλλαγές στους τρόπους έκφρασής της. Αυτό είναι καίριο σημείο της τρέχουσας τιτανομαχίας, καθόσον για άλλους οι τρόποι είναι κάτι ιερό που δεν επιδέχεται αλλαγή (πράγμα που όμως διαψεύδεται και από την ιστορία και από τη θεολογία), ενώ για άλλους υπάρχει διάκριση μεταξύ του μυστηρίου καθαυτού και των τρόπων τέλεσής του. Σύμφωνα με τη δεύτερη οπτική, οι τρόποι οφείλουν μεν να είναι οι κατάλληλοι ώστε να εκφράζουν (και να μη στρεβλώνουν) το νόημα, αλλά πάντως δεν ταυτίζονται με το νόημα. Όποτε οι τρόποι αναγορεύονται σε ιερούς και αμετάβλητους, έχουμε απλώς ειδωλολατρία στα σπλάχνα του χώρου ο οποίος υποτίθεται ότι οφείλει να είναι κατεξοχήν αντι-ειδωλολατρικός. Η θεολογική συζήτηση έχει πιάσει από την πρώτη στιγμή και το θέμα της θείας Κοινωνίας. Ο πιστός φυσικά εμπιστεύεται το μυστήριο ως αυτοπρόσωπη παρουσία του Θεού του. Όμως αυτό δεν μπορεί να ζητηθεί να γίνει αξίωμα όλης της κοινωνίας. Η συζήτηση συνεπώς αφορά τους τρόπους με τους οποίους δύναται να συνεχιστεί η Κοινωνία, χωρίς να δημιουργεί υπόνοιες για κίνδυνο μετάδοσης του ιού. Αυτό αποτελεί εκκρεμότητα πρωτίστως για την Εκκλησία. Δεν περιμένουμε από το κράτος να την κατανοεί. Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το θέμα εμμέσως, με ολοσχερές κλείσιμο, ουσιαστικά, των ναών. Σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση, η λατρεία τελείται αποκλειστικά από τον ιερέα «και το αναγκαίο βοηθητικό προσωπικό χωρίς την παρουσία άλλων φυσικών προσώπων». Τα περί «βοηθητικού προσωπικού» αποτυπώνουν μια ιεροκρατική αντίληψη, πόρρω απέχουσα από τη χριστιανική συνείδηση ότι κανονικά οι πιστοί δεν είναι ούτε θεατές ούτε καταναλωτές, αλλά συλλειτουργοί.

Ενδεικτικά σημειώνω τρεις συλλογικές εκδόσεις που αποτυπώνουν αυτή την τιτανομαχία: 1) Η Εκκλησία σε περίοδο πανδημίας. Μπορεί η παρούσα κρίση να οδηγήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία σε λειτουργική αναγέννηση; (εκδ. CEMES, Θεσσαλονίκη) 2) Καιρός του ποιήσαι. Η Ορθοδοξία ενώπιον της πανδημίας του κορωνοϊού (εκδ. Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου) 3) περιοδικό «Σύναξη», αφιέρωμα Πανδημία (θα κυκλοφορήσει τον Δεκέμβριο).

Μιλώ ηθελημένα για τιτανομαχία. Οι απόψεις πολύ συχνά διατυπώνονται με σταυροφορική επιθετικότητα, και πολλοί ιερείς που προσπάθησαν να τηρήσουν μια στάση γεμάτη έγνοια για το υγειονομικό πρόβλημα (π.χ. ζητώντας από τους πιστούς να μην τους φιλούν το χέρι ή κοινωνώντας τους πιστούς χωρίς τα χείλη να αγγίζουν το κουταλάκι), στοχοποιήθηκαν από μερίδα θρησκευόμενων και συκοφαντήθηκαν ως μειοδότες της πίστης. Είναι ανοιχτά όλα αυτά τα ζητήματα, μα η Ιερά Σύνοδος είναι ανήμπορη να τα συζητήσει, προφανώς διότι οι φυγόκεντρες τάσεις είναι ισχυρές. Ουσιαστικά η Σύνοδος περιορίζεται στο να διαβιβάζει στις Μητροπόλεις τις Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις με τα μέτρα της κυβέρνησης, συνοδεύοντάς τες με δικό της μήνυμα για μια σωστή έμφαση στο χρέος της αγάπης και της ευθύνης για τους άλλους. Αυτά όμως, παρόλο που εμφανίζουν την Ιεραρχία να κινείται με ηπιότητα, στερούν τη δυνατότητα για μια πολιτική (όχι κομματική) κριτική των κρατικών χειρισμών (κριτική η οποία κατά τη γνώμη μου ανήκει στη φύση της θεολογίας).

Από κοινού υπεράσπιση του κοινωνικού και του δημόσιου

Περνώ στο δεύτερο άξονά μου, τη δίψα. Είναι μια δίψα τυραννική, γιατί νερό δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Είναι η δίψα για μια συζήτηση της προκοπής όσον αφορά το δημόσιο χώρο και την πολυτιμότητά του. Ζούμε μια τρέλα, όταν όσοι είναι ταγμένοι στη διακονία αξιών πέρα από την ξερή επιβίωση (ταγμένοι δηλαδή στη διακονία οραμάτων τα οποία δίνουν νόημα στη ζωή και την ξεκολλάνε από το βούρκο της κτηνώδους επιβίωσης) δεν μπορούν να κατακτήσουν ένα κοινό γλωσσάρι! Πώς είναι δυνατό η Αριστερά να μην καταλαβαίνει ότι η θρησκεία δεν είναι ατομική υπόθεση, αλλά ζήτημα του δημόσιου χώρου; Πώς είναι δυνατό οι θρησκευόμενοι να μην καταλαβαίνουν πόσο πολύτιμες είναι οι πολιτικές δράσεις στο δρόμο; Στη θεωρία τους αμφότερες οι πλευρές επισημαίνουν τον κίνδυνο της περιχαράκωσης στην εγωπάθεια, αμφότερες καταφάσκουν τη σημασία της ενσώματης σχεσιακής ζωής σε αντίθεση με την ψηφιοποίησή της. Και όμως αμφότερες οι πλευρές (μιλώ για την κυρίαρχη πραγματικότητα) έχουν δειχτεί ανίκανες να βγουν από την αυτοαναφορικότητα και το συντεχνιασμό τους. Αμφότερες θεωρούν ζωτικής σημασίας για τον εαυτό τους τη λιτανεία / πορεία, αλλά περιέρχονται σε υστερία όταν δουν την πορεία / λιτανεία του άλλου! Και δεν συνηγορώ υπέρ ναρκισσιστικών περιπτώσεων συναθροίσεων όπου οι συνδαιτυμόνες καμώνονται τους άτρωτους και περιφρονούν τις μάσκες και τις αποστάσεις. Αυτές είναι απερίφραστα καταδικαστέες. Αναζητώ κάτι άλλο: Μια εχέφρονα και από κοινού υπεράσπιση του κοινωνικού και του δημόσιου. Συγχωρέστε με, αλλά η πρώτη πορεία που απαγορεύτηκε ήταν η περιφορά του Επιταφίου, επτά μήνες πριν από την απαγόρευση της πορείας του Πολυτεχνείου. Πόση μοναξιά, πια, πρέπει να νιώσουμε όσοι πιστεύουμε ότι για την πολυτιμότητα του κοινωνικού και του δημόσιου δεν απαιτείται συμφωνία πίστεων, αλλά κοινά κριτήρια και κοινό γλωσσάρι έγνοιας για την ύπαρξη του άλλου;

Έχουμε ακόμη δρόμο. Όχι απλώς για το εμβόλιο. Αλλά για την άσκηση στην αναμέτρηση για τα ουσιώδη της ζωής.

ΠΗΓΗ
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ

Όταν η θεολογία ακολουθεί «λαχανιασμένη»

Του ΜΑΝΩΛΗ ΒΑΡΔΗ

Με αφορμή την κρίση της επιδημίας γίναμε μάρτυρες της προσπάθειας κάποιων «γνωστών» θεολογικών και εκκλησιαστικών κύκλων για μία νέα μορφή προσέγγισης της Εκκλησίας προς τον κόσμο. Η αιχμή του δόρατος ήταν η αλλαγή του τρόπου της Θείας Μετάληψης, προκειμένου και να γίνει σεβαστή η αρχαία παράδοση και να μη θιγεί η ευαισθησία των κοσμικών χριστιανών.

Αυτές οι κινήσεις κάτι δηλώνουν. Αίφνης πληροφορήθηκα ότι στα γαλλικά πλέον ως γλώσσα της Θείας Λειτουργίας στους (Ρωμαιο-) Καθολικούς, το μυστήριο της Μετάνοιας μετατρέπεται σε μυστήριο της «συμφιλίωσης», από την «τελευταία μετάληψη» περνάμε στο «ευχέλαιο των ασθενών», ενώ στο μυστήριο του γάμου έχει παύσει να αναγιγνώσκεται το εδάφιο της Επιστολής προς Εφεσίους που ζητά την υποταγή της γυναίκας στον άνδρα (Roy, 2020: 78). Κατ’ αντιστοιχία με τις δικές μας «συμπάθειες» στον «Πράσινο Πατριάρχη» ή στους μορφωμένους αρχιερείς, οι (Ρωμαιο-) Καθολικοί αγαπούν τους «καλούς Πάπες» (όπως ο Ιωάννης ΚΓ΄ ή ο Φραγκίσκος), και στηλιτεύουν τους αντιδραστικούς Πάπες όταν αυτοί λησμονούν τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού (όπως ο Ιωάννης- Παύλος Β΄ και ο Βενέδικτος ΙΣΤ΄).

Τα επιχειρήματα είναι πολλά και, ω του θαύματος, ομοιάζουν στις δύο πλευρές του χριστιανικού κόσμου. Πολλοί και από τις δύο πλευρές ομνύουν στο όνομα του Ντίτριχ Μπονχέφερ (1906-1945) και της «θεολογίας του κοσμικού κόσμου». Πιστός, πλέον, σήμερα δεν μπορεί παρά να σημαίνει να υπάρχεις «για τους άλλους», όπου η ηθική υπερέχει κάθε θεολογίας της «αλήθειας» (Roy, 2020: 77). Ο Θεός μιλά «κοσμικά» και ο κόσμος επαναλαμβάνει. Ζούμε εποχές που η Εκκλησία τρέχει ασθμαίνουσα να προλάβει τον κόσμο, υιοθετώντας όλες του τις ευαισθησίες. Είναι χαρακτηριστικό το σκίτσο του Plantu στη Le Monde της δεκαετίας του 1980, το οποίο απεικονίζει μία παραδοσιακή οικογένεια μπροστά στην τηλεόραση: τη στιγμή που ανακοινώνεται μια παρέμβαση του Πάπα, η μητέρα λέει στον σύζυγο «Τρέχα γρήγορα να βάλεις τα παιδιά για ύπνο, πάλι για σεξ θα μιλήσει» (Roy, 2020: 189).

Σε κοινωνικό επίπεδο η μετάλλαξη των μεταπολεμικών «προοδευτικών χριστιανών» έχει ήδη ολοκληρωθεί. Κινήματα εργατών- ιερέων και η Θεολογία της Απελευθέρωσης που φιλόδοξα συμπορεύονταν με κινήσεις διαμαρτυρίας, πλέον επικεντρώνονται στα μείζονα ζητήματα των αμβλώσεων, του γάμου των ομοφυλοφίλων και της μετανάστευσης. Ως εάν η κοινωνική και ταξική δυναμική των «προοδευτικών χριστιανών» των μεταπολεμικών δεκαετιών να «εξατμίστηκε» σε ένα συνονθύλευμα ελευθεριακού φιλελευθερισμού.

Αυτό το θεολογικό- ίσως και εκκλησιαστικό «λαχάνιασμα»- επιτείνεται ακόμη περισσότερο, καθώς η «άλλη πλευρά», αυτή των κοσμικών χριστιανών, δηλαδή των κατ’ όνομα μόνο χριστιανών, που είναι και η συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνιών, φεύγει τρέχοντας ιλιγγιωδώς προς νέες ανθρωπολογικές και κοινωνικές θεωρήσεις (απόλυτη βιολογικοποίηση της ζωής, my body is my business, δικαίωμα στην ευθανασία). Η αδιαφορία και η έλλειψη στοιχειώδους θρησκευτικής μόρφωσης αυτών των μαζών- ακόμα και ο Πολ Ποτ θα ήξερε περισσότερη θεολογία, δεν σημαίνει ηρεμία ούτε πολιτισμό. Μόλις οι μάζες αυτές στα όρια της καθημερινής υστερίας εντοπίσουν τον εχθρό τους, επιτίθενται λυσσαλέα. Και ο εχθρός δεν είναι οι mainstream χριστιανοί, δηλαδή αυτοί οι αδιάφοροι και «έχω με άλλα να ασχολούμαι», αλλά όσοι πιστοί της Εκκλησίας επιμένουν, σε πείσμα της κουλτούρας της εποχής, να θέλουν να δομήσουν την ζωή τους στα πλαίσια της δογματικής πίστης. Αυτοί οι κατ’  αυτούς «ζηλωτές» είναι στόχος, διότι δεν θέλουν να αποδεχτούν την αυτό- εκκοσμίκευση της θεολογίας και της Εκκλησίας (Roy, 2020: 101). Τους αντιμετωπίζουν ως ευθεία αμφισβήτηση της κυρίαρχης τους ιδεολογίας, στην οποία έχουν ήδη αφομοιωθεί (οπότε δεν υπάρχει πρόβλημα) οι «προοδευτικοί» και «χαλαροί» χριστιανοί. Οι επιθέσεις είναι πάντοτε αποτελεσματικές: ξεκινούν από δυσφήμηση, κατηγορίες για «αμορφωσιά» και λαϊκισμό, και συνεχίζονται με αποκλεισμούς από κάθε θεσμικό φορέα έκφρασης απόψεων, φθάνοντας μέχρι και το «μπλοκάρισμα» πανεπιστημιακών θέσεων.

«Βρισκόμαστε ενώπιον της δημιουργίας δύο παράλληλων κόσμων που δεν έχουν πια κοινές αξίες: για τους πιστούς το μόνο που μετράει είναι η πίστη, ενώ οι άνθρωποι του κοσμικού κόσμου γνωρίζουν πλέον τόσο λίγα για την θρησκεία, ώστε να θεωρούν ότι ο πιστός είναι στην καλύτερη περίπτωση κάποιος ελαφρώς περίεργος, και στη χειρότερη κάποιος φανατικός» (Roy, 2020: 105).

Η Ευρώπη είναι χριστιανική;

Αναφορές από Roy Olivier, Η Ευρώπη είναι χριστιανική;, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2020.

ΠΗΓΗ

Αντίφωνο